Αναστάσιος Βιγλιάρης

Ο Αναστάσιος Βιγλιάρης του Αρτεμίου και της Αικατερίνης γεννήθηκε στη Μύκονο το  1945. Εργάστηκε ως βοηθός στο δέσιμο των πλοίων και ως έκτακτος στη φόρτωση στον Λούλο. Ο πατέρας του ήταν καπετάνιος και πιλότος στη φόρτωση.

Με τον πατέρα μου θα ξεκινήσομε, γιατί τονε πήρε η Εταιρεία η ΜΥΚΟΜΠΑΡ να του πει ότι θα έρχονται μεγάλα πλοία και να τα παίρνει να τα πηγαίνει γιαλό στο Λούλο να τα δένει, επειδή ήξερε πολύ καλά ως ντόπιος την τοποθεσία –ήταν ο μόνος που είχε δίπλωμα καπετάνιου εδώ, Β΄ πλοιάρχου. Είχαμε ένα σκάφος και δέναμε το πλοίο που ήταν για φόρτωση στις τέσσερεις σημαδούρες. Πηγαίναμε τον πιλότο πάνω, τον πατέρα μου δηλαδή, το ’φερνε γιαλό, και μετά δέναμε. Η Εταιρεία ήταν του Γράτσου, αυτή που είχε πάρει τα Μεταλλεία στην αρχή. Είχε τα πλοία που φορτώναν τότε το μινεράλι που πηγαίναν Αμερική. Είχαμε εκεί την Security του πλοίου. Δηλαδή, να λύσουμε έναν κάβο, να δέσουμε έναν κάβο, σημαδούρες και έξω. Αυτά ήταν τα βασικά που κάναμε εμείς.
Δουλέψαμε όμως αρκετά χρόνια. Από το ’56 που ξεκινήσανε τα πλοία και μέχρι το ’65 πηγαίναμε στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Μετά, αποκεί και πέρα, η εφοπλιστική εταιρεία αυτή που ήταν Ανώνυμος Εταιρεία Γεώργιος Δημητρίου Γράτσος, πήρε τον πατέρα μου, διότι έφτιαξε ένα γιοτ –αυτοί οι πλοιοκτήτες ήταν απ’ την Ιθάκη– και δουλεύαμε στο Ιόνιο Πέλαγος. Ως καπετάνιος ο πατέρας, και μετά κι εγώ πάλι ως καπετάνιος. Έβγαλα κι εγώ τη Σχολή.
Μετά άλλαξε η νοοτροπία της ΜΥΚΟΜΠΑΡ και έφερνε πράγμα από τη Μήλο και το ’σουβάλιαζε εδώ στο Λούλο. Τότες ήτανε που ερχότανε διαφορετικά βαπόρια και δουλεύαμε κι εμείς μέσα. Δηλαδή, να πάρουμε ένα μεροκάματο – μια βάρδια ή δυο, αν είχαμε αντοχές. Αυτά ήτανε. Μετά σπατσάριζε το βαπόρι, το λύναμε, πήγαινε πιο βαθιά, παίρναμε τον πιλότο και βγαίναμε όξω, κι αυτό ήτανε. Σε κάθε βαπόρι κάναμε αυτή τη συνεργασία. Όταν φόρτωνε το τσουβαλάτο, εγώ ήμουνα παλληκαράκι τότε, κι εκάναμε κι εμείς μεροκάματα στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Μας έπαιρνε στ’ αμπάρια βέβαια, να κουβαλάμε τα σακιά, να τα ντανιάζομε κ.τ.λ. Κι εδούλεψα κι εγώ κι ο αδερφός μου – όχι ο πατέρας μου. Στο ντάνιασμα είχε πολλούς. Κι όσοι ήτανε και στις λάντζες κάτω στο λιμάνι, δουλεύαν κι αυτοί. Γιατί το μεροκάματο ήταν αρκετά υψηλό για την εποχή. 