Δημήτριος Καραμέρος
Ο Δημήτριος Καραμέρος, του Χρήστου και της Μαρίας, γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα. Υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος σε καράβια που έρχονταν για φόρτωση βαρύτη- μπεντονίτη στον Λούλο και ως εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας Χαλκούση.
Δεν είχε τις τεράστιες δυσκολίες η προσέγγιση στο Λούλο. Αν ο καιρός ήτανε κάτω από 6-7 μποφόρ έδενες άνετα. Μετά, με τις μεθορμήσεις που κάνεις μπρος-πίσω –η σκάντζα που λέμε εμείς στα ναυτικά– εκεί ήθελε την προσοχή. Ε, άμα πρόσεχες, λασκάριζες δυο σκοινιά, πήγαινες πιο πίσω κι ερχότανε το σιλό απίκου να κατεβάσει τα τσουβάλια. Γιατί το σιλό ήτανε μόνιμα, σε μια μεριά, δεν ταξίδευε όπως συμβαίνει στα λιμάνια της Ευρώπης που είναι πάνω σε γερανό και πηγαίνει αποδώ-αποκεί. Βέβαια δεν ήταν το μόνο λιμάνι αυτό του Λούλου που είχε τέτοιο πρόβλημα σχετικά με τη μετακίνηση του πλοίου, να ρεμιτζάρει, να πάει πιο πίσω, να πάει πιο μπρος. Σε χίλια-δυο λιμάνια. Τα ίδια πράγματα γινόντουσαν, όπως γίνεται και με το στάρι με το σιλό που πάει χύμα μέσα. Το πάνε αποδώ-αποκεί…
Ήρθα με τέσσερα καράβια διαφορετικά. Ξεκίνησα με το NAGOS πρώτα, ένα Liberty, το οποίο ήρθε κι εφόρτωσε αποδώ, μετά με το NICOS, στη συνέχεια με το ACHILLET. Μετά το ACHILLET ερχόμουνα σαν εκπρόσωπος του Γραφείου. Τότε είχαμε κάνει και μια ζημιά με το βίντσι. Ήμουνα εγώ στα Γραφεία τότε, και είχα έρθει. Πράγματι στη μετακίνηση του βαποριού μπρος-πίσω δεν είχανε δώσει το ανάλογο ύψος στο σιλό, να το πάρουνε πιο πάνω για να μη το χτυπήσουμε… Απ’ τη μια, ευθύνη του λιμανιού, απ’ την άλλη και ευθύνη δική μας. Γιατί είχανε αφήσει μια μπίγα, αντί να τη φέρουνε μέσα την είχαν αφήσει έξω. Και τέλος πάντων το φέραμε κάτω το σιλό. Και μάλιστα, επειδή το βαπόρι το δικό μας έπρεπε να φύγει, έφυγε με κάπως λιγότερο φορτίο. Τους λέμε εμείς: «Σ’ αυτό το αμπάρι δεν θα βάλετε άλλο φορτίο!». Και αυτοί δεν είχανε τα μέσα να πάνε το σιλό στο άλλο αμπάρι. Έπρεπε εμείς να φέρουμε το βαπόρι πιο εδώ, ούτως ώστε το αμπάρι που θέλουμε να βάλει φορτίο να ’ναι απίκου στο σιλό. Εκεί στη μετακίνηση, από λάθη και των δυο πλευρών –και του βαποριού απ’ ό,τι διαπίστωσα εγώ μετά, και του σιλό– γιατί αυτοί ζητήσαν τη μεθόρμηση, αλλά δεν το βιράραν απάνω. Και ο καπετάνιος δεν βλέπει πρίμα, προσπαθεί να βγαίνει στην άκρη και να μιλάει. Μπορώ να πω ότι και γι’ αυτό τον κατηγορήσανε τον καπετάνιο, ότι ήτανε ευθύνη του πλοιάρχου. Εγώ ήμουνα Αθήνα και ήρθα εδώ και βρήκα τη ζημιά. Ο καπετάνιος τους είπε: «Σηκώστε το σιλό!». Εξυπακούεται ότι τους το είχε πει. Αλλά για να κάνουν αυτοί τη μήνυση πάει να πει ότι δεν τους είπε. Τώρα, τους είπε-δεν τους είπε, ήτανε και της αρμοδιότητός τους να το σηκώσουν το σιλό. Τα Μεταλλεία μας πήγαν εμάς κατηγορούμενους, αντιδράσαμε εμείς ως προς την ευθύνη γι’ αυτή τη ζημιά, επικαλούμενοι εμείς ότι: «εμείς στο βαπόρι μας έχουμε ναυτικούς, ενώ εσείς έχετε, ούτε καν λιμενεργάτες, έχετε ψαράδες, οι οποίοι έχουν γνώση γύρω από τις βάρκες, κ.λπ.». αυτό είχε σαν αφορμή να μειωθεί το μεγάλο ποσό που ζητάγανε για το σιλό, και ν’ αναλάβουνε ένα μέρος της ευθύνης οι ίδιοι. Όλ’ αυτά μέσω δικηγόρων… Μιλάμε τώρα για μια περίπτωση του ’65. Αμοιβαία η ευθύνη, κατά μεγαλύτερο ποσοστό των πλοιοκτητών. Νομίζω πήγε 70-30%; 60-40%; 65-35%; Πάντως το βαπόρι έφυγε. Δεν αποκαταστάθηκε η ζημιά. Γιατί σας λέω, ένας εφοπλιστής, για το βαπόρι εκείνο το οποίο ήτανε 15.000 τόνους –ένα Victory ήτανε, αν θυμάμαι καλά–, είχε μια ζημιά ημερησίως, αν έμενε ώσπου να αποκατασταθεί η ζημιά, γύρω στις 8.000-10.000 δολάρια.
