Αντώνιος Παπαδόπουλος

Ο Αντώνιος Παπαδόπουλος του Δημήτρη και της Κυριακούλας γεννήθηκε στη Φολέγανδρο το 1943. Εργάστηκε αρχικά στις στοές, αργότερα στο Τριβείο στον Λούλο, και τέλος στο Πλυντήριο που έγινε και επιστάτης και (1960-1983).

Είμαι ο Παπαδόπουλος ο Αντώνης από τη Φολέγανδρο. Ήρθα 16,5 χρονών με πρώτο ημερομίσθιο στις 12 Αυγούστου 1960 και συνέχισα στη στοά μέσα μέχρι τέλη Δεκεμβρίου του ’63. Μετά πήγα στρατιώτης –ναύτης– με τα δικαιώματά μου. Δηλαδή, παρουσιάστηκα ναύτης, και είχα πάρει την άδειά μου και πληρωνόμουνα, και το έλεγα στους άλλους και νόμιζαν πως τους κορόιδευα. Όπως και όταν τελείωσα και απολύθηκα, πληρώθηκα την εφεδρεία μου μετά που ήρθα στην Εταιρεία.
Τότε ήτανε ένας μηχανικός, ο Αναστασίου, που ήταν διευθυντής εδώ τότε, και μου λέει: «Πού θέλεις να πας για δουλειά τώρα που ήρθες;». Ετότε είχε ξεκινήσει το Εργοστάσιο, το Τριβείο, στο Λούλο και δούλευε. Ήταν ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, Δημήτρης Παπαδόπουλος, κι εδούλευε εκεί. Είχε χτυπήσει στα Υπόγεια και τον είχανε βάλει φύλακα στο Εργοστάσιο. Εν τω μεταξύ εγώ ερχόμουνα τακτικά στη Μύκονο ως ναύτης, και μου ’λεγε, αφού εμένα ο σκοπός μου ήτανε να ξαναεπιστρέψω: «Στο Εργοστάσιο πολλά λεφτά! Όσα μεροκάματα θες να κάνεις!». Λέω λοιπόν στον κ. Αναστασίου: «Εγώ θέλω να πάω στο Εργοστάσιο». Μου λέει: «Ξέρεις, για να σε βοηθήσω, θα σου έδινα…». Είχανε κάτι ψευτονταμάρια, εξωτερικά, επιφανειακά. Μου λέει: «Θα σου δώσω κομπρεσέρ, θα παίρνεις τους δυναμίτες, τα υλικά, ό,τι χρειάζεται, και θα πληρώνεσαι με τον τόνο. Θα βγάζεις μεροκάματο καλό!». Δεν συμφωνούσα. Εγώ είχα πάρει απόφαση να πάω στο Εργοστάσιο. Μου λέει: «Όπου θέλεις! Όποια μέρα θέλεις!». Πήγα στο Εργοστάσιο-Τριβείο. Ανθυγιεινή δουλειά! Βαριά ανθυγιεινή! Η κυριότερη δουλειά μου, μαζί με άλλους δυο, ήταν η ενσάκιση. Είδος τσιμεντάδικου ήτανε το Εργοστάσιο. Έτριβε την πέτρα και την έκανε σκόνη. Μετά την ενσακίζαμε εμείς και την ντανιάζαμε. Τότε ούτε κλαρκ ούτε μπαλέτες. Το εργοστάσιο ήταν 5 μ. ύψος, ίσως και περισσότερο, και το ντανιάζαμε εμείς μέχρι επάνω με τα χέρια. Εκάναμε με τα σακιά ένα πατάρι 1,5 μ., πέταγε ο ένας ένα σακί, εκεί ήτανε ο άλλος. Από 1,5 μ. μετά άλλο 1,5. Το χτίζαμε όλο· το αντίστροφο γινότανε όταν υπήρχε καράβι για φόρτωση. Αυτές ήτανε οι κυριότερες δουλειές. Στο Εργοστάσιο ερχόταν κι ο μπεντονίτης, και ήταν τις περισσότερες φορές ο μπαμπάς σου  που έκανε την ανάμιξη. Λοιπόν είχε το γκρέιντερ (grader) και με είχε μάθει να το δουλεύω κι εγώ. Δεν έκανα διαδρομές – ελάχιστες. Το έβγαζα από το υπόστεγο, αλλά δεν πήγαινα μακριά. Έσπρωχνα το μετάλλευμα κι επήγαινε σε μια σκάφη –σ’ ένα σιλό μικρό– το οποίο αποκεί περνούσε στο Ξηραντήριο. Και πήγαινε μετά στο σιλό που γινότανε η άλεση αποκάτω. Ε, αυτό το έκανα. Έσπρωχνα το πράμα, μπρος-πίσω, 30 μέτρα. Το έσπρωχνα κι έπεφτε μέσα. Πολλές φορές. Υπεύθυνος όμως ο μπαμπάς σου. Μαζί δουλεύαμε. Ο μπαμπάς σου, εγώ, ο Γιάννης ο Κοντιζάς, ο Μανόλης ο Κοντιζάς, ο Νικόλας ο Μονογυιός απ’ τη Χώρα, ο «Λάτος». Οι 4 ήμαστε στο Τριβείο. Ενσάκιση, ντάνιασμα. Μετά, τα τελευταία χρόνια ήρθαν οι μπαλέτες με τα κλαρκ και γινότανε η δουλειά πολύ πιο εύκολα και πιο ελαφριά. Να το πούμε: Άλλο να παίρνεις το σακί, να το φορτώνεις και να φεύγει, κι άλλο να θες να το πας, να το ξεφορτώσεις, να το ντανιάσεις, κ.λπ. Αυτά λείψανε μετά.
