Νικόλαος Αποστολίδης
Ο Νικόλαος Αποστολίδης του Χρήστου και της Μαργαρίτας γεννήθηκε στην Κηφισιά το 1926. Διπλωματούχος Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός (Colorado School of Mines, USA). Καθηγητής Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Το 1956 δούλεψε στην Αμερική στη Magcobar (Magnet Corporation Barium). Διαδέχτηκε στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ τον Α. Πρεζάνη (1964). Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΜΥΚΟΜΠΑΡ στη Μύκονο και στη Μήλο.
Εκείνο που ξέρω για τα παλαιότερα μεταλλεία –έχω και κάτι γραμμένο, αλλά είναι δύσκολο να τα βρω αυτή τη στιγμή– μιλάμε για δύο περιοχές μεταλλευτικές. Η μία περιοχή ήτανε εκεί που ήτανε και το Μεταλλείο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Οι φλέβες αυτές του Βαρύτη, μιλούσαμε για το 1, το 2, και το 3, οι οποίες στο πάνω πάνω μέρος, εκεί δηλαδή που βγαίναν επάνω στην επιφάνεια του εδάφους, εκτός απ’ τον βαρύτη, είχανε και μολύβι, είχανε ψευδάργυρο, τσίγκο – κυρίως αυτά τα δύο. Ασήμι δεν νομίζω να είχανε, γιατί πολλές φορές, όπως στο Λαύριο, μες στο μολύβι υπάρχει και το ασήμι. Δεν έχω πληροφορία αν ήταν και αργυρούχα αυτά. Πάρα πολλές φορές, όπως στο Λαύριο, το μολύβι το συνοδεύει και άργυρος. Αυτά νομίζω δουλέψανε μέχρι τη δεκαετία του 1910. Λίγο-πολύ, είχαν εξαντληθεί τα μέρη που είχαν μολύβι, ασήμι, ψευδάργυρο κ.λπ., και είχε μείνει πια ο βαρύτης σκέτος. Εκείνη την εποχή, δεν είχανε χρήση για τον βαρύτη. Να σημειώσετε ότι βαρύτης, εκτός από τη Μύκονο, υπήρχε, και υπάρχει ακόμα στη Μήλο. Ήτανε η περίφημη βαρυτίνη, εξ ου και το Μεταλλείο της Βαρυτίνης, η Εταιρεία Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης. Εκείνος ο βαρύτης είχε πάλι μέσα λίγο μολύβι κ.τ.λ., και είχε και ασήμι. Εξ ου και τα Αργυρομεταλλεύματα της Μήλου. Με τη διαφορά ότι γι’ αυτό και ξεκίνησε η εκμετάλλευση εκείνη των αρχών του 20ού αιώνα, χωρίς όμως να βγάλουνε και καμιά σπουδαία παραγωγή μολυβιού ή ασημιού. Εν πάση περιπτώσει όμως, εθεωρούντο ότι ήτανε εθνικός πλούτος η βαρυτίνη της Μήλου, αλλά δεν ήτανε αποδοτικό, δεν συνέφερε η εκμετάλλευση γι’ αυτόν τον σκοπό.
Θυμάμαι, το 1952 περίπου, που επισκέφτηκα τη Μήλο για πρώτη φορά –γιατί έκτοτε έχω πάει πάρα πολλές φορές, όπως ξέρετε υπήρχε εγκατάσταση της ΜΥΚΟΜΠΑΡ και στη Μήλο– που μας είπανε ότι η βαρυτίνη δεν αξίζει τον κόπο να την εκμεταλλευτούμε, και τότε ήτανε η πρώτη φορά που άκουσα για τη χρήση του βαρύτη, της βαρυτίνης, στα πετρέλαια. Ο τότε μηχανικός που ήταν εκεί το 1952 μας είπε ότι «τώρα τελευταία το πουλάμε για τη χρήση στα πετρέλαια». Η Μήλος έχει και τον μπεντονίτη, τον οποίο τον εκμεταλλεύτηκε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ για αρκετά χρόνια – άρχισε το 1960 νομίζω. Είχε πάει ο Κώστας ο Δούνας, ο οποίος αρχικά ήτανε στη Μύκονο. Ήρθε για λίγο στη Μύκονο, αλλά αφού πέρασε 6 μήνες στη Μύκονο, άνοιξε το ορυχείο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ στη Μήλο, και τον στείλανε εκεί. Και έμεινε εκεί 25 χρόνια. Αρχικά είχε πάει με τον πατέρα σας για τις πρώτες εργασίες.
