Δημήτριος Πιπεργιάς – Πέτρος Απ. Ξυδάκης

Ο Δημήτριος Πιπεργιάς γεννήθηκε το 1939 στους Κήπους Ευβοίας. Δούλεψε ως μιναδόρος (1958-1968). Υπήρξε Γραμματέας του Σωματείου εργαζομένων με έντονη συνδικαλιστική δράση.
Ο Πέτρος Ξυδάκης Γεννήθηκε το 1963 στη Μύκονο. Είναι γιος του Αποστόλη Ξυδάκη, εργολάβου επιφανειακής εξόρυξης.

ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Εγώ γεννήθηκα το 1939, 21 Νοεμβρίου. Σημαδιακή μέρα, της Μεσοσπορίτισσας, που λένε στο χωριό. Μεν είμαι γραμμένος στις 7/10 όμως, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Πήγα στο Δημοτικό, πήγα στο Γυμνάσιο, έβγαλα και το Γυμνάσιο στις Κονίστρες. Τις δύο τελευταίες τάξεις πήγα στην Κύμη. Από εκεί πήρα και το απολυτήριό μου για να το χρησιμοποιήσω αλλού. Γεννήθηκα στους Κήπους Ευβοίας, δίπλα στις Κονίστρες. Μετά, αφού έβγαλα το Γυμνάσιο, δεν είχα τι να κάνω. Μετά μου είπαν να πάω χωροφύλακας, αλλά κάποιος μπάρμπας μου μου είπε να μην πάω – και δεν πήγα. Ήρθε ένας απ’ το Μονόδρυ, ο Γανωτής. Ο Γανωτής ήταν εργοδηγός και ζητούσε εργάτες. Ε, ήρθα κι εγώ με κάτι μπαρμπάδες μου. Με βάλαν στη μεταφορά. Μετά από κάνα μήνα με βάλαν βοηθό στον Σπύρο τον Κοντιζά. Βάζαμε φουρνέλα. Αυτός ήτανε καλός πιστολαδόρος. Δούλεψα κάνα εξάμηνο, κάνα χρόνο, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο. Μετά μου δώσανε πιστόλι. Πιτσιρικάς εγώ. Σε κάποια στιγμή, σωματείο υπήρχε, κάναμε μια συνέλευση. Τότες, όπως ήμουνα εγώ δεν ήξερα τίποτα από σωματεία και πολιτικές. Την κάναμε στην Άνω Μερά. Έκανε τη συνέλευση ο Μοσχόπουλος Κουμαντσιώτης. Γραμματέας ήταν ο Θεοχάρης Δέτσης. Ο άνθρωπος δεν ήξερε γράμματα. Τέλος πάντων, θέλανε να βγάλουνε γραμματέα, και όλοι οι εργάτες, αφού με είχανε γνωρίσει, με εκλέξανε εμένα διά βοής. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Το τι έκανα μετά, το λέει το τέλος. Έμαθα γραφομηχανή, ήθελα να είμαι δραστήριος. Κάναμε απεργίες, διαμαρτυρίες πολλές, έγραφα πολλά, πάψανε να σκοτώνονται οι ανθρώποι, που σκοτωνότανε κάθε μήνα, εν πάση περιπτώσει, μειωθήκανε. Και συγκεκριμένα σκοτώθηκε κάποιος Καπελέρης, πατριώτης μου, ο Γιώργης ο Καπελέρης. Άκου, να δεις, περίπτωση. Του διαμαρτυρόμασταν εμείς –εμένα μου τα λέγανε οι εργάτες– ότι αυτή η κολώνα είναι επικίνδυνη, χωμάτιζε. Και το είπαμε στον Καπελέρη, και το είπε στη Διοίκηση. Άσε τα έγγραφα που είχαμε κάνει. Και πήγε να περάσει κι έπεσε η κολώνα και τονε πλάκωσε. Εγώ ήμουνα γ΄ βάρδια. Και με ειδοποιήσανε κι επήγαμε επάνω. Δεν με πήρε ο Αστυνόμος μαζί. Τότε ήτανε «αγορασμένα» όλα. Αλλά πήγα στο δικαστήριο. Του είπα του Αστυνόμου: «Άμα δεν με βάλεις, θα πάω μόνος μου στον εισαγγελέα». Και με έβαλε μάρτυρα. Έφαγε 6 μήνες φυλακή ο Αναστασίου, από τη μαρτυρία μου. Δεν τον εκατηγόρησα εγώ. Εγώ είπα τα σωστά. Έδειξα τα έγγραφα που είχαμε κάνει. Συμβιβαστήκανε οι κόρες του. Είχε 4 κόρες αυτός. Από το Βίταλο. Εκείονο τον καιρό, πήρανε 213 χιλιάρικα. Μπορούσανε όμως να πάρουνε εκατομμύριο και. Μετά, αφού είδε η Εταιρεία ότι εγώ, με λίγα λόγια, δεν πουλιέμαι, με έπιασε καναδυό φορές και μου είπανε να πάω στο χωριό τη μια φορά, και τη δεύτερη φορά στην απεργία να τα παρατήσω και να πω ότι ο πατέρας μου είναι άρρωστος. «Εγώ δεν τους πουλάω, λέω, τους συναδέλφους μου». Και αφού είδε κι αποείδε μου ’κανε μήνυση «περί υπάρξεως σπουδαίου λόγου». Πήγα στη Σύρο μόνος μου εγώ. Αυτοί είχαν μαζέψει όλα τα γραφεία [τη Διοίκηση] και με κατηγορούσαν ότι δεν δουλεύω, κ.τ.