Δημήτριος Γκερλές
Ο Δημήτριος Γκερλές του Ιωάννη και της Ελένης γεννήθηκε στο Μονόδρυ της Εύβοιας το 1937. Εργάστηκε ως μιναδόρος, χειριστής και επιστάτης Υπογείων εργασιών (1963-1986).
Γεννήθηκα στο Μονόδρυ Ευβοίας το 1937. Το ’63 το Μάρτη φύγαμε από τον Πειραιά 2 η ώρα και φτάσαμε εδώ δύο η ώρα η νύχτα – διόμιση. Πήγαμε για ξενοδοχείο στο Λητώ, μας ζήτησε 53 δραχμές περίπου. Λέω στην Αθήνα είχε 25, εδώ 55-53; Βρίσκουμε ένανε ναύτη στο δρόμο. Τω μεταξύ είχαμε πληροφορίες πως νοικιάζουν σπίτια με τη βραδιά. Ρωτάμε τον ναύτη, λέει: «Είναι, καημένε, ένα, το ΛΗΤΩ», το οποίο τότες ήταν το πιο καλό. «Ελάτε, είναι ένα άλλο, ο Απόλλωνας». Τω μεταξύ τα πράγματά μας τα είχαμε αφήσει στου Βερώνη, του «Κοιλιαμπούρη», που λέγανε. Εκεί απόξω τα πράγματα, δεν τα πείραζε κανένας. Πάμε εκεί στον Απόλλωνα, ρωτάμε, λέει: «Για πόσες μέρες;». «Ρε, γι’ απόψε! Για τη βραδιά!». Λέει: «Δεν υπάρχει!». Του λέμε του ναύτη: «Ξέρεις τίποτ’ άλλο;». Λέει: «Ελάτε εδώ!». Και μας πάει στο Κάστρο. Σε δωμάτιο. Και είχε κρεβάτια αλά στρατός, ξέρεις, πάνω-κάτω. Με 12 δραχμές το κρεβάτι. Ε, την αράξαμε εκεί. Της λέμε της κοπέλας, της γυναίκας, να μας ξυπνήσει 5:30΄ η ώρα –5:15΄–, να πάρουμε το λεωφορείο να πάμε στο Μεταλλείο για δουλειά. Μας ξύπνησε, πήραμε τα πράγματά μας… Εν τω μεταξύ το διάστημα αυτό δεν τα ’χε πειράξει κανένας. Απολύτως κανένας. Για βάλε σήμερα, να ’σαι εκεί και να γυρίσεις –με συγχωρείς– τα οπίσθια, έχουνε φύγει. Απείραχτοι α’θρώποι! Μπήκαμε στο λεωφορείο, πήγαμε στο Μεταλλείο, πιάσαμε δουλειά.
Είχε έρθει στο χωριό ο Νίκος ο Γανωτής. Του λέω εγώ: «Νικόλα, έχει καμιά δουλειά κάτω;», γιατί δούλευα στον Σκαλιστήρη, στο Έντζι τα λιγνιτωρυχεία, κι έκλεισε αυτός. Ήμουνα στο Ταμείο Ανεργίας, μετά, ξέρεις, γύριζα στη Νομαρχία, φτιάχναμε τους δρόμους που ήτανε χαλασμένοι και συναντηθήκαμε στο λεωφορείο. Ερχέτανε αυτός, ο Γανωτής, κι εμπήκα εγώ στο λεωφορείο να πάω στο χωριό και συναντηθήκαμε, στο λεωφορείο μέσα. Του λέω: «Έχει καμιά δουλειά εκεί κάτω;». Μου λέει στην αρχή: «Όχι! Δεν έχει». Ε, πήγαμε στο χωριό, μετά από μια μέρα-δύο, δεν θυμάμαι, μου λέει: «Θέλεις να ’ρθεις στη Μύκονο;». Λέω: «Ε, εγώ σε ρώτησα, αν έχει δουλειά, να ’ρθώ». Φαίνεται, ο άνθρωπος –δεν ξέρω, κατά τη γνώμη μου– να πληροφορήθηκε τι χαρακτήρας είμαι, τι αυτό, γιατί δεν με ήξερε. Αυτός στη Μύκονο, εγώ στην Εύβοια… Απ’ το ίδιο χωριό ημάστανε αλλά εγώ είχα φύγει απ’ το Μονόδρυ από 7 χρονών. Πήγαινα στη Χαλκίδα στα περιβόλια κι εδούλευα, κι έπαιρνα 150 δραχμές το μήνα. Τότες! Τότες! Το ’53, το ’52, το ’51! Και μετά, αφού έβαλε μπροστά ο Σκαλιστήρης, πήγα στου Σκαλιστήρη. Εγώ δεν είχα ξαναπάει στα Υπόγεια. Πριν πάω ακόμα εκεί, δούλεψα στη ΔΕΗ. Στην αποκάλυψη, στα κάρβουνα. Ξεχωρίζαμε το κάρβουνο απ’ το μπάζι – ως ανήλικος. Μετά που ’ρθα σε ηλικία, μου ’πε να κατέβω στις γαλαρίες. Δέχτηκα, αλλά κάποιοι με φοβίσανε. Και μου ’λεγε ο εργοδηγός της επιφανείας, εκεί που ’χαμε της αποκαλύψεως: «Γιατί, ρε τσογλαναρά, δε’ θες να ’ρχεσαι; Θα σε πάρω στη βάρδια μου». Εγώ, τίποτα! Έφυγα, πήγα πάλι μέσα στη Χαλκίδα στο Μπούρτζι. Δούλευα. Και μετά που έβαλε ο Σκαλιστήρης, έφυγα αποκεί κι επήγα στου Σκαλιστήρη κι εδούλευα – από το ’57 μέχρι το ’59. Το ’59 πήγα φαντάρος, μετά απολύθηκα, ξαναπήγα μέχρι το ’61 που έκλεισε.
