Άννα Μπατή
Η Άννα Μπατή του Αντωνίου και της Αικατερίνης γεννήθηκε το 1953 στη Μύκονο. Ο πατέρας της ήταν υπάλληλος του Λογιστηρίου.
Όταν ξεκίνησε το Μεταλλείο όλοι οι Μυκονιάτες ήταν ενθουσιασμένοι, γιατί θα βρίσκανε δουλειά. Ήταν πολλοί εκείνη την εποχή που δεν είχαν δουλειά. Ήταν ψαράδες, μικρομάγαζα, και διάφοροι άλλοι, που τα βγάζανε πέρα πολύ δύσκολα. Βρήκανε δουλειά πάρα πολλοί άνθρωποι. Ήρθανε κι απ’ όλη την Ελλάδα. Ξέρω πάρα πολλούς απ’ αυτούς που παντρευτήκανε Μυκονιάτισσες –γιατί δεν υπήρχανε άντρες, λείπανε στα καράβια, ήτανε ναυτικοί– και βρήκανε και την τύχη τους! Και καλά παιδιά! Αλλά υπήρχε κι η άλλη πλευρά. Πολλά άτομα που δούλευαν στα Μεταλλεία αρρώστησαν και πέθαναν από αρρώστιες των πνευμόνων.
Έδωσε ζωή στο νησί το Μεταλλείο. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν τέτοιοι που δώσανε. Κάνανε δωρεές· λειτουργούσανε την Αγία Βαρβάρα κάθε χρόνο στη γιορτή της· συμμετείχανε στη θεμελίωση του Γυμνασίου. Δηλαδή, δίνανε στο νησί, δεν παίρναν μονάχα. Ήτανε μια περίοδος που πραγματικά είχε ανάγκη το νησί από ανάπτυξη. Όντως έγιναν ωραία πράγματα εκείνη την εποχή. Υπήρχε ζωή, κίνηση, δραστηριότητες – και στην Άνω Μερά και στη Χώρα. Μ’ αυτό το σκεπτικό ξεκίνησε και έκανε τον κινηματογράφο Άρτεμις ο Χολέβας. Αυτοί που είχανε ανακατευτεί σε τέτοια πράγματα και ξέρανε από Τεχνολογία πια –γιατί οι Μυκονιάτες δεν ξέρανε– μετά μπήκανε σ’ αυτόν τον τομέα, κι ανοίξανε και τον κινηματογράφο. Ειλικρινά, δεν μπορείτε να φανταστείτε, πώς ήταν εκείνη την εποχή η ζωή στη Μύκονο! Κατεβαίνανε στη Χώρα οι μεταλλειώτες , ανοίξανε μαγαζιά· το ΘΑΛΑΜΙ, το ΜΥΚΟΝΟΣ. Ανακατευτήκανε με μας. Γίνανε ένα με μας. Άνθρωποι που είχαν έρθει απ’ όλη την Ελλάδα. Θυμάμαι έναν Χρήστο που έμενε απέναντί μου και είχε παντρευτεί τη Χρυσούλα Δικαιουλάκου. Κάθε βράδυ που έφευγα από το μαγαζί που είχα στη Μπαρκιά –δεκαετία του ’70–, μας περίμενε και βάζαμε τα ούζα κάτω και γινότανε χαμός. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Δεθήκαμε με ανθρώπους απ’ όλη την Ελλάδα που ήρθαν εδώ. Γνωριστήκαμε· τα ήθη και τα έθιμά μας. Παντρευτήκανε. Φέρανε αυτοί. Τους δώσαμε εμείς. Πήραμε γνώσεις σε τομείς που δεν είχαμε. Προϊόντα. Τεχνολογία. Αυτά ήτανε εκείνη την εποχή, μέχρι που έκλεισε. Γενικά, υπήρξε μια διαφορετική ζωή. Μέχρι που φύγανε εγκαταλείποντας τα πάντα στην τύχη τους – ένα έρημο τοπίο! Τα μπάζια όλα εκεί… Η απορία μου είναι μεγάλη: Τώρα το πήρε ιδιώτης, να το κάνει, τι; Ίμπιζα; Δεν φτάνουν όσα έχουμε γύρω γύρω;
Έπαιρνε το Κράτος πάρα πολύ λίγα, 20 λεπτά στον τόνο. Ο πατέρας μου ήταν στο Λογιστήριο και το ξέρω. Δυο δεκάρες ήτανε μηδέν απ’ αυτό το μετάλλευμα που βγάζανε και το εκμεταλλευτήκανε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί ήταν πολύ ακριβό μετάλλευμα.
Ο πατέρας μου, μόλις αρρώστησε, του συμπεριφέρθηκαν άψογα. Αμέσως μόλις έπεσε κάτω και δεν ξέρανε τι ήτανε, φέρανε γιατρούς απ’ τη Σύρο κι ετρέξανε να δουν τι έχει. Μετά τον πήγαν στα Γραφεία στην Αθήνα. Ήταν πάρα πολύ σωστοί.
Στους εργαζόμενους όλους συμπεριφέρονταν άψογα. Βέβαια ήταν ένα επάγγελμα βαρύ. Ήσουν χωμένος στη γη χωρίς καμία προστασία – εννοώ σ’ αυτό που ανέπνεαν οι άνθρωποι.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 01-08-2017]