λ. Μου λέει ο Πρόεδρος: «Τι λένε αυτοί;». Του λέω: «Κύριε Πρόεδρε, εγώ δύο χεράκια έχω, όπου και να πάω, θα δουλέψω. Δεν με πειράζει κι αν με απολύσουνε. Αλλά αυτοί, του λέω, που ήρθανε και ψευδομαρτυρήσανε, άμα δε’ δουλέψω εγώ θα πεθάνουνε, γιατί είναι τεμπέληδες». Και δε’ λέω τίποτα άλλο. Και βγαίνει η απόφαση και λένε: «Εγώ δεν βρίσκω τίποτα για τον Πιπεργιά, αλλά κατά τη γνώμη των λοιπών μελών της Επιτροπής θεωρείται ύπαρξις σπουδαίου λόγου και πρέπει να φύγει». Και με έδιωξε από την Εταιρεία. Και μου λέει ο δικηγόρος ο Βαρθαλίτης: «Άμα πας, Δημητράκη, στο ΣτΕ δεν χάνεις ποτέ». Ήθελα ενάμιση χιλιάρικο, όμως. Μου τα βρήκανε τα παιδιά. Και πήγα στον Στεφανίδη, ένας πατριώτης μου που έβαζε υποψηφιότητα στην Εύβοια. Μου γράφουν λάθος το όνομα. Κατά τη γνώμη μου επίτηδες. Και πήγα μόνος μου μέσα, τον απείλησα. Του είπα: «Εγώ τα χρωστάω τα λεφτά που σου έδωσα, άμα δε’ σ’ τα δώσω, θα με πας φυλακή. Λοιπόν, θα σε καθαρίσω για να υπάρχει και λόγος». Μου ’δωσε την απόφαση, την πήγα εδώ, κι είχα άλλο πρόβλημα. Έπρεπε να τα ζητήσω σε 3 μήνες, αλλιώς τα ’χανα. Όσον αφορά για τα λεφτά, στη δουλειά με πήρανε με πρώτη ευκαιρία. Έλα που τα ’χα ζητήσει από τον Μενεΐδη εγώ, τον συμβολαιογράφο… Τότες ήτανε στη Σύρο κάποιος Βάγιας, πατριώτης μου από την Κάρυστο, και μου λέει; «Δημητράκη, τη χάσαμε την αποζημίωση». «Γιατί;». «Γιατί έπρεπε να τη ζητήσουμε σε 3 μήνες». Λέω: «Την έχω ζητήσει». Και πάω και την παίρνω και σε ένα μήνα μου ’στειλε με τον βοηθό του τον Γιάννη τον Κίκηλη 65.000 δρχ., του ’δωσα και 5.000 κι αυτουνού, ακόμα τα λέει.
Στο διάστημα αυτό που με σχόλασε η Εταιρεία [1965], έμαθα σερβιτόρος. Με πήρε ο Γαλατάς να του γράφω, και μέσα σε κάνα μήνα μου λέει να αναλάβω σερβιτόρος. Του λέω: «Βρε, δεν ξέρω τίποτα!». Με προώθησε, πήγα καλά. Μ’ έμαθε πώς να πιάνω τα πιάτα, πρώτος σερβιτόρος εγώ. Από ’κεί και πέρα πήγα στα ΚΙΟΥΠΙΑ, πήγα στον Σομή. Το 1974 κάναμε με τον Νικήτα το ΔΙΕΘΝΕΣ. Πρώτα έκανα το ΜΑΝΤΩ. Μου ’χε πει ο Νικήτας να μου το πουλήσει 500.000 δρχ. Του πήγα 550.000δρχ., γιατί πήρα αποζημίωση από το ΜΑΝΤΩ, και δεν τα δέχτηκε. Μου λέει όμως: «Άμα θες, να γίνομε συνεταίροι», και γίναμε συνεταίροι.
Ήμουνα β΄ βάρδια, 3 η ώρα έπιανα δουλειά και σχόλαγα 11 μμ. Και γ΄ βάρδια ήταν ο Καρβουνιάρης. Έρχεται ο Ντεμένεος ο Κοντιζάς και μου λέει: «Δημητράκη, θα βάλομε ένα, δύο, τρεις “καθρέφτες”. “Καθρέφτης” είναι, πες πως είναι ίσιο αυτό, άμα το χτυπήσεις εδώ φουρνέλα, ανοίγει μια τρύπα και γίνεται στήθωμα. Αυτό λέγεται “καθρέφτης”. Από ’κεί και πέρα συνεχίζεις καθρέφτη-καθρέφτη και πας, είχε τρεις. Χτυπάω εγώ έτσι, του λέω: «Αυτόν δεν τον βάζω». Αυτόν να τον κασώσουμε και μετά να τον βάλομε». «Εντάξει, Δημητράκη», μου λέει. Πάει μετά ο Καρβουνιάρης και τον πλακώνει, μαζί με τον βοηθό του.
Με τον Μοσχόπουλο συνεργαζόμασταν πολύ καλά. Στέλναμε χαρτιά στη Διεύθυνση κι αυτοί μας κυνηγούσανε. Εμένα, κάθε μεσημέρι, με φωνάζαν στα Γραφεία, για να χάνω το λεωφορείο. Και πήγαινα με τα πόδια. Κάθε μέρα σχεδόν. Σταμάταγε το λεωφορείο και μου έλεγε ο Θοδωρής ο Σωτρίνης: «Βρε Δημητράκη, θέλω να σε πάρω, μου ’χουνε πει όχι, θα με σχολάσουνε». Μεγάλο κυνήγι.
Με τον Δημήτρη τον Πιπεργιά, τον συνδικαλιστή, είμαστε δεύτερα-τρίτα ξαδέλφια. Αλλά γίναμε φίλοι από τότε που πήγε στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ. Ερχότανε εδώ, ερχότανε σπίτι μου. Καλό παιδί.
Οι δουλειές ήτανε πολύ άσχημα μέσα. δεν ξέρω αν θέλανε οι ανθρώποι να σκοτωθούνε, αλλά ήτανε τέτοια και η εξόρυξη, επικίνδυνη.


