Αρτεμούλα Κουσαθανά-Τριανταφύλλου

Η Αρτεμούλα Κουσαθανά του Αντωνίου και της Ταρρώς, σύζυγος Βασιλείου Τριανταφύλλου, γεννήθηκε στη Μύκονο το 1954. Εργάστηκε ως υπάλληλος Λογιστηρίου (1970-1983).

Λέγομαι Αρτεμούλα Τριανταφύλλου. Το πατρικό μου είναι Κουσαθανά. Κουσαθανά μπήκα στο Μεταλλείο στο Λογιστήριο το 1970. Τότε ο συ’χωρεμένος ο Βιδάλης, που ήταν στο Σύλλογο Γονέων, με επέλεξε, μου έκανε πρόταση επειδή ήμουν καλή μαθήτρια να πάω να δουλέψω, μόλις 16 χρονών παιδάκι, και αυτό ήταν το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Ήτανε ένα μεγάλο σχολείο για μένα. Το δεύτερο σχολείο μετά το σχολείο που πήγα. Δούλεψα με πολλούς ανθρώπους που με σεβάστηκαν, με αγάπησαν, μ’ ένιωσαν σαν παιδί τους.
Πραγματικά το Μεταλλείο ήταν ένας μοχλός ανάπτυξης γι’ αυτόν τον τόπο, πηγή ζωής για το νησί. Γιατί μέχρι τότε που ήρθε ήταν δύσκολα τα χρόνια. Οι μισθοί και τα μεροκάματα ήταν χαμηλά, το Μεταλλείο όμως πλήρωνε καλά. Μιλάμε ότι δεν υπήρξε Μυκονιάτης να μην είχε περάσει από το Μεταλλείο στη διάρκεια της 30χρονης δραστηριότητάς του.
Είναι πάρα πολλοί αυτοί οι άνθρωποι που πραγματικά τους θυμάμαι και είχαμε μια άλλη συνεργασία. Άλλος με το καλαμπούρι του, ο καθένας με την ιδιαιτερότητά του. Ε, από ποιον να ξεκινήσω; Τον Λοΐζο, τον λεγόμενο «Λωλάδα», τον Παναγιώτη; Παντού και πάντα. Ντρουφάκος, Βανέζης – που δεν υπάρχουν στη ζωή. Χατζηφωτεινός στο Ηλεκτρολογείο, ο Σοφοκλής από την Κρήτη, δούλεψε μαζί μας στη Μύκονο κι έχει γίνει Μυκονιάτης. Οι Γανωτήδες; Τα παιδιά τους είναι ακόμα εδώ, έχουν γίνει Μυκονιάτες. Ο Κολτσάκης; Ο Γκερλές; Πόσοι και πόσοι; Ο Μπακόγιας, ο οποίος έχει το καφενείο τώρα; Ο Πιπεργιάς; Ατέλειωτοι, ατέλειωτοι… Δηλαδή, αυτή τη στιγμή μπορεί να μη τους θυμάμαι όλους, αλλά δεν έχουν τελειωμό. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κλείνοντας το Μεταλλείο, έγιναν επιχειρηματίες. Ο καθένας με τον τρόπο του μπόρεσε και εδραιώθηκε σ’ αυτόν τον χώρο. Ακόμα κι αυτοί οι μη Μυκονιάτες έμειναν και δούλεψαν, δουλεύουν και βρίσκονται ακόμα στη Μύκονο. Το Μεταλλείο ήταν αυτό που τους έφερε εδώ, που τους κράτησε εδώ, και πολλοί παντρεύτηκαν και έμειναν και έγιναν Μυκονιάτες.
Ήταν πολλές οι αντιξοότητες της ζωής βέβαια για ορισμένους ανθρώπους που πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους μέσα στις υπόγειες στοές. Χρήματα εισέπραξαν πάρα πολλά. Έδινε πολύ καλούς μισθούς το Μεταλλείο, αλλά χάσαμε και ανθρώπους. Δεν ήταν όλα ρόδινα στη ζωή, τίποτα δεν είναι ρόδινο στο διάβα της ζωής του ανθρώπου. Όμως πραγματικά δούλεψε πολύς κόσμος…
Υπάρχουν πρόσωπα των οποίων οι γονείς δούλευαν εκεί και έμεναν στα σπίτια του Μεταλλείου, με τα οποία μεγαλώσαμε μαζί σαν παιδιά, γιατί παιδί ήμουν κι εγώ ουσιαστικά όταν πήγα. Και ένα γεγονός που συνέβη πρόσφατα, μετά από 40 χρόνια, ανταμώσαμε με τον Νίκο τον Κολτσάκη, που ήμασταν τότε συνομήλικοι, και μάλιστα συγκεντρωθήκαμε όλοι μαζί, της τότε εποχής και ηλικίας, και τα είπαμε, ν’ αναπολήσουμε το παρελθόν με όλες τις καλές του αναμνήσεις των τότε χρόνων.