100 δραχμές έβγαινε, 100 το 8ωρο. Αλλά ήτανε πολύ δύσκολη δουλειά. Ήτανε βαριά τα τσουβάλια. Και πολλές φορές κάναμε και δύο βάρδιες. Το βαπόρι έφευγε όταν τελείωνε η φόρτωση. Τύχαινε να φύγει ένα τσουβάλι από πάνω, να σκάσει μέσα μετά τον κουραδόρο –ο κουραδόρος είναι το πρώτο πάτωμα του αμπαριού– και να πέσει μες στ’ αμπάρι και να σκάσει ο μπεντονίτης και να γίνει μέσα χαμός. Χαμός! Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις πολλές φορές. Ήταν πολύ δύσκολη δουλειά. Ορισμένοι άνθρωποι, που είχαν ανάγκη πιθανόν, έκαναν και τρία 8ωρα. Εδουλεύαν 24 ώρες, χωρίς τσιγάρο και χωρίς φαγητό. Τότες το φαγητό που φέρνανε –που ’βλεπα εγώ– είχανε μέσα σ’ ένα καλαθάκι λίγο λαρδάκι βραστό, κάνα λουκανικάκι ωμό και λιγάκι γλίνα και λίγη κοπανιστή. Οι χωρικοί τα φέρναν αυτά, εμείς είχαμε άλλα. Ήτανε στερημένοι άνθρωποι. Όμως τους έβλεπες, παρόλο που δουλεύανε δυο και τρία 8ωρα, ήτανε κεφάτοι. Υπήρχε κέφι. Και τραγουδούσανε, και πείραζε ο ένας τον άλλονε… Δεν ξέρω για τα τέσσερα 8ωρα. Δουλεύανε 32 ώρες;
Έφερε αλλαγή στον τόπο, ειδικά στην Άνω Μερά. Της έδωσε ζωή. Ήταν πάρα πολύς ο κόσμος. Όχι μόνο απ’ την Άνω Μερά, αλλά κι από άλλα μέρη της Μυκόνου. Συνήθως ήταν χωρικοί. Κι εμείς εδώ της παραλίας, της θάλασσας, που ασχολούμαστε με το δέσιμο κ.τ.λ. Τουλάχιστον τρεις λάντζες ήτανε. Το δικό μας κι άλλα δυο ακόμα για να δέσομε το σκάφος, και να βγάλομε τον κόσμο έξω, να βάλομε τον Τελώνη μέσα, τον Λιμενάρχη κ.λπ. Γιατί ήτανε Transit αυτό. Έπρεπε να μπει η Αρχή μέσα. Είχε Τελωνοφύλακα όλη την ώρα, με βάρδιες. Κι ήμαστε stand by δίπλα στο πλοίο όλη την ώρα, αν χρειαστεί κάτι. Κι εκεί κάναμε και τα μεροκαματάκια. Ήτανε ο Μανιάτης ο Γιάννης με τη ΜΑΓΙΑ, ήτανε ο Γιάννης ο Νάζος ο «Άνακτας», ήτανε ο ξάδερφός μου ο Πολυχρόνης ο Τάκης – της θείας μου της Μαριώς ήτανε αυτός από το Νιοχώρι που είχε τη Μαρίνα τη Χειμωνά. Όλοι αυτοί ήμαστε στη θάλασσα εκεί για το πλοίο, τους κάβους, για να βγάλομε το πλήρωμα, να το ξαναβάλομε, και τις Αρχές βέβαια. Κι ό,τι χρειαζότανε ο καπετάνιος, γιατί δεν ήτανε γιαλό το πλοίο, να μπορούνε να βγουν απευθείας απ’ το πλοίο έξω. Έπρεπε να πάμε εμείς με το σκάφος. Γιατί άλλαζε και πληρώματα…