[Ερώτηση: Δηλ. τα μέτρα ασφαλείας ήταν ανύπαρκτα;]

Και δεν μπορούσανε και δεν θέλανε. Να σου πω ένα. Πηγαίναμε για φόρτωση στον Λούλο και είχε πολλή σκόνη. Πώς είχε πολλή σκόνη; Όπως τα έπιανε με το σαμπάνι, το κατέβαζε κάτω, κάπου ακουμπούσε, έσπαζε κάνα σακί, και δεν έβλεπε ο ένας τον άλλονε. Τους είπαμε: «Κάντε καφάσια, να μένει στέρεο». Αλλά για να μείνει στέρεο, πρέπει το σαμπάνι, όπως το κατέβαζε, το τράβαγε από τη μια μεριά και άνοιγε και το παίρναμε όλοι. Ήμασταν 110 εργάτες. Και κάναμε απεργία γι’ αυτό. Δεν το φτιάξανε πάλι, αλλά δεν πηγαίνανε οι εργάτες. Φέρνανε ελεύθερους από αλλού, για να φορτώσουν το βαπόρι. Βγαίνανε στα χωριά και μαζεύανε τους χωριανούς, 48 ώρες χωρίς διακοπή να φορτώσουνε το καραβάκι. 48 ώρες θα πεις 3 μεροκάματα, 3 μεροκάματα είναι; Σου δίνανε 7-8. Και μία δόση, σταματάμε στου Μαντηλαρά – κάναμε εμείς συνέλευση να σταματήσουμε τους ελεύθερους εργάτες. Επειδή εμείς δεν μπορούσαμε σαν διοίκηση του Σωματείου, επειδή θα μας παίρνανε μέσα, πήγαμε και κρυφτήκαμε και τους λέμε: «Δεν θα κάνετε τίποτα, θα τους πείτε ότι, βρε παιδιά, εμείς για σας αγωνιζόμαστε». Πέντε κουβέντες. «Πρέπει να μας βοηθήσετε, να μην πηγαίνετε στη δουλειά, για να μας δώσουνε αυτά που ζητάμε, δηλ. συνθήκες υγιεινές». Και λένε οι εργάτες στο λεωφορείο: «Γύρνα πίσω!». Δεν πήγανε στη δουλειά. Αλλά ήρθε ο Αστυνόμος και μας πήρε όλους κάτω. Άκου να δεις τι έγινε. Σημαντικό. Κι αφού μας κάνει εξέταση, παίρνει κι εμένα, και του λέω: «Εντάξει, κυρ-Αστυνόμε, εσείς μια χαρά είστε. Το τι τραβάμε εμείς ούτε σας ενδιαφέρει». Και είναι ο πατέρας του λιμενεργάτης, και τον παίρνουν τα κλάματα. Και μου λέει: «Τι λες; Εμένα ο πατέρας μου είναι λιμενεργάτης». Και φωνάζει τον Γεράσιμο τον χωροφύλακα και του λέει: «Θα πας τα παιδιά στα λεωφορεία, και θα πεις να μη τους πάρει λεφτά, και δεν θα τους πειράξει κανένας». Και γυρνάμε και είχαν ξεκινήσει την απεργία. Γιατί τα λέω αυτά; Αυτά που λέω είναι καραντί. Είναι κι ο Μοσχόπουλος, αυτά που λέω πες του τα. Δεν πρόκειται να πει όχι σε τίποτα.
Ο Μόσχος είναι γεννημένος το ’32, εγώ είμαι το ’39. Αυτός ήτανε εδώ όταν ήρθα. Θυμάμαι και τον επιλεγόμενο «Τρελό», τον Δημητρίου, στο Σωματείο, ο οποίος αργότερα έπαθε ψυχολογικά και νοσηλευότανε κατά καιρούς στα ψυχιατρεία.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Εγώ είμαι ο Πέτρος ο Ξυδάκης, «Αποστόλακας» το παρατσούκλι, γιατί όλοι στη Μύκονο έχουν ένα παρατσούκλι για να ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους. Ο πατέρας μου ήταν ο Αποστόλης ο Ξυδάκης του Πέτρου, και δούλευε εργολάβος στο Μεταλλείο, κι η μάνα μου ήταν η Ιωάννα, το γένος Σαντοριναίου, η οποία είχε μαγαζί, και κατεβαίνανε όλες οι γυναίκες των μεταλλωρύχων και ψωνίζανε απ’ το μαγαζί της. Από ’κεί λοιπόν γνώρισα όλες τις οικογένειες αυτών των παιδιών, και τους ήξερα κι άκουγα τις ιστορίες αυτές που σας λέω, τις περισσότερες φορές. Όσον αφορά το μετάλλευμα το ίδιο, η ηφαιστειακή δομή του νησιού αυτή που το δημιούργησε. Ουσιαστικά πρόκειται περί μάγματος που στη συνέχεια συμπυκνώθηκε και έκανε τα φαιλόνια αυτά με το μετάλλευμα. Το μετάλλευμα αυτό δεν ήταν μόνο του, δηλαδή, όπου υπάρχει βαρύτης υπάρχει και πισουρανίτης. Το θέμα είναι σε τι ποσότητες. Και στη Μύκονο, στην περιοχή του μεταλλείου, και στην Ικαρία, στην περιοχή που είναι ακριβώς απέναντι η φυσική ραδιενέργεια είναι δεκάδες φορές μεγαλύτερη από το φυσιολογικό. Ίσως όμως και να μην ήταν αυτή η άμεση αιτία που δημιούργησε τα προβλήματα στους ανθρώπους, διότι κατά κάποιον τρόπο είχαν προσαρμοστεί μένοντας εκεί στην περιοχή γενεές γενεών. Οι ’Καριώτες μένουν εκεί μέσα στη ραδιενέργεια κι ο πιο νέος πεθαίνει 99 χρονών, γιατί υπάρχει φυσική προσαρμογή. Αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν ασφαλές το μηχάνημα. Δηλαδή, και χρυσός υπήρχε μέσα σε μικρά ψήγματα και άργυροα και μολύβι. Πολλά από τα μέταλλα αυτά ήτανε και επικίνδυνα. Δηλαδή, αν το έβαζες στο στόμα σου αυτό υπήρχε και περίπτωση να δηλητηριαστείς. Αυτό τους το ’χαν πει, ότι μην το βάζετε στο στόμα σας. Αλλά μέχρι εκεί. Κανείς δεν είχε πει τι γίνεται με τα πνευμόνια τους. Ίσως και να μην το ’ξεραν ότι είναι τόσο επικίνδυνο. Πάντως οι ίδιοι άνθρωποι είναι τραγικό το πόσο αδιαφορούσανε. Δηλαδή, κάνανε ας πούμε διαγωνισμό ποιος θα πάει πιο γρήγορα μέσα στο Μεταλλείο, ποιος θα βγάλει την περισσότερη δουλειά, ποιος θα σηκώσει το πιο βαρύ φορτίο, ήτανε αλλιώτικες οι συνθήκες και αλλιώτικος ο τόπος σκέψης εκείνων των ανθρώπων. Θεός σ’χωρέσ’ την ψυχή τους, όλοι ήταν τραγικά ξεροκέφαλοι, τραγικά ξεροκέφαλοι!