Τώρα, σχετικά με το χαπιάρισμα του φορτίου, που το λέμε στα ναυτικά, είναι και ευθύνη των επικεφαλής του πλοίου, γιατί αυτοί θα ταξιδέψουν με το βαπόρι. Οι εργάτες που πάνε για να ξεφορτώσουν βαπόρια πάνε οργανωμένοι, έχουνε τα σωματεία τους, είναι οι λεγόμενοι ναυτεργάτες κανονικοί της στεριάς, ξέρουνε και τα βίντσια να δουλέψουνε, ξέρουνε και τη μπίγα να κατεβάσουνε, και να την ανεβάσουνε… Δηλαδή, με το που μπαίνεις σ’ ένα λιμάνι οργανωμένο, ένας αξιωματικός, είτε ο καπετάνιος ή οποιοσδήποτε, δεν έχει να κάνει τίποτ’ άλλο παρά ένα περίπατο όσο ξεφορτώνουνε ή φορτώνουνε. Ένας εργάτης που είναι –και ειδικά εδώ στη Μύκονο που ήτανε ψαράδες, ή στη Χαλκίδα που ερχόντουσαν κάτι κεραμοποιοί να κάνουνε τη δουλειά του ναυτικού– δεν είναι έμπειρος.Οι εργάτες που σε φωνάζουνε κάθε τόσο και σου λένε κάτι, και δεν το κάνουνε από μόνοι τους, αυτοί είναι οι λεγόμενοι στοιβαδόροι οι οποίοι όταν κατέβουνε κάτω στ’ αμπάρι το τρώνε με τα δόντια τους… Το συγκεκριμένο φορτίο έχει δυο κινδύνους. Αν δεν το χαπιάρεις καλά, κι αν δεν έχεις πάρει τα ανάλογα ασφαλιστικά μέτρα· αφενός να μη μετακινηθεί και αφετέρου να μη το βρέξεις. Γιατί στη μετακίνηση έχεις κίνδυνο ακόμη και να μπατάρει το βαπόρι· αν το βρέξεις έχεις μεγάλη ζημιά που θα σου κόψουν απ’ το ναύλο. Αυτοί το βάζουνε στεγνό, το θέλουνε στεγνό. Τώρα, αν σπάσουνε ορισμένα τσουβάλια και πέσει κάτω το φορτίο, οι φορτωτές σε εφοδιάζουνε με κενά, κι όταν ξεφορτώνεις, ας πούμε στο Μπουρούτου μες στη ζούγκλα του Λάγκος, στη Νιγηρία, εκεί στο τέλος μένουνε δέκα άτομα και το σκουπίζουνε το φτυαρίζουνε και το βάζουνε με κάτι χωνιά μέσα από τις τρύπες που έχουνε τα τσουβάλια, ειδικές, όπως τα τσιμέντα.
Το πιο δύσκολο ήτανε: «πάω στη Μύκονο, αλλά να δώσει ο Θεός να δέσουμε αμέσως». Γιατί έχεις πολλά έξοδα. Δηλαδή, φέρνεις πιλότο… Πάντοτε, ή τον Μελέτη απ’ τη Χαλκίδα ή τον Κώστα τον Ζουγανέλη, τον δήμαρχο τον «Χούντα» . Κι εκείνος που μας ήτανε πολύ χρήσιμος ήταν ο σ’χωρεμένος ο Μίμης ο Ζουγανέλης, ο οποίος ήτανε και πράκτορας για μας, την εταιρεία του Χαλκούση. Δεν προλάβαινες να του ζητήσεις κάτι κι ήτανε απίκου. Ο λόγος που ερχόμουνα εγώ ήτανε ν’ αποφευχθούνε τα λεγόμενα ντιλέι (delate) που λέμε, οι καθυστερήσεις. Να ’μαστε συνεπείς και με τους ναυλωτές και με τους φορτωτές και με τους παραλήπτες.