Ε, μετά γύριζα στο χωριό εκεί, όπου υπήρχε καμιά δουλειά, μετά ήρθε ο Γανωτής, συζητήσαμε με το Γανωτή, και ήρθα στη Μύκονο. Από το Μάρτη του ’63 είμαι στη Μύκονο. Έφυγα ένα διάστημα το ’69 που μου ’χαν τάξει στο χωριό, στο Αλιβέρι –γιατί είχα παντρευτεί εν τω μεταξύ– δυόμισι κατοστάρικα, δραχμές μεροκάματο και 180 το ένσημο. Αλλ’ αυτοί ήτανε μέσα 4-5 συνέταιροι κι ο ένας κοίταζε να φάει τον άλλονε. Έφυγα. Λέω: «Τώρα, ας πάω στη Βοιωτία, στο Δίστομο». Μου λέγανε πως είναι καλές δουλειές, κ.λπ. Πήγα εκεί, βρήκα μηχανικό που είχε περάσει αποδώ· ήταν διευθυντής εκεί ο Χατζής. Ο Χατζής, καλό παιδί! Κι ο εργοδηγός, από ’να χωριό κοντοχωριανός μου, εντάξει. Αλλά δε’ μου άρεσε το σύστημα της εργασίας. Είχε λάμπα ασετιλίνη και έκανε νερά η ασετιλίνη, κι εγώ είχα μάθει με μπαταρία και όλο έκανα το κεφάλι μου έτσι για να δω. Και μοναχός… Ήταν άλλοι στα 10 μέτρα, αποκεί. Έκατσα εκεί, ξεκίνησα, ανοίγω τη μια τρύπα, ανοίγω τη δεύτερη, την τρίτη… Κούναγα το κεφάλι μου, ξέρεις, όλο έκανα έτσι… Λέω: “Μπα, δε’ μας σηκώνουν τα νερά”. Τα παρατάω όπως είναι, φεύγω απ’ το Δίστομο. Την άλλη μέρα το πρωί, αφού παράδωσα όλα εντάξει, πήγα στην Αθήνα, πάω στο χωριό, τα ’χασε η γυναίκα μου που με είδε. Δεν το περίμενε.
Μετά ξεκίνησα και ήρθα στη Μύκονο. Το ’71 προς το ’72. Πάλι άνοιξη ήτανε που ’χα έρθει. Πήγαμε εκεί. Μας έστειλε η Εταιρεία στο Χίλτον, σε μια εκδήλωση πάλι όπως εσύ, με Μεταλλεία, ταινίες, κ.λπ., οικογενειακώς εγώ. Εμένα και τον Κουμαντσιώτη, τον Μόσχο. Δεν ήμουνα στο ΔΣ, αλλά ως συμπαραστάτης ήμουνα. Αλλά μετά διαγράφτηκα γιατί κάνανε… Τέλος πάντων, άσε… Διαγράφτηκα να μην…
Φέρνει η Εταιρεία το πρώτο μηχάνημα, ένα φορτωτάκι EΙMCO – μικρό. Το δούλευα εκεί. Δεν ήξερα κιόλας. Σ’κωνόμουνα να δω, τι έκανε; Έπιασε ο κουβάς; Τίποτα ο κουβάς. Δεν ήξερα τίποτα. Γύριζα πίσω πάλι. Είχε το πετάλι, άμα πάταγες μπροστά πήγαινε μπροστά, άμα πάταγες πίσω έκανε πίσω. Πάλι τα ίδια και τα ίδια. Δυσκολεύτηκα πολύ. Το κατάφερα! Μετά από ένα διάστημα, φέρνουνε το WAGNER με το τιμόνι και το κάθισμα στα πλάγια. Το είχε φέρει εδώ ένας Γάλλος. Αυτός μου έδειξε, έκατσε εδώ μια βδομάδα, παραπάνω. Μαζί στη γαλαρία, μέσα-έξω. Εγώ πήγαινα με τον φορτωτή, αυτός πήγαινε με τα πόδια. Δηλαδή, τον κατέβασε αυτός στην αρχή τον φορτωτή, κι εγώ πήγαινα με τα πόδια και τον έβλεπα, και μετά, αφού έκανε ορισμένα δρομολόγια, ανέβηκα εγώ. Και πήγαινα εντάξει.