Θα λάβεις πολύ σοβαρά υπ’ όψιν σου ότι ο Δημήτρης ο Πιπεργιάς είχε βγάλει το Γυμνάσιο. Αυτό, για τα χρόνια της εποχής, ήταν Πανεπιστήμιο. Οι άλλοι άνθρωποι, ο καλύτερος είχε πάει Β΄ Δημοτικού. Δεν ξέρανε γράμματα. Εγώ θυμάμαι που κατέβασε μια φορά ο πατέρας μου τους εργάτες να πληρωθούν, και είχε φέρει τις καταστάσεις στο σπίτι, και οι μισοί υπογράφανε με σταυρό. Θεός σ’χωρέσ’ την ψυχή τους, θυμάμαι τον μπαρμπα-Γιάννη τον «Βυζάρα», που ήταν συγγενής μας, ένας άντρας θερίο, και μου δίνει τα χαρτιά και μου λέει: «Πετράκη, για διάβασε εδώ να δεις, τι λέει;». Του λέω: «Μα, δεν ξέρεις γράμματα; Πώς διαβάζεις το σχέδιο;», γιατί έπαιρνε το σχέδιο και το διάβαζε; Εμπειρικά, απ’ τις ζωγραφιές. Ήξερε τα σχήματα και το διάβαζε. Τι μυαλό! Πανέξυπνος! Είχε μνήμη φωτογραφική. Ο μπαρμπα-Γιάννης ο «Κριός», από τους πιο σκληρούς ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Μιλάμε, πώς είναι οι βεντέτες στα βουνά της Κρήτης, οι βοσκοί που δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Σκληρός άνθρωπος. Ατσάλι. Δεν μπορείς να φανταστείς. Ήταν στην Επιφάνεια. Ο πατέρας μου [Απόστολος Ξυδάκης] δούλεψε στην Επιφάνεια. Μετά, μεταφορές με τ’ αυτοκίνητα, το υλικό που έβγαζε εκείνος. Δούλευε ως ιδιώτης. Γινόταν η εξόρυξη, και μετράγανε τα φορτηγά και πληρωνότανε με τον τόνο. Μα μιλάμε για κάποιο ασήμαντο ποσόν, μια δραχμή, μια και είκοσι… Όμως αν ήσουνα εργατικός και δούλευες μαζευόταν λεφτά. Διότι τα λεφτά ήταν πολύ δύσκολα. Του είχα πει: «Μα, πατέρα, στο Μεταλλείο πήγες και δούλευες;». Εγώ το είπα απαξιωτικά τότε. «Παιδί μου, μου λέει, το μεροκάματο ήτανε 35 δρχ., άμα το ’βρισκες και πότε… Και μας πήρε το Μεταλλείο με 44 δρχ. και 3 δρχ. το ανθυγιεινό, 47 δρχ.». Και πούλησε ο πατέρας μου ένα χωράφι και πήρε ένα κομπρεσέρ του αέρα. Ένα πραματάκι μικρό, αλλά για τα μέτρα της εποχής, διαστημόπλοιο. Εγώ έχω γεννηθεί το 1963 και με βοήθησε η τύχη και οι γονείς μου κι έμαθα γράμματα. Τέλειωσα το Πολυτεχνείο, είμαι ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος-μηχανικός, με διάφορες ειδικότητες. Από την πρώτη μέρα που γνώρισα τον Δημήτρη τον Πιπεργιά, μου έκανε εντύπωση. Είχε συμπεριφορά εγγράμματου και μορφωμένου ανθρώπου. Παρατηρώντας τον τρόπο που συμπεριφερότανε, διαπίστωσα ότι πάντοτε είχε μια φοβερή αγάπη για την αλήθεια και για το δίκαιο. Δεν κοίταζε να δει αν αυτός ο άνθρωπος είναι φίλος του, συγγενής του, είναι κάποιος από τον οποίο είχε συμφέρον, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πει πάντα την αλήθεια και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι ένας απίστευτα σωστός άνθρωπος. Ίσως, δεν είναι τυχαίο αυτό, διότι ο πατέρας μου, ένας πάρα πολύ δύσκολος άνθρωπος, με πολύ λίγα λόγια, το αντίθετο από μένα, που τον είχε συνεταίρο. Δεν θα μπορούσε ο πατέρας μου παρά να δεχτεί έναν άνθρωπο με τέτοιες ικανότητες, σαν τον Δημήτρη. Παρ’ όλα αυτά ο Θεός που απονέμει δικαιοσύνη του έδωσε υγεία, που είναι το μέγιστο αγαθό, και μια καλή και ευτυχισμένη οικογένεια. Γι’ αυτό και είναι πλούσιος ο Πιπεργιάς και όλος ο κόσμος τον αγαπάει. Αυτό είναι το βασικότερο.
