Βασίλειος Πολίτης

Ο Βασίλειος Πολίτης του Ευαγγέλου και της Κωνσταντίνας γεννήθηκε το 1935 στη  Λευκάδα. Εργάστηκε στο Συνεργείο επισκευής μηχανημάτων υπογείων εργασιών(1956-1965).

Εγώ πώς πήγα; Πρώτα πρώτα τα Μεταλλεία ανοίξανε το δρόμο για εργασία των ανθρώπων. Η Μύκονο’ πρώτα ήτανε αγροτικός κόσμος και ψαράδες, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Και λίγοι που είχαν ανοιχτεί στον Τουρισμό, που ερχόταν κάποιες κρουαζιέρες, το ΣΕΜΙΡΑΜΙΣ κ.λπ. και αρχίσανε έναν μικρό Τουρισμό, πηγαίνοντας στις Δήλες, με τις βάρκες που ήταν λάντζες –πατώνοντας τον κόσμο μέσα, τους πήγαιναν στη Δήλο και τους γύριζαν. Μαζί με τους ανθρώπους αυτούς πήγαιναν και κάποιοι για να πουλήσουν το εμπόρευμά τους: χαλάκια, χαϊμαλιά, κεντήματα, υφαντά… και ζούσανε από τον Τουρισμό που υπήρχε.
Έφυγα από το χωριό μου γιατί δεν είχαμε δουλειά, και ήρθα εδώ επειδή δούλευε εδώ ο αδερφός μου. Πέρασα αποδώ για να πάρω ένα καράβι και να μπαρκάρω να πάω για καπετάνιος. Αφού είχα βγάλει το Γυμνάσιο… Εκείνη την εποχή δεν πήγαινες να δώσεις εξετάσεις. Έπαιρνες το απολυτήριο του Γυμνασίου, επήγαινες σε ένα καράβι για να έχεις προϋπηρεσία, και έδινες εξετάσεις να γίνεις Γ΄ καπετάνιος. Όμως όταν πήγα για να μπαρκάρω, μου λέει ένας; «Τι λεφτά παίρνεις;». Και έπαιρνα πιο πολλά λεφτά από αυτόν που ήταν μες στο καράβι. Και με τούμπαρε… Λέω, άσε τον άλλο μήνα…, τον άλλο μήνα… Μετά γνώρισα και τη γυναίκα μου, μου άρεσε κι η ζωή της Μυκόνου κι έμεινα. Μετά μπήκα σε μια δουλειά του Μεταλλείου και έμαθα μηχανικός. Έβγαλα ένα δίπλωμα επαγγελματικό οδηγού. Έβγαλα δίπλωμα μηχανοδηγού. Και σε όλα τα πόστα για τα εργαλεία του Μεταλλείου ήμουνα μέσα. Το Μεταλλείο ήτανε πολύ καλό για τη Μύκονο. Ας λένε… Αν και είχε πολλά ατυχήματα… Αλλά ατυχήματα υπάρχουν παντού.
Όταν ήρθα εδώ ήμουνα 22 χρονών. Είχα το νούμερο 105. Εδούλεψα από το ’56 μέχρι το ’64. Ήμουνα εδώ όταν ανοίγαμε τους δρόμους από το Τηγάνι. Μόλις ξεκίνησε το Μεταλλείο ο δρόμος άρχισε να ανοίγεται με κασμάδες και με βαριές, δηλαδή με τα χέρια. Μετά μόλις φέρανε τα μηχανήματα, αρχίσανε και ανοίγανε μέχρι τον Λούλο για να έχουν πρόσβαση στη Σκάλα φόρτωσης. Αλλά, χωματόδρομοι πάντοτε.
Εγώ εδούλευα με χαρά και με ευχαρίστηση, και μάθαινα κιόλας, γιατί ήμουνα παιδί. Μου έκανε όμως εντύπωση που ερχότανε μεγάλοι άνθρωποι από άλλα μεταλλεία και έβλεπα που αντέχανε τις δυσκολίες της δουλειάς. Ήτανε η μεγάλη ανάγκη της επιβίωσης…
Το ’53 είχανε έρθει εδώ κάτι γεωλόγοι για έρευνες και είδανε ότι υπάρχει φαΐ, ας πούμε. Επήρανε δείγματα μέχρι κι απ’ το Τραγονήσι. Η εταιρεία που έκανε την εξόρυξη του βαρύτη λεγότανε ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Το ορυκτό αυτό είχε αποκλειστική χρήση στην εξόρυξη του πετρελαίου. Μετά από χρόνια μάθαμε για τη χρήση του στη Φαρμακευτική και στις μπογιές. Το μίνιο π.χ. έχει βάριο μέσα. Ο βαρύτης ήταν και πολύ ακριβός. 25 κιλά είχε μια λίρα χρυσή τότες. Ήτανε εκμετάλλευση καλή και πολλά λεφτά. Στην αρχή που ήρθανε, το μετάλλευμα αυτό το βγάζανε σε κοτρόνες – τέτοια πέτρα χρησιμοποίησε ο Δαβίδ για να σκοτώσει τον Γολιάθ, ήξερε το βάρος της και τον σκότωσε με τέτοια πέτρα. Το έπαιρναν τα καράβια και το πηγαίνανε στο Χιούστον για να το αλέσουν. Αργότερα έκαναν εδώ Τριβείο, στον Λούλο, το κάνανε πούδρα, το βάζανε σε τσουβαλάκια όπως το τσιμέντο, και το φορτώνανε συσκευασμένο πια.