Τότε δεν υπήρχε ευημερία στη Μύκονο. Αναγκαζότανε οι χωρικοί, επειδή δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνο από τα χωριανά, κι ερχόταν κι εκάνανε μεροκάματα. Το ίδιο κάνανε κι οι ψαράδες, οι βαρκαραίοι, κ.λπ., για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Φανταστείτε την οικογένειά μου που ήμασταν 7 άτομα. Στο φούρνο χρωστάγαμε πάντα. Δεν επαρκούσε το εισόδημά μας για να τον εξοφλήσουμε. Πάντα χρεωνόμαστε. Κι όταν δούλευε ο πατέρας μου ή κάποιος από μας, συμπληρώναμε το εισόδημά μας που ήταν πενιχρό. Ήταν δύσκολη εποχή. Γι’ αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο αυτή η Εταιρεία, γιατί τα χρήματα που πλήρωνε εκείνη την εποχή ήταν αρκετά. Όταν πλήρωνε 100 δρχ. το 8ωρο στο πλοίο μέσα, ήταν αρκετά τα χρήματα, τη στιγμή που ένας μισθός ήταν 500-600 δρχ. Ήταν πάρα πολύ καλό, κινήθηκε ο κόσμος, κινήθηκε η αγορά, γιατί πήραν κάποια χρήματα και επενδύσανε για να χτίσουνε κιόλας και να περνάνε καλύτερα. Μετά αξιοποιήθηκε το νησί. Μετά το ’60 σχεδόν, επήρε τα μπρος κι εδημιουργήθηκαν καταστάσεις για να νοικιάζουμε κι όλα τα σχετικά με τον Τουρισμό. Και σιγά σιγά σηκώθηκε. Η Εταιρεία αυτή εστάθηκε εντάξει για το νησί. Αυτό ήτανε καλό για τον τόπο γιατί έμενε το χρήμα εδώ. Ήταν πολλοί άνθρωποι που δουλεύανε. Κι έμενε το χρήμα εδώ κι εγινότανε αλυσίδα το πράμα. Έπαιρνε κι ο φούρναρης, έπαιρνε κι ο μπακάλης, κι ο χασάπης, κι η οικογένεια… Βελτιώθηκε η ποιότητα ζωής, όπως και να το κάνομε.
Ήταν πλούσια Εταιρεία. Δε’ χρώσταγε σε κανέναν. Δηλ. δούλεψες ένα μεροκάματο; Αμέσως σε δυο μέρες σ’ τα έστελνε σε επιταγή. Δεν είπε κανένας ποτέ ότι χρωστά η Εταιρεία. Ήτανε πάντα φερέγγυα. Και τ’ ανταλλακτικά τα έφερνε ο καπτα-Γιάννης κι ο καπτα-Γιώρης («Μαδούπας»). Φέρναμε κι εμείς. Γιατί έχω κάνει κι εγώ με το ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, με τον Σκουλούδη μαζί. Ακριβά, τρομερά μηχανήματα. Φορτώναμε μηχανήματα, κασόνια μεγάλα και ξεφορτώναμε στον Λούλο. Ό,τι ήτανε, γιατί είχαμε καΐκι δικό μας, και όλα τα μεροκάματα που κάναμε ήτανε άψογοι. Δηλαδή δεν υπήρχε άνθρωπος να έχει παράπονο. Ήτανε πολύ φερέγγυοι.
Η Σκάλα έπεσε μ’ ένα βαπόρι του Γράτσου. Ήτανε ένα Liberty 12.000 τόνων. Επήρε ο καιρός –όστρια-σορόκος, που είναι πολύ κακός για την περιοχή του Λούλου–, εξέσυρε την άγκυρα –ήτανε τόσο δυνατή κακοκαιρία–, που πήγε η πλώρη του απάνω στη μπούμα, στην άκρια της Σκάλας που φόρτωνε και την έριξε μες στη θάλασσα μαζί με τον πρώτο πυλώνα, από τη θάλασσα προς τη στεριά. Εκεί ήμουνα, εγώ ήμουνα από πάνω.