Ο «Κινέζος», Ιωάννης Βασιλείου Χανιώτης, και υπόγραφε Ι.Β.Χ. Αλλά ο καημένος είχε πάθος με το ποτό. Υπάρχει μια φοβερή ιστορία με τα ψάρια. Είχαν φέρει οι «Άγριοι» ψάρια και τα πήγε στη μάνα του. Της λέει: Μάνα, καθάρισε τα ψάρια να τα μαγειρέψεις». Και είχε έναν γάτη και πήγε και τα ’φαγε η γάτα τα ψάρια. Γύρισε ο Γιάννης από τη δουλειά και το ’φερε βαρέως να του φάει ο γάτης τα ψάρια. «Ψόφο, λέει, εγώ θα σε βολέψω». Και παίρνει έναν δυναμίτη, τον φιτιλώνει και τονε δένει στην ουρά του γάτη. Και παίρνει δρόμο ο γάτης, και όπως βοβήθηκε, πού να πάει, μέσα στο σπίτι της γριάς. Βλέπει ο Γιάννης ότι α ανατιναχτεί, θα σκοτώσει και τη γριά: «Μανούλα μου!» μπαίνει μέσα, βουτάει τη γριά στα χέρια του. Μόλις βγήκανε έξω, έσκασε ο δυναμίτης και έγινε το έλα να δεις! Ανατινάχτηκε το σπίτι. Ήτανε παλαβός ο «Κινέζος». Καλός άνθρωπος πάντως. Εγώ τον θυμάμαι, παιδάκι μπήκα στην Καντίνα. Καντινιέρης ο Κατσιρμάς. Κι ερχότανε οι άνθρωποι, παίρναν κάτι, τέλος πάντων, μπαίνει ο «Κινέζος», λέει: «Ένα γάλα!». Λέω, γάλα; Εγώ που ’μαι 7 χρονών δε’ μου βάνουνε, κι αυτός ολόκληρος άνθρωπος… Και τι; Του ’βαζε σ’ ένα φλυτζάνι και του το γέμιζε μέχρι το σταυρό, αλλά να μη φαίνεται γιατί δεν έπερεπε να πίνουνε σε ώρα υπηρεσίας. Το σφύριζε: «Βάλε άλλο ένα!». «Όχι, του ’λεγε, δε’ σου βάζω». «Βάλε άλλο ένα, μη γίνει χαμός εδώ μέσα!». Του ’βαζε και το δεύτερο κι ύστερα πήγαινε να βάλει δυναμίτες…


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Με στείλανε στην Επιφάνεια για να απαλλαγούν από μένα η Εταιρεία. Πήγαινα με τον Μαντηλαρά. Τι να πω; Να πω ότι τρώγανε και μου δίνανε… Αυτοί παίρνανε πολύ φαΐ. Εγώ τι να πάρω; Δεν ήθελα να πάρω κιόλας.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Τώρα που λέει, ο Αποστόλης, της Ζωής ο λεγόμενος, ο «Στόλας», ένας άντρας θηρίο. Ήτανε, λοιπόν, κουμπάροι με τον πατέρα μου. Και του λέει: «Κουμπάρε, έχει καμιά δουλειά και για μένα;». «Απόστολε, του λέει, θα σε πάρω, δεν υπάρχει πρόβλημα». Του απαντάει: «Κουμπάρε, εγώ δεν ξέρω από τέτοιες δουλειές». «Τι δεν ξέρεις; Πάμε». Τον πήρε λοιπόν στα Μεταλλεία, περάσανε καναδυό μέρες, του λέει: «Ωραία είναι εδώ, αλαφριά η δουλειά, μα θα μασε πλερώνουνε;». «Μη σε νοιάζει, κουμπάρε Αποστόλη, κάθε Σάββατο μας πληρώνουνε». Το Σάββατο, λοιπόν, μπαίνει στην ουρά μαζί με τους άλλους. Χωριανοί άνθρωποι, αλλά με μια εσωτερική ευγένεια. Πάει, περίμενε να του δώσουν λεφτά. Του δίνουνε ένα τσεκ, δεν μιλάει, το βάνει στην τσέπη, πάει στον πατέρα μου: «Να τα, κουμπάρε, δε’ στα ’πα πως δε’ θα μασε πληρώνουνε; Εγώ πήγα να πάρω λεφτά κι αυτοί μου δώκανε ένα κομμάτι χαρτί. Ίντα να το κάμω αυτό το πράμα;». Του λέει: «Κουμπάρε, μη σε νοιάζει, κι αυτό λεφτά είναι». «Και πού να το βάλω;». «Εκεί που βάνεις τα λεφτά σου, εκεί θα βάλεις κι αυτό». Πάει λοιπόν ο Αποστόλης, που ’τανε χωριανός, κι όπως ήτανε ο αχυρώνας, τα ’βαζε τα λεφτά στην τράβα. Μετά από καιρό, ήθελε να κάνει μια αγορά, να πάρει ένα χωράφι, το παίρνει, πάει στην τράπεζα –αυτό το ’χανε φάει οι ποντικοί, είχε βραχεί, κτλ.– του λέει ο τραπεζίτης: «Αυτό δεν περνά». Πάει πάλι στον πατέρα μου: «Κουμπάρε, δε’ σ’ τα ’πα; Ψεύτικο είναι». «Βρε ζαβέ, έλα ’δώ». Και πήγε στον Πρεζάνη και του λέει: «Τον άνθρωπο αυτό να κανονίσετε να τον πληρώνετε σε μετρητά». Και του δώσανε μετρητά, και αγόρασε το χωράφι, και τρελάθηκε από τη χαρά του ο θείος Αποστόλης.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Τον βάλανε επιστάτη και τα παράτησε. Δεν ήθελε.