Ανεζώ Κουσαθανά-Μιχελή

Η Ανεζώ (Άννα) Κουσαθανά του Δημητρίου και της Ευγενίας (της Βγενούλας της «Μπέμπαινας»), χήρα του μηχανικού μεταλλείων Βασίλη Μιχελή, γεννήθηκε στη Χώρα της Μυκόνου το 1940. Εργάστηκε ως υπάλληλος Γραφείου.

Είμαι η Άννα η Μιχελή. Μετά από μία συζήτηση που είχα με τη Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη, πήρα την πρωτοβουλία να βρω τον πρώτο μηχανικό του Μεταλλείου, τον κ. Γκαράνη (+2017) και αυτός μου συνέστησε να απευθυνθώ στον κ. Παρασκευαΐδη (+2015), ο οποίος πάντα κρατούσε στοιχεία και διάφορες φωτογραφίες και ντοκουμέντα από το Μεταλλείο της Μυκόνου, και με μεγάλη του χαρά μου είπε ότι θα μπορούσε να μου στείλει ό,τι νομίζουμε ότι είναι χρήσιμο, και για αρχή μου έστειλε μια περίληψη από το ιστορικό του Μεταλλείου.
Εγώ δούλεψα στο Μεταλλείο όχι πάρα πολλά χρόνια. Δούλεψα από το 1955, μόλις άρχισε, στα Γραφεία, όταν γύριζα από τις διακοπές μου του Γυμνασίου, που ήμουνα στην Τήνο. Δηλαδή, Πάσχα, Χριστούγεννα και Καλοκαίρι. Τρία χρόνια ήταν αυτά, και στη συνέχεια, το 1959, δούλεψα σαν υπάλληλος. Είχα μάθει να χειρίζομαι τη γραφομηχανή και στα λογιστικά, από τον Λευτέρη Φιορεντίνο. Τη γραφομηχανή έμαθα από την καταπληκτική γυναίκα, η οποία ήταν και η γυναίκα του Αντώνη Τσαγκαράκη, και δούλευε εκεί μαζί του, και εκείνη με είχε μάθει. Αλλά το 1960, γνώρισα τον άντρα μου, ο οποίος ήρθε καινούργιος μηχανικός στη Μύκονο τον Ιανουάριο του ’60, και γνωριστήκαμε. Μια ωραία αγάπη.
Κάποια στιγμή, στο τέλος του Ιουλίου του 1960, είχε ένα ατύχημα στη γαλαρία, τη Νο 2. Κλείστηκε μαζί με τον Σπύρο της «Μακριάς» και ήτανε μέσα 20 ώρες. Προσπαθούσανε από κάτω να τους βγάλουνε, νομίζοντας ότι είχανε πεθάνει, γιατί έκλεισε το στόμιο με μια μεγάλη πέτρα και σταμάτησε να κατεβαίνει πια το μετάλλευμα. Αυτοί είχανε κρυφτεί σε μια μικρή εσοχή, δίπλα. Αλλά ο Βασίλης ήξερε ότι υπήρχαν μπάζια από πάνω και υπήρχε ένας αέρας που πέρναγε. Δεν θα έσκαγαν από τα καυσαέρια και από όλα αυτά. Και τους έλεγε: «Κάντε αυτό, κάντε εκείνο, ζούμε!». Και κάποια στιγμή, αφού άνοιξε η στοά, πήδηξε πρώτα ο Σπύρος και μετά πήδηξε κι ο Βασίλης, κι εξανάκλεισε πάλι. Ήταν πολύ επικίνδυνο, θα μπορούσαν να ’χανε σκοτωθεί. Αλλά μου είχε πει ότι αυτοί που τους έσωσαν ήτανε δυο αδέρφια, Ανωμερίτες, οι «Λαγοί», Κώστας και Αντώνης Κουνάνης, οι οποίοι ήσαν αριστερόχειρες και μπορούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο να χειρίζονται καλύτερα το κομπρεσέρ. Μια μικρή λεπτομέρεια… Μου είχε πει: «Αυτά τα παιδιά μας έσωσαν, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει τίποτα». Και βρήκε τη δύναμη και κρατήθηκε γιατί κάποια στιγμή σκέφτηκε πόσο εύκολο είναι να πεθάνεις· και