Εγώ απ’ το ’64 ήμουνα στη Μύκονο, μέχρι θεωρητικά το ’75. Τότε την άφησα, αν και τα τελευταία δύο χρόνια ήμουνα κυρίως στη Μήλο. Μέχρι το ’73, είχαμε μια μικρή Σκάλα Φορτώσεως στα ’Πολλώνια. Όπου ερχόντουσαν τα βαποράκια, ο Καμπανάρος και άλλα μεγαλύτερα που πηγαίνανε στη Λιβύη. Εκεί δεν είχε νερά, δεν υπήρχε βύθισμα, ούτε 20 πόδια. Ο Καμπανάρος ήτανε 300 τόνοι. Απεφασίσθη τότε, να γίνει στον Αδάμαντα, στο λιμάνι, μία προβλήτα, η οποία έμπαινε κάπου 100 μέτρα μες στη θάλασσα, για να πιάσουμε το απαιτούμενο βάθος. Φτάσαμε σε βάθος 12 μέτρων, 36 πόδια δηλαδή, για να έρχονται καράβια 30.000 τόνων. Ήτανε μια προβλήτα πλάτους 4 μέτρων, όσο ήταν τα μπλόκια, και κατέληγε σ’ ένα τετράγωνο 20 επί 20 μέτρα. Εκεί απάνω ήτανε στημένη η σιδεροκατασκευή της Σκάλας, η οποία δεν ήταν σαν την Σκάλα τη Μυκόνου που ανεβοκατέβαινε, αλλά ήτανε συρταρωτή. Λοιπόν, φτιάξαμε αυτό το κατασκεύασμα, και επίσης, μια μεγάλη αποθήκη για τον ενεργοποιημένο και τον αποξηραμένο μπεντονίτη, γιατί τότε δεν υπήρχε ξηραντήριο στη Μύκονο. Η αποθήκη ήτανε 30-40 μέτρα μήκος επί 15-20 πλάτος, σκαμμένη μες στον βράχο, εκεί ο βράχος είναι στόκος;… σκάβεται εύκολα. Εκεί στο βάθος, κατά μήκος του μεγάλου άξονα, είχαμε σκάψει μία τάφρο, την οποία σκεπάσαμε μετά με πλάκες μπετόν, ανοίγματα ανά 7-8 μέτρα, και στο κάθε άνοιγμα έναν τροφοδότη μαγνητικό. Κατά μήκος της στοάς που δημιουργήθηκε, υπήρχε μία μεταφορική ταινία, η οποία έριχνε σε μια άλλη μεταφορική ταινία κάθετη προς την παραλία, που πήγαινε στη Σκάλα. Αυτό το έργο κάναμε. Στήσαμε μετά και το Ξηραντήριο.
Ο Παππάς ήτανε “μανούλα” στις περιελίξεις. Όταν έφυγε ο ηλεκτρολόγος που είχαμε, έμεινε ο Παππάς, ο οποίος δεν είχε άδεια Ηλεκτροτεχνίτου. Και έβγαλα εγώ απ’ το Υπουργείο – ξέρεις ότι και οι Μεταλλειολόγοι έχουν το δικαίωμα αυτοδικαίως. Του έβγαλα λοιπόν άδεια Ηλεκτροτεχνίτου, και βιομηχανική και οικιακή –την μικρότερη βέβαια–, και τον εκάλυπτα τυπικά. Το Ξηραντήριο ήταν ένα περιστροφικό, σαν τον φούρνο του τσιμέντου, με μήκος περίπου 20 μέτρα, και διαμέτρου 2-2,5 μέτρων. Ήταν μεγάλο πράγμα. Για την κατασκευή αυτή, δεν φέραμε κάποια κατασκευαστική εταιρεία να την κάνει, την κάναμε ιδιοκατασκευή. Προσλάβαμε κάποιους, υποτίθεται εναερίτες –ο Θεός κι η ψυχή τους–, είχαμε δύο γερανούς –έναν κλασικό, αυτόν με το συρματόσκοινο, και ο άλλος ήταν υδραυλικός. Σ’ αυτόν με το συρματόσκοινο, είχα φτιάξει ένα κλουβί που κρεμότανε από την μπίγα του γερανού και μέσα εκεί ήτανε δύο εναερίτες.
Αν το καράβι που ερχότανε να φορτώσει ήτανε 10.000 τόνων, Liberty και πάνω, έπρεπε να έρθει ο πιλότος να το δέσει. Και ειδοποιούσαμε –ξέραμε πότε θα ’ρθει το καράβι– και ειδοποιούσαμε τον καπετάν-Μελέτη από τη Χαλκίδα – εκεί έμενε αυτός. Αλλά ήτανε πράτιγος. Ο Μανωλάκης ο Πολυκανδριώτης –είχα πάει κάποτε σε χοιροσφάγια στο σπίτι του– ήτανε στον Λούλο αυτός στο Χημείο, μαζί με τον Βασίλη τον Ζουγανέλη και τον άλλο, που ήταν τέως χωροφύλακας, τον Νίκο τον Κουρούνα.
