![](https://www.mykonos-mines.metal.ntua.gr/wp-content/uploads/2020/10/papadopoulos_old.jpg)
Αναστάσιος Παπαδόπουλος
Ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος του Παναγιώτη και της Ειρήνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός ΕΜΠ, εργάστηκε αρχικά ως μηχανικός μεταλλείου, το 1973 έγινε διευθυντής ΜΥΚΟΜΠΑΡ Μυκόνου, και το 1975 γενικός διευθυντής της ΜΥΚΟΜΠΑΡ Μυκόνου-Μήλου, μέχρι το 1986, που έπαυσαν οριστικά οι εργασίες στη Μύκονο (1969-1986).
Προσωπικές αναμνήσεις και εμπειρίες από την εργασία μου στο Μεταλλείο Μυκόνου (1969-1986) και του κοινωνικού περιβάλλοντος εκείνης της εποχής:
Στη Μύκονο εμφανίστηκα στο τέλος του 1969, για να εργαστώ ως νέος μηχανικός μεταλλείων μόλις αποφοιτήσας. Θα αντικαθιστούσα έναν καλό συνάδελφο, τον κ. Παναγιώτη Ροδόπουλο ο οποίος αποχωρούσε. Εκείνη την περίοδο, το Μεταλλείο βαρύτη Μυκόνου βρισκόταν σε ακμή με 140 εργαζόμενους και διοικείτο από νεαρούς Αμερικανούς μηχανικούς. Εγώ προσλήφθηκα επειδή ο νόμος απαιτούσε οι Υπόγειες εργασίες να επιβλέπονται από Έλληνα μεταλλειολόγο.
Παρότι ως φοιτητές είχαμε επισκεφτεί διάφορα μεταλλεία στην Ελλάδα για λίγες μέρες, εντούτοις, η αρχική καθημερινή επαφή με τον πραγματικό κόσμο των υπογείων εργασιών ήταν φοβική, όταν αντί για ουρανό είχες τεράστιους βράχους πάνω από το κεφάλι σου. Σε λίγο χρόνο όμως το συνηθίζεις και εξοικειώνεσαι απόλυτα με το εργασιακό περιβάλλον. Η εργασία στα Υπόγεια έργα ήταν εξαιρετικά κουραστική και επίπονη, εργαζόσουν σε σκοτεινό περιβάλλον με λάμπα και τα στοιχεία που διαχειριζόσουν ήταν βαριά, εξαντλητικά και επικίνδυνα (διατρητικά εργαλεία, ογκόλιθοι, εκρηκτικά). Οι Υπόγειες εργασίες θέλουν μεγάλη προσοχή από τον εργαζόμενο, διότι το παραμικρό λάθος, λόγω συνθηκών, μπορεί να είναι μοιραίο. Έγιναν διάφορα ατυχήματα, και θανατηφόρα, οφειλόμενα ως επί το πλείστον στη προσωρινή υποτίμηση του κινδύνου από τον εργαζόμενο. Στα Υπόγεια έργα ο μεγαλύτερος συντελεστής ασφαλείας είναι η εμπειρία και η προσοχή του προσωπικού. Μπορώ να πω ότι η Εταιρεία δεν εφείδετο μέτρων ασφαλείας. Ένα ατύχημα, πέραν του ανθρωπιστικού παράγοντα που είναι θεμελιώδης, είναι και μεγάλη οικονομική ζημιά και επιφέρει μεγάλη πτώση στη διάθεση και ψυχολογία των εργαζομένων. Η μέθοδος εκμετάλλευσης, δηλ. η Μέθοδος των Συμπτυσσομένων Μετώπων, θεωρείτο υψηλού κινδύνου, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος, λόγω της μορφής του κοιτάσματος.
Στην αρχή εργάστηκα ως επιβλέπων μηχανικός παρακολουθώντας τις καθημερινές εργασίες των υπογείων και μετρώντας την μηνιαία πρόοδο. Η εργασία ήταν επίπονη, διότι έπρεπε να ανεβαίνω με σχοινί σε ύψος 30-50 μέτρα, να ελέγξω και να μετρήσω το “καμινέτο” (πηγάδι ορυσσόμενο προς τα πάνω), όπως επίσης και τα μέτωπα εξόρυξης. Παρόλα αυτά η εργασία είχε μεγάλο ενδιαφέρον, διότι είχε πολλά θέματα που έπρεπε να επιλύεις και πολλές νέες καταστάσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσεις (κλίσις φλεβός, στένεμα, κατακρημνίσεις κτλ.). Όταν πήγα να εργαστώ στο Μεταλλείο (1969), αυτό λειτουργούσε ήδη 12 χρόνια, οι εργαζόμενοι ως επί το πλείστον είχαν έρθει από άλλα μεταλλεία ανά την Ελλάδα, άρα υπήρχε αρκετή εμπειρία στο προσωπικό, πράγμα που βοηθούσε.
Το Μεταλλείο ήταν διοικητικά καλά οργανωμένο. Διέθετε:
- Τμήμα υπογείων έργων με μηχανικό, εργοδηγό, επιστάτες, μιναδόρους, ξυλοδέτες, μεταφορείς κτλ.
- Τμήμα Επιφανειακής Μεταφοράς μεταλλεύματος με οδηγούς, χειριστές, Ζυγιστήριο, όπου ζυγιζόταν το μετάλλευμα από τις γαλαρίες προς το Πλυντήριο.
- Τμήμα Συνεργείου, που αποτελείτο από προϊστάμενο και ειδικευμένους τεχνίτες όπου επισκευάζονταν τα μηχανήματα των Υπογείων έργων και της Επιφανείας.
- Τμήμα Πλυντηρίου, όπου εκεί γινόταν η επεξεργασία του μεταλλεύματος και ξεχώριζε ο βαρύτης από την άγονη πέτρα. Ο βαρύτης συγκεντρωνόταν σε σιλό και μεταφερόταν στις εγκαταστάσεις φόρτωσης του Λούλου (Καλό Λιβάδι).
- Υπήρχε αποθηκάριος που επέβλεπε τις αποθήκες ανταλλακτικών και όλων των αναγκαίων υλικών για τις εργασίες.
- Υπήρχαν Γραφεία πρώτης λογιστικής επεξεργασίας για τη καταχώριση των καθημερινών δεδομένων και πληρωμή των εργαζομένων.
- Το Μεταλλείο διέθετε Καντίνα για πρωινό καφέ και κανονικό φαγητό.
- Το Μεταλλείο στις εγκαταστάσεις του φιλοξενούσε 4-5 οικογένειες εργαζομένων και 5-10 απλούς εργάτες.
- Τέλος υπήρχαν οι εγκαταστάσεις του Λούλου, 5 χλμ. μακριά, όπου εκεί υπήρχαν: α) Σκάλα φόρτωσης πλοίων έως 25.000 μ., β) Μικρός μόλος για παραλαβή μπεντονίτη από τη Μήλο και φόρτωση έτοιμου τριμμένου μεταλλεύματος σε σακιά σε πλοία έως 800 μ., γ) Εγκατάσταση Τριβείου με σιλό και κωνοφόρους σπαστήρες λειοτρίβισης, ξηραντήριο προς παρασκευή τελικού ενσακκισμένου προϊόντος.
Στις εγκαταστάσεις του Λούλου φέρναμε μπεντονίτη από τη νήσο Μήλο, ένα πηλώδες κίτρινο υλικό με πολλές ιδιότητες, το οποίο αναμειγνύαμε με ανθρακικό νάτριο, το ξηραίναμε στο ξηραντήριο και εν συνεχεία το κονιοποιούσαμε για τελικό προϊόν. Κονιοποιούσαμε επίσης το βαρύτη (αυτός δεν χρειαζόταν ξήρανση). Τα κονιοποιημένα ως άνω υλικά συσκευάζονταν ξεχωριστά, σε σάκους των 50 kg, ως τελικό προϊόν και στέλνονταν σε μέρη όπου γίνονταν γεωτρήσεις για πετρέλαια. Ο μπεντονίτης χρησιμοποιείτο ως “έλαιο κοπής” της κεφαλής του γεωτρύπανου των γεωτρήσεων και ο βαρύτης ως αντισταθμιστής πιέσεων των αερίων του πετρελαϊκού κοιτάσματος.
Περιγραφή Υπογείων εργασιών:
Η εξόρυξη του βαρύτη γινόταν βασικά με υπόγεια εκμετάλλευση. Οι εργασίες διάτρησης στα Yπόγεια έργα γινόταν με διατρητικές αερόσφυρες πεπιεσμένου αέρος. Στη διάτρηση χρησιμοποιείτο νερό για να “χωνεύει” τη παραγόμενη σκόνη, γι’ αυτό δεν είχαμε φαινόμενα χαλίκωσης στη Μύκονο. Αν παρουσιάστηκαν κάποια φαινόμενα χαλίκωσης (τραυματισμός του πνεύμονα από μικροσωματίδια πυριτίου), εξ όσων γνωρίζω, αυτά αφορούσαν εργαζόμενους που ήρθαν από άλλα μεταλλεία, όπου είχαν ήδη υποστεί τη βλάβη. Στην αρχή στα Υπόγεια έργα η αποκομιδή του μεταλλεύματος γινόταν από ξύλινα λούκια από τα οποία γέμιζαν τα βαγόνια μεταφοράς, εργασία δύσκολη και επικίνδυνη, καθότι ο εργαζόμενος χειριζόταν όγκο λίθων ενάντια στη βαρύτητα. Τα βαγόνια σύρονταν από ντιζελομηχανή, τα έβγαζαν έξω, τα άδειαζαν από ύψος, δημιουργούσαν σωρό, από όπου με φορτωτές και φορτηγά το έπαιρναν οι μεταφορείς και το μετέφεραν στο Πλυντήριο προς διαχωρισμό. Η εξόρυξη στα μέτωπα (όπου η κυρίως κοπή του μεταλλεύματος) γινόταν με διάτρηση και έκρηξη στο κυρίως κοίτασμα που είχε μορφή φλεβός πάχους 2-4 μ. και κλίση 60-80 μοίρες. Ο μεταλλωρύχος άνοιγε τις τρύπες στο μετάλλευμα, τις γέμιζε με εκρηκτικά και τις πυροδοτούσε. Το σπασμένο μετάλλευμα είχε μεγαλύτερο όγκο, για αυτό το απόγευμα “τραβάγανε” οι υπόγειοι μεταφορείς μετάλλευμα έτσι ώστε να μπορεί ο μεταλλωρύχος να ξαναμπεί μέσα στο χώρο εξόρυξης και να συνεχίσει τη διάτρηση, αφού ασφαλίσει προηγούμενα το χώρο του καταρρίπτοντας τυχόν σαθρά κομμάτια.
Η Εταιρεία δεν εφείδετο εξόδων προκειμένου να εκμοντερνίσει όποια διαδικασία παραγωγής. Έτσι, ενώ άρχισε με γεννήτριες ρεύματος, εγκατέστησε ρεύμα ΔΕΗ γρήγορα και στις κυρίως εγκαταστάσεις της και στις γαλαρίες, όπου ήταν εφικτό. Εισήγαγε μηχανήματα επένδυσης με τσιμέντο των Υπογείων γαλαριών από το 1971. Περί το 1972-’73 εισήγαγε ελαστικοφόρους φορτωτές και φορτηγά Yπογείων τα πρώτα στην Ελλάδα, υδραυλικά διατρητικά εργαλεία και ό,τι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την απλούστευση και ασφάλεια των εργασιών. Με διάνοιξη παράλληλης προς τη φλέβα οδού προσπέλασης μέσα σε γρανίτη, η μεταφορά στη γαλαρία βάσεως έγινε πολύ ασφαλέστερη.
Οι εργασίες στα Υπόγεια έργα γίνονταν ως επί το πλείστον υπό μορφή εργολαβιών, δηλαδή ο εργαζόμενος πληρωνόταν με το μέτρο στη διάνοιξη γαλαριών και ανιόντων πηγαδιών (καμινέτα) και με το κυβικό μέτρο για τα μέτωπα εξόρυξης. Σε αυτές βέβαια τις θέσεις εργαζόταν εξειδικευμένο και πολύ πεπειραμένο προσωπικό. Οι εργολαβίες έδιναν τη δυνατότητα στο προσωπικό να κερδίζει αρκετά χρήματα για την εποχή, πολλές φορές διπλάσια και πλέον από το βασικό μισθό τους.
Η Εταιρεία το 1975 έκτισε 15 μικρά διαμερίσματα στην Άνω Μερά, στη θέση Πύργος, και τα παραχώρησε δωρεάν στο προσωπικό της, λόγω ελλείψεως στέγης εκείνη την εποχή.
Η Εταιρεία διέθετε μηχάνημα συντήρησης χωματόδρομων (grader) και με αυτό εξυπηρετείτο όλη η Μύκονος. Εν γένει, απ’ όσο θυμάμαι, η Εταιρεία ήταν αρωγός στη κοινωνία της Μυκόνου σε αιτήματα βοηθείας, είτε με μηχανήματα, είτε σε είδος, ακόμη και χρηματικά. Πάρα πολλοί δρόμοι άνοιξαν και χρησιμοποιούνται ακόμη στο Ανατολικό τμήμα του νησιού λόγω της Εταιρείας.
