Γεώργιος Μονογυιός
Ο Γεώργιος Μονογυιός του Ιωάννη και της Ειρήνης γεννήθηκε στην Άνω Μερά της Μυκόνου το 1936. Δούλεψε αρχικά ως εργάτης Επιφανείας και μετά οδηγός και χειριστής βαρέων οχημάτων.
Τα παλιά μεταλλεία ήταν το Μαυροβούνι, το νταμάρι το μεγάλο, κι εκουβαλούσανε. Είχανε Σκάλα Φορτώσεως στο Ναμμουδάκι του Ράκκα στη Βαθιά Λαγκάδα. Και στη Λυ’ά είχανε κι εκουβαλούσανε με τα μουλάρια τότε. Το μεταφορικό μέσο ετότες ήταν αυτό, κατάλαβες; Κι εκάνανε τις δουλειές, τα χωριανά , και μετά δουλεύανε στο μεροκάματο, ό,τι μπορούσανε. Όσοι είχανε μουλάρια, ήτανε ο Κωνσταντής Πολυκανδριώτης («Χειμώνας»), ήτανε ο Σταύρος ο Λοΐζος («Κα’σαρός»), οι «Μεντέρηδες», όλες οι παλιές οικογένειες που ’χανε χτηνά ( = ζώα) και τέτοια, κι εζούσαν οι α’θρώποι απ’ αυτά. Αυτοί βγάζανε γαλένα, ήταν Ιταλική εταιρεία. Ήτανε στο τέλος του 1800 μέχρι τις αρχές του 1900. Πιο πριν από το 1915.
Τα πρώτα καράβια που φόρτωσαν, φόρτωσαν από τα απορρίμματα αυτουνού που μαζεύανε, γιατί δεν είχε γίνει η Σκάλα ακόμα. Ήτανε μες στις παραγκαιριές και τα μαζεύαμε με τα αυτοκίνητα –ήτανε χοντρό– και τα πηγαίνανε στην ταινία, δεν είχανε βάλει Σπαστήρα να το κόβει. Κι ήτανε οι γυναίκες απάνω στην ταινία και πετούσαν όσα είχαν σίδερο μέσα, και δεν ήτανε μέταλλο καλό, δεν ήτανε βαρύτης. Όχι στο Λούλο, στα Πλυντήρια. Είχε γίνει το Πλυντήριο αλλά δεν είχαν μπει τα ψιλά κόσκινα, που περνούσε από Σπαστήρα και το ’κοβε ψιλό. Το πρώτο έφυγε ακατέργαστο τελείως. Εφορτώσανε καναδυό καράβια – ήτανε τα Liberty τότες, 10.000 τόνοι. Μετά ήρθε το ΠΟΛΥΞΕΝΗ, 12.000 τόνοι πρέπει να ’τανε, και έριξε τη Σκάλα κάτω και πιάσανε απ’ την αρχή πάλι. Αλλά πάντως εγώ ήμουνα εδώ τότες [22-03-’58]. Δεν ξέρω όμως να σου πω ακριβώς. Εγώ πήγα στρατιώτης κι είχε πέσει η γέφυρα. Πήγα στρατιώτης το ’58 τον Οκτώβριο.
Ήμουνα 17 χρόνια στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Πήγα το ’55 κι έφυγα το ’72. Της Αγίας Αικατερίνης το ’55 ήρθανε τα πρώτα αυτοκίνητα. Ήρθανε 4 Τζέιμς (GMC) και 2 μπουλντόζες. Ήρθανε με “παντόφλα” και βγήκανε στο Τηγάνι. Αλλά, προηγουμένως, είχαμε φαρδύνει τους δρόμους, είχαμε κάνει και δρόμο για το τζιπάκι. Μέσα στις παραγκαιριές εκεί, από τη Βαθιά Λαγκάδα μέχρι το Τηγάνι, πηγαίνανε με το τζιπάκι. Δεν είχε έρθει μηχάνημα, με τα χέρια τα κάναμε αυτά. Ύστερα ήρθαν τα μηχανήματα, γινήκαν τα υπόλοιπα.