Η πολιτική ήταν αυτή, από Liberty και άνω, μόνο με πιλότο. Για μικρότερα καράβια δεν χρειαζότανε. Ο Κώστας ο Ζουγανέλης αργότερα έγινε πιλότος. Θα σου πω μια ιστορία. Με το ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ. Περιμέναμε ένα καράβι Νορβηγικό –δεν ξέρω αν ήταν αυτό ή αν ήτανε άλλο– της τάξεως των 5-6 χιλιάδων τόνων, να έρθει να φορτώσει μάλλον σακκάδο φορτίο. Επειδή ξέραμε το τονάζ του πλοίου δεν ειδοποιήσαμε πιλότο. Έρχεται λοιπόν ο Νορβηγός, ανεβαίνω στο καράβι –αρόδου ήταν–, μου λέει: «Πού είναι ο πιλότος;». Λέω: «Τι τον θέλετε τον πιλότο;». «Εγώ δεν δένω, λέει, αν δεν υπάρχει πιλότος!». Τι να κάνω; Άρχισαν στο μυαλό μου να τρέχουν ιδέες για σταλίες που θα πληρώναμε, το ναυλοσύμφωνο, τα laydays κι όλα αυτά. Εγώ ήδη ήμουνα 5-6 χρόνια στη Μύκονο και σχεδόν σε κάθε φόρτωση ήμουν εκεί. Το σκέφτηκα λιγάκι, και λέω: «Εγώ είμαι πιλότος!». Οπότε λέει αυτός: «Εντάξει!». Δεν μου ζήτησε ούτε δίπλωμα ούτε τίποτα. Εγώ είχα μάθει τη διαδικασία, ότι ερχόμαστε απ’ τα Δυτικά μέσα, σε κάποιο σημείο φουντάρανε την πρώτη άγκυρα, υπήρχε η λάντζα με τον μπαρμπα-Λιά και τον Τάκη τον Πολυχρόνη, για να δέσουνε. Λέω στα παιδιά: «Έτσι κι έτσι. Θα το φέρω εγώ το καράβι μέσα». Έρχεται το καράβι στην πορεία που λέμε και όταν έφτασε στο σημείο που λέμε, φωνάζω: «Φούντα τη δεξιααααά!», να ρίξει τη δεξιά άγκυρα. Οι άλλοι ξέρανε. Το είδανε χορογραφημένο το όλο σύστημα, ότι μόλις φουντάριζε η δεξιά, θα πηγαίνανε πρύμα αυτοί, να πάρουνε τον έναν κάβο, να τον δέσουνε στην τσαμαδούρα. Μετά τον άλλον, και πάει λέγοντας. Κι έτσι έγινε όλη η διαδικασία. Εκ των υστέρων είπα: «Αμάν, Παναγία μου, τι έκανα!». Γιατί καταλαβαίνεις, αν πήγαινε κάτι στραβά… Ήμουνα χαμένος. Αλλά εκείνη τη στιγμή έπρεπε να πάρω κάποια πρωτοβουλία.
Δεν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι. Να σκεφτείς ότι, εγώ τουλάχιστον, έφερα τον τίτλο του γενικού διευθυντού. Και γι’ αυτόν τον λόγο δεν έμενα συνεχώς στη Μύκονο. Μια φορά τον μήνα τουλάχιστον έκανα ένα ταξίδι Πειραιά, Αθήνα, κι έκανα 4-5-6 μέρες, και ξανά στη Μύκονο. Καταλαβαίνεις ότι σε 11 χρόνια Μυκόνου, έχω κάνει κάπου 200 ταξίδια Πειραιά-Μύκονο.
Για τον Καμπανάρο δεν ξέρω αν έχετε υπόψη σας. Η Μήλος είχε παραγωγή μπεντονίτη, μέρος της οποίας –όχι όλη– ερχότανε στη Μύκονο. Η άλλη πήγαινε στη Λιβύη ή στη Νιγηρία, ή… δεν ξέρω πού. Στη Μύκονο, την εποχή που ήμουνα εγώ, τον έφερνε ο Καμπανάρος, με το ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, χωρητικότητος 300 κόρων. Κάθε φορά που ερχότανε ο Καμπανάρος, είχαμε μια κομπανία απ’ τον Πιάτ’ Γιαλό. Τους ειδοποιούσαμε λοιπόν ότι αύριο το πρωί θα ’ναι εδώ ο Καμπανάρος και ερχόντουσαν αυτοί – ένα σώμα, ας πούμε, μια κομπανία, όχι πολλοί, 7-8 άτομα. 2-3 γιοι του «Πετεινού», και κάποιοι άλλοι, όλοι κάτοικοι Πλατύ Γιαλού. Με τον Καμπανάρο λοιπόν που ερχότανε, 2-3 φορές, επειδή έπρεπε να πηγαίνω στη Μήλο, και για να πας στη Μήλο έπρεπε να πας Πειραιά κι απ’ τον Πειραιά να πάρεις άλλο καράβι να πας και τα λοιπά., καναδυό φορές, τρεις, πήρα τον Καμπανάρο. Στο ταξίδι της επιστροφής στη Μήλο, μπήκα κι εγώ και πήγα κατευθείαν Μήλο. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά ήτανε χειμώνας, νομίζω του Αγίου Νικολάου, που –φουρτούνα, κακοκαιρία και τα λοιπά–, ήρθε κι η Νίτσα μαζί μου, οι δυο μας, και μας παρηχώρησε την καμπίνα του ο καπτα-Βασίλης ο Καμπανάρος και φτάσαμε ξημερώματα, εκεί απέξω από την Κίμωλο, όπου το πλήρωμα είχε ψαρέψει 5-6 ψάρια, και κάνανε κακαβιά για breakfast. Είχα κάνει κι άλλο ταξίδι με τον Τάκη με το καΐκι. Ο Τάκης ο Πολυχρόνης έκανε όλες τις ναυτιλιακές δουλειές. Είχε κι έναν μπάρμπα, τον μπαρμπα-Λιά, που ήτανε μαζί το πλήρωμα της λάντζας αυτής. Πήγα λοιπόν και με τον Τάκη, και μέχρι και με ελικόπτερο μια φορά. Εν πάση περιπτώσει, χρειάστηκε κάποια στιγμή να ξαναπάω. Δεν υπήρχε ούτε Τάκης, ούτε Καμπανάρος. Η μόνη δυνατότητα ήταν να πάω Πειραιά όταν θα ’ρχόταν πλοίο, και πότε θα έφευγε άλλο για Μήλο… Τρέχα γύρευε… Πάω λοιπόν κάτω στη Χώρα, βρίσκω έναν ψαρά, μ’ ένα βαρκάκι μισό απ’ του Τάκη. Μηχανή είχε, αλλά δεν ήταν σαν του Τάκη. Ήτανε ψαρόβαρκα, τρεχαντήρι. Σκαλί-τρεχαντήρι. «Θα με πας στη Μήλο;». «Θα σε πάω». Ευτυχώς ήτανε μπουνάτσα. Βράδυ όμως. Ξεκινήσαμε σούρουπο. Δεξιά μας το φανάρι της Σύρας. Βλέπαμε τον σκοτεινό όγκο της Σύρας. Λέει: «Ξέρεις κάτι; Μέχρι εδώ έχω φτάσει εγώ. Δεν έχω πάει ποτέ μου παραπέρα». Κι έπρεπε να βρω τ’ άλλα φανάρια. Όταν ανοιχτήκαμε λιγάκι, θα πρέπει να φαινότανε το φανάρι της Σίφνου. Υπάρχει ένας φάρος στη Σίφνο και ομώνυμος οικισμός, ο Φάρος, κι ένα λιμανάκι. Το θυμόμουνα αυτό γιατί είχαμε σταματήσει με τον Τάκη εκεί πέρα και κάτι προμήθειες πήραμε. Να, το ένα φανάρι λοιπόν! Πηγαίναμε… Ήξερα, δεξιά μας έχουμε το φανάρι της Σίφνου. Το περάσαμε αυτό, οπότε βλέπω, μπροστά αριστερά, άλλο φανάρι. Ήτανε το φανάρι της Πολύαιγου. Το φανάρι της Πόλυγος, λένε. Βουρ, για το φανάρι της Πόλυγος. Όταν φτάσαμε κοντά, βρήκαμε μπροστά μας το άνοιγμα Πολύγου-Κιμώλου, και στο βάθος φαινόντουσαν τα ’Πολλώνια. Κι έτσι μπήκαμε. Κι έκανα τον καπετάνιο ξανά.
Πάντως θυμάμαι τον πατέρα σας ως έναν, πρώτα απ’ όλα πολύ καλό στη δουλειά του χειριστή, κυρίως στο γκρέιντερ (grader), αλλά χειριζότανε και τους φορτωτές, τα κλαρκ, κ.λπ. Όταν φέραμε το πρώτο κλαρκ στον Λούλο –κλαρκ είναι το περονοφόρο–, δεν ήξερε κανείς να το δουλέψει, και ήταν εκεί ο Konwell. O Konwell ήτανε στην Αθήνα διευθυντής, ο οποίος δεν ήτανε μεταλλειολόγος, αλλά δούλευε σε αντίστοιχο εργοστάσιο με τον Λούλο, στην Αμερική. Ήξερε το κλαρκ και το δούλευε. Αυτός έμαθε τους άλλους εδώ, μεταξύ των οποίων κι εμένα. Στην αρχή δούλευα κι εγώ το κλαρκ. Κι ο πατέρας σου , κι ένας Μέλος που λεγότανε, και δυο-τρεις άλλοι. Τον Παναγιώτη τον Λοΐζο τον αγαπούσαν όλοι οι προϊστάμενοί του, γιατί εκτός από εργατικός και πολύ ικανός ήταν και πολύ καλός άνθρωπος. Θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα ένα περιστατικό, που μιλά πολύ γλαφυρά για τον χαρακτήρα του: Κάθε χρόνο, με την αλλαγή του οικονομικού έτους, δίναμε αυξήσεις κατόπιν εντολής της επιχείρησης, ανάλογα πάντα με τις δυνάμεις της Εταιρείας, αλλά και με την απόδοση του εργαζομένου. Εκείνη τη χρονιά δόθηκαν κάποιες μικρές αυξήσεις, όχι όμως σε όλους – πάντως ο Παναγιώτης, ο οποίος έχαιρε της εκτίμησης όλων μας, πήρε αύξηση. Μερικοί εργαζόμενοι τότε δυσανασχέτησαν. Έρχεται, λοιπόν, ο πατέρας σου και μου προτείνει να κόψω τη δική του αύξηση και να τη μοιράσω στους άλλους. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω, ακόμη και τώρα, μετά από 45 χρόνια. Τόσο μου είχε κάνει εντύπωση. Τον πατέρα σας τον είχα τον καλύτερο άνθρωπο του Μεταλλείου. Εκτός του ότι ο πατέρας σου, ο Παναγιώτης –να πω και το ξεβρίσι του; – ο «Λωλάδας», ήτανε πολύ καλός άνθρωπος, ήτανε καλός τεχνίτης, πολύ καλός στη δουλειά του, αλλά και καλαμπουρτζής – εξ ου μάλλον πήρε και το ξεβρίσι. Και θυμάμαι έτσι, μία λεπτομέρεια που έχει μείνει ακόμα στο μυαλό μου. Κοντά στον Λούλο υπάρχει ένα ξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Και θυμάμαι ακόμα μια φράση που έλεγε ο μπαμπάς σου. Κάτι για την Αγία Μαρίνα με το δια’ολάκι που ’χει δίπλα της. Πάντα στο εικόνισμα της Αγίας Μαρίνας, υπάρχει ένα δια’ολάκι.