Η αλήθεια είναι ότι η Εταιρεία άρχισε εργασίες τη κατάλληλη στιγμή (1955), όταν δηλαδή οι Μυκονιάτες εγκατέλειπαν το νησί για καλύτερη τύχη. Απασχολώντας στη αρχή περί τα 250 άτομα, με όλες τις παράλληλες δραστηριότητες (ενοικιάσεις κτημάτων, μεταφορές κ.τ.λ.), συγκράτησε αρκετό κόσμο πάνω στο νησί. Όταν “έσβηνε” η εκμετάλλευση, το νησί είχε ήδη αναπτυχθεί τουριστικά και δεν την είχε πλέον ανάγκη. Η παραγωγή σταμάτησε το 1983, λόγω εξάντλησης των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων. Η πρόσφατη ανάπτυξη του νησιού δημιούργησε μεγάλα χωματουργικά προϊόντα εκσκαφών με τα οποία γεμίσαμε το μεγαλύτερο κομμάτι των ορυγμάτων και έτσι σήμερα ελάχιστα διακρίνει κανείς την ύπαρξη της τότε μεταλλευτικής δραστηριότητας.
Προσωπικά ξεκίνησα την εργασία μου ως νέος μηχανικός με όρεξη και αγάπη για το αντικείμενο της μεταλλευτικής. Η εργασία αυτή ήταν πάντα για μένα συναρπαστική και άκρως ενδιαφέρουσα. Η καθημερινότητα είχε πλείστα όσα προβλήματα εργασίας και ακόμα επιστημονικού ενδιαφέροντος, τα οποία έπρεπε να λύσεις μόνος, με τις γνώσεις σου, την εργατικότητα και την ευφυΐα σου. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η Εταιρεία σου έδινε τη δυνατότητα της πρωτοβουλίας και της αμεσότητας στην απόφαση, κρίνοντας σε από το αποτέλεσμα. Για όποια βελτιωτική ιδέα είχες, την όποια απόφαση έπρεπε να πάρεις, μπορούσες να την εκτελέσεις άμεσα με ευθύνη σου, μέσα στην αρμοδιότητα σου και δεν είχες βέβαια να κάνεις “αίτηση μετά χαρτοσήμου” περιμένοντας τον όποιο βραδύνοα γραφειοκράτη να σου απαντήσει μετά από μέρες ή μήνες όπως σήμερα γίνεται σε πλείστες δραστηριότητες, κυρίως δημοσίου χαρακτήρα.
Έτσι προοδεύουν σήμερα οι οικονομίες και οι κοινωνίες, έτσι εργάζονταν και εργάζονται οι Αμερικανοί και δεν είναι τυχαίο ότι κυριαρχούν στο κόσμο οικονομικά. Στην Εταιρεία σε αξιολογούσαν μόνο αξιοκρατικά, χωρίς καμία εξωτερική επιρροή και αυτό σε όλες τις βαθμίδες του προσωπικού.
Όπως ανέφερα προηγούμενα, προσλήφθηκα ως μηχανικός ασφαλείας το 1969. Εκείνη την εποχή η Εταιρεία αισθανόταν πιο άνετα να διοικείται από Αμερικανούς μηχανικούς. Όμως εμπιστεύθηκαν την εργασία και την απόδοσή μου, ανέβηκα τις σκάλες της ιεραρχίας ταχύτατα, καταλήγοντας το 1978 σε Γενικό Διευθυντή και πρόεδρο του Δ.Σ. όλης της εταιρείας (Μύκονο-Μήλο). Πίσω μου όλοι οι προσλαμβανόμενοι μηχανικοί ήταν Έλληνες. Επιτελούσαμε δε όλοι μαζί ένα εξαιρετικό σε αποτελέσματα έργο με ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, δεδομένου ότι τα εργατικά χέρια ήταν δυσεύρετα και είχες να ανταγωνιστείς μια ραγδαία αναπτυσσόμενη τουριστικά περιοχή με υψηλές απολαβές και άνετες συγκριτικά συνθήκες εργασίας. Παρατείναμε τη ζωή του Μεταλλείου όσο ήταν δυνατό, και το Μεταλλείο έκλεισε μόνο όταν τελείωσε το εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα.
Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ αναπτύχθηκε σε αντίστροφη πορεία με τη Μύκονο και αξίζει να αναφέρει κανείς μερικά πράγματα πάνω στην ανάπτυξη της Μυκόνου από εκείνη την εποχή. Όταν ήρθα και άρχισα να ζω στη Μύκονο, η εντύπωση μου από τους κατοίκους ήταν εξαιρετική. Έλεγα οι Μυκονιάτες πρέπει να είναι από τους πιο καλούς Έλληνες. Και τούτο διότι ήταν άνθρωποι ήπιοι, συνετοί, σέβονταν απόλυτα το συνάνθρωπό τους, τις παραδόσεις τους, ήταν συμβιβαστικοί και καθόλου επιθετικοί. Αυτό δεν το συναντάς εύκολα στη υπόλοιπη Ελλάδα και αυτό είναι μία διαφορά ποιότητος. Είχαν μία αποδεκτική διάθεση στον ξένο, αισθανόσουνα άνετα να ζεις μαζί τους, παρότι δεν γνώριζες κανένα, στοιχείο βέβαια που τους ανέδειξε πολύ ψηλά στο τουριστικό στερέωμα. Είναι άλλο θέμα να υποδέχεσαι το ξένο σαν επισκέπτη που αφήνει τα χρήματα του και φεύγει και άλλο να τον συναναστρέφεσαι και να είσαι φιλικός μαζί του. Όταν ο επισκέπτης αισθάνεται οικεία σε ένα τόπο που του αρέσει, τότε έρχεται και ξανάρχεται και διαφημίζει ενθουσιωδώς τον τόπο ως φανατικός οπαδός. Είναι εντυπωσιακό ότι οι Μυκονιάτες κρατούσαν τις παραδόσεις, τις αρχές και τις ηθικές τους αξίες, αλλά ανεχόντουσαν και δεν ενοχλούνταν από τα διάφορα “ελευθέρια καμώματα” των επισκεπτών, τα οποία δεν τους επηρέαζαν. Αυτό ήταν τότε σημαντικό για την άνεση των επισκεπτών. Παράδειγμα, “ο γάμος των ομοφυλοφίλων” που έγινε ως σόου περί το 1970 από το Bar Pierro’s με βόλτα στην παραλία, δεν δημιούργησε αντιδράσεις, παρά γέλια, και έκανε διαφημιστικό πάταγο. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδος θα είχαμε πετροπόλεμο. Η ανάπτυξη της Μυκόνου δεν οφειλόταν σε κρατικές επιδοτήσεις, αλλά στη δημιουργικότητα των κατοίκων της. Ο Μυκονιάτης ό,τι κέρδιζε το επανεπένδυε στον τόπο του, μην αφήνοντας τίποτα αναξιοποίητο και έχοντας πάντα ανοικτό το μυαλό σε βελτιώσεις και συμβουλές ακόμα και των τουριστών επισκεπτών τους. Η τουριστική πορεία της Μυκόνου, όπως τουλάχιστον την παρακολούθησα από το 1969 έως σήμερα, πρέπει να αποτελεί ιδιαίτερο παράδειγμα για την υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία ακόμη και σε γειτονικά νησιά απέχει πολύ για να τη φτάσει. Βέβαια, στο σημείο που φθάσαμε, τα πράγματα θέλουν προσοχή, διότι ο υπερπληθωρισμός επιδρά στην καλαισθησία, δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις και αυτό είναι τουριστικός κατήφορος.
Ελπίζω τα ως άνω περιγραφέντα να βοηθήσουν στην ιστορική αποτύπωση της πρόσφατης περιόδου της Μυκόνου. [επιστολή, φθινόπωρο 2013]
Εδώ, αυτός ο δρόμος έφτανε μέχρι εδώ , και μετά, το’75 ενώσαμε αυτό με αυτό, εγώ έκανα μια απαλλοτρίωση –την έχω την απαλλοτρίωση αν τη θες–, και ενώθηκε αυτό το κομμάτι με αυτό, και έτσι έκλεισε ο κύκλος γύρω γύρω, δημιουργήθηκε ένας δρόμος γύρω γύρω .
Εδώ πάει Μερχιά. Εδώ προχωράει, κατεβαίνει κάτω κι εδώ είναι ο Οικισμός. Εδώ είναι το Πλυντήριο κι εδώ είναι η Αραπίνα, που πέφτανε τα μπάζια του Πλυντηρίου. Η Πομόνα, εδώ. Υπάρχει ακόμα η εγκατάσταση της Πομόνας. Άμα θες, μπορούμε να κατέβουμε κάτω, να πάρομε άδεια, να πάρομε το κλειδί απ’ τον Σαντοριναίο, τον «Νίκουλα». Σκοπευτήριο είναι τώρα. Κοίτα να δεις τι έγινε τώρα: Εδώ ήταν η Πομόνα, παίρναν πολύ νερό απ’ τη θάλασσα, τα πλένανε, και στέλναν τα απορρίμματα στη θάλασσα. Τι έγινε όμως. Μετά από αρκετά χρόνια, περίπου το ’75, σκέφτηκε τότε ο Αμερικανός, ο Dick –όντως είχε μπαζώσει εδώ αυτός ο χώρος–, σκέφτηκε να το ανακυκλώσουμε, να παίρνουμε δηλαδή το χαλίκι μέσα απ’ τη θάλασσα, και όντως το παίρναμε και παίρναμε ένα ποσοστό βαρύτου, γιατί όσο προχωρά η τεχνολογία τόσο περισσότερο υλικό μπορείς να πάρεις, δε’ σου φεύγει μέσα στη θάλασσα. Είχαμε βάλει, λοιπόν, μια χοάνη, έναν κουβά, με σημαδούρες στο βάθος και τράβαγε λοιπόν αυτό κι έβγαζε το υλικό από μέσα, και το παίρναμε εμείς αποδώ, και το ξαναπλέναμε, και παίρναμε πάλι βαρύτη. Κάναμε, ας πούμε, ανακύκλωση, κατά ένα τρόπο. Μετά δεν χρειαζόντουσαν τόσο πολύ νερό, γιατί το ανακυκλώνανε μέσα στο Πλυντήριο, και χρειαζόντουσαν πολύ λιγότερο νερό τότε. Το γεγονός όμως του Saurman πρέπει να το αναφέρεις, θα σου βρω τα στοιχεία και θα σου τα φέρω τώρα. Saurman ήταν το μηχάνημα. Ήτανε ένας κουβάς, το οποίο τον βάλαμε μέσα στη θάλασσα, βάλαμε δύο σημαδούρες, οπότε κοντράριζε εκεί, και πήγαινε ο κουβάς, σαν ένας γερανός δηλαδή, αλλά μέσα στη θάλασσα, βαρούλκο, το οποίον πήγαινε μέσα, έσκαβε στον πάτο κι έβγαζε το υλικό στην επιφάνεια.
Προχωράμε λοιπόν, αυτή είναι η Νο 1 φλέβα, η οποία κυρίως εδώ επεκτείνεται, εδώ υπήρχαν και παλιές εργασίες των Ιταλών, και μάλιστα σώζεται εδώ πιο κάτω ένα μικρό κομματάκι, που έχει η Αντριανή αγοράσει ένα κτήμα, και σώζεται και μια μικρή γαλαρία, των Ιταλών.
Εγκαταστάσεις, Πλυντήρια, Συνεργείο. Εγκαταστάσεις, εννοώ, δηλαδή, Καντίνα, Οικία του Εργοδηγού –και εργάτες μένανε εδώ πέρα σ’ αυτά τα σπιτάκια–, εδώ είναι το Συνεργείο, εδώ ήταν το Ζυγιστήριο, όπου περνάγανε τ’ αυτοκίνητα, ζυγιζόντουσαν –το μετάλλευμα που ερχότανε–, και μετά πήγαινε στο Πλυντήριο, και άδειαζε στη χοάνη του Πλυντηρίου, και επεξεργαζόντουσαν μετά το υλικό για να βγάλουνε το τελικό προϊόν, να πετάξουνε τα απορρίμματα στη θάλασσα –εδώ κάτω στον κόλπο της Αραπίνας–, και το άλλο το υλικό το οποίον έβγαινε [καθαρό], να το παν με τα φορτηγά στον Λούλο. πούδρα. Το βάζανε κι αυτό σε σακιά και το πουλάγανε κι αυτό παράλληλα με τον Βαρύτη στις περιοχές όπου εκάνανε γεωτρήσεις και χρειαζόντουσαν αυτά τα υλικά.