Ήτανε τότε ένας μηχανικός, που είχε κάνει στη Μέση Ανατολή. Πώς τον λέγανε; Δε’ θυμάμαι. Χάλασε το καζανάκι – τότε οι φορτωτές είχανε νερό, ένα ντεπόζιτο κι έβαζες νερό για τα καυσαέρια. Έσπασε το σωληνάκι και δεν κράταγε νερό, έφευγε. Και λέει να πάμε μέσα να το φτιάξομε. Ο Αποστολίδης ήτανε στο κομπρεσέρ, απάνω στο Τηγάνι, και είχε ένα πρόβλημα το κομπρεσέρ που μόλις πήγαινε να πάρει μπροστά, έσβηνε. Κι ήτανε εκεί και ο Μαθιός ο Βλασσόπουλος ως τεχνίτης, ο Χατζηφωτεινός… Και λέει: «Να πάμε πέρα», ο Γάλλος στον Έλληνα, για το Μεταλλείο. Λέω εγώ: «Θα σε πάω εγώ!». Λέει: «Ξέρεις;». «Ξέρω!». Την ώρα που πήγα να το πάρω, το λέει ο Βλασσόπουλος του Αποστολίδη. Λέει: «Επ!», μου βάζει φωνή αποκεί πάνω. Φεύγω. Τον πήγε ο Βλασσόπουλος πέρα… Πάω εκεί, μου λέει: «Έχεις ξαναπάρει αμάξι; Έχεις δίπλωμα;». Λέω: «Όχι! Ο φορτωτής έχει δίπλωμα;». Δε’ μίλησε. Αυτή ήταν η συζήτηση. Δεν ξαναμίλησε ο άνθρωπος, εντάξει. Ε, συνέχισα εγώ τη δουλειά μου. Μετά, όταν ήθελε η Εταιρεία να πάω να βαρέσω φουρνέλα, να κάνω κάποια άλλη δουλειά, πήγαινα. Δεν έλεγα: «Όχι, δεν πάω, εγώ είμαι για τον φορτωτή». Μέχρι που φύγαμε, επειδή έκλεισε το έργο. Το ’83. Κάτσαμε πίσω άλλα 3 χρόνια μέχρι το ’86, σαν φύλακες, τον υποχρέωνε το Υπουργείο να ’ξοφλήσει μια καλή εξόρυξη, ένα μέτωπο που είχε, και τον υποχρέωνε να βγάλει και το μέταλλο που είχε κόψει, να το βγάλει έξω. Και είχαμε τον Γρύμπλα τον Γιώργη, αυτός στο αμάξι, εγώ στον φορτωτή, και κάναμε την εξαγωγή.
Στο τέλος μείναμε 3 άτομα. Εγώ κι ο Θανάσης ο Καρυδόπουλος μέναμε απάνω στα σπίτια του Μεταλλείου οικογενειακώς· ο Βαγγέλης ο Καρυδόπουλος έμενε στο σπίτι του. Οι άλλοι, όσοι θέλανε να πάνε στη Μήλο, πήγανε στη Μήλο. Εμένα δε’ μου ’πανε να πάω. Μου ’πανε κατευθείαν αν μπορώ και θέλω να κάτσω πίσω. Και λέω: «Εντάξει! Δέχομαι!», γιατί να τρέχω αλλού για δουλειά, εφόσον υπάρχει δουλειά; Μετά, το ’86 έκλεισε οριστικά, και μείναμε εδώ. Είχα πάει στο μακαρίτη τον Φαμέλη, τον «Λιρά», που ήταν συνέταιρος με τον Γιώργο τον Σαντοριναίο. Και με τον Γιάννη τον Μονογυιό, τον «Τουμπάκα», είχα δουλέψει. Και με τον Βαγγέλη τον Γανωτή είχα δουλέψει. Στα μηχανήματα. Και στις οικοδομές με τον Μιχάλη [Κουκουλίδη] τον «Τηνιακό» είχα δουλέψει.