Μέσω κάποιας άλλης οικογενείας, που η κυρία Πρεζάνη-μαμά ήτανε φίλη της κυρίας Οικονομίδου, η οποία ήτανε φίλη της κυρίας Αγνελή, και τα λοιπά, και είχαμε μάλιστα μία κοινή γκουβερνάντα της Γερμανικής γλώσσας –Ρωσίδα ήτανε και μαθαίναμε Γερμανικά– και πολλές φορές μάζευε τα παιδιά που έκανε χωριστά μάθημα και κάναμε συγκεντρώσεις, έτσι γνωρίστηκα με τον Πρεζάνη το ’37-’38, κάπου εκεί. Τον ήξερα λοιπόν από παιδί. Ο Πρεζάνης, την εποχή που εγώ σπούδαζα στο Πολυτεχνείο ή ήμουνα στον Στρατό, πήγε στην Αμερική, όχι στο Colorado, πρώτα πήγε στο Saint Paul της Μινεσότα. Το Saint Paul είναι δίπλα στη Μινεάπολη –ονομάζονται δίδυμες πόλεις αυτές, τόσο κοντά είναι, σαν την Αθήνα με τον Πειραιά–, όπου φοιτούσε σ’ ένα κολέγιο, το Macalester College, κι έκανε Φυσική, Μαθηματικά, δεν ξέρω ακριβώς. Πήρε λοιπόν Bachelor σ’ αυτό. Εκεί στο ίδιο κολέγιο ήτανε η αδερφή μου, σπούδαζε κι αυτή. Η οποία κι αυτή γνωριζότανε με τον Πρεζάνη παιδιόθεν. Κάποια στιγμή πήρε το Bachelor ο Πρεζάνης από το Macalester στο Saint Paul, και σκέφτηκε και πήγε στο Colorado, έχοντας το Bachelor που είχε δικαίωμα πια να πάρει Master σ’ οτιδήποτε σχετικό αυτός ήθελε. Και έκανε το Master στη Μεταλλευτική, τουλάχιστον δύο χρόνια. Όταν τελείωσε είχε πάρει κάποια υποτροφία που έδινε το Colorado School of Mines για έναν Έλληνα, και η οποία υποτροφία αφορούσε μόνο τα δίδακτρα, όχι δαπάνες ζωής και τα λοιπά. Εν πάση περιπτώσει, την ίδια χρονιά που εγώ τελείωσα το Πολυτεχνείο, το ’53 –λόγω διακοπής με τον Στρατό τρία χρόνια–, τελείωνε και ο Πρεζάνης στο Colorado. Δεν ξέρω πώς, μέσω της Ίριδος, μου έγραψε αυτός, του έγραψα εγώ… Μου γράφει: «Εγώ κάνω τώρα χρήση της υποτροφίας αυτής, αλλά τελειώνω, οπότε μένει ελεύθερη. Αν σε ενδιαφέρει, γράψε σε αυτή τη διεύθυνση για να την πάρεις εσύ». Όπερ και εγένετο. Έγραψα σ’ αυτούς, οι οποίοι τελικά μου δώσανε την υποτροφία. Και τον Σεπτέμβριο του ’53 πήγα και ο Πρεζάνης είχε φύγει ένα μήνα πριν, το καλοκαίρι. Μαζί με τον Πρεζάνη ήταν ο Γκαράνης. Μαζί σπουδάζανε στο Colorado και στο Saint Paul. Αλλά ούτε αυτόν τον πρόλαβα. Εγώ βρήκα εκεί πέρα τον Γεράσιμο Σταυροπόδη, έναν γεωλόγο γνωστό, ο οποίος έκανε κι αυτός Master εκεί πέρα. Αυτός με υπεδέχθη, ως ο μόνος Έλληνας που είχε μείνει εκεί. Έτσι τέλος πάντων πήγα στο Colorado, έχοντας όμως –επειδή η υποτροφία αφορούσε μόνο τα δίδακτρα– τα υπόλοιπα έξοδα διαμονής, διατροφής και λοιπά μου τα έδωσε, ας το πούμε σαν υποτροφία, σαν προκαταβολή μισθού ο μπάρμπας μου ο Αλέκος, ο οποίος είχε το Τσαγκλί. Ο αδερφός του Αλέκου είχε τη Σέριφο. Δηλαδή, την είχε…, ήτανε Διευθύνων Σύμβουλος ή Πρόεδρος της Εταιρείας: Μεσογειακή Εταιρεία Μεταλλείων… που είχε τη Σέριφο τον καιρό που ήταν ο Φραγκίσκος.