Τώρα ποια η χρήσις του τελικού προϊόντος, για να κλείσουμε τον κύκλο; Ο μπεντονίτης ήτανε το βασικό υλικό που χρειαζόντουσαν στις γεωτρήσεις των πετρελαίων. Ο μπεντονίτης ήτανε το έλαιο κοπής, ας το πούμε. Για να κόψει το τρυπάνι κάτω, χρειαζότανε ένα ρευστό για να μπορέσει να δουλέψει και να κόψει την πέτρα. Πέρα όμως από το ρευστό, σήμερα ας πούμε, χρησιμοποιούνε το νερό γι’ αυτή τη δουλειά στις γεωτρήσεις για νερό, π.χ. στη Μύκονο. Με νερό την κάνουν τη δουλειά, γιατί σ’ ένα βάθος 100-150 μέτρα, το νερό ανεβάζει τα κοψίδια του τρυπανιού προς τα πάνω και δεν υπάρχει πρόβλημα. Στις γεωτρήσεις όμως τις μεγάλες των 1.000 μέτρων, των 800, των 2.000 μέτρων, αυτό δεν μπορούσε να γίνει, το νερό δεν μπορεί ν’ ανέβει επάνω. Χρησιμοποιούσαν λοιπόν τον μπεντονίτη μαζί με νερό, το οποίον ανέβαζε, επειδή γινότανε σαν μια κρέμα ένα υλικό, αυτό λοιπόν το ιξώδες του ήτανε τέτοιο που μπορούσανε με αυτό να το αντλήσουνε ψηλά και ν’ ανεβάσουνε τα κοψίδια μαζί με τον μπεντονίτη, απ’ όπου το περνάγανε πάλι μέσα από μια καθαριστική διαδικασία και ανακυκλώνανε πάλι τον μπεντονίτη μαζί με νερό, κάτω στη γεώτρηση. Άρα ήταν ένα βασικό στοιχείο για να κάνουνε τη γεώτρηση, ο μπεντονίτης, λόγω ότι το ιξώδες του ήτανε σαν κρέμα.
Τώρα τι γινότανε όμως, ο βαρύτης πού χρειάζεται; Πολλές φορές, όταν πλησιάζανε το κοίτασμα του πετρελαίου, 2 χιλιόμετρα κάτω, αυτό δεν ήτανε τίποτα νεράκι που το περιμένανε. Ήτανε ένα κοίτασμα αποθηκευμένο μέσα στο πέτρωμα, έτσι, βασικά σε ρωγμές μέσα στο πέτρωμα, το οποίο όμως στα υψηλότερά του κομμάτια, είχε αέρια. Όταν λοιπόν πλησίαζε η τρύπα προς τα κάτω, μέσω των ρωγμών άρχιζαν αυτά τα αέρια και έβγαιναν και πετάγανε τον μπεντονίτη ψηλά, άρα δεν μπορούσε να δουλέψει το τρυπάνι κάτω για να κάνει δουλειά. Οπότε, όταν πλησιάζανε στο κοίτασμα του πετρελαίου, ανακατεύανε τον μπεντονίτη μαζί με τον βαρύτη, αποκτούσε υψηλό ειδικό βάρος κι έτσι μπορούσανε και αντισταθμίζανε την πίεση την οποία δεχόντουσαν αποκάτω. Αντισταθμίζανε δηλαδή τη στήλη της πέτρας την οποία είχανε ήδη κόψει, σε βάρος, κι έτσι συνέχιζε το τρυπάνι να κάνει τη δουλειά του. Επίσης, ο βαρύτης χρειαζότανε όταν έπαιρνε φωτιά – πολλές φορές παίρνανε φωτιά, από μια σπίθα, επειδή βγαίνανε αέρια μέσα απ’ αυτή την τρύπα, έπαιρνε φωτιά και δεν μπορούσε να σβήσει με τίποτα, είχε ατέρμονα πηγή το κοίτασμα αποκάτω. Τι κάνανε αυτοί; Ανοίγανε πλευρικά μία τρύπα, στη γεώτρηση και ρίχνανε μπεντονίτη μέσα, το οποίο ήτανε αδρανές, ήτανε και βαρύ και ανάγκαζε τη φωτιά και τα αέρια να σταματήσουνε.
Ήτανε αυτό άλλη μία χρήση και ενδεχομένως και άλλες διάφορες χρήσεις. Αυτός λοιπόν ήταν ο κύκλος του βαρύτου. Ευθύς εξαρχής ήθελα να πω ότι ο βαρύτης είναι θειικό βάριο, του οποίου το ιδανικό, σε άσπρη κατάσταση ας το πούμε έτσι, ειδικό βάρος είναι 4,5. Βέβαια στη Μύκονο εμφανιζότανε μαζί με σίδηρο, και όχι σίδηρο βαρύ, γιατί κι ο σίδηρος έχει ειδικό βάρος 7, αλλά εμφανιζότανε με μια μορφή σιδήρου, ανακατεμένη με νερό και διάφορα άλλα στοιχεία, οξειδωμένη, όπου πλέον –λεμονίτη το λέμε στην ορολογία–, ο σίδηρος που περιείχε μέσα ελάφραινε το μετάλλευμα και γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να βγάλουμε ειδικό βάρος 4,3. Βγάζαμε ειδικό βάρος 4,10-4.15-4,12 – εκεί. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις που ήταν το μετάλλευμα πολύ καλό, πολύ συμπαγές, βγάζαμε 4,3-4,2 κι αυτό όμως το υλικό το φυλάγαμε για να το πάμε στο Τριβείο και να βγάζουμε το υλικό που πουλάγαμε στα σακιά.
Τη μαούνα τη χρησιμοποιούσανε –είχε διαστάσεις 4 επί 8, κάτι τέτοιο, ήταν πολύ μεγάλη – τη βάζανε μπροστά από το σημείο φόρτωσης για να προστατεύουνε να μη… Θα σου δείξω κάτι φωτογραφίες, γιατί είχε τρακάρει το πλοίο πάνω στη Γέφυρα και την είχε κάνει χάλια. Τη βάλανε λοιπόν για να προστατεύουνε. Η μαούνα όμως, την αφήνανε καμμιά φορά δεμένη εκεί σε καμμιά σημαδούρα, και με τον κυματισμό και τα λοιπά την χάνανε, την ψάχνανε τη βρίσκανε στη Νάξο, τη φέρνανε απ’ τη Νάξο τη βρίσκανε στη Φραγκιά, τη φέρνανε πίσω απ’ τη Φραγκιά. Μια φορά λοιπόν χτύπησε κάπου και τρύπησε. Και βούλιαξε. Και δεν είχαμε μαούνα για να κάνομε τη δουλειά μας. Εκεί μπροστά στο Λούλο. Και πώς θα κάνομε τη δουλειά μας; Ήταν απαραίτητο στοιχείο για να μπορέσουμε να φορτώσουμε. Δηλαδή, η φόρτωση είχε κάποια ασφάλεια. Σου λέει: «για να κάνεις τη φόρτωση πρέπει να έχεις τη μαούνα», η οποία προεξείχε από κάτω και εμπόδιζε το πλοίο να ’ρθει να χτυπήσει πάνω στη Γέφυρα.
Βλέπεις εδώ πώς γινόταν η φόρτωση; Εδώ δεν υπήρχε μαούνα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, φύσηξε δυνατός αέρας, Νοτιάς, και ήρθε το πλοίο και έπεσε εδώ απάνω, και την έκανε… Να σου πω τώρα πώς την έκανε: Πήγε λοιπόν και χτύπησε το τελευταίο, το κινούμενο στοιχείο της Γέφυρας που φόρτωνε, και το στράβωσε, το χάλασε, και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να δουλέψουν πλέον. Εκείνη δε την εποχή, για να κάτσεις να επισκευάσεις μια εγκατάσταση φορτώσεως ήτανε μεγάλη ιστορία. Ήθελες γερανούς από Πειραιά και τα λοιπά. Τους υποχρέωσε λοιπόν η ασφάλεια να βάζουνε μία μαούνα, η οποία, όπως είπα προηγουμένως είχε διαστάσεις 4 επί 8. Τέσσερα μέτρα πλάτος και οχτώ μέτρα μήκος. Μια σιδερένια κατασκευή, η οποία έπλεε. Κάποια λοιπόν στιγμή, βούλιαξε η μαούνα. Και λέμε: «τώρα πώς θα κάνομε τη δουλειά; Πώς θα την ξεβουλιάξουμε τη μαούνα;». Υπήρξε εφευρετικότης εργαζόμενου του Μεταλλείου, ο οποίος είχε μια ιδέα την οποία εμείς ασπαστήκαμε. Δηλαδή, τη συζητάγαμε εκεί μες στην Καντίνα, και τη θεωρήσαμε σωστή ιδέα. Η ιδέα του ήτανε να πάρουμε πλαστικό ποπ-κορν [φελιζόλ]. Πήραμε τεράστια τσουβάλια απ’ αυτά, και με πεπιεσμένο αέρα και με σωλήνα στείλαμε μέσα στα στεγανά της μαούνας αυτό το ποπ-κορν. Τα γεμίσαμε αυτά σιγά σιγά και ήρθε η μαούνα και ανέβηκε απάνω. Υπάρχουν δε οι αντίστοιχες φωτογραφίες που κάναμε αυτή τη δουλειά. Να, βλέπεις; Εδώ είναι που χτύπησε και βούλιαξε. Ο Παππάς, ο ηλεκτρολόγος! Η ιδέα ήταν αυτουνού, οφείλω να το πω! Να το! Το ποπ-κορν, και να εδώ τα σακιά, τα οποία φορτώναμε μ’ αυτό το μηχάνημα που είχαμε, το κομπρεσεράκι, και… Βλέπεις; Είναι ο Γκερλές, ο Καρυδόπουλος κι ο Κουμαντσιώτης. Γεμίζανε λοιπόν μ’ αυτό εδώ πέρα, και το στέλνανε με πεπιεσμένο αέρα μέσα στη μαούνα, και βγήκε η μαούνα στην επιφάνεια. Ωραία εφεύρεση!
Έχω παραδώσει ένα χρονικό μεταλλείου. Εκεί λοιπόν στην τρίτη σειρά, γράφουμε ότι, εκεί στην ίδια περιοχή, εμφανίστηκε μικρό ηφαίστειο του οποίου η λάβα κυριαρχεί πετρολογικά στην κορυφή του Προφήτη Ηλία. Το ηφαίστειο αυτό το εντοπίσαμε με γεωλόγους της Εταιρείας ανατολικά του σημερινού ραντάρ της Αεροπορίας, όπου υπάρχουνε κάποιες παλιές εκσκαφές από το παλιό μεταλλείο, το οποίο εργάστηκε εδώ – των Ιταλών. Πετρολογικά δε, πάνω στην Αεροπορία, αλλά και στου Γκαγκάνη, βλέπει κανείς ογκολίθους, οι οποίοι φαίνονται ότι είναι από ηφαιστειακό υλικό, γιατί είναι πέτρες χαλαζία, πακτωμένες μεταξύ τους σε τεράστιους ογκολίθους. Αυτό δε οφείλεται στη λάβα, η οποία είχε βγει από το ηφαίστειο που υπήρχε την εποχή εκείνη. Εμείς το βρήκαμε αυτό το ηφαίστειο και στα Υπόγεια. Σε γαλαρίες που κάναμε ακριβώς από κάτω από την περιοχή που περιέγραψα προηγουμένως, τη Νο 2. Είχαμε κάνει μια κάθετη γαλαρία.
Το μετάλλευμα του βαρύτου, για να το αναλύσουμε αυτό, γιατί έχει σημασία, είναι υπό μορφήν φλεβών. Αλλά εκεί που η φλέβα εφάπτεται με τον γρανίτη, –το οποίο είναι το μητρικό πέτρωμα, δηλαδή, μέσα στο μητρικό πέτρωμα, από ρωγμές βγήκε αυτό το μετάλλευμα του βαρύτου–, υπήρχανε αποθέσεις γαληνίτου (γαλένα). Ο γαληνίτης είναι ορυκτό του μολύβδου –όχι το μολύβι–, του μολύβδου που χρησιμοποιούμε για τα υδραυλικά κ.λπ.. Αυτό εκμεταλλευόντουσαν οι παλαιοί μεταλλωρύχοι, το 1900. Δηλαδή, βγάζανε το μολύβι, το μετάλλευμα του μολύβδου που υπήρχε στις παρυφές της φλέβας του βαρύτου και του γρανίτου, φασικά με πολύ πρόχειρα μέσα, με καλέμι και σφυρί, με πολύ πρωτόγονα μέσα. Το φορτώνανε σ’ ένα μόλο στη Βαθιά Λαγκάδα, ο οποίος υπάρχει ακόμα σήμερα –ένα μολαράκι που δεν είναι χτισμένο, αλλά το βλέπεις–, όπου εκεί εμείς εντοπίσαμε, παλιό, μετάλλευμα γαληνίτου, το οποίο το πήραμε μέσα στο Συνεργείο, το λειώσαμε στους 300ο και μας έβγαλε μολύβι. Επίσης υπάρχει στη Βαθιά Λαγκάδα και το ίχνος στο οποίο χρησιμοποιούσανε εναέρια βαγόνια για να μεταφέρουνε το μετάλλευμα από την κορυφή –του Προφήτη Ηλία, ας το πούμε έτσι– της Βαθιάς Λαγκάδας, κάτω στο μολαράκι. Υπάρχει δηλαδή το πάτημα, ας το πούμε, στο έδαφος. Και φυσικά χρησιμοποιούσαν τη βαρύτητα. Το βαρύ κατέβαινε κάτω και ανέβαζε το ελαφρύ επάνω με τροχαλία. Το φορτωμένο με μετάλλευμα βαγόνι κατέβαινε, λόγω της βαρύτητος, και ταυτόχρονα η άλλη τροχαλία ανέβαζε το άδειο επάνω. Κι έτσι γινότανε η μετακίνηση του μεταλλεύματος, σ’ αυτό το μολαράκι.