Εγώ κουβαλούσα χαμαλίκα. Όπως ήταν τα ντουβάρια, απάνω στον παλιό δρόμο μεταφέραμε τις πέτρες και ανοίξαμε το δρόμο για να γίνει αμαξιτός. Κι εκουβαλούσαμε χαμαλίκα. Είχαμε κάτι ξύλα, σαν Γάμα ανάποδο, και μας είχανε βάλει σκοινιά και άλλοι εφορτώνανε, άλλοι εκουβαλούσαμε. Εγώ κουβαλούσα 45 μέρες. Από τις 5 του Οχτώβρη μέχρι τα Χριστούγεννα εκουβαλούσα χαμαλίκα που ανοίγαμε το δρόμο τον πρώτο καιρό. Μετά πήγα στο Συνεργείο, επειδή είχα κάνει τσαγκάρης, και έραβα τα τσιμπίλια που χρησιμοποιούσανε. Και έραβα τα τσιμπίλια και ήμουνα μες στο Συνεργείο, κι εκόλλησα εκεί με τη συντήρηση, με τα γράσα και με τα τέτοια, κι εδούλευα την ημέρα εκεί, και μετά το βράδυ, με έπαιρνε ο σ’χωρεμένος ο πατέρας σου και κάποιος άλλος που οδηγούσε –εγώ δεν οδηγούσα, ήμουνα μικρός, δεν είχα δίπλωμα, έβγαλα δίπλωμα το ’57–, κι έκανα υπερωρία κι επηγαίναμε κι εγρασάραμε τα μηχανήματα για να ’ναι την άλλη μέρα έτοιμα. Στην αρχή πάγαινα με τον πατέρα σου, μετά τύχαινε να έχει δουλειά ο πατέρας σου κι επήγαινα με κάποιον άλλο. Ε, ύστερα πήγαινα μοναχός ή έπαιρνα για βοηθό το σ’χωρεμένο τον Νικόλα τον Χανιώτη («Παχή») και το Γιώργο το Μπουγιούρη– το Γιώργο του μπαρμπα-Γιάννη του «Φοινάκη». Τους είχα βοηθούς αυτούς.
Το ’52 αρχίσανε οι έρευνες και ήτανε κάποια εταιρεία ή ένας μηχανολόγος-μεταλλειολόγος που τονε λέγανε Σιώτη. Αυτός έκανε τις έρευνες κι εδούλευε τότες ο «Ψύλλος» [Αντώνης Χανιώτης], ο [Νικόλας] Μαντηλαράς, κι ο μπαρμπα-Γιάννης ο «Κριός» [Πλουμιστός]. Τρεις. Και μετά είχανε πάρει κι άλλοι και ήτανε κι ο «Κωσταντάρας» [Κώστας Κουκάς, ο «Σβέρκος»] και το Λευτεράκι ο «Μπρίλος» [Ελευθερίου]. Ο «Σβέρκος», ξέρεις πώς; Αφού εξεκινήσανε αποδώ, επήγανε και στον Πάνορμο. Κι εγυρεύανε εργαζόμενους κι επήρανε τον Κωσταντή. Γιατί ξεκινήσανε αποδώ είπαμε το ’52. Ξεκινήσανε οι έρευνες από τη Βαθιά Λαγκάδα, όπου ήταν τα φελόνια, ο Βαρύτης, για να δούνε τι ποσότητα κ.λπ. και τους είπαν ότι έχει για 33-35 χρόνια. Δεν ερχόντουσαν να δώσουνε λεφτά… Κι αυτό έγινε το ’53. Δηλαδή ήτανε κίνητρο για να σταματήσει η ανεργία και να αυξηθεί η ανάπτυξη. Έκανε ο Μαρκεζίνης τον νόμο… Το’53 ήτανε υπουργός Συντονισμού ή Οικονομικών –μάλλον Συντονισμού – με τον Παπάγο. Και τότες όσοι είχανε λεφτά, πάθανε ζημιά. Γιατί έκανε υποτίμηση στη Δραχμή. Το Δολάριο από 15 το ’κανε 30 δραχμές. Τη Λίρα από 150 την έκανε 300 δραχμές. Όσοι είχανε λεφτά, πάθανε ζημιά, αλλά έδωσε κίνητρο κι ήρθανε ξένες εταιρείες. Γιατί ό,τι φέρναν μηχανήματα και τέτοια, τα φέρνανε αδασμολόγητα. Δεν πληρώνανε εφορίες κ.λπ. Από τότε γενήκαν οι δουλειές. Τότε δεν ήτανε η ΕΟΚ να μασε δίνει. Ήτανε λόρδα! Φτώχια! Ήμαστε από σεισμούς, ήμαστε από την Κατοχή, από τον Εμφύλιο, κι ήμαστε ξελιγωμένοι καλά καλά. Μπορεί να γινότανε μετά από χρόνια, αλλά αυτό ήτανε αφορμή για να ’ρθουνε ξένα κεφάλαια εδώ.
