Αρετή Γανωτή-Πολυκανδριώτη

Η Αρετή (Τούλα) Γανωτή του Νικολάου και της Αικατερίνης, σύζυγος Γεωργίου Πολυκανδριώτη, γεννήθηκε το 1953 στο Μονόδρυ της Εύβοιας. Εργάστηκε για μικρό διάστημα στα Γραφεία. Ο πατέρας της ήταν εργοδηγός Υπογείων για περίπου 25 χρόνια κι ο σύζυγός της εργαζόμενος στο Συνεργείο επισκευών.

Οι γονείς μου ξεκίνησαν το 1955 από την Εύβοια και ήρθανε στη Μύκονο. Δεν υπήρχε συγκοινωνία στο νησί, δεν υπήρχε δρόμος, τίποτα. Το πλοίο βγήκε στην περιοχή Τηγάνι. Εκεί έγινε ο πρώτος οικισμός, ο οποίος ήτανε ξύλινες παράγκες με πίσσα φτιαγμένες, για μόνωση. Εκεί πρέπει να έμειναν κάπου ένα χρόνο, ’55-’56. Το ’56 έγινε ο δεύτερος οικισμός, στη θέση Αλωνάκι, και επικράτησε έκτοτε η ονομασία Μεταλλεία. Πάλι έγιναν τα πρώτα σπίτια με ξύλο και με πίσσα, το οποίο και εδώ κράτησε άλλα 2-3 χρόνια. Το ’59 χτίστηκε ο οικισμός όπως τον βλέπομε τώρα, με τούβλα και με μπετό.
Ο μπαμπάς μου, ο Νικόλαος Γανωτής, η δουλειά του ήταν εργοδηγός. Να μαζεύει το προσωπικό, να συγκεντρώνει το προσωπικό και να τους στέλνει σε κάποιες θέσεις –τι εργασίες θα κάνουν την ημέρα τους.
Το σπίτι μας εμάς ήτανε το πρώτο, που είναι κοντά στην εκκλησία, το οποίο χτίστηκε το ’59 αυτό. Και μετά σιγά σιγά όλος ο οικισμός εδώ. Υπήρχε Καντίνα δίπλα μας, στην οποία υπήρχαν μάγειροι και μαγείρευαν για το προσωπικό που εργαζότανε στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Υπήρχαν σπίτια για τις οικογένειες. Νομίζω ότι ήταν ένας οικισμός πολύ καλός για κείνα τα χρόνια. Είχαμε ανέσεις, είχαμε τα πάντα. Γιατί μην ξεχνάτε, στην Άνω Μερά δεν υπήρχε καν νερό. Είχανε πηγαδάκια, το πολύ πολύ ένα μέτρο, ή αυτό που μαζεύανε οι πιο εύποροι που είχανε δεξαμενές για βρόχινο νερό. Αυτοί, αν ήτανε τρεις-τέσσερεις στην Άνω Μερά. Εμείς στα Μεταλλεία είχαμε άφθονο νερό, άφθονη ζέστη, ηλεκτρισμό, σε αντίθεση με την Άνω Μερά που δεν είχε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα. Με λίγα λόγια περνούσαμε καλά όλοι εδώ στη συνοικία αυτή.
Εδώ ήταν η βεράντα μας. Μέσα είναι η κουζίνα, ο βοηθητικός χώρος, το μπάνιο… Εδώ είναι μια μικρή αποθήκη. Η κρεβατοκάμαρα που έμεναν οι γονείς μου. Εδώ είναι η δεύτερη κρεβατοκάμαρα των παιδιών. Και επειδή ήμασταν 5 παιδιά, είχαμε και τον άλλο χώρο δίπλα, το οποίο ήτανε σαν σαλόνι αυτό. Σχετικά ένα μεγάλο σπίτι. Και υπήρχε κι άλλος ένας χώρος, το οποίο ήταν το καθημερινό μας καθιστικό, με την τηλεόραση και μια βεράντα έξω. Εδώ ήτανε ο καθημερινός καθιστικός χώρος.
Εδώ είναι ο χώρος της Καντίνας όπως είπαμε, πιο κάτω ήτανε το Γραφείο το καθημερινό, το “Παρών”, που το πρωί κάνανε συγκέντρωση όλοι οι εργάτες εδώ. Το ένα ήτανε για τον Γανωτή και το άλλο ήτανε για τους εργάτες τους υπόλοιπους, που έμπαιναν μέσα στις στοές. Πιο κάτω υπάρχει Αποθήκη και δίπλα το Ιατρείο, στο πλάι. Απέναντί μας ακριβώς είναι το Ηλεκτρολογείο και η Αποθήκη για ό,τι χρειαζόντουσαν επάνω. Ενδιάμεσα υπάρχουνε και σπίτια, για τις οικογένειες που έμεναν εδώ. Το κτήριο το μικρό απέναντι, λεγόταν Ζυγιστήριο, απ’ το οποίο περνούσε το φορτηγό γεμάτο με το μετάλλευμα και ζυγιζότανε. Εδώ ήτανε οι μηχανές που έδιναν ρεύμα στον οικισμό. Δίπλα, το Συνεργείο των οχημάτων και των εργαλείων των υπογείων. Εκεί, η ανηφόρα που βλέπεις, πηγαίνανε τα φορτηγά με το πέτρωμα, εκεί το έριχναν. Από κάτω ήταν το Πλυντήριο που έπλενε το μετάλλευμα. Και εκεί εργαζόντουσαν γυναίκες. Εδώ, η περιοχή όλη, για την Εταιρεία δούλευε.
Στις 4 Δεκεμβρίου, εδώ γινότανε ένα πολύ μεγάλο πανηγύρι, της Αγίας Βαρβάρας, το οποίο συγκέντρωνε όλη τη Μύκονο. Μιλάμε ότι όλα τα σπίτια άνοιγαν εδώ και γινόντουσαν τα φαγητά. Ο κόσμος όλος μέσα-έξω. Νομίζω ότι ήταν το πρώτο πανηγύρι που έγινε στη Μύκονο τόσο μεγάλο.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχαμε μια καλή ποιότητα ζωής εδώ. Σαν παιδιά περνάγαμε πάρα πολύ καλά. Τώρα, αυτό που μας δυσκόλευε εμάς σαν παιδιά, τότε, ήτανε τα ατυχήματα που γινόντουσαν. Οι εργάτες που ερχόντουσαν έξω ζαλισμένοι από τις αναθυμιάσεις. Αυτό μας έφερνε πανικό. Κατά τα άλλα, είχαμε μια συγκοινωνία μ’ ένα λεωφορείο και μ’ ένα ιδιωτικό τζιπ που είχανε δώσει στον μπαμπά. Με την συγκοινωνία έπρεπε να φύγομε να πάμε στο σχολείο από τις επτά και να ’ρθομε τρεις-τρεισήμισι. Δεν ήτανε εύκολο αυτό για μας τα παιδιά. Αργότερα δούλεψα για μικρό διάστημα καις το Γραφείο. Αυτά θυμάμαι εγώ από τότε. Εις μνήμην του πατέρα μου.

[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 24-11-2013]