Έτσι πήγα εγώ στο Colorado, όπου έκανα σπουδές τρία εξάμηνα. Δηλαδή, τα δύο εξάμηνα της χρονιάς ’53-’54, και το καλοκαιρινό Summer School, που κάναμε ασκήσεις στο μεταλλείο της σχολής και ασκήσεις τοπογραφικές επίσης στο μεταλλείο της σχολής. Κάναμε πολλή Τοπογραφία. Έκανα ακόμα το χειμερινό εξάμηνο ’54-’55, που τελείωνε τον Φεβρουάριο του ’55. Τον Φεβρουάριο του ’55, μόλις τέλειωσα, είχα δικαίωμα να μείνω στην Αμερική, εργαζόμενος σε μεταλλεία, για ενάμιση χρόνο. Έκανα χρήση αυτής της δυνατότητος τέλος πάντων, βρήκα δουλειά σε μια εταιρεία εκεί στο Colorado, η οποία εταιρεία ησχολείτο κυρίως με την έρευνα Ουρανίου στο Colorado και στη Yuta. Εγώ έκανα δουλειά τοπογράφου αυτούς του 8 περίπου μήνες που ήμουνα μαζί τους. Τοπογράφος είχα ό,τι έμαθα απ’ τον Σφήκα εδώ, στο Colorado μας κάνανε γερά μαθήματα, και μετά αυτούς τους 8 μήνες είχα πρακτική εμπειρία. Ήμουνα δηλαδή γερός τοπογράφος. Μετά δούλεψα για λίγο σ’ έναν Αμερικάνο τοπογράφο μεταλλείων μαζί του. Και μετά άνοιξε η δουλειά με την MAGCOBAR. Μου έγραψε ο Κυριάκος ο Κυριακίδης, ο οποίος ήτανε γνωστός του πατέρα μου. Και μάλιστα, προ αυτού, μου είχε στείλει τον γιο του, τον Σταύρο τον Κυριακίδη, ο οποίος είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και ήρθε στο Colorado για να σπουδάσει κι αυτός. Αλλά, 18 αυτός, εγώ 28, και τον είχα υπό την προστασία μου. Τότε ο Κυριακίδης, μου στέλνει ένα γράμμα, ο οποίος ήτανε σύμβουλος της ΜΥΚΟΜΠΑΡ εδώ, ότι μου εξασφάλισε δουλειά στη MAGCOBAR στο Arcanso, να πάω να δουλέψω εκεί. Πήγα με το γράμμα του Κυριακίδη, είχε γράψει βέβαια κι αυτός στη Διεύθυνση της MAGCOBAR, και πήγα στο Arcanso για 7 μήνες και δούλεψα στο μεταλλείο της Magcobar, μητέρα της ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Εκεί άκουσα για τον Tobler και τον Martin, γιατί είχανε περάσει απ’ αυτό το Μεταλλείο. Αποκεί και πέρα με τον Πρεζάνη, γιατί με τον Πρεζάνη αρχίζει η ιστορία, συνέχισα να έχουμε και επαγγελματικές διασυνδέσεις, αλλά και κοινωνικές. Κάναμε παρέα. Επαγγελματικά με βοήθησε ο ίδιος, διότι όταν έφυγα από τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, μου βρήκε τη δουλειά στη Γενική Κεραμική, θυγατρική του ΤΙΤΑΝος, στον οποίο ΤΙΤΑΝα ο Πρεζάνης ήτανε Γενικός Διευθυντής, κάτω απ’ τον Παπαλεξόπουλο. Εκεί είχε πάει κι ο Λου Παρασκευαΐδης, είχε πάει κι ο Θανάσης Αναστασίου, είχαν πάει διάφοροι. Είχε πάει και ο Γκαράνης. Ο Γκαράνης ήτανε στη Γενική Κεραμική, και πήγα εκεί. Και μετά μου έδινε μελέτες διάφορες για λογαριασμό του ΤΙΤΑΝος, ο άνθρωπος με βοήθησε πολύ. Θέλω να τελειώσω με το εξής: Τελικά κάναμε παρέα και τα τελευταία χρόνια κάναμε κάθε καλοκαίρι παρέα στη Λέρο. Παγαίναμε στη Λέρο για τρεις εβδομάδες. Εκεί ο Πρεζάνης είχε και σπίτι. Και εκεί τελικά είχα το θλιβερό προνόμιο να είμαι εκεί όταν σκοτώθηκε ο Πρεζάνης. Σε τροχαίο. Μια μέρα βγήκε με το μηχανάκι να πάει σε μια δουλειά, έπεσε ένας άλλος επάνω του, και σκοτώθηκε. Αμέσως πήγε στο νοσοκομείο, πήγαμε όλοι στο νοσοκομείο, μαζευτήκαμε όλοι να δούμε τι θα γίνει, εγώ τηλεφωνούσα στην Αθήνα με την Ολυμπιακή να βρεθεί ελικόπτερο να τον πάρει, αλλά δεν πρόλαβε, άφησε την τελευταία του πνοή εκεί πέρα.