Σε κάποια στιγμή κατάλαβα ότι η σκόνη με πείραζε και ζήτησα να φύγω. «Και πού θέλεις να πας;». Λέω: «Να πάω στο Πλυντήριο». Εκεί που γινότανε ο καθαρισμός του μυκονιάτικου μεταλλεύματος– του βαρύτη. Πήγα στο Πλυντήριο· κι εκεί δεν ήτανε τόσο τέλεια. Λάσπη, νερά, γράσα… Δεν ήταν όμως τόσο ανθυγιεινή, γιατί δεν είχε σκόνη. Έκανα εκεί τα υπόλοιπα χρόνια. Εκεί οι δουλειές δεν ήτανε τόσο βαριές, αλλά ήπρεπε να έχεις το μυαλό σου και το μάτι σου εκεί που έπρεπε. Δε’ μπορώ να τους θυμάμαι όλους όσους συνεργαζόμουνα στο Πλυντήριο. Σίγουρα όμως ήτανε στη Σκάφη ο Γεώργιος Βούκτης απ’ την Ικαρία, εκεί που σπάγανε τις πέτρες για να περάσουνε κάτω. Αποκάτω, στο Σπαστήρα τον πρώτο, ήτανε ένας Καγκιάς Δημήτριος από την Τήνο. Κάθε βάρδια είχε άλλους. Στα jigs ήτανε ο αδερφός μου ο Γιάννης ο Παπαδόπουλος. Ήτανε σε άλλη βάρδια ο Νικόλας ο Βιλαπλάγκας. Κι άλλο ένα παιδί από την Εύβοια – δε’ θυμάμαι το όνομά του. Ήτανε του Βιλαπλάγκα ο κουνιάδος, ο Πέτρος ο Κοντιζάς, στο Συνεργείο συνήθως. Περνάγανε και κάποιοι για λίγο και φεύγανε. Αλλά οι βασικοί ήτανε 4 και ο επιστάτης.
Ο αδερφός μου έμαθε οδηγός στην Εταιρεία. Γιατί πηγαίναμε 3η βάρδια νύχτα, από τις 11 μέχρι το πρωί στις 7 επισκευή, και μας είχανε ένα φορτηγάκι –αυτά τα TOYOTA τότε– να βάζομε τις αντλίες, μέχρι να ’ρθει η βάρδια στις 7 η ώρα, να ’χομε εμείς τα νερά κανονίσει, να ξεκινήσει κατευθείαν η δουλειά, η παραγωγή. Γιατί ήθελε κανένα μισάωρο και παραπάνω να πιάσεις τα νερά που χρειαζότανε για να δουλέψουν τα μηχανήματα. Κι αυτό το είχαμε εμείς. Και κάναμε και τη συντήρηση, μικροεπισκευές, κι αυτά, για να μπορούν να δουλέψουν. Είχε εν τω μεταξύ εκεί και πολλές ζημιές – μικροζημιές, πάρα πολλές! Γιατί ήτανε τόσο σκληρή η δουλειά και πολλά τα μηχανήματα, που είχανε ζημιές. Και αυτά επιδιορθωνότανε τα πρόχειρα!
Είχε γεννήτρια στη θάλασσα κοντά. Ήτανε μια σπηλιά της θάλασσας στην οποία εισχωρούσε η θάλασσα μέσα στη σπηλιά. Είχανε ένα ψευτόφραγμα μπροστά στη σπηλιά για να κόβουνε το κύμα. Μέσα εκεί τρυπήσανε ένα πηγάδι κι εβγήκανε μες στη σπηλιά κι εβάλανε τη σωλήνα της αντλίας –της πομόνας αυτής– και τραβούσε 8 ίντσες νερό. Εβάλανε τη σωλήνα εκεί και για να μην έχει ζημιές. Τώρα, με την τρόμπα αυτό είχε ελάχιστες. Βέβαια, με μια μεγάλη φουρτούνα και πολύ αέρα, με το «κούνα» της θάλασσας μέσα εκεί, πολλές φορές, έκοβε τα στηρίγματα κι έκανε ζημιά και δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε. Έπρεπε να επισκευαστεί πρώτα και μετά να φέρει νερό για να δουλέψει το Πλυντήριο. Κι εσυνέχιζε ο ρυθμός αυτός για μερικά χρόνια. Μετά έκαναν ένα φράγμα πιο κάτω απ’ το Πλυντήριο, και εβάλανε ηλεκτραντλία στη θάλασσα. Ήμουνα επί τόπου σε όλα αυτά. Η ηλεκτραντλία στη θάλασσα έφερνε το νερό στο φράγμα. Και από το φράγμα, δεύτερη ηλεκτραντλία έφερνε το νερό στο Πλυντήριο κι εδουλεύανε τα μηχανήματα. Αυτό γινότανε. Τα νερά εφεύγανε με τ’ απορρίματα κι επήγαινε στο φράγμα. Το χοντρό έφευγε κι επήγαινε στη θάλασσα. Πρώτα. Μετά όμως δε’ μπορούσε να φτάσει στη θάλασσα, γιατί χωρίς νερό πώς θα πήγαινε. Μέχρι και το τέλος που έκλεισε η Εταιρεία ήταν τα συστήματα αυτά.
Εν τω μεταξύ ο επιστάτης της βάρδιας έγραφε κι ένα δελτίο. Σε κάποια διακοπή: Από 12:00΄-12:15΄ ογκόλιθοι». Ήτανε στη Σκάφη απάνω χοντρά και δε’ μπορούσε να τροφοδοτήσει. Ή «Διακοπή ρεύματος». Την ώρα και τη διάρκεια, από τι ώρα μέχρι τι ώρα, να τα ελέγξουν το πρωί. Τα πηγαίναμε το πρωί, τα έπαιρνε ο Εργοδηγός. Είχα κάνει και χρέη Εργοδηγού στην περίπτωση μόνο που έφευγε με άδεια, που ήταν ο Νίκος ο Μουζούρης.
