Αθανάσιος Αναστασίου
Ο Αθανάσιος Αναστασίου του Παναγιώτη και της Μαρίας γεννήθηκε στα Μέγαρα το 1935. Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός ΕΜΠ, εργάστηκε αρχικά ως μηχανικός μεταλλείου και το 1964 έγινε διευθυντής ΜΥΚΟΜΠΑΡ Μυκόνου (1961-1966).
Όταν ήρθα στη Μύκονο (1961), εκείνη τη χρονιά πρέπει να είχε δοθεί ρεύμα από τη ΔΕΗ. Ήτανε τότε τα χρόνια πάρα πολύ σπουδαία. Η Μύκονος ήτανε τελείως πρωτόγονη. Βέβαια είχε όλη αυτή την ομορφιά που δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Να σου πω για τους άγιους Μυκονιάτες, όλους; Οι άνθρωποι ήτανε καλότατοι. Όταν έβγαινες στα χωράφια κι έβλεπες τον άλλο να ’ρχεται με το καλάθι του με σύκα και θα σταματούσε οπωσδήποτε να σε κεράσει, δεν είχε κανένα συμφέρον. Ή έβλεπες ας πούμε τον τουρίστα ο οποίος ξέμενε από λεφτά, να του λένε «δεν πειράζει, παιδάκι μου, έλα, εδώ!». Του έδινε τα εισιτήρια, δεν πλήρωνε και τα έξοδα κι έφευγε. Ε, βέβαια, ήτανε τελείως άχτιστη η Μύκονος. Α, να σου πω και για τη Φλώρα τη Βασιλά. Που ’χε άντρα τον Αντρέα, τον οποίο εγώ πήρα στο Μεταλλείο, στο Ζυγιστήριο. Όταν ήρθα στη Μύκονο έπρεπε να ’χω μια γυναίκα να με πλένει, να με φροντίζει. Είχα λοιπόν την αδερφή της την Αννιούκα. Αυτοί απ’ τη Ρωσία έχουνε διαπλαστεί ορθόδοξα, είναι καλύτερα κι από μας στην ψυχή. Λοιπόν η Φλώρα ήτανε αγαπητή μου μέχρι όταν πέθανε. Αποκλείεται να ’ρχόμουνα στη Μύκονο και να μην τη δω.
Στη δουλειά τώρα· όταν εγώ έκανα τους άθλους του Ηρακλέους, επί πολλές φορές, μπορεί να μην ήτανε καλή η συνεργασία με τον Πρεζάνη και τον Παρασκευαΐδη; Άκου να δεις: Είχανε μέσα στην Αποθήκη ένα μεγάλο πιστόλι, τη μπιστόλα που λέγαμε. Είχανε αερόβιντζα, τα οποία μένανε εκεί, κανένας δεν τα ήξερε. Όταν γινότανε η λεγόμενη εξόφληση των μετώπων, έπρεπε να κοπεί μία κολόνα η οποία ήτανε διαστάσεων τρία επί τρία, και παραπάνω, η οποία με τα μπιστόλια που βγάζανε ένα- ενάμιση, λίγο παραπάνω, δεν μπορούσε να κοπεί με την πρώτη. Κι έπρεπε, εάν καταφέρουνε με τη δεύτερη να την κόψουνε, ήτανε θαύμα. Γιατί; Γιατί η κολόνα πάνω βάσταγε ένα βουνό βαρύτη, κι όταν δεν κοβότανε έμενε μέσα. Ε, πιάνει ο καλός σου αποδώ την μπιστόλα, την κοπανάει στα πλευρά, βάζει μέσα… Η μπιστόλα τράβαγε μέσα 5 μέτρα, όσα ήθελες τράβαγε. Γερό αυτό, δυναμίτες μέσα… Εγώ, τη μπιστόλα! Εγώ θα τη δουλέψω! Να ιδούν κι άλλοι εργάτες κ.τ.λ. Όλοι οι εργάτες λεβέντες! Γεμίζαμε, μπαμ! Από τότε τέλειωσε το πρόβλημα.