Κάποια χρονιά, γύρω στο ’70-’71, ο Dick πήγε την καλοκαιρινή του άδεια στο χωριό του στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Sunwatch, Colorado – στο πλαίσιο των τοπογραφικών μου εργασιών είχα δουλέψει κι εκεί. Γυρίζει λοιπόν ο Dick και μας λέει: «Ξέρετε, τώρα που ήμουνα εκεί, έκανα μαθήματα πιλότου, οδήγησης αεροπλάνου, πήρα δίπλωμα, και έφερα μαζί μου και αεροπλάνο, συσκευασμένο». Λοιπόν, το ’φερε το αεροπλάνο σε κιβώτια μέσα. Η πρώτη του δουλειά ήτανε να το συναρμολογήσει. Βρήκε κάποιον Αμερικάνο τεχνίτη στην Αμερικάνικη Βάση στο Ελληνικό, και τού ’κανε αυτός τη δουλειά του. Ήρθε έχοντας 37 ώρες πτήσεων. Το επόμενο βήμα ήταν ότι έπρεπε να το ασφαλίσει. Στου Lloyds. Εκτιμητής του Lloyds στην Ελλάδα δεν υπήρχε – τουλάχιστον τότε. Ίσως και τώρα να μην υπάρχει. Υπήρχε μόνο στη Βηρυτό και στη Γενεύη. Έπρεπε να πάει με το αεροπλάνο στη Βηρυτό ή στη Γενεύη. Τελικά προτίμησε τη Βηρυτό. Ξεκινάει λοιπόν ο Dick, έχοντας πείρα 37 ωρών πτήσεων, με ένα αεροπλάνο που ο Θεός ξέρει πόσο σίγουρο ήτανε –συναρμολογημένο–, παίρνει και τη γυναίκα του μέσα, γράψαν τη διαθήκη τους πρώτα, και ξεκινάει για το ταξίδι αυτό, με ενδιάμεσο σταθμό τη Ρόδο. Πήγε εκεί λοιπόν, πήγε στη Βηρυτό, πήρε τα χαρτιά, ασφαλίστηκε και γύρισε. Αλλά, δείχνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Πόσο ριψοκίνδυνος ήτανε. Αποκεί και πέρα, το ’φερε, μόλις είχε γίνει αεροδρόμιο στη Μύκονο. Μέχρι τότε δεν υπήρχε αεροδρόμιο στη Μύκονο. Υπήρχε ένα ελικοδρόμιο και γινότανε συγκοινωνία πραγματική με κάτι μεγάλα ελικόπτερα ρωσικά, για 2-3 χρόνια, μέχρι που έγινε το αεροδρόμιο. Είχα πετάξει και μ’ αυτά. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται ο Dick με το αεροπλάνο, οπότε, με παίρνει και βόλτα. Ήτανε καλός πιλότος, δεν μπορώ να πω. Και μάλιστα, να πω ένα επεισόδιο, απογειωνόμαστε, και ξαφνικά αρχίζει να μυρίζει καμένο μέσα στην καμπίνα. Οπότε λέει ότι πρέπει να προσγειωθούμε και μάλιστα με μια ειδική τεχνική για καταστάσεις ανάγκης. Δεν κάνεις βόλτα, να ’ρθείς σιγά σιγά, βουτάς κατευθείαν. Κάναμε λοιπόν την τεχνική, προσγειώσαμε, και τι είχε συμβεί; Για θέρμανση μες στην καμπίνα του αεροπλάνου –έπαιρνε 4 θέσεις, ήτανε Piper Cherokee– τι είχανε; Γύρω από την εξάτμιση ήτανε μια μεγαλύτερη σωλήνα απ’ την οποία εισήρχετο αέρας ατμοσφαιρικός, ζεσταινότανε από την εξάτμιση και ζέσταινε την καμπίνα. Λοιπόν, μες στον χώρο αυτόν, όσο ήτανε παρκαρισμένο στο αεροδρόμιο της Μυκόνου το αεροπλάνο, φαίνεται είχε πάει ένα πουλί και έκανε φωλιά, κι αυτή πήρε φωτιά. Αυτό εξακριβώσαμε εκ των υστέρων, αλλά η λαχτάρα, λαχτάρα. Αποκεί και πέρα λέει ο Dick: «Τι να το κάνω το αεροπλάνο; Να πηγαίνω και στη Μήλο». Η Μήλος δεν είχε αεροδρόμιο. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε; Ρωτάω τον Κώστα τον Δούνα, μου λέει: «Δεν έχει αεροδρόμιο». Το ’ξερα κι εγώ γιατί πήγαινα τακτικά, αλλά ο Σύλλογος των Μηλιωτών της Αθήνας, γιατί ήτανε το όνειρο της Μήλου αυτό, είχε καταφέρει και είχε πετύχει να παραχωρήσει το Δημόσιο ένα χώρο γι’ αυτή τη δουλειά, εκεί που ήτανε οι αλυκές. Και μας λένε ότι τα όρια του χώρου είναι αυτά. Ανακαλύπτουμε λοιπόν, ότι, παλιά στην Κατοχή, οι Γερμανοί είχανε έναν διάδρομο προσγειώσεως, ο οποίος όμως είχε βουλιάξει πια μέσα στην αλυκή, μες στα νερά. Τον πήραμε όμως για μπούσουλα, για βάση. Πήγα εγώ στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, μου δώσανε τις προδιαγραφές, ελάχιστο μήκος, ελάχιστο πλάτος, μέγιστη κλίση, και τα λοιπά. Και αρχίσαμε με τα μπάζα της αποκαλύψεως των ορυχείων του μπεντονίτη, να τα ρίχνουμε εκεί, το μπαζώσαμε αυτό το κομμάτι –700 μέτρα ήτανε, πλάτος μου φαίνεται 20-25, δεν θυμάμαι. Το μπαζώσαμε, το στρώσαμε με γκρέιντερ και τα λοιπά, και έτσι έγινε το αεροδρόμιο της Μήλου. Το έφτιαξε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Είναι ακόμη αυτό που υπάρχει. Το αεροδρόμιο της Μήλου, 40 χρόνια τώρα που δουλεύει, είναι αυτό. Εμείς φτιάξαμε το πρώτο κομμάτι των 700 μέτρων. Στην επιφάνεια τότε δεν βάλαμε τίποτα, ρίξαμε παλιά λάδια, καμένα λάδια, για να καθίσει, να μη σηκώνει σκόνη και τα λοιπά. Αργότερα έγινε και ασφαλτόστρωση, έγινε και επιμήκυνση του διαδρόμου. Ο πρώτος που προσγειώθηκε σ’ αυτό το αεροδρόμιο ήταν ο Dick. Ο οποίος μάλιστα εδέχθη επίπληξη από την ΥΠΑ, διότι δεν του δώσανε άδεια αφού δεν το είχαν ακόμη επιθεωρήσει. Άσε που δεν υπήρχε ούτε καν “παντελόνι”, ξέρεις, που δείχνει τον αέρα. Και τι κάναμε, όταν φθάναμε πάνω απ’ το λιμάνι του Αδάμαντος –γιατί πέταξα αρκετές φορές με τον Dick– πάνω απ’ τον όρμο, ήτανε απέναντι απ’ το λιμάνι η τοποθεσία του αεροδρομίου, οι αλυκές– πηγαίναμε πρώτα απ’ το λιμάνι και βλέπαμε τα καΐκια που ήτανε αρόδου στην άγκυρα, πώς τα πήγαινε. Γιατί αυτά στηριζόντουσαν στην άγκυρα και δείχνανε την κατεύθυνση του ανέμου. Οπότε αποκεί βλέπαμε την κατεύθυνση του ανέμου, για να προσγειωθούμε κόντρα.
Πάντως θυμάμαι τον πατέρα σας ως έναν, πρώτα απ’ όλα πολύ καλό στη δουλειά του χειριστή, κυρίως στο γκρέιντερ, αλλά χειριζότανε και τους φορτωτές, τα κλαρκ, κ.λπ. Όταν φέραμε το πρώτο κλαρκ στον Λούλο –κλαρκ είναι το περονοφόρο–, δεν ήξερε κανείς να το δουλέψει, και ήταν εκεί ο Konwell. O Konwell ήτανε στην Αθήνα διευθυντής, ο οποίος δεν ήτανε μεταλλειολόγος, αλλά δούλευε σε αντίστοιχο εργοστάσιο με τον Λούλο, στην Αμερική. Ήξερε το κλαρκ και το δούλευε. Αυτός έμαθε τους άλλους εδώ, μεταξύ των οποίων κι εμένα. Στην αρχή δούλευα κι εγώ το κλαρκ. Κι ο πατέρας σου, κι ένας Μέλος που λεγότανε, και δυο-τρεις άλλοι.
[συνέντευξη-βιντεοσκόπηση: Δ. Λοΐζου, 17-03-2017]