Ένα άλλο περιστατικό μ’ ένα άλλο καράβι το ΙΡΙΣ, αν θυμάμαι καλά. Κι αυτό ήρθε να φορτώσει, εχάλασε ο καιρός πάρα πολύ –δεν ήτανε ο πατέρας μου μέσα, ήταν ο Τάκης ο Πολυχρόνης, που ήταν υπεύθυνος εκεί κι έκανε κουμάντο στη θάλασσα–, έκοψε δυο κάβους, κι επήγε κι αυτό πάνω στη Σκάλα και την έριξε. Αυτό ήταν το ’63. Μετά αυτό το πλοίο έμεινε πολύ καιρό εδώ για να φτιάξουνε τη Σκάλα και να φορτώσει πάλι. Τα φέρανε γρήγορα τα ανταλλακτικά και τη φτιάξανε αρκετά γρήγορα.
Ένα άλλο περιστατικό θυμάμαι, υπήρχε ένα βαποράκι το ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ το 1978, που ήτανε 4.500 τόνους, και ήτανε ο αδερφός μου ο Αντρέας μηχανικός μέσα σ’ αυτό. Ήτανε άλλη εταιρεία. Θα ’ρχότανε να φορτώσει εδώ. Ήτανε από επισκευή. Ήρθε απ’ τη Σύρα εδώ. Το δέσανε στη μπούμα κοντά και τους έλεγε ο Τάκης ο Πολυχρόνης ότι ο καιρός δεν είναι καλός: «Να το πάρετε και να φύγετε!». Αλλά φαίνεται, αυτοί όσο κάθονται αποκάτω χρεώνουν την εταιρεία. Και το ρισκάρουν. Ενώ η μπούμα δε’ φορτώνει… Δε’ φόρτωνε. Τους έδιωχνε, αυτοί δε’ φεύγανε. Σου λέει: «Θα μας αποζημιώσει η εταιρεία. Λοιπόν, τη νύχτα χάλασε πάρα πολύ ο καιρός. Χάλασε ο καιρός κι έκοψε δυο πρυμιούς κάβους. Ο ένας έφυγε, αφού κόπηκε, κι επήγε με το εκσφενσδόνισμα που έκανε, επήγε στην προπέλα όλος. Έκαναν μια κίνηση, τυλίχτηκε η προπέλα…, πάπαλα! Έκοψε και τα πλωριά, κι επήγε από την αριστερή μεριά όπως βλέπομε, στο Διβούνι, το σκάφος, με την μπάντα. Ο καιρός έγινε τουλάχιστον 9 μποφόρ. Όστρια-Σορόκο τον είχε, η θάλασσα πήγαινε απάνω… Ήρθε κι εμπατάρισε με τη μπάντα στα βράχια εκεί, και το ’δερνε από την όξω μεριά η θάλασσα. Ο αδερφός μου δεν ήτανε μέσα. Είχε βγει όξω να μας δει. Σε κάνα μπαράκι μάλλον θα ήτανε… Πήγαμε εκεί, πετάξαμε ένα βιλάι, και βγάλαμε ένα σκοινί χοντρό, καντιλίτσα που λένε. Λοιπόν εδέσαμε απάνω στο πλοίο κι εδέσαμε και στη στεριά. Και μετά, κρεμάει καντιλίτσα, με μια σανίδα, και ρολάρει απάνω στο σκοινί και τους τραβήξαμε έναν έναν και βγήκανε όλοι, δεν είχε καμία απώλεια. Βέβαια το διάλυσε. Σε λίγες ώρες το ’χε κόψει. Έγινε και ρύπανση τότες. Μετά το βγάλανε σε κομμάτια και το πήρανε. Τα έξοδα που έκανε αυτό το καράβι για συντήρηση και επισκευή στη Σύρο ήταν τεράστια, κοντά στα 5.000.000 δρχ. μου ’χε πει ο Αντρέας. Ήτανε μηχανικός μέσα και ήξερε. Με το πρώτο ταξίδι, ήρθε εδώ απ’ τη Σύρα, που είναι 24 μίλια και χάθηκε. Πήγαν όλα χαμένα.