Ελέγχαμε την ποιότητα του μεταλλεύματος –με το χέρι προσωρινά– για να δούμε μη μας φεύγει μετάλλευμα. Γιατί πήγαινε στη θάλασσα το άγονο, που λέγαμε. Η πέτρα δηλαδή, κι έμενε το μετάλλευμα. Εν τω μεταξύ, υπήρχε στη βάρδια ένας χημικός –όχι ειδικός– του δείξανε τι θα κάνει. Παλιότερα ήταν ειδικός, αλλά κάποια στιγμή τον κόψανε τον χημικό και την έκανε τη δουλειά αυτή ο επιστάτης. Μετά από κάποια χρόνια που έφυγε ο ένας επιστάτης –το έργο δούλευε επί 24ώρου βάσεως συνεχόμενα–, δε’ φέρανε άλλο χημικό, αλλά είπανε πως ο επιστάτης θα κάνει και τη δειγματοληψία. Ανά μία ώρα, δύο; Δε’ θυμάμαι πόσο. Από αυτό το δείγμα που παίρναμε, το αλέθαμε σ’ ένα μυλάκι μικρό και βγάζαμε το δείγμα. Το κυριότερο όμως, η ποιότητα του μεταλλεύματος ήταν το ειδικό του βάρος. Τίποτα άλλο, ούτε χρώμα, ούτε… Όσο μεγαλύτερο ειδικό βάρος είχε, τόσο πιο καλή ποιότητα ήτανε. Όταν θέλανε να βγάλουνε μια ποιότητα πιο καλή για την ενσάκιση… Γιατί το προϊόν της ενσάκισης είναι πιο καλής ποιότητας. Το υπόλοιπο που έφευγε, στην τελευταία του κατεργασία δεν γινότανε εδώ. Πρώτα έφευγε πιο χοντρή πέτρα. Μετά όμως έγινε μια μετατροπή στο Πλυντήριο εκεί, και το πιο χοντρό που έφυγε ήταν όπως το φυστίκι παραδείγματος χάριν, και μέχρι όσο πιο λεπτό μπορούσαν να μαζέψουν με τα μηχανήματα που υπήρχανε – μέχρι σαν άμμο και πιο ψιλό.
Αποκεί μετά, σε κάποια χρόνια, έτυχε έλλειψη επιστάτου κι επήρα τη θέση εγώ. Είχα την επιστασία. Να λάβετε υπόψη ότι εδουλεύανε ίσως και 20 με 25 μοτέρ. Ο καθένας είχε τη δουλειά του εκεί, πέντε εργάτες που ήτανε. Ο ένας ήτανε που άδειαζε το αυτοκίνητο εκεί το μετάλλευμα, σε σιλό μεγάλο, που είχε ράγες από πάνω του τρένου χοντρές, κι ό,τι δεν χωρούσε να περάσει από τις ράγες, έπρεπε να σπάσει με το βαριό, γιατί από κάτω είχε ερπύστρια από το σιλό αυτό και το έπαιρνε και το έριχνε σ’ ένα Σπαστήρα. Αλλά όταν ήτανε μεγάλες πέτρες εμποδίζανε πολύ στην τροφοδοσία του Σπαστήρα. Πολλές φορές χρειαζόταν και κάποια ώρα, γιατί όταν ήτανε μια πέτρα πλατιά και ήθελε αυτός που ήτανε στη δουλειά αυτή να τη ρίξει μέσα, τη γύριζε κατά μήκος και την έριχνε. Αλλά, από κάτω μετά έκανε ζημιά. Όταν τη δάγκωνε στην πόρτα μπροστά, ήτανε δύσκολο να τη σπάσεις, να τη φέρεις, να τη βγάλεις, να ξαναδουλέψει, να ξανατροφοδοτήσει.
Εν τω μεταξύ, εκεί μας είχανε ένα πριμ. Δηλαδή, ο επιστάτης έπρεπε να προσπαθεί να βγάλει την ποιότητα που έπρεπε, και να βγάλει κι όση περισσότερη Παραγωγή μπορούσε για να πάρει το πριμ. Το προσπαθούσαμε βέβαια όσο μπορούσαμε και το πετυχαίναμε – πότε πιο λίγο πότε πιο πολύ. Επίσης, ο επιστάτης είχε όλη την ευθύνη… Όταν πηγαίναμε 3η βάρδια, κάποιοι, παρόλο που δεν ήτανε η δουλειά βαριά, δεν ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, κι εγώ δεν ήθελα να πηγαίνω στη δουλειά και να λέω: «Έλα μωρέ τώρα, νύχτα είναι, δε’ μας βλέπει κανείς…». Όχι! Η δουλειά έπρεπε να γίνει όπως έπρεπε. Όπως ήτανε η εντολή.