Τα πρώτα χρόνια που ήρθα δεν μπορούσα να προσανατολιστώ. Τότε φεύγαμε από το “Παρών” και πηγαίναμε στις γαλαρίες με τα πόδια. Δεν υπήρxε να μας πηγαίνει αμάξι. Όπου και να ’τανε. Στη Σ1 κάτω με τα πόδια. Στη Νο 1 με τα πόδια. Απάνω στην Αεροπορία στη 230, με τα πόδια. Στη 220. Τα εργαλεία μένανε στη θέση τους. Δεν κουβαλάγαμε εργαλεία. Τη λάμπα που ’χαμε και το κράνος μόνο. Είχαμε το κράνος και τη λάμπα με τη ζωστήρα. Στο Έντζι που δούλευα στο ηλεκτρολογείο ήταν ασετιλίνη, δεν υπήρχε μπαταρία με ρεύμα. Και στο Δίστομο που πήγα, πάλι τα ίδια. Πάλι με ασετιλίνη. Εδώ ήτανε πιο εξελιγμένα. Ήτανε η μπαταρία, έφεγγε όλο το σύμπαν. Κι αν φύσαγε, ήτανε σταθερός ο φωτισμός. Ενώ η ασετιλίνη κάνει διακοπές.
Την Κυριακή, για να ’ρθουμε στο Μοναστήρι με την οικογένεια –δεν υπήρχανε μέσα τότες– ερχόμασταν με το λεωφορείο της βάρδιας 7:30 η ώρα το πρωί και καθόμασταν εδώ στην πλατεία, για να περάσει το λεωφορείο πάλι στις 2:30 να πάμε στο Μεταλλείο. Όταν ήμασταν μόνοι μας, φεύγαμε με τα πόδια, παίρναμε τον δρόμο της Μακελίνας, που λέγανε, και βγαίναμε στο Λούλο που περνάγανε τ’ αμάξια αποκεί και πηγαίναμε στο Μεταλλείο. Μετά, σιγά σιγά, έβαλε αμάξι η Εταιρεία, πήγαινε τα παιδιά σχολείο, τα ’φερνε. Ειδικό δρομολόγιο. Κι εμείς είχαμε άλλη εξέλιξη σιγά σιγά. Άλλη εξυπηρέτηση. Και στη δουλειά μας πηγαίναμε και ερχόμαστε με αμάξι.
Έχουμε κατεβεί 40 μέτρα κάτω από τη θάλασσα, στο Τηγάνι. Η γαλαρία είναι 200 τόσα μέτρα. Εκεί, μέχρι το μείον 23 ήταν τα φυσιολογικά νερά. Μετά, από το -23 και κάτω παρουσιάστηκε ένα ρήγμα, το οποίο με μια φορά που πέρναγες, βρεχέσανε [ = βρεχόσουν]. Δούλευα εκεί μέσα και είχα 4 αλλαξιές ρούχα. Και είχε ένα ντεπόζιτο, γύρω στα 60 μέτρα γαλαρία, φυρέ, έτσι επικλινές. Αυτό μάζευε τα νερά, και είχε βάλει αντλίες και έβγαζε τα νερά έξω στην επιφάνεια. Μετά πλάκωσε το νερό… Βρήκαμε φελόνι καλό μέσα, αλλά βρήκαμε ρήγμα θαλάσσης. Απ’ ό,τι είχα ακούσει, είπανε να παρακάμψουμε, να αφήσουμε το ρήγμα και να πάμε πλαγίως, αλλά δεν δεχτήκανε και είπανε: «Βαράτε όσο αντέξουνε οι αντλίες. Ε, μετά, προχωρούσαμε εμείς, οι αντλίες δεν έπαιρναν τα νερά και τα ξηλώσαμε και τα βγάλαμε έξω. Όταν τα ξηλώναμε, καλαμπουρίζαμε εκεί όπως ήμαστε βρεγμένοι, έπαιρνε ο ένας τον γρασαδόρο κι επέταγε του αλλουνού. Ο άλλος πέταγε νερό. Καλαμπούρια. Αφού τα πόδια μας ήτανε στη θάλασσα μέσα.