Θα σου πω ένα περιστατικό που τώρα μου ήρθε στον νου, μ’ ένα πλοίο από την Ιαπωνία. Με Ιάπωνα καπετάνιο και το πλήρωμα Ιάπωνες. Ήρθε για να φορτώσει, πιλότος ήτανε τότε ο Ζουγανέλης ο Κώστας. Εμείς εδέναμε τους κάβους – δεν ήταν ο πατέρας μου. Λοιπόν, το ’φερε γιαλό, εφουντάρισε, η μια σημαδούρα ήτανε στην μπάντα του πλοίου, στη μέση του πλοίου. Ήτανε Βοριάς και την είχε δίπλα στο πλοίο και ξέσερνε προς την πρύμνη. Του φωνάζουμε εμείς αποκάτω: «Η σημαδούρα!». Ο καπτα-Κώστας λέει του Γιαπωνέζου υποπλοίαρχου: «Clear?», δηλαδή «Καθαρά;». Απαντά: «Καθαρά!». Κάνει μπρος. Κάνει μια μπρος, για να ’ρθει πιο πλώρα προς τη σημαδούρα την άλλη την πλωριά, να φουντάρει. Και πηγαίνει η σημαδούρα στην προπέλα, κι η προπέλα, ξέρεις, ξενέριζε – η μισή ξενερίζει και κάνει έναν αφρό, αν το ’χεις δει αυτό. Και παίρνει τη σημαδούρα η προπέλα, και ανεβάζει την καδένα λιγάκι, και την κόβει τη σημαδούρα. Την κόβει, φεύγει κι η καδένα, πάει κάτω, τέλος πάντων, επιάσαμε τη σημαδούρα… Στοπ, όλα! Στοπ, όλα! Φουντάρισε το πλοίο, σταμάτησε, επήραμε έναν υποπλοίαρχο κι έναν άλλον, και τους πήγα με το βαρκάκι κοντά εκεί να δούνε. Λοιπόν, ελείπανε από την προπέλα ορισμένα κομμάτια. Εφαινότανε η προπέλα. Τη γυρίζαμε με τον κρίκο κι εφαινότανε. Στοπ!, η φόρτωση. Και τελικά, αυτό το πλοίο έκατσε καμπόσες μέρες, κι επερίμενε εντολή απ’ την Ιαπωνία, και να το δει το συνεργείο που ήρθε του Υπουργείου να δουν αν είναι αξιόπλοο, κι αποφασίσανε πως δεν θα φορτώσει, και θα πάει για καρνάγιο στη Σύρα. Μετά δεν ξέρω τι έγινε, αλλά αυτό το περιστατικό το θυμάμαι γιατί ήμουνα από κάτω. Από λάθος έγινε, κατάλαβες; Γιατί του φώναξε «Clear!». Δεν το κατάλαβε και γι’ αυτό έγινε αυτή η χοντρή ζημιά, με μια λέξη.
Θα πω ένα περιστατικό που ’χαμε με τον αδερφό μου τον Αντώνη. Γιατί ήτανε κι αυτός μέσα. Λοιπόν, εδέναμε τους κάβους κι έπρεπε να λυθεί για να φύγει ένα πλοίο μεγάλο. Κι επήγαμε με το σκάφος και εβγάλαμε τον Αντώνη απάνω στη σημαδούρα του Λεβάντε, που κοιτάει προς το Σταπόδι. Αυτοί δεν λασκάρανε τον κάβο, τόνε βαστάγανε, κι η σημαδούρα, φερμάροντας, έγερνε. Ο κάβος ήτανε δεμένος στο κέντρο της σημαδούρας, κι η σημαδούρα είχε γείρει σχεδόν όρθια. Ο αδερφός μου που ήταν απάνω είχε ανέβει στη γωνία της σημαδούρας. Λοιπόν, λασκάρουνε απ’ το πλοίο απότομα, έφυγε η σημαδούρα, κι έφυγε κι ο αδερφός μου. Για καλή του τύχη, έπεσε τουλάχιστο 20 μέτρα πιο μακριά από τη σημαδούρα. Πήγε κοντά του η σημαδούρα αλλά δεν τον εχτύπησε ευτυχώς. Αλλά ήτανε κολυμβητής καλός, ανταπεξήλθε όμως, κι επήγαμε και τον πιάσαμε. Κόντευε να σκοτωθεί σ’ αυτή την περίπτωση. Ήτανε άσχημη ενέργεια από το πλοίο, αφού το βλέπανε το παιδί απάνω. Φερμάρανε, φερμάρανε, και μετά λασκάρισε απότομα.