Ο μπαρμπα-Δημήτρης ο «Στεφανής» [Κουκάς] έκανε φύλακας μετά “μέσα” . Του είχανε και υποχρέωση, αλλά ήταν και καλός. Πιο καλός από τους καλά. Ήτανε ανάπηρος, αλλά ήτανε γερός. Και το μυαλό του, και γερός. Είχε ένα καλό μουλάρι κι έπαιρνε τους μηχανικούς. Νομίζω είχε δυο κι έκανε αγώγια. Τους έπαιρνε και γυρίζανε τα βουνά. Ήτανε επιστάτες εδώ διάφοροι. Ήταν ο Σγουρδαίος, ήτανε κι ένα γεροντάκι, δεν θυμάμαι πώς το λέγανε. Ο Σγουρδαίος ήτανε και στα Γραφεία. Είχανε Γραφεία εδώ, στο Ηρώον. Και μετά είχανε πάει απάνω στην Κουκουλού, στης Φρόσως [Αξιώτη]. Εκεί ήτανε τα Γραφεία. Τον Γκαράνη τον θυμάμαι. Αυτός ήταν ο πρώτος από τους Έλληνες μηχανικούς. Αμερικάνοι ήτανε ο Martin κι ο Tobler.
Στο Τηγάνι είχανε στήσει σκηνές, γιατί είχαν ανοίξει γαλαρίες κι εδουλεύανε. Η Ειρήνη του «Μινέρβα» [Δημήτρη Πολυκανδριώτη] ήτανε και Καντινιέρισσα, μέναν και μέσα τότε που ήταν οι πρώτες γαλαρίες στο Τηγάνι. Στην αρχή αυτά που λέμε πως κάνανε, δεν είχανε μηχανήματα τίποτα, όταν κάνανε τις έρευνες. Με το μασοκόπι βάζανε φουρνέλο και τα δοκιμάζανε. Το’55, της Αγίας Αικατερίνης, ήρθανε 4 φορτηγά –ένα, δύο, τρία, τέσσερα–, δύο μπουλντόζες και κάποια κομπρεσέρ. Και βγήκαν με αποβατικό στο Τηγάνι. Το ερχόμενο έτος, το ’56, Φεβρουάριο-Μάρτιο, ήρθε το γκρέιντερ (grader), δυο Τζέιμς (GMC) αυτοκίνητα – τα πράσινα που λέγανε. Ο Δημήτρης Αναστασίου κι ο Γιάννης ο Κολτσάκης ήρθαν στη Μύκονο με τον Γερμανό Walter για τη Σκάλα που στήσανε στον Λούλο. Στην αρχή δεν είχαμε έτοιμο πράμα, μαζεύαμε απ’ τις πέτρες όσο φτιάχνανε τη Σκάλα. –τα απορρίμματα του παλιού μεταλλείου τα βάζαμε και φεύγανε ακατέργαστα. Το δεύτερο καράβι, νομίζω, την έριξε τη Σκάλα κάτω. Κάποιο «Πολυξένη». Το μπλοκ αυτό που κάμανε, το κάμανε έξω, όπως πάμε, πού είναι το μολαράκι, δεξιά, ήτανε λίγο ίσια και στρώσανε εκεί, και το ρίξανε. Ήτανε κάτω 4 διαμερίσματα ή 6, και το κάμανε