Ο επιστάτης έπαιρνε το δείγμα και έλεγχε την ποιότητα. Αυτό το κάθε δείγμα το περνούσαμε απ’ το μύλο και το έκανε σκόνη. Είπαμε ότι ποιότητα ήτανε το ειδικό βάρος. Αλλά στο τέλος της βάρδιας έπρεπε να βγάζω ένα γενικό, τι ποιότητα είχε του 8ώρου η παραγωγή. Αυτό γινότανε σε κάθε επιστάτη, σε κάθε βάρδια. Η 1η βάρδια είχε και τον εργοδηγό του τμήματος. Τα πρώτα χρόνια εργοδηγός ήτανε ο Αντώνης ο Μουζούρης. Φεύγοντας ο Αντώνης, ανέλαβε ο αδερφός του ο Νίκος ο Μουζούρης. Συνεργαζόμαστε άριστα και αυτό συνεχίστηκε μέχρι το κλείσιμο της Εταιρείας. Είχα κάνει και χρέη εργοδηγού στην περίπτωση μόνο που έφευγε με άδεια ο Νίκος ο Μουζούρης. Είχα κάνει και συμπληρωματικός επιστάτης σε φόρτωση στο Λούλο – στο χύμα, γιατί τα σακιά δε’ θέλανε επιστάτη. Αλλά στο χύμα έπρεπε να ’ναι κάποιος. Είχε πλάστιγγα και το φορτίο ζυγιζότανε. Να ελέγξει μην πάει κανένα ξύλο, μην κάτι συμβεί, μην κοιμηθεί –αν ήτανε νύχτα– αυτός που ήτανε μπροστά –όπως και έγινε και φόρτωσε η Σκάλα και έσπασε– και κάτι τέτοια. Και ήταν επιβλέπων, εν πάση περιπτώσει. Έχω κάνει –γιατί είχε δύο βάρδιες, τρεις πρώτα, μετά ήτανε δύο, δεν είχε νυχτερινή το εργοστάσιο άμα δεν είχε παραγγελία άμεσα, αναγκεμένη. Λοιπόν, ο Επιστάτης ήτανε μόνο επιβλέπων. Έχω κάνει και στο Τριβείο Επιστάτης.
Ξέχασα να πω ότι τα μεροκάματα του μήνα ήτανε 24, 25 ή 26. Αλλά είχε όσες υπερωρίες ήθελες. Έκανα υπερωρίες αρκετές, φαινότανε. Ήμουνα π.χ. 2η βάρδια, που σχολάγαμε 11 η ώρα το βράδυ. Τέλειωνε η 2η βάρδια κι έφευγα, πήγαινα στη φόρτωση. Οι συνάδελφοι μου λέγανε: «Άντε τώρα κοιμήσου, που θα πας και υπερωρία!». Εγώ όμως είχα ξεκινήσει οικοδομή στη Φολέγανδρο κι οι γονείς μου μου λέγανε: «Στείλε χρήματα». Κι έφτιαξα ένα σπίτι κι ένα μικρό για μαγαζάκι εις περίπτωση που συμβεί…, αυτό που ήρθε μετά.
Όταν ήρθα εγώ το ’60, είχε η Εταιρεία ένα φορτηγάκι κλεισμένο – η κλούβα που λέγανε. Στην αρχή επηγαίναμε κι ερχόμαστε στο Μεταλλείο με Τζέιμς (GMC) φορτηγό με καρότσα που κουβαλούσε το μετάλλευμα. Φαντάζεστε να ’ναι Ιανουάριος μήνας, να ψιλοχιονίζει, και να φύγεις απ’ το Τηγάνι, απάνω στην καρότα του φορτηγού; Εγώ ερχόμουν στην Άνω Μερά – κι αυτά δεν ήταν αργόστροφα. Ο οδηγός, ή μετάλλευμα είχε ή ανθρώπους, ήθελε να κάνει τη διαδρομή. Να κάνει τη διανομή τους εργάτες. Εφημερίδες βάζαμε στο στήθος, που είναι το πιο ευαίσθητο σημείο. Μετά κόψανε την κλούβα και βάλανε τα λεωφορεία – και μας μετέφερε το λεωφορείο. Εμείς έπρεπε να είμαστε στη στάση. Δεν ήσουνα; Το ’χανες το λεωφορείο. Πηγαίναμε στη δουλειά. Και μ’ αυτό πηγαίναμε, μ’ αυτό φεύγαμε. Με τον καιρό όλα αυτά αλλάζανε. Όταν είχε φόρτωση, οι Πλατυγιαλιώτες, τότε ήταν το Γιαννουλάκι που τους μάζευε και τους έφερνε μέσα στο λεωφορείο, πολλές φορές που πηγαίναμε βάρδια νύχτα, άλλοι είχαν τραβήξει και το κρασάκι τους, είχαμε τραγούδια, ανέκδοτα και τέτοια.
Τη Σκάλα Φορτώσεως την είχε ρίξει καράβι δυο φορές. Η πρώτη ήτανε πριν να ’ρθω εγώ στη Μύκονο, το 1958. Το δεύτερο περιστατικό το 1963 –ήμουνα στο Εργοστάσιο απέξω– πήγαμε πρωί για αν δουλέψουμε, αλλά ήτανε ο αέρας κόντρα. Και όταν ήτανε ο αέρας κόντρα, ανατολικός, έπρεπε το καράβι να φύγει από τη θέση αυτή που φόρτωνε. Γιατί ήτανε πολύ επικίνδυνο, και για το καράβι και για τη Σκάλα. Το καράβι λοιπόν αυτό, το ΑΚΡΟΝ…, τα έχω γραμμένα, ό,τι καράβι έχει περάσει που μπήκα μέσα, είναι γραμμένα σε ένα ημερολόγιο που έχω. Δεν είναι μεγάλα πράγματα μέσα. Έχω όλες τις ταινίες που πληρωνόμαστε με τσεκ κι επηγαίναμε στην Τράπεζα και μας τα εξαργύρωνε. Έχω όλες τις κορδέλες των 21 χρόνων σ’ ένα κουτί μέσα. [Η σύζυγος Μαρία Φλ. Χανιώτη προσθέτει: «Αυτό λες, ή όταν επαίρνανε αύξηση –που τότε συνέχεια τους δίνανε– του την κάνανε απάνω σ’ ένα κίτρινο χαρτάκι, απλό, ότι επήρες ας πούμε 100 δραχμές αύξηση απάνω στο μισθό σου, και είναι και αυτά, παρακαλώ!»].