Έχομε τραβήξει αρκετές ταλαιπωρίες. Δηλαδή, χάλαγε ο καιρός τη νύχτα, απρόβλεπτα. Δεν υπήρχε τότες να σου λέει τον καιρό για τις επόμενες μέρες. Ένα ραδιόφωνο είχαμε που έλεγε κάθε πρωί το Δελτίο. Αν χάλαγε τη νύχτα, συναγερμός! Σήκωνε τη μπούμα, βαράγανε τα alarm, έπρεπε να το λύσομε το βαπόρι. Να πάει ο πιλότος απάνω, να κάνει κουμάντο για να το βγάλομε. Πολλές φορές ήτανε πολύ δύσκολα τα πράγματα. Γι’ αυτό και δυο φορές πετάχτηκε η πλώρη του πλοίου κι έριξε τη Σκάλα. Έγινε από τέτοια δουλειά. Δεν πρόλαβε να βιράρει. Στη μια περίπτωση που ήμουνα εκεί, βιράρισε την άγκυρα, αλλά ήτανε τόσο δυνατός ο άνεμος και η θάλασσα, που την ξέσυρε. Κι έτσι έγινε η ζημιά. Αλλά φταίγανε κι αυτοί, γιατί λέγανε πως δεν έχει ανάγκη, αλλά πολλές φορές είχε ανάγκη. Ο καιρός ήταν απρόοπτος. Ο πιο σίγουρος καιρός ήταν ο Βοριάς. Ήσυχα. Ήρεμα. Κοιμόταν όλοι μια χαρά! Αλλά όταν ήταν από κάτω ο καιρός, έκανε κάποια σημάδια, κι έπρεπε να φύγει το πλοίο. Αλλά αυτοί είχανε, ξέρεις, για να χρεώνει την εταιρεία μάλλον. Ότι «εγώ είμαι αποκάτω και δε’ με φορτώνει», και πληρώνει σταλίες, που λένε. Έτσι πολλές φορές τη νύχτα, δυο η ώρα, τρεις η ώρα, το ’παιρνε κι εφεύγανε. Κι επεριμένανε να σκαντζάρει ο καιρός πάλι λιγάκι, να πάρει Βοριάς ή να πάρει αποκάτω Γαρμπής, για να ξανάρθει πάλι, να δέσει, να συμπληρώσει πάλι το φορτίο, αν δεν το ’χε συμπληρώσει.
Ο Martin ήταν εξαιρετικός άνθρωπος και ευγενέστατος άνθρωπος, δεν είχε κανένας παράπονο απ’ αυτόν. Φερόταν πάντα ευγενικά κι ωραία. Λοιπόν, είχε φέρει κι ένα μπουλντόγκ, το οποίο υπεραγαπούσαν τα παιδιά, κι όταν κατέβαινε στο Γιαλό στη Χώρα με το καρότσι με τα παιδάκια του, ήταν ο φύλακας-άγγελός τους. Δεν μπορούσε να ζυγώσει κανένας! Και είχε τότες τα βαρέλια –του ούζου κι αυτά ήταν πολύ μεγάλα– και τα πηγαίνανε κυλώντας στα μπακάλικα – του Ζουγανέλη κ.α. Αυτός ο σκύλος –Μπούντα λεγότανε, το θυμήθηκα– επήγαινε μπροστά από το βαρέλι και το έπιανε να μην το κυλάει ο άλλος, κι εγινότανε πλάκα.