κώνο. Και είχανε βάλει βάνες μέσα, και σιγά σιγά το ρίξανε μέσα στη θάλασσα και το τράβηξε καΐκι και το πήγε και το ’βαλε εκεί. Και το μπαζώσαμε μετά για να πάει κάτω για να γίνει το ποδαρικό. Το ποδαρικό της Γέφυρας ήταν αυτό. Όχι το μπλοκάκι το μικρό, το άλλο. Ήτανε ο Tobler τότες τεχνικός. Κι εβάλαμε γρύλους και τέτοια, κι αποκάτω στρογγύλια, σωλήνες, και το τσουλήσαμε, και το πήρε το καΐκι και το πήγε. Δεν χρειάστηκε γερανός ετότες. Ήτανε πολύ μελετημένο. Το πήγε εκεί, κι αφού έπλευσε, ήτανε κάτω 4 ή 6 διαμερίσματα και μετά απάνω στένευε, όπως βλέπεις τώρα. Κι εκεί το μπαζώσαμε, δεν ήτανε μπαζωμένο αυτό, ήτανε κενό. Και το γεμίσαμε μετά με πέτρες και τέτοια. Βγάζαμε πέτρα απέναντι, εκεί που έπεσε το Ιόνιο. Εκεί βγάζαμε πέτρες και τις κουβαλούσαμε με τη βάρκα. Ήτανε ο Νικόλας ο Μπαρμπέρης [Πολυκανδριώτης], ήτανε διάφοροι. Κουβαλούσαμε με τη βάρκα κι είχανε στρώσει εν τω μεταξύ κάτω αλφαδιές οι δύτες για να πάει να σταθεί όρθιο. Αποκεί δεν έχει κουνήσει τίποτα 62 χρόνια τώρα.
Ξεκινήσαμε απ’ το νούμερο 1. 1-2-3: ο μπαρμπα-Γιάννης ο «Κριός», ο Μαντηλαράς, κι ο Κωσταντής το «Βασιλάκι». Αυτοί ήταν οι πρώτοι. Εγώ είχα το 17. Το 15 το είχε ο Λευτέρης ο «Μεντέρης» [Χανιώτης], το 16 είχε ο Κωσταντής ο «Αντωναράς» [Σκουλάξινος], και 17 είχα εγώ. Ο πατέρας σου δεν είχε αριθμό γιατί ήτανε υπάλληλος από την αρχή. Ο πατέρας σου ήτανε οδηγός, οδηγούσε το τζιπ. Περνούσανε από τη Ντελαπορτίνα κι επηγαίνανε “μέσα”. Η Ντελαπορτίνα είναι από του Καλαμαρά του Θανάση, τον Άγιο Αθανάσιο, και βγαίνει στα Φερά Λαγκαδάκια. Είναι δρομάκι εκεί. Κι επερνούσε το τζιπάκι αποκεί. Εμείς επηγαίναμε αποδώ με τον σ’χωρεμένο τον «Ψύλλο» [Αντώνης Χανιώτης] και τον Μιχάλη τον Κουσαθανά. Τον ήξερες; Ένας που ήτανε κάτω στη Λάκκα. Ήταν του «Μέγα» αδερφός αυτός κι είχε πάρει την Καλλιόπη τη Στάη, «Αντωνού» που λένε, εκεί στου «Μουσαλέτου», απάνω.