Μεγάλες πλάκες. Τη σκορδίλα την έχεις υπόψη σου; Είναι ένα φυτό σαν κρεμμύδι από κάτω, με φύλλα φαρδιά, που το βάζουν την Πρωτοχρονιά. Αυτή, άμα τη βάλεις στο χέρι σου δεν πειράζει τίποτα, γιατί είναι σκληρό το χέρι σου. Αν όμως είναι κάνα σβέρκο, τα πόδια, ξέρω ’γώ, θα σε φάει. Δε’ γλιτώνεις. Μια δόση –αποκεί λειτούργησε το πράγμα– ζήτησε κάποιος νερό του Ιγγλέση. «Δεν έχω, ρε φίλε, δεν έχω!». Μετά, σχολάσαμε και βγήκαμε έξω, και βλέπω κι έπλενε τις μπότες του!!! Του λέω: «Ρε, τι κάνεις; Τις μπότες σου πλένεις; Είπες δεν έχεις νερό! Σιχαινέσανε [ = σιχαινόσουνα], ρε; Πες: “βρες ένα μέρος να σου αδειάσω να πιεις”. Νερό σου ζήτησε!». Ε, πέρασε αυτό, δουλεύαμε μαζί μια μέρα στη Σ1, ήταν στη θάλασσα κοντά. Έφυγε μέσα αυτός πιο μπροστά, να πάει να πάρει μέτρα. Ήτανε ξυλοδέτης. Ήτανε και πολύ μυστήριος, τα πράγματά του άμα τα πείραζες, τα ’παιρνε χαμπάρι. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε; Ανοίγω την τσάντα, παίρνω το παγούρι, αδειάζω το νερό και πάω και το γεμίζω θάλασσα. «Θα σου πω εγώ», λέω. Το σκουπίζω καλά, το δένω όπως το είχε, το βάζω στη θέση του και πήγαμε στη δουλειά. Ο Βούργος ο Ηλίας ήτανε στο τρενάκι αποκάτω κι εδούλευε. Τελείωσα εγώ μέσα που άνοιγα καμινέτο, είχε νερά κ.λπ. Άμα τελείωνα, έφευγα. Του λέω του Βούργου: «Τι έγινε;». Λέει: «Τίποτα». Πάω εκεί που δούλευε, του λέω: «Ε, δε’ σου ’χω πει να μη δουλεύεις πολύ; Πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο, ρε γαμώτο!». Δεν ήθελε. «Βρε, κατέβα να κάνουμε ένα τσιγάρο!». Δεν ήτανε για το τσιγάρο. Ήθελα να τον δω να πίνει νερό, να γελάσουμε. Εν τέλει τον κατεβάζω με το ζόρι. Λέει: «Να ξεπλύνω το στόμα μου λίγο και να καπνίσουμε». Ξεπλένει το στόμα του, κάνει “χου” μια και το φτύνει. Αλλά δεν πήρε χαμπάρι ότι ήτανε θάλασσα. Και κάνει έτσι λίγο να πιει, και… «Αααα! Κερατά, Λημνιέ! Τουρκόσπορε!», του Βούργου. Νόμιζε ότι ήταν ο Βούργος. Καλαμπούρι!!!
Μετά ήτανε κι ο κουνιάδος του Βούργου, ο Αγγελούδιας και μου λέει: «Α, ρε φίλε, άμα βρει ποιος του την έκανε τη δουλειά…». «Σώπα, του λέω, ρε. Θα πηγαίνει στο γιατρό και δε’ θα τονε γιατρεύει. Υπάρχει ένα χόρτο… Το ξέρεις;». «Όχι!», μου λέει: «Αύριο που θα πάμε στη δουλειά, θα στη δείξω». Πηγαίναμε με τα πόδια τότες. Πράγματι, όπως πηγαίναμε στη δουλειά, τη συναντήσαμε. Λέω: «Πάτα μια κλοτσιά εδώ, στην πατάτα αυτή». Τη βγάζει, την πατάει, του λέω: «Κάνε λίγο στο χέρι σου έτσι, κι άντε χάιδεψε τον τάδε στο σβέρκο». Του το βάζει. Αρχίζει ο άλλος: «Τι μου ’βαλες;». «Δεν έβαλα τίποτα. Δες τα χέρια μου», του λέει. Ξυέτανε, ξαναξυέτανε [ = ξυνόταν]… Λέω: «Θες να την κάνομε του Αγγελή;». Ε, αποκεί και πέρα λειτούργησε, και πιάσανε και βάζανε κι οι άλλοι και γινότανε… Ήτανε μια δόση στην Αεροπορία από κάτω, στις γαλαρίες αυτές, ο αείμνηστος ο Κουκάς ο Κωσταντής. Ήτανε ένας Θεσσαλός, ήτανε κι ο Δημήτρης ο Στρουμπούλης – που ’χε τα παγωτά τότες, την ΕΒΓΑ. Ήτανε σ’ αυτή τη γαλαρία που δούλευε ο Στρουμπούλης. Του λέω του Στρουμπούλη: «Βάλε!». Του ’χε βάλει στο καπέλο γύρω γύρω. Ο μακαρίτης ο Κωσταντής το βαστούσε στα χέρια. Του λέω: «Ε, συμπέθερε, βάλε το καπέλο σου», λέω. «Όχι, όχι, όχι!». «Εσύ, λέω, τι έγινε;», του λέω του Θεσσαλού – Κουτσοχρήστο τον λέγανε. «Εγώ, λέει, έχω γερή επιδερμίδα». Του γνέφω του Στρουμπούλη. «Του ’βαλα», μου λέει. «Πες αύριο να μου τον στείλουνε πάλι εδώ», μου λέει. Την άλλη μέρα τον ξαναστέλνουνε πάλι το Θεσσαλό εκεί. Με τα ρούχα της δουλειάς έφυγε. Είχε τα μπογαλάκια στην αμασχάλη. Του λέω: «Τι έγινε, ρε;». «Πώπω, μάνα μου!», έλεγε. «Πώπω, μάνα μου!».