Οι Γράτσοι είχαν κάνει μια συμφωνία, απ’ ό,τι γνωρίζω δηλαδή, με τους κτηματίες, όλους αυτούς που είχαν τα κτήματα που έβγαζαν το μετάλλευμα από μέσα, για 100 χρόνια. Με τη διαφορά, αυτοί έπρεπε να κάνουν κάποια έργα μέσα στην ιδιοκτησία αυτή. Επεράσαν τα χρόνια, αυτοί εκμεταλλευόταν το μετάλλευμα, με ποσοστά. Από κάθε πλοίο έπαιρναν ποσοστά, γιατί συμμετείχαν στην Εταιρεία. Η γη δεν ήταν αγορασμένη, ήτανε νοικιασμένη για 100 χρόνια. Και αφού δεν έγινε καμιά επένδυση μέσα, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, ακυρώθηκε. Κι έτσι χάθηκε. Ακυρώθηκε και δεν έγινε τίποτα. Γιατί είχαν πει 100 χρόνια, με τη διαφορά, σε καμπόσα χρόνια να κάνουν έργα υποδομής. Αφού δεν έγινε τίποτα, ακυρώθηκε η συμφωνία. Πρόεδρος ήταν τότε ο Άλκιμος Γράτσος, ο πατέρας του Γιώργου που τα βρήκε τώρα αυτά τα χαρτιά , κι εχτύπαγε το κεφάλι του, γιατί δεν έκανε μια επένδυση, να μείνει ιδιοκτησία.
Έπαιρναν ένα ποσοστό απ’ το μετάλλευμα που φόρτωνε. Φορτώνοντας, από εκείνο που έκανε εξαγωγή, έπαιρνε το ποσοστό, δεν ξέρω τι ποσοστό παίρνανε. Το εκμεταλλευότανε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, κι έδινε λογαριασμό και στην Εταιρεία Γράτσου. Μου φαίνεται λίγο παραπάνω είχε από αυτούς. Μήπως είχε το 51%;
Υποθέτω πως ήτανε πολύ πολύτιμο το μέταλλο αυτό. Φανταστείτε ότι είχαν κάνει ένα πλοίο που δούλευε Ιαπωνία, και το φέραν από Ιαπωνία κενό και φόρτωσε αποδώ για Νέα Ορλεάνη. Πα’ να πει ότι συνέφερε. Ήτανε της Εταιρείας βέβαια. Αλλά τα πλοία ερχότανε συνήθως από Αμερική πάλι κενά εδώ για να φορτώσουνε, πολλές φορές. Δεν βρίσκαν ναύλο αποκεί. Ήταν φορτηγά πλοία αυτά. Που είχε κάνει τότες η Αμερική. Που μοίρασε 100 κομμάτια, τα Liberty. Είναι ένα εδώ στον Πειραιά . Το έχει φέρει ένας Ανδριώτης εφοπλιστής, και το ’χουν ως μουσείο στον Πειραιά. Αυτά είναι τα ίδια πλοία που ερχότανε εδώ. Εκτός το Πολυξένη. Το Πολυξένη το κάνανε στη Σουηδία, η Εταιρεία του Γράτσου. Φανταστείτε τι έξοδα! Ήτανε τόσο ακριβό το μετάλλευμα. Γιατί, να το εξορύξει εδώ, να το πλύνει, να το αλέσει, και να το φορτώσει, είναι τεράστια τα έξοδα! Πά’ να πει ότι άξιζε. Δεν ξέρω τώρα τι παίρναν τα πλοία, αλλά ό,τι και να ’παιρναν ήταν πολύ πολύτιμο.

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 09-11-2017]