Είπαμε προηγουμένως για τη Σκάλα Φορτώσεως που την έριξε το καράβι. Ήτανε μια Σκάλα Φορτώσεως 130 μέτρα. Το καράβι ήτανε το ΑΚΡΟΝ. Όταν πήγε λοιπόν να φύγει, ο αέρας κόντρα το έφερνε προς τη Σκάλα Φορτώσεως. Το καράβι μεγάλο, δεν πρόφτασε να ξεπεράσει τη Σκάλα και βρήκε η γωνία. Γιατί ένα κομμάτι της Σκάλας Φορτώσεως ήτανε σπαστό και όταν τελείωνε η φόρτωση, είχε ηλεκτρόβιντσο επάνω και γύριζε το σπαστό κομμάτι σχεδόν όρθιο. Και όπως το είχανε σηκώσει, βρήκε απάνω στη μπόμπα –τη λέγανε–, πάνω στην πλώρη του καραβιού, που είναι ο μηχανισμός που σηκώνει την άγκυρα. Και με το που άγγιξε –μεγάλο καράβι, δε’ θυμάμαι πόσους τόνους–, με το που άγγιξε τη γωνία της Σκάλας, απάνω εκεί, μπαπ!, αλλά δεν το αγκάλιασε (;) το καράβι, αλλιώς θα γινότανε… Ίσως έμενε και το καράβι εκεί. Ή αν έκανε ανάποδα και την έπαιρνε, μπορούσε να την έπαιρνε όλη. Απλώς, με το που μπατάρισε, έπεσε στη θάλασσα αυτό που τσάκισε και η υπόλοιπη έμεινε εκεί, και το καράβι έφυγε. Άλλη φορά όμως ήτανε ένα καράβι και φόρτωνε στο μολαράκι που φόρτωναν τα μικρά. Αυτό φόρτωνε σακιά.
Άλλη φορά όμως ήτανε ένα καράβι και φόρτωνε στο μολαράκι που φόρτωναν τα μικρά. Αυτό φόρτωνε σακιά. Το καράβι αυτό που φόρτωνε στο μολαράκι του Λούλου σακιά ήτανε περίπου 3,5 χιλιάδων τόνων και φόρτωνε στον μόλο. Νομίζω ότι ήτανε το όνομά του ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ. Λοιπόν ήτανε κι αυτή ίδια περίπτωση με την προηγούμενη, που έριξε τη Σκάλα. Δηλαδή ήτανε ο αέρας κόντρα. Έπρεπε να φύγει. Αλλά έπρεπε να έρθει πιλότος να το βγάλει. Δεν ήμουνα αλλά το άκουσα. Ειδοποιήσανε, αλλά δεν ανέβηκε έγκαιρα ο πιλότος από τη Χώρα να λύσει το καράβι, να φύγει. Το πρωί εγώ πήγαινα 1η βάρδια. Εξίμισι με εφτά παρά, πήγαινα για το Πλυντήριο –εκεί που δούλευα. Κάποιος εκεί είπε πως το καράβι έπεσε έξω. Τι έγινε; Πώς έγινε; Είπαν, είχε 4 σημαδούρες μέσα στη θάλασσα. Μπρος-πίσω, δηλαδή, δεξιά-αριστερά. Το καράβι έδενε στις σημαδούρες, και στη στεριά. Απ’ τη στεριά το λύσανε. Το καράβι λοιπόν, αφού το λύσανε κι απ’ την πλώρη στις σημαδούρες, πήγε να κάνει ανάποδα για να φύγει. Είδε ότι δεν τον παίρνει να περάσει από τη Σκάλα και να πάρει πρώτα από τη σημαδούρα το σμουργιάδο (;) μέσα με το βίντσι που τον έπαιρνε και θα ’βρισκε στη Σκάλα κι έκανε ανάποδα για να ξεπεράσει τη Σκάλα, κι έπιασε η προπέλα τον κάβο και ακινητοποιήθηκε το καράβι από κίνηση. Το πιο κακό που ήτανε να γίνει, έπεσε στη στεριά. Ήτανε πολύ κοντά. Ξημέρωσε το πρωί, ήτανε το καράβι καθισμένο στα βράχια. Εν τω μεταξύ, ο αέρας όλο δυνάμωνε. Εγώ πήγα στη βάρδια μου στο Πλυντήριο. Αφού σχόλασα, πάω στο σπίτι, πάμε να δούμε τι γίνεται. Από το σπίτι που μέναμε, βλέπαμε την κίνηση. Πήγαμε, το καράβι στα βράχια. Βάλανε ένα σκοινί –ήτανε μέσα και μια γυναίκα, του καπετάνιου ή του μηχανικού, η οποία ήταν έγκυος– και βάζουνε ένα σκοινί από το καράβι και καρφώνουν ένα σίδερο στη στεριά και βάζουν απάνω ένα καθισματάκι, όπως έχουν οι κούνιες των παιδιών οι απλές, και έναν-ένανε, έβγαλαν το πλήρωμα όλο έξω. Όταν πήγαμε εμείς λοιπόν, ο αέρας –ο νοτιάς κυρίως είναι η δύναμή του το απόγευμα–, το αμπάρι το ένα που ήτανε ανοιχτό όπως φόρτωνε, με τη δύναμη της θάλασσας, είχε γύρει λίγο προς το πέλαγος, όχι προς τη στεριά, εχτυπούσε το κύμα μέσα και είχε κόψει τη λαμαρίνα την πλαϊνή από το αμπάρι και την είχε μπατάρει στη θάλασσα, κι έμπαινε η θάλασσα αποδώ πού’χε γύρει κι έβγαινε απ’ την άλλη πού ’χε ανοίξει, κι ήταν η λαμαρίνα όλη μπαταρισμένη. Ε, θύμα δεν υπήρξε κανένα, κι ήρθε μια εταιρεία και πήρε το καράβι για παλιοσίδερα.