Τελευταία με είχαν κάνει επιστάτη. Εγώ όμως ήμουνα πάντα στο πλευρό του εργαζόμενου. Γιατί κι εγώ εργαζόμενος ήμουνα. Ό,τι μπορούσα να τους βοηθήσω, βόηθαγα. Ακόμη και φουρνέλα και οτιδήποτε. Δεν κοίταζα το επιστατιλίκι, να πούμε, να είμαι στη θέση μου και καλά είναι, κατάλαβες; Πήγαινα, δούλευε τον φορτωτή, του ’λεγα: «Κάτσε, ρε, κάπνισε ένα τσιγάρο. Θα φορτώσω δυο αμάξια εγώ». Ξέρεις, πάντα ήμουνα στο πλευρό του εργαζόμενου. Γιατί κι εγώ τι ήμουνα; Και κάποιος μηχανικός μου λέει: «Ξέρεις Δημήτρη, μην καλαμπουρίζεις, γιατί αυτοί εκμεταλλεύονται». Του λέω: «Τι είπες;». Μου λέει: «Αυτοί εκμεταλλεύονται». Του λέω: «Άκου να δεις! Εκεί που είναι αυτός ήμουνα κι εγώ. Αποκεί ξεκίνησα. Όπως καλαμπούριζα τότες σαν εργαζόμενος, και τώρα εργαζόμενος είμαι, ας είμαι επιστάτης. Είμαι στο πλευρό του εργαζόμενου. Τώρα, αν τον πάρω χαμπάρι ότι εκμεταλλεύεται, αυτό είν’ άλλο. Θ’ αλλάξω. Άλλο το ’να, άλλο τ’ άλλο. Το καλαμπούρι δεν το σταματάω», του λέω.
Όταν πρωτοήρθα εδώ ήτανε ο Πρεζάνης, ήτανε ο Παρασκευαΐδης, και ο Αναστασίου. Αυτοί ήτανε εδώ ως μηχανικοί. και αυτοί ήτανε πάρα πολύ καλοί. Και συγκεκριμένα ο Παρασκευαΐδης με είχε καλέσει στο γραφείο του… Όχι με είχε καλέσει. Είχε τότες τις γεννήτριες και τις ανεβάζαν τα Watt και μας καίγαν τα μάτια, τις αντιστάσεις. Κι έβαλα τις φωνές εγώ, και λέει σε θέλει ο Παρασκευαΐδης να πας κάτω. Ε, επήγα κάτω. Είχε γίνει μια παρατήρηση… Εγώ τότες που ’μουνα λεύτερος, δεν είχα χάσει μεροκάματο. Μπορεί να γλένταγα αποδώ, μπορεί να γύρναγα αποκεί, τη δουλειά δεν την παράταγα. Δευτέρα ήτανε, Σαββατοκύριακο ήμουνα κάτω στη Χώρα – το Σαββάτο δούλευα, την Κυριακή δεν δούλευα. Ε, καμιά φορά δούλευα και Κυριακές, αλλά αυτή την Κυριακή δεν δούλευα και ήμουνα κάτω [στη Χώρα]. Ήρθα στη δουλειά. Μου λέει ο άλλος από το καμινέτο απάνω: «Θα ανεβώ απάνω να ετοιμάσω και θα σε φωνάξω να κόψεις τα μέτρα, το ξύλο, το στρογγύλι, να το βάλουμε». Έκατσα εκεί αποκάτω, εκεί που έκατσα μου ’ρχέταν ύπνος. Περνάει ο Γιδαρόπουλος –ήτανε επικεφαλής τότες αυτός, και επιστάτης ήτανε ο Θανάσης ο Καλορίτης. Όταν πέρασε κάτω, μου λέει: «Κοιμάσαι, ρε;». «Άντε, ρε, του λέω, που κοιμάμαι». Δε’ μίλησε, έφυγε, πήγε στο άλλο πόστο αποκάτω. Όταν γύρισε πάνω ο Καλορίτης, με είχε πάρει ο ύπνος, δεν τον πήρα χαμπάρι. Αλλά σύμπτωση όμως, την ώρα που ξύπνησα, φώναξε κι από πάνω ο πιστολαδόρος μου, ο μάστορας. Είχε πάει ο Γιδαρόπουλος στον Καλορίτη και του λέει: «Πήγαινε δες τον χωριανό σου που κοιμάται». Ε, ήρθανε αυτοί αποκεί, μου ’χε σβήσει η λάμπα. Έρχονται αυτοί εκεί: «Τι κάνεις, ρε;». «Περιμένω να με φωνάξει τώρα, αλλά μού ’σβησε η λάμπα». Μου λέει: «Γιατί κοιμάσανε;». «Ποιος κοιμότανε;». «Εσύ!». «Ρε, ποιος κοιμότανε, ρε;». «Εσύ!». Μου λέει ο Γιδαρόπουλος: «Δεν κοιμάσανε;», μου λέει. «Ποιος κοιμάτανε, ρε; Δε’ σου μίλησα που πέρασες κάτω;». «Πέρασε ο Παρασκευαΐδης και σ’ έπιασε να