Αντώνης Θεοχάρης
Ο Αντώνιος Θεοχάρης, του Βασιλείου και της Ειρήνης, γεννήθηκε στη Μύκονο το 1955. Ο πατέρας του εργαζόταν περιστασιακά στη Φόρτωση στον Λούλο.
Πλατυγιαλιώτες ήταν κυρίως οι εργαζόμενοι στη φόρτωση-εκφόρτωση των πλοίων. Άλλοτε στοίβαζαν το ενσακισμένο προϊόν μέσα στα αμπάρια των Liberty όπως κατέβαιναν με την ταινία τα σακιά, και άλλοτε ξεφόρτωναν το motorship του Καμπανάρου που κουβαλούσε χύμα μπεντονίτη απ’ τα ορυχεία της Μήλου για να τον επεξεργαστούν στο Τριβείο του Λούλου, και τον φόρτωναν σε φορτηγά. Η όλη διαδικασία γινόταν χειρωνακτικά. Παρότι μικρόσωμοι οι περισσότεροι –μόνο ο Θοδωρής ο «Πετεινός» ήταν σωματώδης–, ήταν σκληροτράχηλοι, πολύ δυνατοί, ταμαχιάρηδες.
Δούλευαν περιστασιακά, μόνο όταν είχαν φόρτωση πλοίου ή ξεφόρτωμα του motorship. Τηλεφωνούσαν απ’ τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ στον Τάσο το Συριανό και αυτός έβγαινε στον Πλατύ Γιαλό, έριχνε ένα σφύριγμα και μαζευόντουσαν όλοι. Ήταν ο πατέρας μου Βασίλης Θεοχάρης, ο Δημήτρης Θεοχάρης, ο Αργύρης Θεοχάρης, ο Γιαννούλης Θεοχάρης, ο Γιώργος Θεοχάρης. Αυτοί όλοι ήτανε οι «Κακογιαννούληδες». Απ’ τους «Πετεινούς» ήταν ο Θοδωρής Κουσαθανάς, ίσως και ο Αποστόλης ο αδερφός του, κι ο Νικολός ο «Μάγκας».
Έδεναν μέσα σε μια πετσέτα την τσίγκινη φαγιέρα και το ψωμί τους, πέρναγαν τον κόμπο σε ένα ραβδί, το έβαζαν στον ώμο και τραβούσαν για το Λούλο. Φεύγανε απ’ τον Πλατύ Γιαλό με τα πόδια, μέσα από μονοπάτια –δεν υπήρχαν δρόμοι τότε–, καβαλούσαν τα βουνά, περνούσαν απ’ τα Χάλαρα κι έφταναν στο Λούλο. Δυο ώρες δρόμος. Δουλεύανε σα’ σκυλιά 48ωρα ολόκληρα, χωρίς ανάπαυση, μες στη μουτζούρα. Όταν τελείωναν –κατάμαυροι, μόνο τα μάτια γυαλίζανε– γδυνόταν τσιτσίδι, κοπανάγανε τα ρούχα στους βράχους να τιναχτούν απ’ την πολλή σκόνη, βουτούσαν στη θάλασσα να ξεπλυθούν, κι έπαιρναν πάλι το δρόμο της επιστροφής κατάκοποι –άλλες δυο ώρες δρόμο ποδαράτο.
Οι περισσότεροι βέβαια φύγανε από αναπνευστικά προβλήματα. Πληρωνόντουσαν όμως καλά! Θυμάμαι τον πατέρα μου που αγόρασε με το τσεκ από κάτι 48ωρα ένα χωράφι για 7.000 δραχμές, το θυμάμαι! Και δε’ θα ξεχάσω και ένα πολύ ωραίο και μεγάλο ραδιόφωνο που είχε φέρει και το είχαμε για πάρα πολλά χρόνια. Δίνανε παραγγελίες στο πλήρωμα και τους τα έφερναν στο επόμενο ταξίδι: τσιγάρα, ουίσκι, αρώματα. Ακόμα και ρούχα για μας τα παιδιά, θυμάμαι. Περίπου μέχρι το ’63 γινόταν αυτό.
[τηλεφωνική επικοινωνία με τη Δ. Λοΐζου, 17-02-2016]