Είχα την αρμοδιότητα να ’ρχομαι κι εγώ απ’ το Γραφείο. Να σ’ τα πω: NAGOS, NICOS, ACHILLET, τρεις φορές το ACHILLET, το NAGOS για μία μόνο φορά, το δε NICOS τουλάχιστον 6-7 φορές. Αρκετές. Και το WIRGY το οποίο έριξε το σιλό. Εγώ τότε είχα έρθει σαν Γραφείο να δούμε τη ζημιά και τα λοιπά.
Αυτές δεν ήτανε χρονοναυλώσεις. Αυτές ήτανε με το ταξίδι. Παράδοση-παραλαβή. Φόρτωση-εκφόρτωση. Δηλαδή, σου ’λεγε: «Θέλω 300 τόνους μπεντονίτη και 500 βαρύτη». Εμείς το συνδυάζαμε και με άλλα φορτία. Δηλαδή είχαμε ένα κοντράτο με τη Βυρητό. Ο Γκαντούρ έπαιρνε τα ξύλα της Σέλμαν κι έστελνε στην Αφρική, στο Λάγκος συγκεκριμένα, στη Νιγηρία, έστελνε τσιμέντα. Και μέσα στη ζούγκλα που ήτανε τα γεωτρύπανα, περνάγαμε τον μπεντονίτη και το βαρύτη. Εμείς, επειδή οι ναυλωταί είχανε ανάγκη και από λίγους τόνους, και από 300 και από 700, το παίρναμε σαν συμπλήρωμα, και υπολογίζαμε να το βάλουμε σε μέρος ώστε να εκφορτώνεται εύκολα, όπως επίσης και να φορτωθεί και εύκολα, γι’ αυτό κάναμε χωρίσματα στ’ αμπάρια ούτως ώστε άμα βγάλουνε τα τσιμέντα να μένει κάτω ο μπεντονίτης, αλλά σε ασφαλές σημείο ώστε να μη βρέχεται και να εκφορτώνεται εύκολα.
Οι εργάτες στη φόρτωση πρέπει να ήτανε πολύ καλά πληρωμένοι, διότι κάνανε “αμάν” πότε θα περάσει βαπόρι. Μετά, κάνανε και σχέσεις με το πλήρωμα, και δίνανε παραγγελίες να τους φέρουνε από τη Βηρυτό διάφορα: επενδύτες, αναπτήρες… Και για κείνη την εποχή, εδώ στη Μύκονο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ήτανε ένα αυτοκίνητο μόνο, ένα VW, μπλε ή πράσινο δε θυμάμαι, του Μίμη του Ζουγανέλη, ε, δεν υπήρχε κι άλλο αυτοκίνητο μες στη Χώρα το ’63. Γιατί εμένα, το πρώτο μου ταξίδι στη Μύκονο ήτανε το ’63 το Φλεβάρη. Ερχόμουνα και διαφορετικά, πιο νεαρός, για διασκέδαση. Εγώ εδώ στη Μύκονο ερχόμουνα ως υποπλοίαρχος, και μετά ως εκπρόσωπος του Γραφείου. Να μη χρησιμοποιούμε βαριές λέξεις: Αρχιπλοίαρχος, κ.λπ. Ή έκανες αυτή τη δουλειά ή δεν την έκανες, είσαι ένας εκπρόσωπος του Γραφείου. Καπετάνιος λέγεται στο πλοίο αυτός που είναι ναυτολογημένος καπετάνιος. Λόγω των συχνών επισκέψεων απέκτησα πολλούς γνωστούς και μερικούς φίλους. Με τράβηξε και η βραδινή ζωή της Μυκόνου, και όταν έκλεισε κάποτε το Γραφείο, ήρθα και πήρα ένα κομμάτι να κάνω ένα εξοχικό. Όλο το χρόνο είμ’ εδώ· πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα για διάφορες δουλειές. Ήταν οι γνωριμίες που με κρατήσανε πιο πολύ και το μπερκετιλίκι που έβλεπα. Βέβαια δεν είναι ο κόσμος που ήτανε, όχι στο σύνολο.
Είναι ένας τόπος με παράδοση ως προς την συμπεριφορά των κατοίκων. Όλα κι όλα! Απ’ όλες τις Κυκλάδες τους ξεχωρίζω. Εργατικοί και δραστήριοι! Και η συμπεριφορά τους και η φιλοξενία τους εδώ, άριστη. Θυσία! Μέχρι που μπορούσανε να φύγουν απ’ το κρεβάτι τους και να σε φιλοξενήσουνε για να μην πας σε ξενοδοχείο, άμα είχες γνωριστεί με κάποιον. Οι Μυκονιάτες είναι μπερκέτηδες και έξυπνοι. Το σύνολο των εργολάβων της Μυκόνου βρεθήκανε στην Αθήνα και χτίσανε όλη την Αθήνα. Τυχαία είν’ αυτά; Γιατί δεν πήγανε κι οι Ανδριώτες; Γιατί δεν πήγανε οι Τηνιακοί; Οι Μυκονιάτες που ανοίχτηκαν κι έχτισαν όλη την Αθήνα, τι να τους πούμε; Άχρηστους;
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 29-05-2016]