Αθανάσιος Κουκάς
Ο Αθανάσιος Κουκάς του Δημητρίου και της Πετρούλας γεννήθηκε το 1928 στη Μύκονο. Απεβίωσε στις 26 Νοεμβρίου του 2015. Εργάτης αρχχικά, μιναδόρος στη συνέχεια (1956-1981).
Η Εταιρεία ήρθε το ’54-’55 και κάνανε έρευνες. Εγώ πήγα το ’56 όμως. Ήμουνα έξω σε νταμάρια, ύστερα πήγα στις γαλαρίες. Φεύγαμε απ’ το σπίτι, παγαίναμε εδώ στο δρόμο της Ανωμεράς. Κι ερχότανε φορτηγό, μας έπαιρνε, μας μάζευε και παγαίναμε στο Μεταλλείο. Ε, μετά από το φορτηγό, εβάλανε με τα χρόνια λε’φορεία.
Η ζωή μας; Βρεχόμαστε, μέσα στις γαλαρίες, μυρωδιές από το δυναμίτη Στην αρχή είχαμε ασετιλίνες. Ύστερα τα κατεργήσανε κι εφέρανε λάμπες ηλεκτρικές. Και οι λάμπες αυτές ήταν πιο καλές! Αλλά είχε βρόμα μέσα από δυναμίτες… Απ’ τα φορτηγά που είχαν μέσα, φορτωτές, κι εφορτώνανε, το πράμα από μέσα απ’ τη γαλαρία. Επαγαίναμε στις γαλαρίες, εκεί αλλάζαμε κι εμπαίναμε μέσα κι εβγαίναμε άμα τελείωνε η βάρδια. Σου λέω, σα’ τα ποντίκια μέσα στα βουνά.
Δέκα σκοτωθήκανε, δέκα! Ένας ήτανε από τη Λήμνο. Ο πρώτος ήταν ο Καρβουνιάρης. Ύστερα σκοτώθηκε ο άλλος, ένας Λημνιός μ’ ένα Μυκονιάτη δικό μας, το Βαγγέλη το Γεωργίου. Ένας Γιώργης Καπελέρης, ήτανε επιστάτης. Δέκα έχουνε σκοτωθεί. Ακριβώς δέκα! Άσ’ τους τραυματίες! Τραυματίας είμαι κι εγώ! Έχω κι εγώ τραύματα εδώ, και μέσα ’δώ στο πόδι, έχει σίδερα εδώ, και βίδες. Τραυματίες πολλοί, αλλά σκοτωμοί δέκα!
Απάνω στο Μεταλλείο, της Αγιάς Βαρβάρας, εγενότανε μεγάλο πανηγύρι. Μαζευότανε πάρα πολύς κόσμος, Μυκονιάτες και ξένοι, εκάνανε πολλά φαγητά –η Εταιρεία– και πιοτά, κρασιά, ξέρεις, τέτοια… Κι εγλένταγε ο κόσμος. Η Αγιά Βαρβάρα είναι προστάτις του Πυροβολικού. Εγώ την είχα προστάτη και στο Στρατό –ήμουνα στο Πυροβολικό–, και την είχα προστάτη κι εδώ, ως πολίτης, την Αγία Βαρβάρα, μεγάλη η Χάρη Της!
Οι Μυκονιάτες επαγαίνανε στην Αθήνα κι εκάμανε και λεφτά μια δόση εκεί, γιατί είχε πέσει χρήμα, κι εκάνανε μεταπρατιλίκι, εκάνανε τον εργολάβο εκεί, εκάνανε πολυκατοικίες, και τα πουλάγανε τα διαμερίσματα κι εκάμανε λεφτά. Εκεί εζούσανε, στην Αθήνα! Εδώ, ήθελα να κάνω ένα παντελόνι εδώ, και δεν μπορούσα να το κάνω! Κι επάγαινα στην Αθήνα κι εδούλευα και το ’κανα. Οι γονιοί μου ήτανε φτωχοί, πολεμούσανε τ’ αγροτικά, ξέρεις, ίσα ίσα για να τρώνε τίποτα, για να ζουν. Λεφτά δεν υπήρχανε! Τα λεφτά ήρθανε στη Μύκονο από το ’60 και μετά. Το ’60 και μετά ήρθε ο Τουρισμός και ήτανε και η ΜΥΚΟΜΠΑΡ.
Έφυγα το 1981. Εχτύπησα όμως, έπεσε ο βράχος απάνω μου και μου ’σπασε το πόδι, κι έβγαλε το σφεντύλι, το ’σπασε κιόλας! Κι επήγα στη Βούλα, στο Νοσοκομείο. Έκατσα καναδυό μήνες εκεί και μου το γιατρέψανε. Ύστερα γύρισα, μου ’λεγε ο Παπαδόπουλος να πάω, λέω: «Δεν ξανάρχομαι!». Ε, ήρθα πήρα σύνταξη και δεν… Ετελείωσε. Έπαιρνα καναδυό χρόνια αναπηρική. Ήτανε πιο καλή αυτή. Δίνανε κι Επικουρικό. Ύστερα τα κόψανε όλα. Το Επικουρικό άργησε να ’ρθεί, και είχα 300 ένσημα μείον και δεν το πήρα. Ο σ’χωρεμένος ο πατέρας σου θα το ’παιρνε, γιατί ’χενε πολλά ένσημα. Η Εταιρεία ετελείωσε κατά το ’83-’84 κάπου εκεί.
Η Εταιρεία ήτανε καλή, πολύ καλή, για τη Μύκονο. Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ άφησε λεφτά! Δούλεψε κόσμος πολύς. Και δικοί μας, Μυκονιάτες, αλλά και ξένοι. Πολλοί! Ήτανε πολύ καλή η Εταιρεία που ήρθε. Και για μένα βέβαια, γιατί κι εγώ δούλεψα εκεί καμμιά εικοσαριά-εικοσ’πενταριά χρόνια, κι εμεγάλωσα τα παιδιά μου, αλλά μ’ άφησε και κάτι τραυματάκια. Έπαθα χαλίκωση, κι έχω αναπνευστικό τώρα τέσσερα χρόνια, ζω με οξυγόνο και με μηχανήματα. Είχε και ρουφιανάκια που παγαίναν κι εκαρφώνανε, είχε και καλά παιδιά! Οι ρουφιάνοι ήτανε εκ των προτέρων, ε; Παγαίναν κι εκαρφώνανε! Μπορεί να λέγανε και ψέματα, για να καρφώσουνε! Αλλά είχενε και καλά παιδιά! Οι μηχανικοί μας ήτανε καλοί, πολύ καλοί!
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 23-11-2013]