Ο χώρος του Πλυντηρίου τώρα, μιας που αναφέρθηκα σε πρόσωπα, πόσους και πόσους συνεργάτες μέσα σ’ αυτό το χώρο! Ο Νικολακάκος, που παντρεύτηκε κι αυτός εδώ. Στα Πλυντήρια που δούλευαν Μουζούρης, Natting –οποίος δεν υπάρχει, αλλά Μυκονιάτης είχε γίνει κι αυτός–, η οικογένεια Μουζούρη που εξακολουθούν να είν’ εδώ, η οικογένεια Γκερλέ που εξακολουθεί να είν’ εδώ. Τόσοι και τόσοι άνθρωποι, τόσες και τόσες αναμνήσεις! Εκείνο δε το πανηγύρι που γινότανε της Αγίας Βαρβάρας! Που ανέβαινε όλο το νησί! Εκεί μάλιστα έμαθα πολλά. Ακόμα κι από τη μαγειρική, τα τριγωνάκια που θα σας κεράσω τώρα, τα είχα μάθει εκεί. Εκεί τα έφτιαχναν παραμονές της Αγίας Βαρβάρας, στα κτήρια του Γανωτή που άνοιγαν τα σπίτια τους και στην Καντίνα που τρώγαμε. Έφερνε μαγείρους και τα λοιπά, για να φάει όλο το νησί! Μετά απ’ αυτό, ενώ ήταν τόσο όμορφος, τόσα οικήματα, τόσος κόσμος, τόσο όμορφα συνυπήρχαν όλ’ αυτά το ένα κατόπιν του άλλου, και τόσος κόσμος που ζούσε…
Το εννοώ ότι το Μεταλλείο ήταν ο αιμοδότης του νησιού! Σιγά σιγά βέβαια ελαττωνόταν το προσωπικό. Δεν παρέμεναν… Όταν πήγα εγώ ήταν 200 άτομα και κατέληξαν να είναι περίπου 70. Η τεχνολογία όσο προόδευε, μειώνονταν και τα εργατικά χέρια παράλληλα. Είναι συνυφασμένο το ένα με το άλλο. Ελαττώνονταν μεν τα πρόσωπα και τα εργατικά χέρια, παράλληλα άρχισε να γίνεται και η εκμετάλλευση πιο δαπανηρή. Όμως γεγονός είναι ότι πολλοί άνθρωποι δούλεψαν, πολλοί άνθρωποι με τις οικονομίες τους από τη δουλειά του Μεταλλείου, στη συνέχεια, όταν έκλεισε, είχαν το απόθεμα ώστε να ξεκινήσουν μια επιχείρηση και να γίνουν επιχειρηματίες.
Ήτανε όμορφα τα χρόνια τότε που πήγα. Γιατί μπήκα παιδί, έζησα πολλές εμπειρίες κι έφυγα γυναίκα, μαμά… Παντρεύτηκα εν τω μεταξύ, έκανα το ένα παιδί και όταν έκλεινε το Μεταλλείο ήμουν έγκυος στο δεύτερο. Φτάσαμε δηλαδή στο 1983 –έγκυος εγώ– και με νύχια και με δόντια προσπαθούσαμε να κρατήσουμε ανοιχτό το Μεταλλείο. Ειλικρινά, δεν θέλω ν’ αναφερθώ ιδιαίτερα σ’ αυτό γιατί με πίκρανε, με πλήγωσε το γεγονός ότι φεύγοντας για να πάω να γεννήσω, και όντας σε διαβουλεύσεις μέσα στα Υπουργεία μέχρι παραμονές της δεύτερης γέννας μου, κι ώσπου να γυρίσω, το Μεταλλείο έκλεινε. Όταν, με την κοιλιά στο στόμα εγώ, βρισκόμουν σε διαβουλεύσεις με τον Υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Φυσικών Πόρων –ο Κουλουμπής νομίζω ήταν τότε– και με το Υπουργείο Εργασίας, και επιστρέφοντας δεν υπήρχε κανένας, δεν μπορούσα να πολεμήσω άλλο πλέον, δεν υπήρχε κάποιος σύμμαχός μου. Διαλύθηκε από μόνο του το Σωματείο. Στην τριμελή επιτροπή ήμασταν ο Κουμαντσιώτης, εγώ, και νομίζω ο Μαστακούρης. Συγγνώμη που δεν θυμάμαι. Ενώ θα έπρεπε. Σας είπα δεν θέλω να το θυμάμαι αυτό, γι’ αυτό και θα ’θελα να μην επεκταθώ στο θέμα του κλεισίματος. Με στεναχωράει. Η γραμμή είχε παρθεί. Το ότι θα έκλεινε, ήτανε θέμα χρόνου. Απλά, με τις ενέργειες που κάναμε, κάποια άτομα θα είχαν ψωμί για λίγα χρόνια παραπάνω. Αυτό ήτανε. Το Μεταλλείο θα έκλεινε, απλά προσπαθούσαμε να δώσουμε παράταση. Το Σωματείο μας έμεινε με 3 ανθρώπους, οπότε διαλύθηκε. Αναγκαστικά το Μεταλλείο έκλεισε.