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Δεν έκανε για τέτοια δουλειά. Εκείνος ήτανε άντρας, άντρας! Κάνανε μαζί με τον «Κωσταντάρα» –Κουκάς Κωνσταντίνος, ο «Σβέρκος», μεγάλο θηρίο, άντρες-λιοντάρια– κάνανε καμινέτα 40 μ. ξετρυπήματα, κάθετα, ανάποδα. Όπου δεν υπήρχαν σκαλωσιές, αυτοί, για να βγοδώνει, σκαρφαλώνανε σαν τους ακροβάτες, έβαζαν ένα ξύλο από τη μια, ένα ξύλο από την άλλη, καθότανε απάνω στο μαδέρι και δούλευε ανάποδα με το μπιστόλι να ξετρυπήσουνε 40 μ. ύψος απάνω, ανάποδα. Δεν γίνονται αυτά τα πράματα. Τον θυμάμαι με τον πατέρα μου. Έκανε ένα πηγάδι του πατέρα μου, τις ελεύθερες ώρες του. Του λέει: «Κουμπάρε, να πάρουμε το μπιστόλι από το Μεταλλείο, να κάνομε τρύπες. «Βρε, να το πάρομε το μπιστόλι, αλλά τη βάση;». Η βάση ήτανε μεγάλη και βαριά. «Να το πάρομε, λέει, χωρίς την κολώνα». «Βρε Αποστόλη…». Το φέρνουνε λοιπόν αυτό και τρυπάγανε στον πάτο του πηγαδιού πλαγιοτρήσεις. Όσο το πέτρωμα ήτανε σκληρό, αυτό πήγαινε. Όταν όμως έμπλεκε –έβρισκε πηλό κ.τ.λ.– αυτό γύριζε, και όπως το βαστάγανε αυτό –εγώ ήμουνα παιδάκι και κοίταζα από πάνω– και να βλέπω δυο άντρες-θηρία, να τους παίρνει μαζί, να τους ρίχνει κάτω, και να σηκώνονται ξανά και ξανά. Και καπνό από το λάδι μέσα, να μη βλέπεις τίποτα. Δε’ γίνονται αυτά τώρα. Δηλαδή, πέραν του ορίου της δυστυχίας δουλεύανε οι άνθρωποι αυτοί. Γι’ αυτό, όσοι δουλέψανε εκεί, στις στοές και στους δυναμίτες, πάθανε πνευμονοκονίαση και πεθάνανε, άλλος πιο νέος, άλλος πιο μετά. Τα τρία αδέρφια οι Μονογυιοί, οι «Ντουμπάκηδες», οι λεγόμενοι. Τα αδέρφια οι Σαντοριναίοι, του Αντώνα τα παιδιά, ξαδέρφια μας, ο Ντεμένεος και ο Αθανάς, άντρες-βουνά. Μιλάμε να πιάνουν το μπιστόλι, 25 κιλά, να το κάνει έτσι, να το παίρνει υπό μάλης. Πεθάνανε όλοι από πνευμονοκονίαση. Και ο πατέρας μου, αλλά επειδή είχε δουλέψει λίγο στις γαλαρίες, και ήταν χωριανός άνθρωπος και έτρωγε βούτυρα και γάλατα άφθονα, πέθανε 80 χρονώ’. Αλλά κι αυτός από πνευμονοκονίαση. Από παιδάκι τον θυμάμαι να βήχει ατελείωτα και να είναι στο κρεβάτι και να του βράζει η μάνα μου ευκάλυπτο για να ανασάνει. Και πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα με ταχύτατη εξέλιξη.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Και μένα μου έχει αφήσει…


ΞΥΔΑΚΗΣ: Ο πατέρας μου δούλεψε από το ’59 μέχρι το ’71; Όταν έγινε το αεροδρόμιο. Θυμάμαι όλους τους διευθυντές. Μου έλεγε ο πατέρας μου: «Οι Αμερικάνοι, οι καλύτεροι άνθρωποι. Οι δικοί μας ήταν το πρόβλημα. Τη ζημιά την κάναν οι δικοί μας. Ο Αμερικάνος, του πήγαινα τον λογαριασμό, κάθε βδομάδα ό,τι έχω βγάλει, τόσα κυβικά, με χτύπαγε στην πλάτη: “Μπράβο, Αποστόλη!”, χαιρότανε πιο πολύ. Γιατί, σου λέει “άμα βγάλει αυτός 1, εγώ θα βγάλω 10”». Ο φίλος του ο Αναστασίου και οι άλλοι, του λέγανε: «Είναι δυνατόν εσύ να παίρνεις 3 φορές όσα παίρνω εγώ;».


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Έδινε εντολή στον Ντρουφάκο τους 2 τόνους να τους γράφει για έναν. Η κακομοιριά των Ελλήνων έκανε το πρόβλημα. Εγώ θυμάμαι με πολλή αγάπη τον Ντικ. Ήτανε πολύ καλός άνθρωπος. Ο Κιθ ήτανε κακός, αν και εργατικός.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Μας έκανε λοιπόν το τραπέζι και πήγαμε σπίτι του σε πλαστικά πιάτα και μετά τα μάζεψε η Αμερικάνα και τα πέταξε στα σκουπίδια. Εμείς είχαμε μείνει όλοι με ανοιχτό το στόμα, πόσο πιο μπροστά ήτανε… Μόλις έγινε το αεροδρόμιο, είχε ιδιωτικό αεροπλάνο και πήγαινε στη Μήλο. Μετά έμαθε και η γυναίκα του. Θυμάμαι πάντως ότι όλοι οι εργάτες και όλοι οι άνθρωποι τους αντιμετωπίζανε θετικά τους Αμερικάνους διευθυντές, εν αντιθέσει με τους δικούς μας.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Αυτοί θέλανε να δώσουνε καλό μεροκάματο, αλλά τους έπιασε ο Μποδοσάκης και τους είπε: «Εγώ θα σας βρω με τα μισά λεφτά».