Κι επηγαίναμε που λες με τα πόδια. Έφευγα το πρωί, κι επήγαινα κι άρμεγα στα Χάλαρα, εκεί στη Λεμονήτρα και πιο έξω ακόμα. Μία η ώρα τη νύχτα σ’κωνόμουνα για να πάω – χωρίς γαλότσες, χωρίς τίποτα, ε; Μετά φεύγαμε το πρωί 5 η ώρα για να πάμε, με τα πόδια. Άμα δουλεύαμε στο Τηγάνι, επηγαίναμε από του «Χασαπακιού», από του Ρίζου αν έχεις περάσει αποκεί. Εκεί ήτανε του «Χασαπακιού» οι τυροκομιοί. Κι επηγαίναμε από νοτινά, αποδώ δεξιά. Όταν ήτανε πηγαίναμε καταμεσής κι ανεβαίναμε στον Αϊ-Λιά από το μέρος του Πλυντηρίου. Γιατί πηγαίναμε στη Βαθιά Λαγκάδα και στο Φασουλά. Ο Φασουλάς ήταν του «Καπονιού», του Γιώργου [Πολυκανδριώτη]. Του Φασουλά η Λάκκα που λένε. Άμα εδουλεύαμε αποκεί, επηγαίναμε αποκεί. Ανάλογα. Κάναμε τους δρόμους. Εγώ σε γαλαρίες δεν έχω δουλέψει. Παρέ ήμουνε στο Συνεργείο, και μετά ανακατεύτηκα με τ’ αυτοκίνητα και με τις μπουλντόζες, κι έβγαλα και τα διπλώματα.
Παλιά εμένανε πολλοί “μέσα” γιατί δεν εμπορούσανε ν’ ανεβοκατεβαίνουνε. Εμένανε στο Μεταλλείο. Ανοίγανε τις γαλαρίες κι εμένανε στο Μεταλλείο. Ήτανε ο «Μαυραντώνης» [Κυριάκος Γρυπάρης], ήταν ο «Μινέρβας», ήτανε πολλοί. Κι εμένανε μέσα στο Τηγάνι. Είχανε σκηνές εκεί. Θα σου πω ένα καλαμπούρι να τους μακαρίσουμε κι αυτούς που φύγανε. Όταν ήρθανε τα μηχανήματα αυτά, είχαμε μαζί μας τα καλαθάκια μας. Εγώ είχα το ντρουβαδάκι μου, είχα το φλασκάκι μέσα με το κρασί, ο άλλος είχε το ξινόγαλό του, είχε το φαΐ του. Εν τω μεταξύ ήταν ο σ’χωρεμένος ο Γιώργος ο «Γλίνας» [Ασημομύτης], ο Δημήτρης ο «Τηνιακός» [Κουκουλίδης] και τα ’χανε βάλει εκεί κοντά. Εγώ το ’χα κρεμάσει στον τοίχο, σ’ ένα σκεπό εκεί. Έρχουνται λοιπόν – ήτανε ο Παντελής τότε, κι ο Πονηρός. Ο Παντελής ήτανε λίγο μου’σούνα. Κι ο Πονηρός ο Γιώργος που ’μενε κάπου εδώ. Λοιπόν, αφού βγάλανε τα μηχανήματα, βάλανε μπροστά κι επήγανε ν’ ανοίξουνε πλατεία, όπως ήτανε τα μηχανήματα με κουβά και μαχαίρι. Κι όπως κάνει μια η ερπύστρια αποδώ, σαρώνει τα καλαθάκια και τα τέτοια και τα βάνει στις ερπύστριες. Αρχινάει ο «Τηνιακός»: «Ααααααα!!! Τίνος είν’ τα καλαθάκια; Τίνος είν’ τα καλαθάκια; Τι θα φάει τώρα ο βλάκας;». Το ’πε κι αλλιώς… «Τι θα φάει το μεσημέρι; Τι θα φάει το μεσημέρι;». Έρχεται η ώρα, στις 12 η ώρα να φάμε, αρχινά και βλαστήμανε. Ήτανε τα καλαθάκια τα δικά τωνε. Εγώ το ’χα στη μπάντα. Ο καημένος ο «Γλίνας» δεν είπε τίποτα. Ο «Τηνιακός» ήτανε πάντα σέρτης. Ήτανε και παιδί… Πόσο να ’τανε. 16-17 χρονώ.