Ο Στράγκας ήτανε επιστάτης, αλλά ό,τι δεν μπορούσε να γίνει, δεν μπορούσαν να ρίξουν μια κολόνα ας πούμε, πήγαινε ο Στράγκας, ο ίδιος, ο επιστάτης. Γινήκαμε πολύ φίλοι. Του βάφτισα την κόρη. Ο Στράγκας λοιπόν ήταν αετός! Εγώ τι έκανα; Επειδή είχα αναλάβει τις τοπογραφήσεις στο νησί, έπαιρνα βοηθούς από το Μεταλλείο. Ο Στράγκας τοπογραφήσεις με απόδοση τριπλάσια του κανονικού. Δηλαδή, είναι γνωστό πόσες σκοπεύσεις κάνει ένας τοπογράφος το οκτάωρο, και σου λέω υπερτριπλάσιες οι δυο μας. Έπαιρνα και τον Αγγελή τον Παπουτσά που ήταν ψάλτης· δούλευε Ζυγιστήριο και τέτοια.
Να πάμε τώρα σε κάτι άλλο; Απ’ τις πρώτες μέρες που ήρθα εκεί, Θεός σ’χωρέσ’ τον τον Αποστόλη τον Ξυδάκη, ήτανε εργολάβος. Μου κολλήσαν πολλοί, δεν παίρνανε τότε καλά λεφτά… Μετά έγινε κι ο μακαρίτης ο πατέρας σου με τον «Κριό»· μάλιστα με κάμαν και συνεταίρο, που δεν ήθελα εγώ, ό,τι βγήκε από χρήματα, τα ’δωσα σ’ αυτόν που χτύπησε το ποδάρι του. Λίγο κράτησε αυτή η εργολαβική δουλειά με τον πατέρα σου. Εγώ, λοιπόν, εκεί που δε’ με σπέρνουνε, φυτρώνω. Μαθαίνω πως έπαιρνε ο Ξυδάκης 32 ή 35 δραχμές για κάθε ένα τόνο βαρύτη που έβγαζε. Η δουλειά του Ξυδάκη ήταν να βάλει τα φουρνέλα, να βάλει τους δικούς του δυναμίτες που τους αγόραζε στην τιμή της Εταιρείας, να κάνει μπουμ, και να πάει ο πατέρας σου ο μακαρίτης ή άλλος τις με τη μπουλντόζα ή φορτωτή, τόσοι τόνοι, τόσα λεφτά. Εμένα μ’ αρέσει να εκτιμώ τα πράγματα στο φτερό. Βλέπω λοιπόν το κόστος, 12 δραχμές. Λέω του Παρασκευαΐδη, που ήτανε προϊστάμενός μου: «Ρε, τι κάνετε εδώ; 12 δραχμές είναι το κόστος και δίνετε 32;». «Α, μου λέει, εγώ δεν ανακατεύομαι. Τράβα στον Πρεζάνη!». Πάω στον Πρεζάνη, του τα λέω. Μου λέει: «Ε, πόσο να δίνουμε;». «Αφού είναι 12, άντε 15 δραχμές!», του λέω. Το ’καμε 16,5. Πόσα κέρδιζε η Εταιρεία; Λεφτά με ουρά!
Άκου τώρα να πέσουμε σε άλλα πράγματα τα οποία ο κόσμος δεν τα δέχεται· ούτε εγώ δεν ξέρω αν τα δέχομαι ή δεν τα δέχομαι, αλλά είναι απόψεις. Και με συγχωρείς, που είσαι γυναίκα, που η γυναίκα είναι η κορωνίς της δημιουργίας γιατί αυτή δημιουργεί… Όταν ερχόντουσαν τα καράβια για φόρτωση, οι ναυτικοί φέρνανε, οι έρημοι, τις γυναίκες τους εδώ πέρα, να περάσουνε κάνα βράδυ ζεστά. Πώς τον λέγανε τον μπάρμπα που ήτανε στις φορτώσεις στον Λούλο, έναν ναυτικό, πώς τον λέγανε; Γινόταν άνω-κάτω αυτός. Γιατί; Έχουνε παράδοση τέτοια οι εργαζόμενοι σε σκληρές δουλειές. Φοβούνται. Τέλος πάντων εκείνο το βράδυ είχανε μπει γυναίκες στο Μεταλλείο, φοιτήτριες. Ο μακαρίτης ο Καπελέρης ήτανε επιστάτης. Πολύ καλός, πολύ έμπειρος. Εκεί που γινότανε μια εξόρυξις, πήγε και κοίταζε αποπάνω ότι “ψιχάλιζε”. Όταν “ψιχαλίζει” σημαίνει ότι ο βράχος ξελασκάρει και θα πέσει. Και τον πήρε αποκάτω. Τότε