Όπως και μια άλλη περίπτωση, ήρθε ένα καραβάκι κι εφόρτωνε μπαλέτες για φορτίο – οι μπαλέτες τότε είχαν βγει. Ήτανε παραμονή του Αγίου Γεωργίου, το βράδυ που τελείωσε η φόρτωση. Ήτανε αέρας δυνατός. Βόρειος άνεμος, πολύ δυνατός και δεν έφυγε. Έφυγε το πρωί. Το φορτίο –εγώ δεν ήμουνα ειδικός, αλλά ο νησιώτης απ’ όλα ξέρει και κάτι–, είδα ότι το φορτίο του δεν ήτανε για θάλασσα πολλή. Γιατί οι μπαλέτες απέχανε κάποια απόσταση από τα πλαϊνά του καραβιού. Η δουλειά βέβαια αυτή ήτανε του καπετάνιου και του ειδικού – του λοστρόμου, κ.λπ., αλλά δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Την άλλη μέρα, έσπασε λίγο ο αέρας, το καράβι έφυγε. Το απόγευμα εμείς θέλαμε να πάμε στου κουνιάδου μου τη γιορτή, του Γιώργου. Πριν να φύγουμε, μου λέει η γυναίκα μου: «Ένα καράβι έρχεται για το Λούλο, για το Εργοστάσιο, τι να ’ναι αυτό;». Σε λιγάκι, όσο ερχότανε, είδα εγώ ότι το καράβι ήτανε μπαταρισμένο και είναι αυτό που φορτώναμε χτες· άρα κάτι έγινε. Ήρθε λοιπόν. Λέω: «Πάμε να φύγουμε!», γιατί τώρα εγώ ήξερα, θα ’ρθουν να μας μαζέψουν να πάμε να δούμε τι θα γίνει. Εφύγαμε εμείς, επήγαμε, γυρίσαμε. Το πρωί πάμε στη δουλειά, μόλις πάμε στα Πλυντήρια, λέει: «Θα πάτε στο καράβι, γιατί έτσι κι έτσι έγινε». Επήγαμε, ήτανε μπαταρισμένο, κι αν δεν κρατούσες κάπου, στο καράβι απάνω, δύσκολα περπατούσες να πας μπρος-πίσω στο καράβι. Τόσο πολύ μπαταρισμένο. Άρχισε τώρα η διαδικασία να φέρουνε το καράβι στα ίσια του. Το τι έγινε… Αναρωτιόμουνα –και μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι όταν το σκεφτώ– πού πήγανε αυτά; Ξέρετε τι έγινε στο καράβι; Οι μπαλέτες εν τω μεταξύ ήταν με νάιλον τυλιγμένες. Για να ’ρθει το καράβι στα ίσα –τι να κάνεις εκεί μέσα– εκοτσάρανε στη μπίγα την μπαλέτα απ’ όπου μπορούσανε, είχανε απέναντι στον μπουλμέ  του καραβιού ένα σκοινί και το κρατούσε, και την πήγαινε αποδώ που ήτανε μπαταρισμένο, από την άλλη μεριά για να ισορροπήσει το καράβι. Το νάιλον που ήταν ντυμένες οι μπαλέτες, ξύλα που σπάγαν οι μπαλέτες, σακιά, σπασμένα και γερά, ένα πράγμα, χαρμάνι… Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που το καράβι ήρθε στα ίσια του κι έφυγε. Τώρα, πού πήγε; Να προσθέσω ακόμα κι αυτό που είδα και δεν το πίστευα, που το είδαν τα μάτια μου. Λοιπόν ήτανε 4 μπαλέτες από 1600 κιλά η μία. Βαρύτης ήτανε. Τέσσερεις· η μία απάνω στην άλλη. Εκατεβάζαμε το κλαρκ μέσα στο καράβι και τα ντάνιαζε το κλαρκ. Μετά, ο γερανός του καραβιού το ’βγαζε έξω. Λοιπόν, η τέταρτη μπαλέτα μέσα στ’ αμπάρι του καραβιού, από οριζόντια που ήτανε είχε γυρίσει όρθια. Δηλαδή, εσηκώθηκε το φορτίο όλο με το κύμα – για να γυρίσει η τελευταία μπαλέτα, η τέταρτη, από οριζόντια, όρθια, 1600 κιλά; Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς το ντάνιασμα, γιατί το καράβι στο πλάι έχει σεντίνες. Ενώ η μπαλέτα πήγαινε στην άκρη και πατούσε, μετά άνοιγε ανεβαίνοντας. Είχε κενά δεξιά-αριστερά. Εγώ δεν είμαι ειδικός, αλλά από αυτό που είδα και καταλαβαίνω, έγινε η ζημιά απ’ αυτό το πράγμα.
Ατυχήματα σε γαλαρία έτυχα σε δυο-τρία. Σε ένα, δε’ θυμάμαι ποιο όμως, έφυγα από τη Σ65, τη γαλαρία που ήτανε στο ανατολικότερο σημείο της Μυκόνου. Οι γαλαρίες είχανε ένα νούμερο. Ο αριθμός ήτανε τα μέτρα τα οποία ήτανε ψηλότερα από τη θάλασσα. Και μέσα στη γαλαρία που γινότανε η εξόρυξη, πλην της ευθείας γαλαρίας, μετά γινότανε από πάνω η εξόρυξη. Εκεί ήτανε το μέτωπο. Γιατί το λέγανε μέτωπο; Ήτανε η “πρώτη γραμμή”, που λέγαμε στο Στρατό, Μέτωπο ίσον πολύ επικίνδυνο σημείο.