ΞΥΔΑΚΗΣ: Τον Σταμάτη τον θυμάσαι, που ήτανε στο Συνεργείο; Κάθε μέρα ο «Στόλας» είχε τον «Σβέρκο» βοηθό. Η δουλειά τους ήτανε τα καμινέτα. 12 η ώρα πηγαίνανε στην Καντίνα, παράγγελναν τι θέλανε, είχανε και τον δικό τους ντρουβά και τρώγανε. Αφού τρώγανε, ο Σταμάτης έξυπνος, του πάει το ταψί και του λέει: «Το τρως;». Είχε φάει εν το μεταξύ. Του λέει: «Αν το φας, το ’φαγες». «Ασ’ το κάτω!». Δεν φτάνει που το τρώει, παρά λέει στον Κατσιρμά: «Φέρε έναν πούλο, κόψε τον στη μέση, και ξανά στη μέση, και το ’κανε σάντουιτς. Καλός άνθρωπος. Με αγάπη τον θυμάμαι. Ο «Κωσταντάρας» θηρίο. Και σκληρός άνθρωπος. Δεν μπορούσε να του μιλήσει κανείς. Κι όμως ο Αποστόλης, ό,τι και να του ’λεγε, να πέσει στη φωτιά, θα ’πεφτε. Αγαθός. Γίγαντες!


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Μια φορά, πηγαίναμε στη μεταφορά οι δυο μας. Εγώ κουμάντο στη μηχανή, και μας πέφτει το βαγόνι έξω απ’ τις γραμμές. Αυτό για να το βάλομε θέλαμε στυλώματα κ.λπ. Του λέω: «Βρε, Κώστα, πιάσε λίγο έτσι και σήκωσέ το, κι εγώ να το κουμαντάρω να το βάλομε πάνω». Στην αρχή δεν… Αλλά τα καταφέραμε. Το πιάνει και του δίνει μια και το πάει πέρα. Για 2,5 τόνους μιλάμε. Πολύ δυνατός άνθρωπος. Ο πιο δυνατός απ’ όλους. Είχε κάτι στήθια τέτοια. Τα χέρια του, δυο φορές σαν τα δικά μου.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Σκληροί άνθρωποι. Σκληροί. Αυτά που λέμε τώρα ακούγονται υπεράνθρωπα. Αλλά τους ανθρώπους αυτούς τους είδα εγώ παιδάκι και τους τρόμαξα. Ο πατέρας μου μου ’λεγε επίσης ιστορίες για τον Πηλίτσο. Κι εγώ έχοντας γνωρίσει τους άλλους, πίστευα πως ο Πηλίτσος, που ’κανε τέτοια πράματα, θα ’τανε κι αυτός κάνα θηρίο. Κι ήτανε ένα ανθρωπάκι μια σταλίτσα. Αλλά η ψυχή κάνει κουμάντο.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Τα καμινέτα τον έφαγαν. Καλό παιδάκι ο Βαγγέλης. Τους ξέρω όλους. 252 εργάτες δούλευαν, όταν έγιναν εκλογές, πήρα εγώ ψήφους. Ήτανε και καμιά δεκαριά μες στα Πλυντήρια, του Γανωτή από το Μονόδρυ.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Υπ’ όψιν, όλοι οι άρρενες κάτοικοι του νησιού, όλοι πήγαν για δουλειά. Όσοι ξέραν κάνα γραμματάκι, στα Γραφεία. Ας πούμε, ο Μίμης ο Ζουγανέλης, αυτός που τον σκοτώσανε… ήτανε κι αυτός εκεί. Θυμάμαι στα Γραφεία τον Ηλία τον Ντρουφάκο, τον Στέλιο τον Βιδάλη, τον Νίκο τον Βανέζη, μηχανικός. Ο Αυγουστής ήτανε στο Ζυγιστήριο, και ο Βασιλάς. Ο Βασίλης ο Πολίτης μηχανικός και ο Χατζηφωτεινός ηλεκτρολόγος. Ο Κολτσάκης. Ο Παπαδόπουλος Χρήστος στην Αποθήκη. Ένας Βούργος από τη Λήμνο, ένας Γυαλούρης, ένας Πατεράκης, ο Λάζαρος ο Τσουβελακίδης…
ΞΥΔΑΚΗΣ: Εγώ την πρώτη φορά που πήγα στο Τηγάνι, είχε ο πατέρας μου ένα νταμάρι, από πάνω, επιφανειακό, και δούλευε ο μπαμπάς σου εκεί [Π. Λοΐζος]. Κι άλλοι χειριστές ήτανε. Ο Παναγιώτης ο Τσιριγώτης, ο Στέλιος ο Μέλος. Ο Μέλος είχε μια ισχυρή ροπή προς τον θεό Διόνυσο. Έλεγε στον πατέρα μου: «Αποστόλη, έφερες απ’ το μαύρο; Άμα δε’ μου δώσεις απ’ το μαύρο δεν προχωράω». Και του ’φερνε ο πατέρας μου μια μποτίλια 1.100 γρ. και το ’πινε απνευστί το ένα κι εκατό και συνέχιζε τη δουλειά του μετά. Την πρώτη φορά που πήγα στα Πλυντήρια ήτανε χειμώνας, με βροχή και πολύ άσχημο καιρό. Και κατεβήκαμε από πάνω, γιατί δεν μπορούσανε να δουλέψουνε, να μου δείξει ο πατέρας μου τα Πλυντήρια. Και βρήκαμε τον Γιάννη τον «Σπανό» [Θεοχάρης], ζει ακόμα εδώ πιο κάτω, με κάτι γαλότσες ψηλές και μια βαριά και βάραγε τις πέτρες να σπάσουνε, για να τις πάρει κάτω ο σπαστήρας. Εγώ τότε, παιδάκι, μόλις τον είδα, μου θύμισε σκλάβους στα καταναγκαστικά.