Ο μπαρμπα-Γιώρης ο «Φύσας» έκανε τον επιστάτη. Και τον πειράζανε, γιατί ήθελε να ’ναι εντάξει με τις ώρες κι αυτά. Μια φορά που του λέγανε πως δεν πάει το ρολόι του καλά, ανεγκάστηκε κι έφερε στο καλάθι ξυπνητήρι από το σπίτι για να τους το δείξει ότι πάει καλά. Τον πειράζανε πολύ ο σ’χωρεμένος ο Ζαννής ο Κοντιζάς ο «Πούλαρος», κι ο Κωσταντής το «Βασιλάκι». Αυτός είναι «Μεντέρης», που ’χε την κυρά Κατίνα της Σοφιάς την αδερφή.
Με τον πατέρα σου στην αρχή πήγαινα μαζί. Πάλεψε στη ζωή ο καημένος κι αυτός. Όταν έβγαινε το γκρέιντερ να φτιάξει το δρόμο, έπρεπε να ’ναι και κάποιος μαζί, γιατί είχε πέτρες μεγάλες κι έπρεπε να τις βγάλει στην άκρια, για να διευκολύνει και να γίνει η συντήρηση καλή. Δεν θυμάμαι να ’ταν κάποιος ειδικός.
Το Σωματείο το πάλευε ο Κουμαντσιώτης. Ήτανε κατά. Ο «Μινέρβας» ήτανε άνθρωπος της Εταιρείας. Μπορεί να τον είχανε βάλει κιόλας τυπικά για να τον έχουνε στο χέρι. Ύστερα ανακατευτήκανε κόμματα και τέτοια. Ήτανε ένας που ερχότανε εδώ και έλεγε: «Βρε παιδιά, έχω ρίξει ξύλο, αλλά έχω φάει και ξύλο…». Αυτός ερχότανε εδώ κι έκανε φροντιστήρια στο Σωματείο, στους συνδικαλιστές. Στην απεργία εγώ συμμετείχα. Ήταν ορισμένοι που δεν συμμετείχαν. Τότε γενικός γραμματέας ήταν ο Πιπεργιάς, και μου λέει: «Πρέπει να μας βοηθήσεις». Δεν πήγα καναδυό μέρες αλλά εγώ δεν ήμουνα ούτε κατά της Εταιρείας ούτε κατά του Σωματείου.
Από θανατηφόρα, δεν ήμουνα εγώ στις στοές για να ξέρω. Ο Καρβουνιάρης. Πρέπει να ’τανε το ’56-’57. Δεν θυμάμαι καλά. Μετά, το ’61 έγινε με τον Αλέκο τον Πολυκανδριώτη και με τον Λευτέρη τον Ξυδάκη. Το ’64 με τον Καπελέρη. Ήτανε κι ο Πολύδωρος μαζί ετότε. Ήτανε κοντά πάντως κι έπαθε κάτι ο Πολύδωρος. Έπαθε το μυαλό του. Αυτός πρέπει να τον βρήκενε. Καλός άνθρωπος ήτανε ο Καπελέρης. Επιστάτης ήτανε. Επικεφαλής ο Καλορίτης. Μετά ήτανε ο Κουτής και ο Καψάλης. Το ’78 ο Γεωργίου με τον Καβαλέρο. Του Αγίου Στεφάνου την ημέρα πρέπει να ’τανε.
Όλες οι δουλειές έχουνε και θετικά και αρνητικά. Ήταν κι απροσεξίες ήταν και πολλά, στα ατυχήματα και στα δυστυχήματα. Και πάντα ο εργοδότης θα κοιτάξει να έχει τους υποστηρικτές και αυτά. Η εταιρεία κι η κάθε δουλειά, ας πούμε. Τ’ αφεντικά καλά ήτανε. Εγώ είχα και φωτογραφία μαζί με τον Martin. Τα πρώτα χρόνια μας δίνανε δώρο, και τα Χριστούγεννα μας δίναν μια γαλοπούλα, και μας πήγαν στο ΔΗΛΟΣ και μας έκαναν δεξίωση με σαμπάνιες κ.λπ. Μας έδωσαν και μια τιμητική “καρφίτσα”.