Κινεί την περιέργεια το ότι υπήρχε αυτό το απόθεμα της ηφαιστειακής λάβας πάνω στην κορυφή των λόφων της περιοχής. Αυτή δε τη λάβα, εμείς της κάναμε επεξεργασία και μελέτη. Έχει ψήγματα γαληνίτου, διάφορα ψιλοορυκτά μέσα, αλλά ήταν μικρής έκτασης και δεν άξιζε τον κόπο να κάνεις άλλη εκμετάλλευση εκτός αυτή του βαρύτου που κάναμε. Είχανε γίνει έρευνες από την Εταιρεία για τέτοια υλικά, γιατί ο βαρύτης συνοδεύεται από τέτοια υλικά, αλλά δεν καταλήξαμε σε εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, άλλα, εκτός από τον βαρύτη.
Επίσης, πέραν από αυτή τη μελέτη που έκανε γι’ αυτό το στρώμα που υπήρχε στην κορυφή, η Εταιρεία εξόδεψε και χρήματα για έρευνα με γεωτρήσεις στην περιοχή, για άλλα μεταλλεύματα πέραν του βαρύτου. Έκανε γεωτρήσεις στην επιφάνεια, έκανε μελέτες και γεωτρήσεις στη Μερχιά, και κατά το μήκος της Μεταλλευτικής παραχώρησης που είχαμε σ’ όλη την έκταση, αλλά δεν βρήκαμε τίποτα το αξιόλογο που θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε άλλο μετάλλευμα εκτός απ’ το βαρύτη. Γίνανε πάντως οι εργασίες. (Η Εταιρεία έκανε εκτεταμένες έρευνες 1972-1973 με γεωτρήσεις και ερευνητικές γαλαρίες, αλλά δεν βρέθηκε τίποτα αξιόλογο).
Το Μεταλλείο διέθετε Καντίνα, την οποία είχε αναλάβει η γυναίκα ενός εργαζόμενου στο Μεταλλείο, και η οποία Καντίνα σε χαμηλές σχετικά τιμές, μπορούσαν οι εργαζόμενοι ή όποιος ήθελε –εμείς τουλάχιστον εκεί τρώγαμε–, να φάμε το μεσημέρι το φαγητό ή ένα πρωινό ή ένα κολατσιό ή οτιδήποτε.
Στις εγκαταστάσεις της Εταιρείας, παραχωρούσε ένα σπίτι στον Εργοδηγό των Υπογείων – σε όλη τη διάρκεια της εκμετάλλευσης ήταν ο Νίκος ο Γανωτής.
Στη συνέχεια, μετά από την Καντίνα, υπήρχαν οι Αποθήκες, το Συνεργείο, το Ζυγιστικό Μηχάνημα, η ζυγαριά όπως λέγαμε, που ζυγίζαμε το μετάλλευμα όπως ερχότανε από τις γαλαρίες. Και παραχωρούσε η Εταιρεία και διάφορα κτίσματα για να μένουνε εργαζόμενοι. Και μένανε και 3-4 εργαζόμενοι με τις οικογένειές τους, και πολλοί εργαζόμενοι που ήτανε μόνοι τους, συνολικά 10-15 άτομα. Στην περιοχή των εγκαταστάσεων του Μεταλλείου αυτά.
Η Εταιρεία, παρότι μέσα στις εγκαταστάσεις είχε πολλά νερά, εν τούτοις όμως έπαιρνε νερό από έναν Ανωμερίτη, τον Γιάννη Πλουμιστό («Κριό»), που είχε νοικιάσει το πηγάδι του και έπαιρνε αποκεί νερό με το οποίο τροφοδοτούσε τις εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση και των εργαζομένων που μέναν εκεί αλλά και των αναγκών σε πόσιμο νερό, που είχαμε εμείς. Βασικά βέβαια, το νερό το πίναμε από μπουκάλια, αλλά και αυτό το οποίο παίρναμε απ’ το πηγάδι του «Κριού» ήτανε πολύ καλό νερό.
Οι εργαζόμενοι πηγαινοερχόντουσαν με λεωφορεία, τα οποία νοίκιαζε η Εταιρεία, από τη Χώρα, και καθ’ οδόν έπαιρνε και την Άνω Μερά.
Η Εταιρεία στα τελευταία της χρόνια, γύρω στο’75, επειδή υπήρχε μεγάλο πρόβλημα στον οικισμό για να βρούνε οι εργαζόμενοι σπίτια, και επειδή, αν δεν βρίσκανε σπίτια ή τα βρίσκανε ακριβά δεν θα μπορούσανε να μείνουνε, είχε δε μεγάλη ανάγκη μετά το ’75. Από το ’73 περίπου άρχισε και είχε ανάγκες στα Υπόγεια, απεφάσισε να χτίσει έναν οικισμό, στην Άνω Μερά, στον Πύργο, όπου χτιστήκανε γύρω στα 15 διαμερίσματα μικρά, και τα οποία παραχώρησε η Εταιρεία στους εργαζόμενους που είχε, σε 15 οικογένειες εργαζομένων, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ελλείψεως στέγης η οποία υπήρχε στην Άνω Μερά και να μπορέσει να διευκολύνει τους εργαζόμενους.
Τώρα, θα πούμε λιγάκι για την πορεία της Εταιρείας. Η παραγωγή πήγαινε πολύ καλά. Παραγάγαμε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στις 50.000-70.000 τόνους, κάθε χρόνο, καθαρό μετάλλευμα. Αντίστοιχο διπλάσιο μέγεθος έβγαινε απ’ τα Υπόγεια, δηλαδή γύρω στις 120.000 με 150.000 τόνοι εξορυκτικού υλικού. Βέβαια, όπως κάθε μεταλλείο έχει και πεπερασμένο χρόνο ζωής. Τα μεταλλεία της Μυκόνου, ουσιαστικά, δεν έκλεισαν για κανένα άλλο λόγο, παρά γιατί είχαν εξαντληθεί οικονομικά. Δηλαδή, δεν μπορούσαμε πλέον να βγάλουμε το μετάλλευμα, το οποίον έπρεπε, σε μια απόληψη έστω 40%, και εξαντλούντο σιγά σιγά τα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Δηλαδή, μειωνότανε πολύ το πάχος της φλέβας, και βγάζαμε περισσότερο άγονο, παρά βαρύτη, στο τέλος. Οπότε μοιραία κατέληξε το Μεταλλείο να κλείσει το 1983.
Γίνανε κάποιες εργασίες μετά, ουσιαστικά αποκατάστασης των Υπογείων εργασιών, τις οποίες μας επέβαλε η Κυβέρνηση για καναδυό χρόνια με μικρό προσωπικό. Η τελική φόρτωση έγινε στο τέλος του ’86, το τελευταίο φορτίο 15.000 τόνων, και μετά έκλεισε τελείως το Μεταλλείο. Το ’88 περίπου, αν θυμάμαι καλά, ξηλώθηκε και πουλήθηκε η Σκάλα Φόρτωσης. Πουλήθηκε στην Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης, και πήγε στην Κω όπου είχανε μια εγκατάσταση. Μετά η Εταιρεία σιγά σιγά προσπάθησε να πουλήσει διάφορα κτήματα –είχε πάρα πολλές ιδιοκτησίες, πάνω από 2.000 στρέμματα, πάνω στο νησί–, πούλησε τον Λούλο, πούλησε διάφορα τέτοια κομμάτια, και μετά, ό,τι έμεινε, μου τα παρέδωσε εμένα γιατί ήτανε κάτι ορύγματα, εκσκαφές, και τα λοιπά, και τα οποία τα έχω ακόμα και δεν ξέρω τι να τα κάνω όλα [γελά]. Μου έχουν γίνει μπελάς, γιατί δεν ξέρω τι να τα κάνω.
Το’83 έκλεισε το Πλυντήριο. Οι Υπόγειες εργασίες, όπως είπα, μείνανε με καμμιά δεκαριά άτομα για να τελειώσουν οι διάφορες δουλειές που έπρεπε να γίνουν, που μας επέβαλε το Υπουργείο [Βιομηχανίας], μείνανε κάποιοι φύλακες στις κεντρικές εγκαταστάσεις, αλλά μέχρι το τέλος του ’86… Εγώ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του ’86 έμεινα στην Εταιρεία, μετά έμεινα σαν σύμβουλος κάνα χρόνο ακόμα, κι αποκεί και πέρα έσβησε η Εταιρεία, δεν υπήρχε.
Δεν έγινε αντιληπτό πριν απ’ το ’83 ότι τελείωσε το μετάλλευμα. Οι εργαζόμενοι, και το Σωματείο το οποίον είχαν, κάπως αντέδρασαν πάνω σ’ αυτό το θέμα, πήγαμε θυμάμαι, τότε ήτανε η κ. Παπαζώη Νομάρχης, στη Νομαρχία Σύρου, τους εξήγησα… Παρότι κι εγώ προσπάθησα μέχρι την τελευταία στιγμή, να κρατήσω κάπως τα πράγματα… Ήταν και συμφέρον μου, ήταν η δουλειά μου, κι εγώ δεν θα είχα δουλειά. Εν τούτοις όμως η Εταιρεία, και δεν την παρεξηγώ γι’ αυτό, είδε ότι το μετάλλευμα εξαντλήθηκε, δεν τη συνέφερε, τό ’κλεισε και τελείωσε. Υπήρξανε κάποιες κινητοποιήσεις εκ μέρους των εργαζομένων, τις καταλαβαίνω τώρα, αλλά δεν μπορούσε να ’χει κάποια συνέχεια, αφού τελείωσε το μετάλλευμα δεν γινόταν τίποτ’ άλλο.
Η Εταιρεία πάντοτε κρατούσε μία πολύ καλή στάση και ήθελε να βοηθάει πάντα την Κοινότητα και τους κατοίκους –περισσότερο την Κοινότητα και τους κατοίκους της– και σε δεύτερη φάση τη Χώρα. Παρέδιδε το γκρέιντερ (grader), το οποίο ήτανε μηχάνημα που έστρωνε τους δρόμους, γιατί οι περισσότεροι δρόμοι ήταν τότε χωματόδρομοι, σε κάθε αίτημα είτε της Κοινότητος είτε της Χώρας, για να φτιάχνει τους δρόμους του νησιού, με χειριστή, τον εξαιρετικά ειδικευμένο, τον Λοΐζο τον Παναγιώτη εκείνη την εποχή, ο οποίος έκανε και καταπληκτική δουλειά επάνω σ’ αυτό το πράγμα, ο οποίος το είχε πάρει και σαν ειδικότητα, μάλιστα.
Επίσης βοηθούσε πάντα, κατόπιν αιτήματος, τα σχολεία, με το να τους παρέχει πετρέλαιο για θέρμανση, ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να βοηθήσει, με έναν Άλφα προϋπολογισμό, τον οποίον είχε.
Με μηχανήματα, με φορτωτές, ακόμη με δωρεάν παροχή χαλικιού το οποίον περίσσευε από την εκμετάλλευση, για να στρώνουνε τους δρόμους, πολλές φορές και με δωρεάν παραχώρηση τσιμέντου, σε σακιά, και στην Κοινότητα και στη Χώρα, σε μια μορφή βοήθειας προς τους κατοίκους του νησιού. Ήταν πάντα αρωγός σε όποιο αίτημα.
Η Εταιρεία όμως αυτά τα χρόνια, πέρα απ’ αυτές τις επιμέρους βοήθειες παρεχώρησε και εκτάσεις γης, για να βοηθήσει τους κατοίκους. Παρεχώρησε μια έκταση έξι στρεμμάτων στους Προσκόπους, έκτισε μάλιστα η ίδια τις μάντρες αυτού του οικοπέδου, όπου έκτισαν οι Πρόσκοποι ένα πολύ ωραίο οίκημα που αναπτύσσουνε διάφορες πολιτιστικές πρωτοβουλίες, και το ’χουνε και σαν χώρο κατασκηνώσεως και για ξένα Προσκοπικά Συστήματα.
Η Εταιρεία παρεχώρησε στην Κοινότητα πάνω από 100 στρέμματα, στην περιοχή του Γκαγκάνη, σαν απλή δωρεά.
Η Εταιρεία παρεχώρησε 25 στρέμματα στο Δήμο, στην περιοχή Φασουλά.
Και επίσης, παρεχώρησε στους σκοπευτές για μεγάλο χρονικό διάστημα μία έκταση, για ν’ αναπτυχθεί ο Σύλλογος των Σκοπευτών.
Και εν πάση περιπτώσει, όπου μπορούσε να παράσχει την οποιαδήποτε διευκόλυνση, είτε με εργαλεία είτε με υλικά είτε με χρηματική βοήθεια, την έκανε σ’ όλη τη διάρκεια – τουλάχιστον της θητείας μου οπωσδήποτε. Νομίζω την έκανε και πολύ πιο πριν, σ’ όλο αυτό το διάστημα που υπήρχε αυτή η Εταιρεία πάνω στο νησί.