εγώ κάθισα στο σκαμνί πολύ άγρια. Η Εταιρεία κοίταξε να δώσει κάποια αποζημίωση στα παιδιά του, μου βάλανε κι ένα δικηγόρο, και πήγαμε στο δικαστήριο. Λοιπόν, πάω εκεί και κάθομαι στο σκαμνί με τις ώρες. Κι ερχότανε ο καθένας, έλεγε το δικό του, κι ήταν κι ένας εξαίρετος Επιθεωρητής Μεταλλείων, ο οποίος βαραίνει η γνώμη του, γιατί η δουλειά του αυτή είναι. Άρχισε να λέει τα δικά του: «Ξέρετε. κύριε Πρόεδρε, όταν γίνεται όρυξη διατρημάτων, πάει το νερό κ.λπ., κ.λπ.». Του ’λεγε ο Πρόεδρος: «Ρε, πες μου, τούτος ’δώ στο σκαμνί φταίει ή δε’ φταίει;». Αυτός δεν έλεγε τίποτα. Τα δικά του. Στο τέλος αναλαμβάνει ο Εισαγγελέας τον λόγο: «Ακούστε, αυτός είναι προϊστάμενος, στο Μεταλλείο που έχει διάφορα μέτωπα. Η πρώτη δουλειά των εργαζομένων του Μεταλλείου είναι να καθαρίσουνε τα πετρώματα και να κοιτάξουν για τα της ασφαλείας. Είναι γνωστό ότι όταν βαράς ένα κούφιο βράχο, κάνει γκουπ, όταν είναι γερός κάνει ντιν. Δεν μπορώ εγώ να ’χω την απαίτηση ετούτος ο κατηγορούμενος να γυρνάει και να λέει “εδώ είναι καλό, εκεί δεν είναι καλό, μπέστε μέσα!”. Αυτουνού η δουλειά είναι άλλη, είναι να διευθύνει». Δηλαδή, δίχως να πει ότι έφταιγε ο μακαρίτης ο Καπελέρης, ο οποίος τι να ’φταιγε, ποιος θέλει να πεθάνει; Και μετά την αγόρευση του Εισαγγελέως απηλλάγην λόγω αμφιβολιών. Στον μακαρίτη τον Γιάννη τον Δακτυλίδη, με το πόδι του, έφαγα ένα μήνα φυλακή με αναστολή.
Η απεργία το ’64 κράτησε όχι πάνω από μήνα, αλλά αρκετά. Γράφανε οι εφημερίδες: «Μαύρη μαυρίλα πάνω απ’ το άσπρο νησί της Μυκόνου!». Με πολύ κόσμο η απεργία, θέλανε να κάψουνε όλη τη Μύκονο οι μάγκες, το Μεταλλείο δηλαδή. Τότε λοιπόν που γινότανε η απεργία, η Εταιρεία καπούτ. Έλα όμως που ο Θανάσης έπρεπε να παράγει. Τι κάνω; Ορμάω στα απορρίμματα κάτω με τα μηχανήματα, κι αρχίζω να πλένω αυτά που είχανε πεταχτεί, όλα! Και κάνω παραγωγή μια χαρά!
Το δυστύχημα που προκάλεσε ο πατέρας σου έγινε όταν εγώ είχα φύγει. Συνέχισα όμως να έρχομαι στη Μύκονο, γιατί έκαμα τοπογραφήσεις. Μια απ’ αυτές τις φορές που ήρθα, βλέπω τον πατέρα σου ηττημένο να κλαίει: «Κύριε Αναστασίου, εγώ, που έβλεπα τη χελώνα και κατέβαινα, την έπαιρνα και την έβαζα από μέσα μη τυχόν και την πατήσω, να πατήσω τη γριά;». Πήγε η γριά, Θεός σ’χωρέσ’ τηνε, την ώρα που δεν έπρεπε, δεν την είδε, είχε ολόκληρο τοίχο μπροστά, τι να κάμει ο άνθρωπος; Αλλά, εν πάση περιπτώσει, του είχε στοιχίσει. Τώρα, ο πατέρας σου ήτανε ο ηρωικότερος της επιφανείας. Τι του χρωστάει η Μύκονος δε’ λέγεται! Όλοι οι δρόμοι απ’ τον πατέρα σου! Άμα δεν ήτανε ο πατέρας σου, ποιος κερατάς θα έφτιαχνε τους δρόμους; Γιατί οι άλλοι ήτανε Γ΄ κατηγορίας! Γ΄ κατηγορίας!
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 07-11-2018]