Θυμάμαι τον «Κλάδιο» [Παναγιώτης Γρυπάρης] στα EUCLIDE, δεν τον θυμάμαι στα GMC. Kι ο «Θοδωρόγιαννος» [Δημήτρης Θεοδωρόγιαννης ] θυμάμαι τότες. Ο «Θοδωρόγιαννος» δεν ήταν στα κόκκινα. Ήταν στα πράσινα που ήρθανε στο γύρισμα του χρόνου, που ήρθε το γκρέιντερ και τ’ άλλα. Τα κομπρεσέρ και τέτοια, που ήρθαν τον Μάρτιο του ’56. Δεν τα προσέχανε, πολλά χέρια αλλάζανε, άλλο ντουμπάριζε, άλλο δεν ξέρω τι, πάθανε ζημιές.
Υπήρχανε σωροί σε νταμάρια και σε γαλαρίες των παλιών μεταλλείων που είχανε βαρύτη μέσα. Τα φέρνανε στο Πλυντήριο και το βγάζανε.
Στη Χειροδιαλογή ήτανε η «Μπάραινα», ήτανε η Σταυρούλα [Ταγιάδου-Αναστασίου], η αδερφή μου η Γαρυφαλλιά [Μονογυιού-Σιώκου], η Μαρσούλα [Κουκά-Ελευθερίου], η Αρετή [Μπουγιούρη-Ασημομύτη], η Καλλιόπη [Μονογυιού-Βαρώνου]’
Καλαμπούρια έχω πολλά, αλλά έχουν ακατάλληλα μέσα. Κλείσ’ το αυτό.
Ήθελε πάντα να κάνει το δικό του αυτός. Είχε πλάκα. Τον λέγαμε «Κανόνα». Λοιπόν δεν ξέρω ποιοι άλλοι ήτανε και μου λένε να του κάνουμε πλάκα. Λέω: «Εγώ!». Εγώ σε τέτοια ήμουνα μάνα. Ήτανε ο Γρύμπλας κι ο Κολλάρης. Πρέπει να ’τανε το ’68, γιατί ο Γιώργος ο Γρύμπλας ήτανε 17 χρονώ’ – και είναι το ’51 γεννημένος, αν θυμάμαι καλά. Ήτανε ο Στέλιος ο Μέλος, ήτανε ο σ’χωρεμένος ο «Καμπούρης» [Θοδωρής Κουσαθανάς], ο Θοδωρής η «Βουγιουκλάκη» που λέμε [Συριανός], ο Γιάννης ο Γούσιος νομίζω.