Εδώ εγκαταστήσαν το βαρούλκο, κι εδώ ήταν ο κουβάς. Είχαν αυτές τις δύο σημαδούρες με άγκυρες –βλέπεις οι άγκυρες υπάρχουν ακόμα στον πυθμένα της θάλασσας, με τις αλυσίδες, δεν τις πήραμε. Και φτιάξανε αυτό το σύστημα κι εδώ ήταν ο κουβάς. Και το τράβαγε κι έφερνε το υλικό έξω, και το πήγαινε μετά πίσω .
Ήθελα να συμπληρώσω ως προς το διαχωρισμό που έκανε το Πλυντήριο, στα παλιά τα χρόνια, στην αρχή που ξεκίνησε να δουλεύει το Πλυντήριο, φυσικά τα μηχανήματα ήτανε πιο υποβαθμισμένα και έφευγε αρκετό υλικό υπό μορφή κόκκου, μαζί με τα άγονα, μαζί με τα στείρα δηλαδή, κάτω στην Αραπίνα. Είχε γεμίσει ο κόλπος της Αραπίνας, και αυτό ήταν ένα εν δυνάμει κοίτασμα, το οποίον είχε μια μικρή περιεκτικότητα βαρύτου. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, τότε και φέραμε από την Αμερική ένα μηχάνημα, το οποίο ουσιαστικά είχε έναν κουβά με συρματόσκοινο. Ποντίσαμε δύο σημαδούρες ανοιχτά, συνδέσαμε τον κουβά με τις σημαδούρες και τα συρματόσκοινα, και τραβάγαμε με τον κουβά το μετάλλευμα και το βγάζαμε έξω. Το συσσωρεύαμε σε όγκο και μετά το παίρναμε και το ξαναπλέναμε απ’ το Πλυντήριο. Έτσι κάναμε τελεία ανάληψη του μεταλλεύματος, το ν υπήρχε μέσα στον κόλπο της Αραπίνας.
Ο κόλπος της Αραπίνας αυτή τη στιγμή έχει από πίσω του μια τεράστια ποσότητα από επεξεργασμένο, στείρο υλικό. Υπολογίζω πάνω από 500.000 τόνους, το οποίο σιγά σιγά κατεβαίνει μέσα στον κόλπο πάλι και θα μπαζώσει πάλι.
Ήθελα να μιλήσω για τη μισθοδοσία του προσωπικού, και ιδιαίτερα τη μισθοδοσία των Υπογείων. Η Εταιρεία προσπαθούσε πάντα να πληρώνει όσο μπορούσε καλύτερα το προσωπικό της. Και οι εργαζόμενοι βέβαια στην Επιφάνεια δεν παίρνανε τα ίδια χρήματα με τους εργαζόμενους στα Υπόγεια, γιατί εξυπακούεται ότι η δουλειά ήτανε τελείως διαφορετική.
Είχε συστηθεί ένα σύστημα εργολαβιών στα Υπόγεια, δηλαδή, πληρωνόντουσαν με το μέτρο τη γαλαρία –που προχώραγε η γαλαρία, η εξόρυξη, η αποκομιδή και το στρώσιμο, είτε της ράγας είτε απλώς το προχώρημα, αν είχαμε φορτωτές– και, επίσης, τα μέτωπα. Μέτωπα εννοούμε τους χώρους όπου γινόταν η κυρίως εκμετάλλευση. Όλες, τέλος πάντων, τις εργασίες προσπαθήσανε οι μηχανικοί που ήτανε πριν από μένα, κι εγώ το συνέχισα, να δίδεται μορφή εργολαβίας. Μ’ αυτό τον τρόπο δινότανε σ’ ένα καλό, εργατικό και έμπειρο τεχνίτη, εργατοτεχνίτη, να μπορέσει να κάνει καλή δουλειά μέσα στο χρόνο τον οποίο του προσφερότανε, και ν’ αποκομίζει καλά χρήματα στο τέλος του μηνός.
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, από τον κατάλογο που έχω, με το μπόνους όπως το λέγαμε, είναι από το ’68 μέχρι το ’78, δέκα χρόνια. Όπου φαίνεται η εξέλιξη του ημερομίσθιου του εργαζόμενου και το αντίστοιχο μπόνους το οποίον του έβγαινε. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις δε, ιδιαίτερα αυτοί που δουλεύανε στα μέτωπα, στις γαλαρίες και στα πηγάδια, καμινέτα όπως τα λέγαμε εμείς, τα πηγάδια τα αντίστροφα που πηγαίναν προς τα πάνω, βγάζανε μπόνους όσο ο μισθός τους, και καμμιά φορά και παραπάνω. Βέβαια, αποκεί και πέρα ήτανε θέμα και καλής χρήσεως αυτών των χρημάτων για να μπορούν να το απολαύσουνε. Πάρα πολλοί βγάλανε αρκετά χρήματα, αλλά δεν είδανε αντίστοιχα αποτελέσματα δηλαδή στη ζωή τους, αλλά πάρα πολλοί αντίστροφα, ταχτοποιηθήκανε πάρα πολύ καλά.
Έχουμε περιπτώσεις, όπου σε μισθό, π.χ. 3.910 δρχ., το μπόνους έβγαινε 4.531 δρχ. Μπαλάφας, από το νούμερο θυμάμαι και τ’ όνομά του. Κάτσε να δούμε και το Πηλιτσάκι μου . Σε μισθό 4.250 δρχ., το μπόνους 3.780 δρχ. Αυτός ήταν ο Πηλίτσιος. Διάφορα, τέλος πάντων τέτοια νούμερα, όπου υπήρξαν πάρα πολύ καλές αμοιβές.
Οι επιστάτες παίρνανε έναν μισθό, όπου το ημερομίσθιό τους ήταν υψηλότερο από των εργατών. Αν του εργάτη π.χ. ήτανε 150 δρχ., αυτοί παίρνανε 200 δρχ., και παίρνανε κι ένα πριμ 1.000-2.000 δρχ. το μήνα, στάνταρ, λίγο ως πολύ, ή ανάλογα την παραγωγή, δεν θυμάμαι. Εκείνοι που πληρωνόντουσαν και βγάζανε καλά λεφτά, είναι αυτοί που δουλεύανε στα μέτωπα, στις γαλαρίες και στα καμινέτα, που λέγαμε εμείς.
Ο Θανάσης ο Γανωτής ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, ήπιος άνθρωπος, έμενε στο Μεταλλείο, ήτανε νοικοκύρης άνθρωπος κι έκανε καλά τη δουλειά του. Εγώ τον παρέλαβα επιστάτη και επιστάτης τελείωσε. Είχε μια δυσκολία προσαρμοστικότητος, δηλαδή, κάποια στιγμή, επειδή οι αποστάσεις είχανε μεγαλώσει, υποχρεωθήκανε οι επιστάτες να μάθουνε να οδηγούνε, γιατί θα τους δίναμε αυτοκίνητο και θά ’πρεπε να γυρίζουν γύρω γύρω. Δεν μπορούσες δηλαδή με τα πόδια να διανύεις χιλιόμετρα, γιατί δεν θά ’βγαζες και τίποτα. Επιπλέον δε, όταν είσαι 2η και 3η βάρδια, πρέπει οπωσδήποτε να είσαι κοντά, διότι είσαι μόνος σου, δεν υπάρχουνε γύρω γύρω μηχανικοί, και θά ’πρεπε να είσαι κοντά στο αντικείμενο και να επισκέπτεσαι όλες τις θέσεις. Εκεί, στα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε να προσαρμοστεί ο Θανάσης και μας άφησε λίγο νωρίτερα. Αλλά κατά τα άλλα ήτανε πάρα πολύ καλός άνθρωπος.
Ο Γιάννης ο Γανωτής ήτανε ξυλοδέτης, ο οποίος ήτανε πάρα πολύ εύθυμος και ζωντανός άνθρωπος. Έκανε και πλάκες και αστειευότανε… Δούλεψε μέχρι τέλους, ήτανε καλός στη δουλειά του, και στο Λούλο δούλευε πολλές φορές. Είχε και τα παιδιά του εκεί. Είχε το Δημήτρη… Πολύ σωστός εργαζόμενος, και ξύπνιος. Βασικά δούλευε σαν ξυλοδέτης ο Γιάννης ο Γανωτής, δεν ήταν στην παραγωγή.
Ο Δημήτρης ο Γανωτής ήτανε πάρα πολύ καλό παιδί, ήτανε πρόθυμος, εργατικότατος, πάρα πολύ καλός. Ηλεκτρολόγο τον παρέλαβα και ηλεκτρολόγος έμεινε μέχρι το τέλος. Ήτανε πολύ σωστός και μου ήτανε πολύ συμπαθής εμένα προσωπικά, γιατί ήτανε πάντα πρόθυμος, πάντα εργατικός, έτρεχε… Ενώ άλλοι δημιουργούσανε διάφορα προβλήματα, αυτός ήτανε πάντα σωστός άνθρωπος. Πολύ καλός εργαζόμενος, πάρα πολύ. Και προσωπικά τον συμπαθούσα και μπορούσα να τον βοηθήσω πάρα πολύ, νομίζω. Ό,τι πιστοποιητικά χρειαζότανε, προσπαθούσα να τον βοηθήσω, και αφού έκλεισα το Μεταλλείο, συνεργαζόμενος μαζί του στις διάφορες οικοδομές του ανέθετα να κάνει τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις. Ναι, πολύ καλός ο Δημήτρης.
Ο Παναγιώτης ο Λοΐζος ήταν ένας πολύ ωραίος άνθρωπος. Ήταν ένας εξυπνότατος –αν φανταστεί κανένας τα δεδομένα της Άνω Μεράς, τι παιδεία μπορούσε να έχει τώρα αυτός ο άνθρωπος;–, εφεύρισκε τρόπους για να μπορεί να κάνει τη δουλειά του, και μάλιστα, πολλές φορές, θυμάμαι στο Λούλο, ο ίδιος είχε βρει τον τρόπο ν’ αδειάζει εργολαβικά… Λέει: «Κοίταξε, θα το κάνουμε έτσι και θα το πάρω εργολαβία. Του το ανέθετε λοιπόν ο άλλος, και έβγαζε τη δουλειά. Ήτανε, δηλαδή, πολύ μάστορας πάνω σ’ αυτό που έκανε. Πάρα πολύ μάστορας. Και επιπλέον δούλευε και πάρα πολύ το μυαλό του. Δηλαδή, εφεύρισκε τρόπους για να διευκολύνει τη δουλειά και να βγαίνει πολύ γρήγορα η δουλειά. Ναι, θεωρείτο ο καλύτερος! Και επιπλέον ήταν και πολύ ευχάριστος άνθρωπος, όλο καλαμπούρια. Δηλαδή εγώ τον θυμάμαι και γελάω ευχάριστα. Πολύ ευχάριστος άνθρωπος, και πολύ εργατικός, και πολύ ευσυνείδητος. Δηλαδή, έπαιρνε το γκρέιντερ και πήγαινε και δούλευε εθελοντικά, και πολλές φορές δεν χρέωνε και τίποτα. Δεν τον πλήρωνε η Εταιρεία, η Εταιρεία έδινε το γκρέιντερ. Ο άνθρωπος όμως αυτός έπαιρνε το γκρέιντερ για να εξυπηρετήσει το χωριό κι όλους αυτούς γύρω γύρω που τον χρειαζότανε και την οποία δουλειά την έκανε με εξαιρετική επιμέλεια. Δηλαδή, όταν τελείωνε η δουλειά, νόμιζες ότι ήταν άσφαλτος. Τόσο καλά ήτανε στρωμένος ο χωματόδρομος. Εξαιρετικός! Πολύ καλός στο αντικείμενό του! Και το οποίον υποθέτω τό ’μαθε κι από μόνος του, έτσι; Δεν νομίζω ότι πήγε να τον μάθει κανένας πώς να χειρίζεται τα μηχανήματα. Ποιος να τού ’μαθε; Μόνος του έμαθε! Ως οδηγός προσλήφθηκε το’55. Άλλο οδηγός, άλλο χειριστής γκρέιντερ κι άλλο χειριστής φορτωτή. Αυτό το έμαθε, όχι για την ανάγκη της δουλειάς, αυτό το έμαθε λόγω της ευφυίας του. Ήτανε άριστος στη δουλειά του! Άριστος! Κι όχι μόνο πολύ καλός στη δουλειά του, αυτό που έκανε το έκανε καταπληκτικά, αλλά εφεύρισκε και τρόπους για να διευκολύνεται η δουλειά! Και όντως! Δηλαδή, λέει: «Ξέρεις, θα το κάνω εγώ και θα το πάρω εργολαβία». Δηλαδή, το έκανε ταχύτατα και απλούστευε κατά πολύ τις καταστάσεις. Αυτή δε τη δουλειά την έμαθε μόνος του. Μπορεί να προσλήφθηκε ως οδηγός, αλλά, άλλο οδηγός, κι άλλο χειριστής γκρέιντερ κι άλλο χειριστής φορτωτού, δεν έχει καμμιά σχέση το ένα με τ’ άλλο. Ο χειριστής γκρέιντερ κι ο χειριστής του φορτωτού, πρέπει να παίζεις πολύ καλά με τους λεβιέδες, δηλαδή, δουλεύεις τον κουβά σαν να ’ναι το χέρι σου. Το ίδιο και με το γκρέιντερ, να φέρεις το μαχαίρι έτσι, για να κάνεις πολύ καλή δουλειά. Ενώ ο οδηγός του φορτηγού, δουλεύει στο φορτηγό, αδειάζει καρότσα και τελειώσαμε, δε’ θέλει δεξιοτεχνία. Πάρα πολύ καλός! Πάρα πολύ καλός!