Ενέργειες έγιναν, γίνονταν πάρα πολλές, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, κι εγώ ήμουν εκπρόσωπος –μαζί με άλλους– των εργαζομένων. Όμως έτσι είν’ η ζωή. Δεν έχει νόημα. Μα εξάλλου έχουν περάσει 31 χρόνια, και πραγματικά με λύπησε ότι έκλεισε αυτή η πηγή ζωής για τον τόπο. Όμως για μένα μπορώ να πω ότι έζησα πολλές εμπειρίες, έγινα πιο σοφή. Έγινα πιο σοφή γιατί συναναστράφηκα ανθρώπους με διαφορετικούς χαρακτήρες, είδα όλη την πείρα της ζωής σε όλο της το μεγαλείο, από κάθε άποψη –είτε μέσα από τη δουλειά μου στο λογιστικό κομμάτι είτε από τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ακόμα και το φινάλε, όταν έκλεινε το Μεταλλείο, κι αυτό ήτανε η μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής μου, γιατί είδα ότι λάκισαν άνθρωποι που θα έπρεπε να σταθούν στο ύψος τους. Και εδώ θέλω να τονίσω πως δεν θα αναφερθώ σε πρόσωπα, διότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς λείπουν απ’ τη ζωή, και δεν έχει νόημα, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Τα επιχειρήματά μας ήτανε –εκείνο δηλαδή που επιδιώκαμε εμείς σαν εργαζόμενοι– ήταν να μη γίνονται μαζικές απολύσεις. Αλλά δεν χρειάστηκε να γίνουν, γιατί ώσπου να γυρίσω από τις διαβουλεύσεις, οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει από μόνοι τους. Από μόνοι τους, εντός εισαγωγικών…
Αλλά ότι ήταν πρωτοπόρο, ότι ήταν πηγή ζωής, ότι ήταν πλούτος γι’ αυτόν τον τόπο, ότι δεν υπήρξε Μυκονιάτης να μην έχει περάσει από το Μεταλλείο, αυτό είναι γεγονός και δεν πρέπει να μην το πούμε. Γιατί είναι η αλήθεια. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όπως θες πάρ’ το. Όταν στη Μύκονο δεν υπήρχε ούτε καν ένα φωτοτυπικό μηχάνημα και ο κάθε Μυκονιάτης για να βγάλει μια φωτοτυπία ανέβαινε στο Μεταλλείο, νομίζω αυτό τα λέει όλα. Ήταν ο πρωτοπόρος σε όλες τις φάσεις της ζωής αυτού του τόπου.
Η απογοήτευσή μου… Είχα χρόνια να πάω, μετά το κλείσιμο του Μεταλλείου, δεν ήθελα… Ήθελα να το θυμάμαι όπως τη ζωή που έζησα και τη βίωσα εκεί μέσα. Όταν πήγα λοιπόν κι έκανα μια επίσκεψη σ’ αυτό το χώρο και τον είδα λεηλατημένο, εκεί έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου… Δεν ήθελα να ξαναπάω. Και όταν ξαναέφτασα μέχρι εκεί, και ξαναπήγα, πήγα μέχρι την εκκλησία ν’ ανάψω ένα κερί κι έφυγα. Δηλαδή, το χώρο που είχα ζήσει, τις καταστάσεις που έγραφα με όσο πιο όμορφα γράμματα μπορούσα, να τα βλέπω ποδοπατημένα και λεηλατημένα, αυτό ήταν ένα κομμάτι που πραγματικά με σοκάρισε. Με σοκάρισε και δεν θέλω να το θυμάμαι. Εν γένει το κλείσιμο δεν θέλω να το θυμάμαι. Θέλω να μου μείνουν μόνο τα καλά που βίωσα και που αποκόμισα απ’ αυτό το κομμάτι της ζωής μου, που λεγόταν Μεταλλείο. Και που ήταν πραγματικά η εμπειρία, η πείρα της ζωής που πήρα μέσα από εκεί είναι το καλύτερο σχολείο για μένα. Όσα σχολεία και να πας, αυτή την εμπειρία δεν πρόκειται να την πάρεις ποτέ, γιατί δεν είχες ν’ αποκομίσεις εμπειρίες μόνο μέσα από τη δουλειά σου. Είχες ν’ αποκομίσεις εμπειρία μέσα από τους ανθρώπους. Από τον τρόπο που αντιδρούσε ο καθένας, από τον τρόπο που χειριζόταν ο καθένας, από τον τρόπο που το χειρίστηκε απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Όλ’ αυτά είναι η πείρα, δηλαδή η πείρα ζωής. Είναι γνώση, ναι! Είναι σοφία! Κι έτσι έγινα πιο σοφή μες απ’ αυτό το δεύτερο σχολείο της ζωής μου που λεγόταν Μεταλλείο!

[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 14-11-2014]