Και κάποια βραδιά, πήγαμε στη δουλειά, ήτανε ο συχωρεμένος ο Αλέκος ο Πολυκανδριώτης, στη μεταφορά του μεταλλεύματος στη μία γαλαρία. Εγώ ήμουνα βοηθός του μπιστολαδόρου κι εδουλεύαμε στην από πάνω γαλαρία. Η 65 κι από πάνω ήτανε η 120. Κάποια στιγμή μας ειδοποιούνε πως χτύπησε ο Αλέκος. Κατεβήκαμε κάτω, τον είδαμε τον άνθρωπο, ήτανε χτυπημένος. Ο άνθρωπος αυτός ετότε, ούτε σαν ειδικός, αλλά από αυτά που είδα και έμαθα, ο άνθρωπος αυτός επέθανε γιατί τον αφήσανε στη Μύκονο. Ήτανε χτυπημένος στο στήθος. Τον ζούληξε η μηχανή απάνω όπως πήγαινε. Ήτανε κάποιες μηχανές που δουλεύανε με αέρα. Είχε ντεπόζιτο, ένα βαρέλι μεγάλο το οποίο είχε βαλβίδα, γιατί η σωλήνα με τον αέρα, από τα κομπρεσέρ πήγαινε σ’ όλες τις γαλαρίες, διακλάδωση και πήγαινε μέχρι μέσα. Λοιπόν είχε κάποια ειδική βαλβίδα που έβαζες το λάστιχο, γέμιζες το ντεπόζιτο και πήγαινες κάποια μέτρα και μετά ξαναείχε άλλη βαλβίδα να βγάλεις τα βαγόνια έξω. Λοιπόν αυτός κοίταζε για να κάνει τη μετακόμιση, να φέρει το 2ο, το 3ο, δεν ξέρω ποιο βαγόνι, αλλά εκείνο πήγαινε πίσω και κοίταζε μπροστά, να δει να σταματήσει το βαγόνι εκεί που ήθελε. Και ήταν το άλλο λούκι από πίσω και τον εζούληξε εδώ [στο στήθος], και τον αφήκανε μέρες στη Μύκονο. Τα θυμάμαι γιατί ήμουνα εδώ στη Μύκονο. Μετά τον πήγανε στη Σύρο, αλλά ήτανε πλέον αργά.
Έτυχα σ’ ένα άλλο περιστατικό, που με στείλανε απ’ το σημείο αυτό, και ήρθα στα Πλυντήρια, εδώ στην Αγία Βαρβάρα που είναι τώρα, να ειδοποιήσω –νύχτα– μόλις πιάσαμε δουλειά, 11:00-11:30 η ώρα. Σε λιγάκι, 12 η ώρα, ήρθανε πάλι και μας ειδοποιήσανε ότι έγινε κάτι. Δεν θυμάμαι όμως ποιος ήτανε. Και φεύγω αποκεί, και έρχομαι στα Πλυντήρια, εδώ στην Αγία Βαρβάρα με τα πόδια. 12 η ώρα τη νύχτα, να ξυπνήσω τον εργοδηγό. Βέβαια αποκεί με πήρε κι εμένα με το τζιπάκι και πήγαμε. Ήτανε πάλι ένας χτυπημένος, νομίζω ένα παιδί απ’ την Ήπειρο και εδούλευε. Το οποίο όμως δεν πέθανε. Αυτό πρέπει να ήτανε ’61-’62.
Τα ατυχήματα, ένα ήταν που είχε γίνει πριν έρθω εγώ, και τα υπόλοιπα –νομίζω το σύνολον 7– ήμουνα κι εγώ στη δουλειά, στη Μύκονο, αλλά δεν ήταν πάντα σε βάρδια δικιά μου. Όπως έτυχε ένα, όχι θανατηφόρο. Εγώ δούλευα όλα τα χρόνια με τον μπιστολαδόρο τον Μάρκο τον Ασημομύτη. Μπιστολαδόρος λεγόταν αυτός που έβαζε τα φουρνέλα. Ήμαστε όλα τα χρόνια μαζί. Ήμαστε –δε’ θέλω να παινέψω τον εαυτό μου– της δουλειάς. Αυτό βγαίνει κι από τα χρόνια που έκανα εγώ στην Εταιρεία. Γι’ αυτόν που ξέρει, βγαίνει μόνο του.
