Γεώργιος Δακτυλίδης

Ο Γεώργιος Δακτυλίδης του Αντωνίου και της Μαρίας γεννήθηκε στην Άνω Μερά Μυκόνου το 1964. Γιος μιναδόρου· εργάστηκε κι ο ίδιος στο Συνεργείο.

Ο πατέρας μου Αντώνης Δακτυλίδης έπιασε πρώτη φορά δουλειά στην Εταιρεία ΜΥΚΟΜΠΑΡ το 1955, και, όπως μου έλεγε, από τα πρώτα μεροκάματα εργάστηκε ως μιναδόρος μέσα στα Υπόγεια, στο μέτωπο για τον βαρύτη. Τα πρώτα χρόνια ήταν όλα δύσκολα, αφού τη διαδρομή από την Κουκουλού της Άνω Μεράς μέχρι το Τηγάνι την έκανε με τα πόδια, και αργότερα με ένα μουλάρι, με όλα τα κρύα και τις βροχές και πιο πολύ στην 3η βάρδια, 11 το βράδυ μέχρι 7 το πρωί.
Ο πατέρας μου ήταν καλός μάστορας, προσεκτικός, αλλά παραγωγικός για την Εταιρεία· ειλικρινής, δεν πρόδωσε ποτέ ζωντανούς αλλά ούτε και νεκρούς εργαζόμενους. Αυτό μπορούν να το μαρτυρήσουν άνθρωποι που δούλευαν στα Μεταλλεία κι ακόμα ζουν. Μου έλεγε ότι όταν έβλεπε από πάνω του να χωματίζει, δηλ. να πέφτουν λίγα χωματάκια, γινόταν πιο προσεκτικός και με τον λοστό χτύπαγε να πέσουν τα μπόσικα, για να μη τους χτυπήσουν. Κάθε ορισμένα μέτρα έφτιαχναν καμινέτα, δηλ. τρύπες προς τα πάνω σαν ανάποδο πηγάδι, για να αερίζεται η γαλαρία. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο γιατί μέχρι να ξετρυπήσει, τα μπάζα έπεφταν πάνω τους και στο πρόσωπό τους.
Δεν κουραζόταν να μου λέει ότι με τη βοήθεια του Θεού, της Αγίας Βαρβάρας, και τη δική του προσοχή στο ξεσκαρτάρισμα –δηλ. στην αποκόλληση των ετοιμόρροπων βράχων που έμεναν στην οροφή της γαλαρίας μετά τα φουρνέλα– δεν χτύπησε ούτε εκείνος ούτε κανένας βοηθός του όλα τα χρόνια που δούλεψε.
Μεγάλη η στενοχώρια του, αλλά και όλων των εργαζομένων, όταν γινόταν θανατηφόρο ατύχημα σε συνάδελφο. Έστελναν ειδοποίηση σε όλους τους εργαζόμενους να βγουν από τη γαλαρία, ό,τι ώρα και να ήταν, γιατί είχε χτυπήσει ένας συνάδελφος. Κι εμείς όμως σαν παιδιά, τρομάζαμε στο άκουσμα της καμπάνας του χωριού όταν χτύπαγε νεκρικά, επειδή ξέραμε ότι εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μας δούλευε μέσα στα Υπόγεια.
Περίγραφε πώς κάποτε σώθηκαν, εκείνος και ο βοηθός του, από καθαρό θαύμα: Το πιστόλι που τρύπαγαν για να βάλουν τα φουρνέλα σταμάτησε ξαφνικά. Ακολούθησαν λοιπόν το λάστιχο του αέρα για να δουν μήπως και είχε κάπου τσακίσει. Την ώρα όμως που επέστρεφαν, είχε ξεκινήσει να πέφτει η γαλαρία από 10 μέτρα μακριά και να έρχονται τα μπάζα προς τα πάνω τους. Τότε φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε «Βάρδα!» και