κοιμάσαι». «Και γιατί δε’ με ξύπνησε;». «Για να μη σου χαλάσει την ησυχία!». «Σοβαρά;», λέω. «Πήγαινε πέρα, είπε να πας πέρα, και τι θα σου πει; Αν σου πει να ’ρθεις, πάρε λάμπα κι έλα». Κατεβαίνοντας εγώ κάτω, βλέπω το Θανάση τον Κουκά τον μακαρίτη. Ήτανε αυτός στο Σωματείο, γραμματέας νομίζω. «Πέρασε αποδώ ο Παρασκευαΐδης;», του λέω. «Όχι, ρε», μου λέει. «Γιατί έτσι κι έτσι…». Μου λέει «Τι σκοπό έχεις, τώρα;». «Θα πάω να πάρω λάμπα και θα ’ρθω». Πάω παίρνω τη λάμπα εγώ, γυρίζω στη δουλειά πάλι, φωνάζω, λέω: «Ήρθα!». «Ήρθες;». «Ναι!». Λέει: «Τι σου ’πε;». «Να μη ξαναγίνει», είπε. Αυτοί το προχωρήσανε το θέμα, το πήγανε στον Παρασκευαΐδη. Και με τη φασαρία με τη γεννήτρια που έκανα εγώ, με κάλεσε κάτω. Μου λέει: «Μπορείς να μου πεις τι έγινε με Γιδαρόπουλο – Καλορίτη;». «Δε’ σε καταλαβαίνω», του λέω. «Κοιμάσανε;», μου λέει, «κι επήγες στο Σωματείο κι έκανες παράπονα;». «Εγώ;», του λέω. «Το Σωματείο έκανε παράπονα; Φέρ’ το μου εδώ μπροστά! Και τον Γιδαρόπουλο, και τον Καλορίτη, και το Σωματείο! Κι αν πούνε, μπροστά σου και μπροστά μου, ότι εγώ έκανα παράπονα, θα τους φτύσω μπροστά σου!». Μου λέει: «Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, Γκερλέ, δεν έχεις ανάγκη ούτε την κωλοεταιρεία, ούτε και το Σωματείο». «Μα γι’ αυτό σου λέω, φέρ’ τους εδώ μπροστά μου». Πράγματι, λοιπόν, δεν έγινε τίποτα, εμείναν έτσι. Πέρασε πολύς καιρός, συναντιόμαστε, ήτανε επικεφαλής ο Γιδαρόπουλος στη γαλαρία που δούλευα. Του λέω: «Έλα εδώ, ρε! Τι πήγες και είπες; Μη νομίζεις ότι εγώ έχω έρθει για πρώτη φορά στις γαλαρίες. Τον καιρό που πήγαινα εγώ στις γαλαρίες, εσύ κοιμάσανε. Θα σε σουβλίσω σαν τον Αθανάσιο Διάκο, ρε!». Δε’ μίλησε τσιμουδιά… Κατάλαβες;
Πήγαινα και στο Λούλο στη φόρτωση, στα σακιά. Ήτανε συνεργείο ελευθέρων τότες, από Πλατύ Γιαλό, από κάτω. Μόνο φόρτωση. Μια δόση ήτανε 1.000 τσουβάλια 50άρια να βάλουμε. 14 άτομα, κι ό,τι ώρα το τελειώσουμε θα φύγουμε και θα πάρουμε 300 δραχμές. Ήτανε ο Kieth, ο Αμερικάνος. Ξεκινήσαμε αλλά μετά από πολλές ώρες, κάποιοι μπαϊλντίσανε· άλλος έλεγε «με φτάνουν», άλλος «δε’ μπορώ τώρα άλλο», και φεύγουνε. Και μένουμε 10 άτομα. Φύγανε τα 4. Και κάτσαμε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί 10:30-11:00. Σχεδόν 24ωρο. Και μου λέει ο Κιθ: «Ακόμα εδώ;». Ήμουνα απάνω πέταγα σακιά. «Ναι, λέω, ακόμα εδώ. Αφού ήμασταν τόσοι και μείναμε τόσοι…». Δεν ήξερε και καλά Ελληνικά. Παίρνει ένα σακί και μια κιμωλία, γράφει 300, μου το σβήνει, και ξαναγράφει 500 δραχμές. Μου λέει: «Οκ;». Ήτανε καλά λεφτά, αφού το διπλασίασε σχεδόν. Και μετά, αφού τελειώσαμε, μου λέει: «Πας τώρα να κάνεις μεταφορά στην 63;». Εδώ που πάμε για τη Μερχιά. Λέω: «Ναι!». Μου λέει: «Είσαι λωλός;». Του λέω: «Εσύ είσαι λωλός, όχι εγώ!». Είχε πριμ. Όταν απόδιδες, έπαιρνες. Δεν απόδιδες, δεν έπαιρνες. Μπορεί να ’παιρνες λίγα, μπορεί να μην έπαιρνες και καθόλου. Ανάλογα.