Υπήρχαν εργαζόμενοι, μιλάω για τα Υπόγεια φυσικά, γιατί εκεί γινόντουσαν και πολύ καλές πληρωμές, π.χ. ο Σιώκος ο Γιάννης, ο οποίος ήτανε πανέξυπνος, εργατικότατος, και πάρα πολύ καλός στο να φέρνει αποτέλεσμα. Φυσικά το μπόνους που έβγαζε κάθε μήνα ήταν μεγαλύτερο από τον μισθό του, το ίδιο κι ο Πηλίτσιος. Πάρα πολλοί τέτοιοι εργαζόμενοι βγάζανε πάρα πολλά χρήματα. Ελπίζω αυτά να πιάσανε τόπο στη ζωή τους τελικά, γιατί τότε ήτανε πολύ μεγάλα τα ποσά.
Εγώ πήγα σαν νέος μηχανικός το 1969 στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, με πολλή όρεξη. Βέβαια, επειδή υπήρχαν εκεί οι Αμερικανοί μηχανικοί, η αντιμετώπισή μου ήτανε κάπως «σ’ έχουμε εδώ, γιατί τους έχουμε ανάγκη», κατά ένα τρόπο. Το παρέκαμψα όμως αυτό, εργάστηκα, μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ το επάγγελμά μου, η δουλειά μου, η οποία όταν δεν έχεις εμπειρία, κι εγώ δεν είχα εμπειρία, στο Πολυτεχνείο πήγα, και άντε έκανα καναδυό επισκέψεις σε μεταλλεία, δεν είχα εμπειρία. Ήτανε στην αρχή τρομακτικά όλα αυτά τα οποία έβλεπες. Εξοικειωνόμενος όμως σιγά σιγά μέσα στο αντικείμενο μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η δουλειά, με όλες τις δυσκολίες που είχε. Ίσως και οι δυσκολίες είναι που την κάνανε ακόμα πιο όμορφη, διότι είχε πάντα κάτι να σου δείξει, κάποιο πρόβλημα να λύσεις, όλο και κάτι έπρεπε να σου παρουσιάσει, και εν πάση περιπτώσεις ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Ήτανε δύσκολη δουλειά, δύσκολη σαν αντικείμενο και πάρα πολλά προβλήματα τα οποία έπρεπε να προβλέψεις, και επιπλέον όλοι οι Έλληνες πάντα έχουνε το δικό τους θέμα. Είχες 140 εργαζόμενους και είχες να λύσεις 140 προβληματάκια, είτε μικρά είτε μεγάλα, κάθε μέρα. Παρόλα αυτά όμως, με την εμπειρία την οποία απέκτησα στα τελευταία, τουλάχιστον, δέκα χρόνια μου ήταν πάρα πολύ ευχάριστη δουλειά, είχα αποκτήσει μία οικειότητα με τους ανθρώπους.
Οι κάτοικοι του νησιού ήτανε πάρα πολύ καλοί. Εμένα μου έκανε εντύπωση τα πρώτα χρόνια που πήγα κι έλεγα ότι οι Μυκονιάτες είναι οι καλύτεροι Έλληνες. Τους έβλεπες δηλαδή ότι ήτανε καλοσυνάτοι, ανεκτικοί, συμβιβαζόντουσαν, δεν ήταν επιθετικοί. Το έλεγα, οι Κυκλαδίτες έλεγα, το γενίκευα, βέβαια, γιατί πίστευα ότι όλοι οι κάτοικοι των νησιών θα είναι το ίδιο. Και ιδιαίτερα οι Μυκονιάτες πρέπει να είναι η καλύτερη κάστα Ελλήνων. Ήτανε ένα πολύ ωραίο περιβάλλον. Εγώ έμενα στη Χώρα, είχε όλο αυτό το ποικιλόχρωμο, καθόμουνα στην παραλία, δεν χρειαζότανε να ’χεις σινεμά, γιατί έβλεπα τον κόσμο να περνά κι ευχαριστιόμουνα.
Δουλεύαμε πάρα πολύ στο Μεταλλείο, κουραζόμουνα, αλλά ήταν τόσο ενδιαφέρουσα η δουλειά η οποία έκανα που δε’ μου κακοφαινότανε. Η Εταιρεία μάς άφηνε δυο-τρεις μέρες το μήνα, για να πηγαίνουμε στην Αθήνα για να ξεσκάμε, κι αυτό λειτουργούσε σα’ βαλβίδα στην όλη πίεση την οποία αισθανόμεθα κατά τη διάρκεια της εργασίας. Σημειωτέον ότι όταν είχαμε φορτώσεις πλοίων, –εργαζόμασταν στα Υπόγεια αναβαίνοντας με σκοινιά επάνω στα καμινέτα, στα πηγάδια, κι αυτή η μέθοδος ήταν πάρα πολύ δύσκολη, γιατί ήταν κατακόρυφη και είχες ν’ ανεβοκατεβαίνεις εκατοντάδες μέτρα κάθε μέρα για να κάνεις τη δουλειά σου και να επιθεωρείς τις διάφορες εργασίες– και όταν είχε φορτώσεις, πηγαίναμε τ’ απόγευμα για να επιβλέπουμε τη φόρτωση. Καταλαβαίνει κανένας σε τι κατάσταση πήγαινες στο σπίτι σου να κοιμηθείς το βράδυ. Και Χριστούγεννα και Πάσχα και δεν υπήρχαν τέτοια, διότι όταν φύσαγαν νότιοι άνεμοι έφευγε το πλοίο, άρα δεν μπορούσες να το ρισκάρεις αυτό να περιμένει το πλοίο 10 μέρες, κι έπρεπε να πας εκεί. να το τελειώσεις. Ήτανε δύσκολο πολύ σαν επάγγελμα, αλλά ήταν ευχάριστο. Και οι άνθρωποι ήτανε πολύ ενδιαφέροντες. Οι Μυκονιάτες ειδικά ήτανε πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι. Πάντα βέβαια σε μια κοινωνία υπάρχουνε κι οι εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας ήτανε ότι οι άνθρωποι ήτανε πάρα πολύ καλοί, κι ακόμα είναι καλοί, παρότι με τη νέα γενιά έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα, αλλά εκείνους τους Μυκονιάτες που γνώρισα τότε, ήτανε πολύ ευχάριστοι άνθρωποι και πολύ καλοί.
Για το ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ θα ήθελα να πω αυτά τα οποία άκουσα, καθώς όταν έγινε το ναυάγιο, εγώ ήμουνα στην Αμερική, είχα επισκεφτεί τη μητέρα Εταιρεία. Νομίζω έγινε το 1971, αν θυμάμαι καλά. Το ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ, όπως λεγόταν το πλοίο, φόρτωνε σακιά. Φόρτωνε τελικό προϊόν για να το πάνε στη Νιγηρία, αν δεν απατώμαι. Αυτή η εγκατάσταση εκεί στο Τριβείο, στο Λούλο, ήτανε ευάλωτη στους Νότιους ανέμους. Ο καπετάνιος έκανε λάθος υπολογισμό, διότι ο Νότιος άνεμος φουσκώνει, όπως λέγανε τότε οι ναυτικοί, παίρνει, φουσκώνει πάρα πολύ γρήγορα. Μέσα σε λίγες ώρες δηλαδή, μπορεί να ανεβάσει 9 μποφόρ. Ο καπετάνιος δεν υπολόγισε καλά, δηλαδή κάπου έπαιξε με τις πιθανότητες, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο και να τον παρασύρει ο Σορόκος και να το χτυπήσει το πλοίο του στα βράχια, και να το βυθίσει τελικά. Μου διηγόντουσαν, δηλαδή, ότι είχαν δημιουργήσει συνεργεία διάσωσης, πετάξανε σκοινί πάνω στο πλοίο για να τον βγάλουν αυτόν και το πλήρωμα έξω με σκοινιά. Εν πάση περιπτώσει ήταν μια ολόκληρη ιστορία ναυαγίου, εκείνη την εποχή, την οποία δεν την έζησα εγώ, διότι ήμουνα στην Αμερική, αλλά έτσι μου τη διηγηθήκανε.
Αδειάζαν τα φορτηγά σε μια πλατεία στον Λούλο. Είχε μπροστά λοιπόν μία χοάνη, όπου οι διάφοροι φορτωταί και οι μπουλντόζες κυρίως, σπρώχνανε το υλικό προς αυτή τη χοάνη. Η χοάνη αυτή μάζευε το υλικό και το έφερνε πάνω σε μια μεταφορική ταινία. Αυτή η μεταφορική ταινία, για να μπορέσει να λειτουργήσει ήταν μέσα σε μια γαλαρία, κάτω απ’ αυτό το υπαίθριο σιλό, το τεράστιο. Η χοάνη ήταν μπροστά και στη μέση. Σπρώχναν λοιπόν αυτοί οι διάφοροι, μπαίναν στη χοάνη, κι απ’ τη χοάνη, αποκάτω, υπογείως, έφευγε η μεταφορική ταινία και πήγαινε σιγά σιγά στη Σκάλα, συνέχιζε η μεταφορική ταινία και πήγαινε κι έπεφτε μέσα στο πλοίο. Τα πλοία τα οποία φορτωνόντουσαν ήτανε μέχρι 20.000 τόνους. Η εγκατάσταση ήτανε για 20.000 τόνους, τέτοιες φορτώσεις. Είχαμε φορτώσει και 20.000 τόνους. Φορτώσαμε το ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ με 3.000 τόνους, αλλά γενικά στα μικρά πλοία ήτανε γύρω στους 800 με 1.000 τόνους σακιασμένο προϊόν που φορτώναμε.
Στη Ρήνεια είχα δει στο βόρειο κομμάτι μικρή ένδειξη εξόρυξης για έρευνα σιδηρομεταλλεύματος, άνευ ενδιαφέροντος.
Στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού ήταν η Νο 2 και η Νο 3. Η Νο 2 φλέβα ήταν η πιο πλούσια, η πιο δυνατή φλέβα, είχε πολύ καλής ποιότητος βαρύτη, ήτανε φαρδύ και είχε και πολύ μεγάλο μήκος. Έφτανε τα δυο χιλιόμετρα. Την είχαμε ξετρυπήσει απ’ τη μια μεριά του νησιού μέχρι την άλλη.
Στου Γκαγκάνη ήτανε τα γραφεία της παλιάς Εταιρείας.
Εδώ ήτανε η 130 κι εδώ η 100. Βλέπεις εδώ; Να το, το σιλό! Εδώ πάνω είχε λοιπόν γραμμές, βγαίνανε τα βαγόνια με τη ντιζελομηχανή, αδειάζανε τα βαγόνια κάτω, στο έδαφος, και πήγαινε ο άλλος με το φορτωτή και φόρτωνε τα φορτηγά κι έφευγε το μετάλλευμα.
Το πρώτο μεταλλείο που υπήρχε εδώ, το ιταλικό, εδώ πάνω ψηλά, έβγαζε γαληνίτη, που ήτανε μεταξύ της φλέβας του γρανίτη και του βαρύτη, υπόγεια. Όταν άνοιγαν μια γαλαρία, τον βαρύτη τον πετάγανε έξω, δεν τον χρειαζόντουσαν. Οπότε όταν ήρθε εδώ η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, βρήκε τον βαρύτη έτοιμο σε σορούς και τον φόρτωσε κατευθείαν.
[βρισκόμαστε στη νο 1 γαλαρία] Εδώ είναι η Νο 1. Πίσω απ’ εδώ, πίσω από την Αεροπορία, στη Φραγκιά ας πούμε, αλλά ψηλά, στα Γλυκοσ’κίδια, είναι η Νο 5. Τέρμα στο ανατολικό κομμάτι του νησιού είναι η Νο 2 και η Νο 3. Η Νο 2 ήταν η πιο πλούσια. Η πιο δυνατή φλέβα. Είχε πολύ καλής ποιότητας βαρύτη, ήτανε φαρδύ και είχε και μεγάλο μήκος. Έφτανε τα 2 χιλιόμετρα. Την είχαμε ξετρυπήσει από τη μια μεριά του νησιού μέχρι την άλλη.
[είσοδος στη νο 1] Αυτή είναι μια γαλαρία προσπέλασης. Την ξεκινήσαμε για να φτάσουμε το κοίτασμα χαμηλά. Αυτό είναι γρανίτης όλο. Ανοίγαμε για να φτάσουμε στο υλικό. Είναι γρανίτης καθαρός. Τώρα εδώ πλησιάσαμε το κοίτασμα. Το κοίτασμα είναι από πάνω. Η φλέβα είναι έτσι, από πάνω. Οπότε ανοίγαμε τρύπες μέσα, αυτά εδώ τα «ντουλάπια» τα λεγόμενα, για να πλησιάσουμε το κοίτασμα και ν’ αρχίσουμε να το τραβάμε. Κόβανε το κοίτασμα αποδώ και πάνω σιγά σιγά, κι εμείς τραβάγαμε το κομμένο κοίτασμα απ’ εδώ με τον φορτωτή. Εδώ δούλευε ελαστικοφόρος φορτωτής. Δεν γινότανε με βαγονάκια και ντιζελάμαξες. Αυτά όλα είναι μπάζα από το μετάλλευμα. Εδώ αρχίζει και λασπώνει.