τρύπωσαν δίπλα, σε δύο τρύπες, ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά, και σώθηκαν. Η γαλαρία όμως είχε πλακωθεί μέχρι τα μισά. Όλα είχαν χαθεί κάτω από τα μπάζα: λάστιχα, πιστόλια, κασμάδες, τα πάντα. Όταν βγήκαν έξω, ρώτησαν τον άνθρωπο που πρόσεχε το κομπρεσέρ αν την τάδε ώρα είχε κλείσει εκείνος τον αέρα. Απάντησε ότι δεν είχε κανένα λόγο να τον κλείσει. Το γεγονός ότι σώθηκαν με αυτόν τον ανεξήγητο τρόπο το θεώρησαν ως θαύμα και πήγαν στην Αγία Βαρβάρα από ένα μπουκάλι λάδι ο καθένας.
Όταν είχε αποφασιστεί από τους εργαζόμενους το χτίσιμο του ναού της Αγίας Βαρβάρας, όλοι οι εργαζόμενοι, και φυσικά κι ο πατέρας μου, έβαλαν πολλά μεροκάματα για την κατασκευή της. Μεγάλη γιορτή στις 4 Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Βαρβάρας. Πανηγύρι, χαρές, τραγούδια, φαγητά, χορός, κόσμος απ’ όλο το νησί έφτανε με τα λεωφορεία για να διασκεδάσει όλη μέρα δωρεάν. Εμείς σαν παιδιά περιμέναμε πώς και πώς να έρθει αυτή η μεγάλη γιορτή της Άνω Μεράς.
Τα πρώτα χρόνια οι εργαζόμενοι δούλευαν ανασφάλιστοι. Για να εισακουστούν αναγκάστηκαν να φτιάξουν Σωματείο, στο οποίο ήταν αντιπρόεδρος ο πατέρας μου. Το αποτέλεσμα της ανασφάλιστης εργασίας ήταν ότι στον τραυματισμό ή στον θάνατο κάποιου εργαζόμενου η οικογένειά του δεν έπαιρνε καμία αποζημίωση. Με τον αγώνα τους έφτασε το ΙΚΑ στη Μύκονο, με τις προσπάθειες των εργαζομένων του Μεταλλείου.
Τελευταίο τους έργο πριν κλείσει το Μεταλλείο ήταν ο Φυρές στο Τηγάνι. Εκείνος είχε σταματήσει από το ’78, αλλά τον βρήκε ο κ. Παπαδόπουλος και του είπε ότι θέλουν να τρυπήσουν μια γαλαρία 50 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ξεκίνησαν σε αντίξοες συνθήκες με το νερό να πέφτει πάνω τους. Μεγάλα μοτέρ δούλευαν μέρα-νύχτα για να προλάβουν τα νερά, και πάλι δεν προλάβαιναν. Όταν με το καλό τελείωσαν, ο ίδιος ο μηχανικός του είπε ότι φοβόταν μήπως δεν μπορέσουν να τελειώσουν, από τον κίνδυνο να τους πνίξουν τα νερά ή να τους κάψει το ρεύμα από τα καλώδια που τροφοδοτούσαν με ρεύμα τα μοτέρ. Τελικά με τη δύναμη του Θεού ο Φυρές τελείωσε με επιτυχία.
Δυστυχώς τα δηλητήρια από τα εκρηκτικά που χρησιμοποιούσαν επηρέασαν την υγεία του με αποτέλεσμα να μας φύγει νωρίς από τη ζωή, πριν κλείσει τα 79 χρόνια του.

Ας είναι αιωνία η μνήμη του καλού μας πατέρα!

Ο γιος του Γιώργος

ΥΓ. Εγώ ο γιος του Γιώργος Δακτυλίδης δούλεψα τα τελευταία 4 χρόνια πριν κλείσει το Μεταλλείο στο Συνεργείο.

[επιστολή στη Δ. Λοΐζου, 08-12-2019]