Τότε που σκοτώθηκε ο μακαρίτης ο Καπελέρης ήμουνα λεύτερος και κάναμε παρέα. Κάναμε πολλή παρέα, κι ας ήτανε μεγαλύτερός μου πολύ! Μου ’λεγε για τα παιδιά του, ότι είχε μια κόρη μικρή και ότι δεν χάρηκε χάδια από τη μάνα. «Και θα της τα δώσω εγώ τα χάδια», έλεγε. Αλλά δεν πρόλαβε κι αυτός. Μαζί γλεντούσαμε παρέα, σαν να ήμαστε ίδια ηλικία, κι όχι γιος-πατέρας, που λέει ο λόγος. Πολύ καλός άνθρωπος. Πολύ καλός άνθρωπος. Ήμουνα 2η βάρδια, 3:00-23:00. Κι αυτός πήγαινε 3η, 23:00-07:00. Αυτός ήτανε επιστάτης. Εγώ δούλευα τότε με τον μακαρίτη τον «Στόλα», τον Σαντοριναίο τον Αποστόλη, στο Τηγάνι. Ξέρεις, αργήσαμε, άργησε το αμάξι να μας πάρει, και περίμενε, δεν πήγαινε στη δουλειά, για να συναντηθούμε. Έμενε παραδίπλα. Είχαμε πει ότι «ξέρεις, θα βγούμε». Το πρωί ήτανε της Αγια-Μαρίνας την άλλη μέρα. Ξημέρωνε της Αγια-Μαρίνας. «Έλα, ρε, αργήσατε! Τι έγινε; Έλεγα μήπως πάθατε τίποτα». «Έλα, ρε Γιώργη, του λέω, τι να πάθουμε;». «Ε, δεν ξέρεις καμιά φορά…», μου λέει. Του λέω: «Δε’ μου λες, από πού θα ξεκινήσουμε; Θα ξεκινήσουμε απ’ τη Χώρα και θ’ ανεβούμε στην Άνω Μερά ή θα πάμε στην Άνω Μερά και θα πάρουμε μετά τον κατήφορο;». Λέει: «Το πρωί θα δούμε». «Εντάξει! Άντε, στο καλό, λέω, καλή βάρδια, και ξύπνα με πιο πρωί να ετοιμαστώ κι εγώ, να κατεβούμε με το λεωφορείο». Λέει: «Ναι!» και ξεκίνησε με τα πόδια που πηγαίνανε στο Νο 1. Εκεί που είναι τα μπετά, που πάμε για τη Μερχιά, από πάνω εκεί. Αλλά δούλευε πάνω ψηλά στην 165, στη 230 εκεί. Ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε, το πρωί, κατά τις 6:00-6:30, μας λέει ο φύλακας: «Ε, κοιμόσαστε; Σκοτώθηκε ο Καπελέρης!». «Σκοτώθηκε ο Καπελέρης; Πού είναι;». «Τον έχουνε στη Χώρα, στο νεκροταφείο του Αϊ-Λούκα». Ετοιμαστήκαμε, πήγαμε κάτω, πήγα στην εκκλησία, τον είχανε εκεί μες στην εκκλησία. Μετά τον πήρανε με το βαπόρι, τον συνόδεψε ο Θανάσης ο Καλορίτης – δεν θυμάμαι αν τον συνόδεψε κανένας άλλος. Δεν τον θυμούμαι τον άλλον, αλλά πήγε ο Καλορίτης λόγω ότι ήταν πατριώτης και εκπροσώπευε την Εταιρεία, σαν επιστάτης που ήτανε.
Είχα τύχει και στον μακαρίτη τον Καβαλέρο με τον μακαρίτη τον Γεωργίου, αλλά δεν ήμουνα στη βάρδια απάνω. Όπως και με τον μακαρίτη τον Καψάλη, στο Τηγάνι, με τον φορτωτή τότες. Στην Αεροπορία αποκάτω ήτανε ο Κουτής [που μπήκε ο λεβιές στο μάτι του]. Ο Καψάλης ήτανε στο Τηγάνι με τον φορτωτή. Τώρα πώς γίνανε δεν ξέρω.
Ξέρεις, ήθελε προσοχή, αλλά δεν ήτανε επικίνδυνα, μπορώ να σου πω, μπρος στα κάρβουνα που ’χα δουλέψει. Γιατί το κάρβουνο είχε πίεση, πάνω-κάτω, όπως είναι η ζύμη, λέγεται αρμύρικας αυτός, και φουσκώνει. Κι εκεί που βλέπεις τη γαλαρία, μπορείς να τη δεις να κλείσει. Να βάλεις ξύλα τεράστια, να τη μπουντελιάρεις, και να την πιέζει, να τα κάνει λιώμα όλα. Εδώ δεν είχε τέτοια πράγματα. Εδώ ήτανε απροσεξία και αμελεία. Έκανες ένα σφάλμα, μπορούσες να το πληρώσεις και με τη ζωή σου.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 30-10-2017]