Ο Τάσος [Κουσαθανάς του Αντωνίου] ερχότανε και μου ’λεγε: «Πώς τα καταφέρνεις και δεν κοιμάσαι;». Φεύγανε ερχότανε, εγώ ετύχαινε βδομάδα να πιάσω Κυριακή απόγευμα δουλειά, να κοιμηθώ δυο ώρες την Τετάρτη και να ξενυχτίσω μέχρι την Κυριακή. Είχαμε γίνει πειραματόζωα. Δεν ήταν μόνο η φόρτωση. Παντού, όπου χρειαζότανε. Ήταν οι ανάγκες της Εταιρείας, αλλά ήτανε και η λόρδα… Και βέβαια είχες και υποχρέωση, όταν είχε φόρτωση, δεν ήταν μόνο το συμφέρον σου, έπρεπε να εξυπηρετήσεις. Λοιπόν, μου λέει: «Πώς τα καταφέρνεις και δεν κοιμάσαι;». Του λέω: «Ρε, ξέρεις τι κάνω; Κοιμούμαι με το ’να μάτι». Λέει: «Και πώς κοιμάσαι με το ’να μάτι. Λέω: «Στην αρχή θα το βαστάς». Επολεμούσε κι αυτός να το κάνει… Ήταν συνήθως στο φορτωτή, αλλά έπιανε και φορτηγό καμιά φορά. Μόλις έκανε ότι τον παίρνει ο ύπνος, ακουμπούσα τον κουβά του φορτωτή στο φορτηγό και πετιόταν απάνω. Ο Τάσος ήτανε καλό παιδί, προκομμένο. Ήταν έτσι η δουλειά στη φόρτωση που έπρεπε να γίνεται συνέχεια τροφοδοσία. Αφού τον έπαιρνε καμιά φορά ο ύπνος, τον άφηνα. Τον έβαζα στην άκρια και τον περνούσαν οι άλλοι καναδυό δρομολόγια. Αφού τον περνούσαν οι άλλοι, του ’λεγα «Ρε, ξύπνα, ρε!». Άμα ’θελε να τον πάρει ο ύπνος, δεν ξυπνούσε. Δούλευε το μηχάνημα, ο φορτωτής, αυτός δεν ξυπνούσε. Ύστερα για να μη μένει πίσω, πήγαινα μαζί με τον τελευταίο κι έπαιρνα ένα αυτοκίνητο και το φόρτωνα στ’ όνομά του. Κατάλαβες; Να κάνουμε καλαμπούρι, αλλά να μην έχει και επιπτώσεις. Τώρα του τα λέω καμιά φορά και γελά.
Έχουν περάσει πολλοί Μυκονιάτες και πολλοί ξένοι. Από την Εύβοια κι από τη Θεσσαλία, κι απ’ αλλού. Από χειριστές, στην αρχή ήτανε ο Παντελής και ο Πονηρός. Το επώνυμο του Παντελή δεν το θυμάμαι. Μετά, ο Αντωνάκος ήτανε χρόνια με τον σ’χωρεμένο τον πατέρα σου. Ο πατέρας σου ήτανε με τον Πονηρό και με τον Παντελή. Ήτανε οδηγός κι έκανε και συντήρηση και τέτοια. Ύστερα βοηθήθηκα εγώ κι επήγα κοντά με τον πατέρα σου. Κι έβγαλε και τα διπλώματα. Δεν είχε επαγγελματικά διπλώματα στην αρχή. Ο Αναγνώστου ήτανε χειριστής. Όχι τα πρώτα πρώτα χρόνια, μετά. Εγώ ήμουνα στο Συνεργείο και μετά έβγαλα τα διπλώματα. Το ’57 έβγαλα το δίπλωμα. Μετά πήγα στρατιώτης. Μόλις εγύρισα από στρατιώτης, έβγαλα και της μπουλντόζας. Μετά έβγαλα και γκρέιντερ και γερανό, όλα. Το ένα λέει: «Γερανοί, εκσκαφείς και βυθοκόροι», βυθοκόροι είναι αυτά που καθαρίζουν τα λιμάνια. Το λεωφορείο το βγάλαμε το ’67 με τον Θοδωρή τον «Σοτρίνη». Το ’99 το μερίδιό του το πήρε ο Τάσος ο Ασημομύτης, ο «Σβούρας» που λέμε. Ο πατέρας σου δεν μπορούσε μετά, γιατί ήτανε χειριστής. Εγώ ήμουνα οδηγός. Ήμουνα χειριστής, αλλά δεν είχα προσληφθεί ως χειριστής. Ως οδηγός είχα προϋπηρεσία. Κάνανε προκήρυξη ότι πρέπει να έχεις αυτά τα δικαιώματα. Ο Στέφανος ο Στάμος ήταν οδηγός. Και πήρε τότες ο Στέφανος και ο Νίκος ο Νάζος, ο «Κρεμμύδας, είχε αγοράσει αυτοκίνητο. Είχε πάρει του Φιορεντίνου το αυτοκίνητο, και μετά είχε δικαίωμα και πήρε λεωφορείο.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 29-04-2018]