Τις πέτρες όταν τις βγάζανε έπρεπε να τις πλύνουνε. Τις πηγαίνανε σ’ ένα Πλυντήριο, τις πετούσαν απάνω σ’ ένα κόσκινο, τις ξεπλένανε και τις πηγαίνανε σ’ ένα σελό. Πήγαινε το φορτηγό αποκάτω και φόρτωνε και τις πηγαίνανε σε μια αλάνα στον Λούλο κι έπειτα τις έσπρωχνε ο φορτωτής και τις έριχνε μες στο καράβι και φεύγανε.
Το μεταλλείο ξεκίνησε χωρίς τίποτα. Δεν υπήρχε δρόμος. Στο Τηγάνι ήτανε η αρχή του Μεταλλείου. Είχανε κάνει αποθήκες, Καντίνα για τους ανθρώπους που μένανε εκεί. Απέναντι στο λαγκάδι, όπως είναι, είχανε σκηνές που μέναμε – κι εγώ έμενα σε σκηνή. Κρύο… Όταν πλενόσουνα με το παγωμένο νερό να δεις…
Στην αρχή είχανε σκηνές και όταν αρχίνησε το Μεταλλείο και ’κονόμαγε λεφτά, δηλαδή προχωρούσαν οι εργασίες, μεταφέρανε τη βάση των εγκαταστάσεων στο Αλωνάκι. Αρχίσανε και κάνανε σπίτια για τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, Καντίνα, Γραφεία, Πλυντήριο… Αυτή ήτανε η ζωή του Μεταλλείου τότες.
Η αρχή ήταν αποκεί. Άρχισε κι ο δρόμος σιγά σιγά να φτιάχνεται, κι άρχισαν να έρχονται τα μηχανήματα. Φέρανε το γκρέιντερ (grader) που ήτανε για το δρόμο και τις μπουλντόζες για να βγάζουνε το πέτρωμα. Στην αρχή το βγάζανε επιφανειακά. Σκάβανε, βάζανε δυναμίτες – γιατί η εξόρυξη γινότανε με εκρηκτικά στη φλέβα. Αφού παίρνανε αυτό που θέλανε, το επιφανειακό, περπατάγανε πιο παρακάτω.
Εγώ ήμουνα έξω που συντηρούσα τα πιστολέτα, τα κομπρεσέρ, μηχανικός στα μηχανήματα αέρος. Το Μεταλλείο δούλευε μόνο με μηχανήματα αέρος. Δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Απέξω δίναμε αέρα για να δουλεύουν τα μηχανήματα. Τα πιστολέτα τους, τα μηχανήματα που πηγαίναν κι ερχότανε, οι locomotive. Αυτή ήταν η λειτουργία του Μεταλλείου.
Οι άνθρωποι τότες ήτανε ντόπιοι ψαράδες, γεωργοί…, που δούλευαν παράλληλα και στο Μεταλλείο. Τη γεωργία δεν την αφήσανε ποτέ. Μετά ήρθανε από διάφορες περιοχές που ξέρανε από μεταλλεία. Από την Εύβοια, από το Μαντέμ Λάκκο, από το Δίστομο, ήρθανε άνθρωποι που πλαισίωσαν τους εδώ. Τους φέρανε μάλιστα οι μηχανικοί που ήρθανε από τις περιοχές αυτές. Στην αρχή είχαν έρθει Αμερικάνοι, ο Tobler, ο Martin.
Αναρωτιέμαι γιατί δεν αξιοποιήσανε την περιοχή παρά βάλανε τα σκουπίδια δεξιά κι αριστερά. Εγώ τους τα έχω πει: «Βρε αφού ήρθατε, πήρατε τη γη των ανθρώπων… βέβαια οι άνθρωποι ήτανε φτωχοί τότε και πουλήσανε. Έπειτα αφού δε’ βρέθηκε μια φόρμουλα να πούνε: «Βρε παιδιά, να το κάνομε ένα μουσείο…», παρά το πουλήσανε σε διάφορους, κάνανε ό,τι κάνανε, και σηκωθήκαν και φύγανε. Και πάει ο καθένας και πετάει τα σκουπίδια του και γίνεται ένας σκουπιδότοπος. Η γνώμη μου είναι να το αφήνανε μουσείο. Να το παραχωρούσανε στο Δήμο ή στην Κοινότητα της Άνω Μεράς. Τότε που έκλεισε έπρεπε η Κοινότητα να ενδιαφερθεί και να το κάνει μουσείο. Να συντηρήσει και τα μηχανήματα να τα κρατήσει, να τα βάλει σε μια σειρά όπως δουλεύανε. Υπήρχε ένα καμίνι κι ήταν οι άνθρωποι γύρω γύρω και λέγαν τ’ αστεία τους, τρώγανε, πίνανε… Έτσι έπρεπε να γίνει, όπως γίνεται παντού. Αλλά τους πιάσανε στον ύπνο φαίνεται… Μόνο δώσανε στους Προσκόπους 3-4 στρέμματα για κατασκήνωση. Θα μπορούσαν να κάνουνε πιο πολλά. Να αποκαταστήσουν ό,τι αφήσανε. Αλλά φάγανε, χορτάσανε, κι εφύγανε.

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Μαριάννα-Σανγκίτα Ρόε, 2012]