Να πω ακόμα για ένα ατύχημα που ήταν από τα σοβαρότερα και ανατριχιαστικά, όχι θανατηφόρο ευτυχώς. Λοιπόν, επήγαμε πάλι στη δουλειά. Αυτοί που δούλευαν είχανε πει να τους τραβήξει η μηχανή τάδε ποσότητα, η οποία ναι μεν το τράβηξε, αλλά δεν κατέβηκε από πάνω. Είχε κάπου μαγκώσει. Και ενώ ετράβηξε από κάτω, που λέει ο λόγος δύο βαγόνια, από πάνω δεν έγινε τίποτα. Όταν έβαλε μπροστά τα φουρνέλα, τα μπιστόλια εκεί μέσα εδουλεύανε όλα με νερό, δεν είχε σκόνη. Ο δυναμίτης απελπισία η βρόμα και τα αέριά του, αλλά σκόνη δεν είχε. Πήγαινα τα ρούχα στη μητέρα μου να μου τα πλύνει και μου ’λεγε: «Βρε παιδάκι μου, μ’ αυτή τη μυρωδιά, μ’ αυτή τη βρόμα, πώς δουλεύετε εκειδά μέσα!». Λέω: «Μάνα, μην αρωτάς τέτοια! Μην αρωτάς τέτοια! Η δουλειά είναι αυτή!». Μόνο αυτά τα καμινέτα που βαράγανε, αυτά ήτανε στεγνά και έπαιζε σκόνη. Όταν δούλευε για να βάλει τα φουρνέλα και άρχισε το νερό να τρέχει, ήπιε το πέτρωμα. Μπάζα ήτανε, όπως έπεσε, δεν ήτανε κάτι πατημένο ή χώμα, πέρασε το νερό. Κάπου πήρε κάτι χωματάκια, μπαπ, πάει κάτω. Κάποια στιγμή λοιπόν έρχεται ο σ’χωρεμένος ο Πολύδωρος –είπαμε ήτανε γαμπρός και κουνιάδος με τον Μάρκο τον Ασημομύτη– και μας λέει: «Ελάτε πάνω γιατί έτσι κι έτσι, τον βοηθό μου τον πήρε το λούκι μέσα και χώθηκε!». Πάμε, τι να διεις; Νομίζω ότι κι αυτό το παιδί ήταν απ’ την Ήπειρο. Χωμένος μέχρι τις μασχάλες, μέσα στο μετάλλευμα αυτό, που είναι Παναγία μου σώσε… Αυτός, με το που ένιωσε τι γίνεται, άνοιξε τα χέρια του και ευτυχώς δεν τον έχωσε όλονε. Τι αγώνας να τον βγάλομε!!! Γιατί δεν ήτανε κάτι σταθερό, να πεις θα το βγάλω γύρω γύρω από λίγο, να ελευθερωθεί ο άνθρωπος να τον πάρομε. Έπρεπε μέχρι από κάτω, γαλότσες που φορούσαμε για τα νερά κι αυτά, να τον ξεχώσουμε όλονε για να τονε βγάλουμε. Ε, ήτανε μικροτραύματα. Εν πάση περιπτώσει, ήτανε χτυπημένος, γιατί τονε δάγκωσε. Δεν πήρε και πολλή ώρα γιατί ήρθανε κι άλλοι μετά, βοηθήσανε. Δε’ θυμάμαι όνομα, αλλά ήμουνα επιτόπου κι εγώ στον αγώνα αυτόν για να μπορέσομε να τον βγάλομε.
Μέσα στις στοές, εκεί που γινόταν η εξόρυξη, ερχόταν κάποιες φορές σε κάποια σημεία που έβλεπες κάποια πετρώματα, που έλεγες: «Παναγία μου, να μπορούσα να το πάρω στο σπίτι μου, να το βλέπω μέχρι που να ζω!». Μία φορά –να πω το κυριότερο που είδα– πήγαμε σ’ ένα μέτωπο που κοβόταν το μετάλλευμα, εκεί μέσα βέβαια ήτανε πάντα νύχτα, πάντα με τις λάμπες, δεν υπήρχε μέρα, και βρήκαμε, –είχε ρίξει η προηγούμενη βάρδια τα φουρνέλα– ένα μικρό σαν σπήλαιο στο ταβάνι, εκεί που κόβαν το μετάλλευμα. Εάν ήτανε άνθρωπος σήμερα να δει αυτά τα χρώματα που είχε μέσα, αυτή τη λάμψη, θα ’λεγε «Παναγία μου, σώσε!». Διάφορα χρώματα! Έριχνες τη λάμπα και τρελαινόσουνα! Τρελαινόσουνα! Είχε κάτω εν τω μεταξύ κομμάτια, τα οποία όταν μπαίναμε μέσα λέγαμε «ας το βάλομε αυτό εκειδά στην άκρια να το πάρομε όταν φύγομε». Μετά ήτανε να περάσεις απ’ το καμινέτο, από σκάλες, λάσπες –ξέρω ’γώ– «ε, άσε το πιο μεγάλο», πολλές φορές δεν παίρναμε και κανένα.
Όταν λοιπόν ήτανε τελευταίες μέρες για να φύγομε, τότε ήτανε διευθυντής ο κ. Τάσος Παπαδόπουλος, μου λέει: «Υπάρχει μια δεύτερη λύση, αν θέλεις». Τότε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ είχε στη Μήλο το ορυχείο του μπεντονίτη. Μου λέει: «Θέλεις να πας στη Μήλο;». Εγώ επειδή είχα φτιάξει κάτι στη Φολέγανδρο με κάποια προοπτική –είχαμε και παιδί του σχολείου– είπα: «Δεν πάω, θα πάω στο νησί μου!». Και όπως κιόλας έφυγα και δεν επήγα στη Μήλο. Εγώ υπολόγιζα το εξής: Δεν μπορεί τώρα στη Μήλο, κι αν πηγαίναμε 5 ή 8 ή 3, να υπήρχαν οι θέσεις αυτές κενές. Ή «πηγαίνετε τώρα, και σε λίγο…». Αποζημιώθηκα για τον λόγο ότι ήμουνα υπάλληλος. Μόνο οι υπάλληλοι αποζημιώθηκαν. Πλύναμε ό,τι υπήρχε έξω από τις στοές. Το μαζέψαμε· και τέλος! Τέλη του ’83, παραμονές Χριστουγέννων, έφυγα κι εγώ με τους τελευταίους. Σχόλασα. Με σχολάσανε. Ήταν επόμενο.

[συνέντευξη- βιντεοσκόπηση: Δ. Λοΐζου, 25-09-2017]