Ανά 5 μέτρα είχαμε αυτά τα λεγόμενα «ντουλάπια». Έτσι από τα «ντουλάπια» μέσα μπορούσαμε να απομυζούμε όλο το μέτωπο που ήταν από πάνω. Δηλαδή, τραβάγαμε ανά 5 μέτρα το μετάλλευμα και τι βγάζαμε έξω με ελαστικοφόρο φορτωτή. Αυτά ήτανε στη φάση της μηχανοποίησης του Μεταλλείου. Δηλαδή όταν πλέον σταματήσαμε τη ντιζελάμαξα και τα ξύλινα λούκια. Παλιά ήτανε η γαλαρία μέσα στο κοίτασμα. Πέρναγε λοιπόν αποκάτω η ντιζελάμαξα, είχε ξύλινα λούκια, και μέσα από τα ξύλινα λούκια, ο χειριστής, ο εργαζόμενος έριχνε το υλικό μέσα στα βαγόνια. Επειδή όμως αυτό ήτανε αντιπαραγωγικό και κάπως πιο επικίνδυνο, διότι βουλιάζανε οι γαλαρίες και είχαμε προβλήματα, φέραμε ελαστικοφόρους φορτωτές κι ανοίγαμε μία παράλληλη γαλαρία στη φλέβα, στο κοίτασμα, και με ανοίγματα, με αυτά τα λεγόμενα «ντουλάπια» μέσα, κάναμε την ίδια δουλειά. Έπεφτε το μετάλλευμα κάτω και το παίρναμε έτσι. Το ίδιο πράγμα ήτανε. Ήτανε πιο μηχανοποιημένο. Έτσι μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ελαστικοφόρους φορτωτές. Όλα αυτά είναι αυτά τα «ντουλάπια» που εξυπηρετούσανε την ίδια δουλειά, το ένα δίπλα στ’ άλλο. Είναι μια απόπειρα να πάρουμε το κοίτασμα αποδωπέρα. Αυτή η γαλαρία έχει 300 μέτρα μήκος. Σταματήσαμε σ’ ένα σημείο γιατί είδαμε ότι δεν συνέφερε. Την πήγαμε, την πήγαμε και μετά τη σταματήσαμε. Εδώ είναι ένα μικρό ντουλάπι από τα δεξιά για να γυρίζει ο φορτωτής. Το μήκος κάθε γαλαρίας εξαρτιόταν από το τι εξυπηρετούσε. Συνήθως ήταν 500-600 μέτρα. Αλλά ένα άνοιγμα, ας το πούμε έτσι, είχε 2 χιλιόμετρα. Δεν λειτούργησε σαν γαλαρία, λειτουργούσε κατά κομμάτια. Αλλά εγώ την περπάτησα από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, 2 χιλιόμετρα. Να, εδώ βλέπεις το λούκι. Βλέπεις πόσο βαθύ ήτανε; Για να φτάσουμε το κοίτασμα. Έπρεπε να το φτάσουμε. Βέβαια, το κοίτασμα έπαιζε. Πήγαινε δεξιά-αριστερά. Να εδώ, το βλέπεις αυτό; Είναι χαλκός. Είχε ορισμένα στοιχεία χαλκού μέσα η φλέβα. Πολύ μικρές ποσότητες χαλκού, που δημιουργούν αυτά τα χρώματα. Εδώ λέει ΑΠΟΘΗΚΗ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ. Είχαν ανοίξει ένα «ντουλαπάκι» κι αποθηκεύανε τους δυναμίτες μέσα. Βρε, τους μπαγάσες, πώς δεν φοβούνται και μπαίνουνε μέσα με τα μηχανάκια! Εντάξει, δεν είναι επικίνδυνη γαλαρία. Είναι πολύ δυνατά τα πετρώματα. Είναι μες στον γρανίτη.
Γι’ αυτό έλεγα να μην έχει βροχές όταν μπούμε στη στοά. Γιατί βλέπεις τώρα στάζει. Με το στάξιμο φουσκώνουν κάποια κομμάτια που είναι έτοιμα, και σιγά σιγά μπορεί να σου πέσει και κανένα στο κεφάλι. Όχι τώρα! Αυτή η γαλαρία δεν έχει πρόβλημα. Αλλά το σωστό είναι να μη μπαίνεις χειμώνα. Δες εδώ, ένα φλεβίδιο μικρό. Όλη αυτή η περιοχή είναι διάσπαρτη. Αυτό εδώ που βλέπεις το άσπρο είναι βαρύτης. Ήτανε ρωγματωμένο το πέτρωμα και είναι αυτό το μάγμα αποκάτω και τα γέμισε όλα, δεν έκανε επιλογή. Ό,τι ήτανε ανοιχτό ήρθε με πίεση και το γέμισε.
Είναι η Νο 5 φλέβα, τώρα εδώ. Αυτά είναι ορύγματα. Έχει γίνει δηλαδή εξόρυξη κι έχουνε βουλιάξει πλέον. Τώρα προσπαθούμε μπας και μπορέσουμε και τ’ αποκαταστήσουμε, αλλά συναντάμε κάποιες δυσκολίες. Εδώ οι κάτοικοι της περιοχής δεν θέλουνε να τα γεμίσουμε τα ορύγματα, δεν ξέρω με ποια λογική βέβαια, αλλά τι να κάνουμε… Αυτά είναι βουλιαμέντα, όπως τα λέγαμε. Αποκάτω είναι η περιοχή Γλυκοσ’κίδια, που λέγαμε.
Στο Τρα’ονήσι έχει κι εκεί φλέβες, αλλά είναι μικρής αξίας. Οι Ιταλοί είχανε κάνει εργασίες εκεί, κάποια λαγούμια.
Εδώ αποκάτω είναι η ίδια, η Νο 5 φλέβα που έφτανε μέχρι κάτω. Οι γαλαρίες δηλαδή φτάνανε μέχρι κάτω.
Τότε που μας είχανε κλέψει τα εκρηκτικά είχαμε πάει απέναντι, στο Τρα’ονήσι, για να κάνουμε έρευνα με την Αστυνομία, και είδα γαλαρίες μικρές 5-10 μέτρα – ερευνητικές υποθέτω ότι ήτανε, δεν είχαν ενδιαφέρον φαίνεται. Πάντως υπάρχουν φλέβες βαρύτη κι εκεί, μικρές. Διότι συνεχίζεται το…
Αυτό είναι όρυγμα. Δηλαδή πήραμε το μετάλλευμα κι έμεινε ανοιχτό. Αυτό είναι η αρχή της Νο 2 φλέβας. Ανεβαίνει έτσι και πάει απ’ την πίσω μεριά. Αυτό εδώ που βλέπεις το τσιμεντένιο είναι ένα πηγάδι το οποίο φτάνει 120 μέτρα βάθος. Φτάνει και 40 μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτό εδώ. Κι έφτασε μέχρι εδώ. Το φέρανε οι δικοί μας οι μεταλλωρύχοι. Το ανοίξαμε και δεν το χρησιμοποιήσαμε καθόλου. Με γαλαρίες πηγαίναμε κάτω. Από το Φυρέ δηλαδή κατεβαίναμε κάτω και πηγαίναμε με γαλαρία.
Αυτό το πηγάδι είναι 40 μέτρα κάτω από το υψόμετρο της θάλασσας. Κι έφτασε ώς εδώ. Το φέρανε οι δικοί μας οι μεταλλωρύχοι. 120 μέτρα βάθος. Το ανοίξαμε και δεν το χρησιμοποιήσαμε καθόλου. Από το Φυρέ κατεβαίναμε κάτω.
Εδώ τώρα είναι η Νο 2 [αριστερά μας, φεύγοντας απ’ το Τηγάνι προς βορρά]. Αποδώ ξεκίνησε η δουλειά. Αυτά τα δύο σπιτάκια τα βρήκα εδώ εγώ όταν ήρθα. Άρα είναι από τα πρώτα που γινήκανε. Αποδώ ξεκίνησε η δουλειά. Έχει γαλαρίες μέσα. μία εδώ και μία πιο κάτω. Την οποία την ανοίξαμε εμείς. Ήρθαμε εδώ και την ανοίξαμε. Πιο παλιά ήτανε πιο πάνω οι γαλαρίες. Εδώ όταν τις ανοίξαμε, τη λέγαμε μάλλον Φυρέ, διότι είχε κλίση. Χρησιμοποιούσαμε ελαστικοφόρους φορτωτές, άρα ήταν κεκλιμένο. Γι’ αυτό το λέγανε Φυρέ. Ήτανε νεότερη ονομασία αυτή. Αυτό δεν το άκουσες οπωσδήποτε απ’ τον Παρακευαΐδη, το άκουσες από νεότερους. Το λέγαμε Φυρέ γιατί χρησιμοποιούσαμε το κεκλιμένο. Μπαίνεις μέσα απ’ τη γαλαρία και πας ελικοειδώς εκεί πέρα, και κατεβαίνεις κάτω στο -40. 40 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Απ’ τις ρωγμές έμπαινε θαλασσινό νερό, οπότε είχαμε μόνιμη εγκατάσταση αντλιών και βγάζαμε γύρω στα 70 κυβικά νερό την ώρα [m3/h]. Όταν βέβαια χαλάγανε οι αντλίες, πλημμύριζε όλη η γαλαρία και φτου, κι απ’ την αρχή. Αυτό βέβαια ήτανε ερευνητικό. Διήρκεσε κάνα χρόνο. Πρέπει να ’τανε το ’78; Κάπου εκεί. Ήτανε μια ιδέα του τότε διευθυντή. Ενός Αμερικάνου, ο οποίος ήθελε να πάμε στο -40 για να πάρουμε μετάλλευμα. Ήτανε ονειροπόλος. Δεν είχε υπολογίσει βέβαια ότι ο γρανίτης ήτανε ρωγματωμένος. Όπως είναι βέβαια ρωγματωμένος σ’ όλη την επιφάνεια της Μυκόνου. Αποκεί αποθηκεύει και το νερό η Μύκονος στα πηγάδια. Και ως εκτούτου μέσα απ’ αυτές τις ρωγμές και στο -40, έρχεται θαλασσινό νερό μέσα. Ταλαιπωρηθήκαμε αφάνταστα, και… τελικά το σταματήσαμε. Είχε πολύ μεγάλη προσπάθεια για ν’ ανοιχτεί αυτή η γαλαρία και πολλά έξοδα.
[στη Βαθειά Λαγκάδα, όπου στην κορυφή ήταν τα ορυχεία της Ιταλικής Εταιρείας, και κοντά στη θάλασσα ήταν δεξιά το ίχνος από ένα μολαράκι και αριστερά η έξοδος της Νο 3]: Εκεί απάνω το βλέπεις, εκείνο εκεί σα’ στύλο που έχει απάνω; Το αποτύπωμα που βλέπεις είναι πώς κατέβαινε το βαγόνι. Αλλά είδες πώς φαίνεται ακόμα το ίχνος της διαδρομής του βαγονιού; Δεν έχει αλλοιωθεί με τον χρόνο. Εκεί πάνω είχαν αυτοί εξόρυξη. Άμα πας απάνω εκεί, έχει όρυγμα. Κάνανε εκμετάλλευση. Κατ’ έμέ ήταν η περιοχή που ήταν το ηφαίστειο. Όλο αυτό που βλέπεις στην κορυφή είναι λάβα ηφαιστείου, δεν είναι γρανίτης. Κάνανε λοιπόν αυτοί τις εκσκαφές και κατεβάζανε το μετάλλευμα εδώ με το βαγονάκι. Το φορτωμένο κατέβαινε και το άδειο ανέβαινε. Κατέβαινε το βαγονάκι, πήγαινε ευθεία και μετά κατέβαινε κάτω. Βλέπεις εκεί το μολαράκι; Όχι κάτω κάτω, λίγο πιο πάνω απ’ τη θάλασσα δεν έχει ένα ύβωμα; Στα 7-8 μέτρα πιο πάνω, δεξιά. Εκείνο ήτανε το μολαράκι. Και πήραμε δείγματα εμείς αποκάτω, τα λειώσαμε, τα φερμάραμε πολύ και γίνανε μολύβι. Άρα ήταν χώρος που φορτώναν τα καΐκια.
Αυτό που βλέπεις το όρυγμα εδώ είναι η Νο 3, η οποία ήτανε χαμηλή. Εκεί είχαμε βίντσι και βγάζαμε το μετάλλευμα, αντί για βαγόνια κ.τ.λ., το βγάζαμε με βίντσι απάνω, το ρίχναμε κάτω κι ερχότανε τα φορτηγά και το παίρνανε.