αισθανότανε για μένα αισθήματα. Και αφού βγήκε, ήρθε την άλλη μέρα στον πατέρα μου και με ζήτησε κι επαντρευτήκαμε. Η βέρα μας, αντί την ημερομηνία του αρραβώνα, έχει την ημερομηνία του ατυχήματος 29-07-1960. Αλλά δεν ήθελε πια να μείνει στη Μύκονο, κι εφύγαμε. Κι επήγαμε κι εδουλέψαμε 7 χρόνια στους Βωξίτες Παρνασσού. Αυτή ήταν η ιστορία μας. Μετά τα Μεταλλεία στη Μύκονο, είχαμε σχεδόν γυρίσει όλη την Ελλάδα. Δεν μετανιώνω, ήταν μια ωραία και ενδιαφέρουσα ζωή. Τώρα βέβαια έφυγε και τον θυμάμαι…
Το Μεταλλείο στη Μύκονο πρόσφερε πάρα πολλά. Πρώτα πρώτα πρόσφερε δουλειά στον κόσμο. Ο κόσμος της Μυκόνου ήταν πάρα πολύ φτωχός. Εγώ είμαι από τα παιδιά που μπορέσανε να πάνε στο σχολείο, δεν υπήρχε Γυμνάσιο εδώ. Πήγα στην Τήνο κρυφά από τους γονείς μου να δώσω εξετάσεις, γιατί δε’ θέλανε να πάω, δε’ μπορούσανε, βέβαια, γι’ αυτό. Όταν έχεις 5 παιδιά, πώς να τα βολέψεις; Τότε δεν υπήρχαν μεροκάματα, δεν υπήρχαν δουλειές, δεν υπήρχε κόσμος στη Μύκονο. Ήμασταν μεταξύ μας.
Κάποια στιγμή, όταν ήρθε το Μεταλλείο, η μητέρα μου ήταν η μόνη στο νησί που ήξερε αγγλικά και είχε γίνει πάρα πολύ φίλη με τον Διευθυντή Dan Martin, ο οποίος κι αυτός Αμερικανός, είχε έρθει με την οικογένειά του. Δεν ήξερε να μιλήσει και δεν είχε κύκλο, και άρχισε να έρχεται στο σπίτι, να τη χρησιμοποιεί, να του κάνει τις μεταφράσεις, να τον βοηθά στους εργάτες, να ’ρχονται εδώ όλοι οι εργάτες, όλος ο κόσμος να περνάει αποδώ, από το μαγαζί της μητέρας μου, και βοηθούσε… Γίνανε οι προσλήψεις, γίνανε τα πάντα. Είχαμε κι ένα γιατρό, Ελληνοαμερικανό, τον Γιοβάνη, ο οποίος κι αυτός βοήθησε πάρα πολύ. Και άρχισε ο κόσμος να έχει δουλειά. Το μεροκάματο βέβαια ήταν 50 δρχ., του εργάτη. Αλλά 50 δρχ. ήταν πολύ σπουδαίο ποσό. Άμα δεν έχεις τίποτα; Κι έτσι ήρθε και κόσμος από άλλα μέρη της Ελλάδας. Δηλαδή ήταν ακριβώς πριν τον Τουρισμό. Γιατί τα χρόνια αυτά, από το 1955 μέχρι το 1960, υπήρξε τρομερή δυσκολία, οικονομική. Και γι’ αυτό ήταν όλη αυτή η βοήθεια, και νομίζω, όπως λέει κι ο Παρασκευαΐδης, ήταν σωστή Εταιρεία. Γιατί και οι αμοιβές ήταν καλές και πρόσεχαν τους ανθρώπους, ειδικά οι Αμερικανοί τους πρόσεχαν πάρα πολύ.
Το ’60 θυμάμαι ότι είχε αρχίσει ο Τουρισμός. Θυμάμαι ότι η μητέρα μου είχε το μαγαζί με τα υφαντά «Βγενούλα», κι ερχότανε ο Δοξιάδης, ο γνωστός Δοξιάδης ο αρχιτέκτων απ’ την Αθήνα, κι είχε διοργανώσει για 5-6 χρόνια το «Συμπόσιον της Δήλου», και έφερνε όλες τις προσωπικότητες (Σοράγια, Νιάρχος, Ωνάσης, Μελίνα Μερκούρη), απ’ όλο τον κόσμο, στη Μύκονο· και βέβαια έμεναν 2 μέρες αφού ήτανε η επίσκεψη για τη Δήλο. Και άρχισε σιγά σιγά ο Τουρισμός.

[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 15-02-2014]