Κοίταξε να δεις εδώ. Αυτό δεν είναι βαρύτης, είναι πυρίτης. Πυρίτιο είν’ αυτό. Κι αυτό είναι μαρμαρυγίας. Είχε πλάκα μια φορά, ήταν ένας εργαζόμενος στο Μεταλλείο, ένας εργάτης, ο οποίος είχε δει κάποια πετρώματα που γυαλίζανε –βλέπεις, αυτό εδώ τώρα χρυσίζει. Νόμιζε ο άνθρωπος ότι ήτανε ψήγματα χρυσού. Σηκωνότανε τη νύχτα λοιπόν, για να μη τον πάρει χαμπάρι κανένας –έμενε στα Μεταλλεία εδώ– και μάζευε μάζευε πέτρες και πήγε δείγμα κάπου και του είπανε πως δεν είναι τίποτα… Είχανε προσδιορίσει οι γεωλόγοι ότι υπήρχε ένα ηφαίστειο εδώ. Το συμπεράναν αυτό από τη λάβα. Κι εδώ και στου Γκαγκάνη.
[δεξιά, αφού έχουμε περάσει το ακρωτήριο Εύρος, ερχόμενοι απ’ το Τηγάνι] Εδώ είναι η περιοχή του Φασουλά όπου η Εταιρεία έριχνε τα άχρηστα πράγματά της. Δηλαδή, άχρηστα λάστιχα, άχρηστα μέταλλα… Τον είχε σα’ σκουπιδότοπο της για χοντρά πράγματα. Εδώ κατέληγε η φλέβα Νο 3, κάτω χαμηλά, και η φλέβα Νο 2 από την άλλη μεριά. Παλιά εδώ είχαν την αποθήκη εκρηκτικών, η οποία σώζεται ακόμα.
Βλέπεις εδώ; Φλέβα! Κι εκεί μπροστά, μικρά φλεβίδια. Αλλά είναι καλή ποιότητα. Είναι άσπρο, κάτασπρο.
Εδώ είχε δουλέψει στο τέλος ένας Καλορίτης, σαν υπεργολάβος μέχρι που έκλεισε το Μεταλλείο. Σε κομμάτια τα οποία δεν τη συνέφερε την Εταιρεία να τα εκμεταλλευτεί, τα δίνανε σε ιδιώτες υπό μορφήν υπεργολαβίας και παρέδιδαν έτοιμο μετάλλευμα αυτοί στην Εταιρεία. Ο Αποστόλης ο Ξυδάκης ήταν ο πρώτος που είχε κάνει υπεργολαβία.
Ο Παναγιώτης ο «Λωλάδας» έκανε τη δουλειά του πολύ σωστά. Εκείνο που θυμάμαι εγώ είναι που όταν φέρνανε τον μπεντονίτη στο Λούλο, τον ξεφόρτωναν με διάφορες μεθόδους, πρωτόγονες. Και τους είχε πει: «Κοιτάξτε να δείτε, εγώ θα το κάνω με τον γερανό, αλλά θα το αναλάβω εργολαβία». Κι από τότε το ξεφόρτωνε έτσι, μόνος του, εργολαβία.
Αυτό είναι τυπική περίπτωση μεταλλεύματος. Έχει και στείρα υλικά. Έχει βαρύτες, και έχει γρανίτες και χώματα διάφορα. Το παίρναν απ’ εδώ, γιατί απ’ τη γαλαρία ήτανε μισό μισό, μετάλλευμα και γρανίτης, και το πηγαίνανε στο Πλυντήριο, όπου το καθαρίζανε. Διώχνανε τα στείρα υλικά και το μετράγανε, το μαζεύανε σε σιλό κι αποκεί το μεταφέρανε στον Λούλο για να φορτωθεί στα πλοία.
Εδώ γινότανε εκμετάλλευση όπως βλέπεις, κανονική. Δηλαδή εδώ κόβανε μετάλλευμα και το βγάζανε έξω.
Είδες, εδώ φαίνονται τα υπολείμματα της φλεβός. Να, βαρύτης. Έχει μείνει κάτι. Αυτό γινότανε επιφανειακά. Δεν πάει βάθος. Κόψανε ό,τι κόψανε, φύγανε. Δεν τους συνέφερε. Πήγανε μέχρι εκεί που μπορούσαν να πάρουνε και φύγανε.
Αυτό το πέτρωμα λέγεται ψαμμίτης. Είναι λεπτόκοκκη άμμος που έχει γίνει πέτρωμα. Και χαρακτηρίζει αυτή την περιοχή [Φασουλάς].
[στο σιλό] Η Νο 3 τελειώνει εκεί. Εδώ τώρα είναι η Νο 2. Βλέπεις εκεί; Ερχόντουσαν εδώ τα βαγόνια, έριχναν το μετάλλευμα μέσα στο σιλό –εδώ είναι στο πιο πρωτόγονο ακόμα κομμάτι–, κι αποκάτω ερχότανε το φορτηγάκι, γέμιζε με μετάλλευμα και το ’παιρνε κι έφευγε. Σε νεότερη φάση ρίχνανε το μετάλλευμα με τα βαγόνια απευθείας κάτω, δεν τα έριχναν στα σιλό. Εκεί δηλαδή που είδαμε προηγουμένως, ρίχνανε το μετάλλευμα με τα βαγόνια απευθείας κάτω, κι ερχότανε με το φορτωτή και φορτώνανε, άρα γλιτώναμε την ενδιάμεση φάση που με το σιλό γέμιζε το φορτηγό. Και σε τελευταία φάση μηχανοποίησης πήγαινε ο φορτωτής μέσα –εκεί που πήγαμε στη Νο 1 μέσα–, και έπαιρνε το μετάλλευμα και το ’βγαζε απευθείας έξω.
[φεύγοντας από τις εγκαταστάσεις, απέναντι από την Αγία Βαρβάρα, χαμηλά στη ρεματιά] Εδώ έχει ανοίξει μια γαλαρία, κεκλιμένη, φυρές πάλι, όπου πιάσαμε τη Νο 1 στο μηδέν επίπεδο. Αλλά έκλεισε το Μεταλλείο και δεν συνεχίσαμε μετά. Είναι 300 μέτρα γαλαρία, γεμάτη νερό τώρα. Είναι ασφαλής όμως, είναι μες στον γρανίτη. Κι απ’ αυτή βγαίνει ένα καμινέτο, ένα ανιόν πηγάδι, μέσα στης Αντριανής τη γαλαρία –στο οικόπεδο που ’χει πάρει η Αντριανή Θεοχάρη.
α. Εξήγηση του χάρτη των παλιών μεταλλείων.
Στη Φραγκιά έχει μια μικρή λαγκαδιά με πρασινάδα – σκίνα, κ.λπ. και τούτο γιατί, απ’ αυτή τη μικρή γαλαριούλα εδώ, τρέχει νερό. Αυτή υπάρχει ακόμα. Δηλαδή, μπορείς να περπατήσεις 5-6-10 μέτρα. Εδώ βλέπεις το σχήμα της γαλαρίας εκείνης της εποχής.
Πάνω στην κορυφή του Προφήτη Ηλία υπήρχε η συμβολή 2 φλεβών. Η Νο 2 κι η Νο 5. Αυτές τις εργασίες τις προλάβαμε. Δηλαδή, πήγε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ κι εδούλεψε όλη αυτή τη φλέβα.
Πιο κάτω είναι του Γκαγκάνη, η Νο 1, όπου υπήρχαν και τα 2 κτίσματα – τα Γραφεία της Εταιρείας, τα οποία υπάρχουν και σήμερα ανασκευασμένα. Και πιο κάτω ακόμα, πιο χαμηλά ήταν η 66 λεγομένη, μια μικρή γαλαρία, της οποίας την ιδιοκτησία έχει η Αντριανή Θεοχάρη.
Εδώ είναι μια κάθετη τομή από τις εργασίες που είχαν γίνει στην περιοχή του Γκαγκάνη, ο τρόπος που δουλεύανε. Δηλαδή, απ’ ό,τι βλέπω εδώ, κατεβάζανε πηγάδι προς τα κάτω, και ξεκινάγανε γαλαρία οριζόντια. Μετά τις ενώνανε όλες τις οριζόντιες γαλαρίες και φτιάχνανε την ενιαία οριζόντια. Αυτοί πηγαίνανε ανάποδα απ’ ό,τι πηγαίναμε εμείς. Εμείς ανοίγαμε τη γαλαρία πρώτα, κι ανοίγαμε το καμινέτο μετά προς τα πάνω κι έπεφτε το μετάλλευμα κάτω. Καλύτερα ήταν έτσι. Δεν κουβάλαγες τα… Γι’ αυτούς ίσως ήταν εύκολο γιατί δεν χρησιμοποιούσαν εκρηκτικά. Σπάγανε με το καλέμι και τ’ ανεβάζανε με τη σέσουλα.
Ενώ εμείς χρησιμοποιούσαμε εκρηκτικά, πέφταν όλα κάτω και τα μαζεύαμε με τον φορτωτή. Αντίστροφη μέθοδο κάνανε αυτοί. Βέβαια δουλεύανε σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Στον Φασουλά, στη Βαθιά Λαγκάδα, υπάρχει το αποτύπωμα του εναέριου. Αποκεί που κατέβαινε είναι καμιά 300ριά μέτρα πιο πέρα απ’ του Γκαγκάνη. Υπάρχει ακόμα μια μεγάλη λακκούβα εκεί που βγάζαν το μετάλλευμα και το κατεβάζανε. Στην άκρη, που έχει ένα αμμουδάκι εκεί, έχει ένα μολαράκι και το φορτώναν σε καΐκια εκεί με τη σέσουλα και το στέλναν στο Λαύριο. Πήγαμε εμείς σε κείνο το μολαράκι και πήραμε κάποια δείγματα από τα μπάζια – ήρθε ένας γεωλόγος. Το λειώσαμε στους 300ο και βγήκε μολύβι. Αυτό ήταν το μετάλλευμα που εκμεταλλευόντουσαν πάνω εκεί, στην κορυφή αυτού του λόφου. Μαυροβούνι λεγόταν. Πάνω ψηλά από τη Βαθιά Λαγκάδα, όλο αυτό το βουνό λέγεται Μαυροβούνι. Και λέγεται Μαυροβούνι, υποθέτω, διότι βγαίναν οι φλέβες του μεταλλεύματος που είχανε μαύρο χρώμα. Είχε σίδηρο πολύ, γι’ αυτό είχε αυτό το μαύρο χρώμα το πέτρωμα. Στα συμβόλαια όλα της Εταιρείας Μαυροβούνι λέγεται.
β. φωτογραφία Παν. Λοΐζου με το φορτωτάκι και τους φιλοξενούμενούς του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, θέλαμε να μηχανοποιήσουμε τη μεταφορά στα Υπόγεια και φέραμε κατ’ αρχάς ένα μικρό φορτωτάκι Υπογείων – τότε είχε πρωτοβγεί. Το EIMCO έτσι το λέγαμε. 1 κυβική γιάρδα ήταν ο κουβάς του – μικρός. Και μ’ αυτό ξεκινήσαμε και κάναμε γαλαρίες μέσα στον γρανίτη. Ξεκινήσαμε απ’ το Τηγάνι. Το πρώτο κεκλιμένο που κάναμε. Μετά φέραμε μεγαλύτερους φορτωτές και κάναμε και μεταφορά, γιατί είχαμε αλλάξει τη μέθοδο πλέον. Δεν πηγαίναμε μέσα στη γαλαρία του Βαρύτη, που είχαμε τις ράγες με τα λούκια κ.λπ. Ανοίγαμε παράλληλη στοά και παίρναμε το μετάλλευμα με μεγαλύτερη ασφάλεια και με φορτωτές. Αυτός είναι ο πρώτος φορτωτής που είχαμε φέρει. Ο EIMCO. Ο Dick τον είχε φέρει. Ήταν πολύ προοδευτικός σ’ αυτά τα πράγματα.
Αυτή πρέπει να είναι επιφανειακές εξορύξεις. Εδώ δούλευε ο «Λωλάδας».
Εδώ έβγαινε στην επιφάνεια το μέταλλο. Στα σιλό μέσα το αδειάζανε και πήγαινε το αυτοκίνητο από κάτω και φόρτωνε. Μετά το καταργήσανε το σιλό, κι έπεφτε κατευθείαν κάτω και το φορτώνανε με τον φορτωτή ή με τον ερπυστριοφόρο φορτωτή στα φορτηγά. Στην αρχή είχανε τα GMC. Μετά φέρανε τα EUCLID.
[φωτ. αεράμαξας] Αυτήν την πρόλαβα εγώ τη μηχανή. Δούλευε με πεπιεσμένο αέρα.
[φωτ. ντιζελομηχανής] Στην αρχή που ήταν μικρή η παραγωγή χρησιμοποιούσανε την αεράμαξα. Μετά φέρανε τις ντιζελομηχανές και κουβαλάγανε τα βαγόνια με ντιζελομηχανή. Είχε δύναμη μεγάλη.
Η Magcobar πουλήθηκε στη DRESSER που ήτανε η μητέρα-Εταιρεία. Η DRESSER πουλήθηκε στη BAROIT. Η BAROIT πουλήθηκε στη… Υπάρχει ακόμη ένα κομμάτι της DRESSER.