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Εγώ ήμουνα συνδικαλιστής και με έστελνε, για να απαλλαχτεί, στο τρίο, με ένα βοηθό. Ήτανε ένας σωρός, μια πλαγιά, κι όλος ο αέρας ερχότανε εκεί και μας έφερνε τη σκόνη στη μούρη. Λέω του βοηθού μου: «Κάτσε και μην κουνηθείς καθόλου!». Την άλλη μέρα πάω στ’ αφεντικά και τους λέω: «Ελάτε να δείτε τις συνθήκες, γιατί δεν μπορούμε να δουλέψουμε. Ήρθανε, την άλλη μέρα. Μου λέει ο Αναστασίου: «Και τι έγινε, ρε Πιπεργιά;». Του λέω: «Πιάσ’ το φτυάρι και φτυάρισε». Το πιάνει ρίχνει μία, όλη η σκόνη απάνω του. Τα παρατάει και λέει: «Όμως πρέπει να το βγάλουμε». «Πανεύκολο, του λέω, έχεις νερό. Βρέξε το, να το φτυαρίσω όποτε θες». Μας έβαλε –άκου να δεις τι πούστης ήτανε, γιατί ήτανε, στην ψυχή– μας έστειλε –εγώ δεν πήγα– με τα μπιτόνια που πίναμε νερό, να κουβαλάμε νερό από τη θάλασσα για να το βρέξομε. Δηλαδή, για να με ξεφτιλίσει. Του λέω: «Εγώ δεν πάω! Για να με ξεφτιλίσεις εσύ εμένα είναι αδύνατον! Εγώ δεν πάω! Εγώ είμαι πιο καλός από σένα». Τον έκανα σκόνη. Τα ξέρεις πού είναι τα Τηγάνια; Για να πάμε και να γυρίσομε θέλαμε τουλάχιστον μία ώρα. Κατηφόρα κατεβαίναμε, ανεβαίναμε ανηφόρα. Με το μπιτόνι.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Ο Αναστασίου μετά είχε πάει και δούλευε στα τσιμέντα [ΤΙΤΑΝ] και είχε ένα φοβερό ατύχημα. Έσπασε το σιλό και έπεσε απάνω του το καυτό τσιμέντο. Κι έκανε πάρα πολύ καιρό στο νοσοκομείο. Κι όμως έζησε. Σκληρός. Πολύ σκληρός.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Την κακοσύνη του την πλήρωσε δηλαδή… Κι όμως όταν άνοιξα το ΔΙΕΘΝΕΣ ήρθε και μου ’δωσε συγχαρητήρια.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Το περίεργο είναι, αυτός ο άνθρωπος που φερότανε τόσο σκληρά στους εργάτες, ήτανε θεούσης, της εκκλησίας, έκανε φιλανθρωπίες, κ.λπ. Πώς συνδυάζεται αυτό το πράγμα, δεν μπορώ να καταλάβω.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Πολύ κακός. Αντί να τα βρούμε… Τι χρειαζότανε τώρα; Δεν θέλαμε και πολλά. Σκόνη; Δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο. Βέβαια, θα πήγαινε πίσω η δουλειά… Αλλά εντάξει, δικαιολόγησέ τους, όχι να τους βγάλεις όλους άχρηστους με τη χαλίκωση.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Βέβαια, οι αστέρες ήτανε ο Ντεμένεος ο Κοντιζάς και ο Σπύρος ο Κοντιζάς, ο αδερφός του, πολύ σκληρός, που έπεσε η στοά και τους πλάκωσε μαζί με τον Μιχελή, τον άντρα της κ. Άννας. Ο Σπύρος, λοιπόν, ήτανε πολύ σκληρός, και ήτανε κλεισμένοι στη γαλαρία μέσα και να λέει του Μιχελή: «Κοίταξε να δεις, άμα περάσουνε 48 ώρες, εντάξει. Μόλις περάσουνε οι 48 ώρες, θα σε σφάξω, να σε φάω». Κι ο άλλος να τα πιστεύει ότι θα τα κάνει κιόλας. «Βρε Σπυράκο μου, και με τι θα με σφάξεις;». «Να, του λέει, έχω έναν σουγιά!». Με τα χίλια ζόρια να τον πάρει τον σουγιά, γιατί νόμιζε ότι θα τονε σφάξει πραγματικά να τον φάει. Και όταν βγήκε έξω ο Σπύρος το παράτησε το μεταλλείο και πήγε κι άνοιξε την ταβέρνα τα ΚΥΜΑΤΑ. Βέβαια, από τι πέθανε ο Σπύρος; Μάντεψε! Από πνευμονοκονίαση. Κι ο αδερφός του ο Ντεμένεος. Σκληρός άνθρωπος. Σκληρός. Σκληρός. Θηρία. Αυτόν τον είχανε επιστάτη. Τον θυμάμαι να φοράει ρούχα στρατιωτικά και τις αρβύλες δεμένες να κρέμονται απ’ το λαιμό και να περπατάει μέσα στα μπάζα ξυπόλυτος. Φαντάσου έναν άνθρωπο που είχε παπούτσια και δεν τα χρησιμοποιούσε γιατί δεν τα χρειαζότανε.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Ο Σπύρος ήτανε πιο δυνατός. Σκληρός, νεύρο! Ξέρεις τι είναι να βάζουμε 70 δυομισάρια; Δύο κιβώτια δυναμίτες. Σκέψου να τα ανεβάσεις τη σκάλα. Αλλά είχαμε τον «Κωσταντάρα» τρίτο και μας βόλευε, τον «Σβέρκο».


ΞΥΔΑΚΗΣ: Ο πατέρας μου είχε πάρει βοηθό, έναν καιρό, τον Ζωρζή του Μανωλακιού, τον Ξυδάκη. Έλεγε και γι’ αυτόν ότι είναι πολύ σκληρός. Τέλος πάντων, τα βρίσκανε όμως, ενώ ήτανε περίεργος ο Ζωρζής. Ένα πρωί, πάει πεντέμιση η ώρα ο πατέρας μου στο Τηγάνι, και είχε μια παράγκα με μεταλλική πόρτα που βάζανε τα υλικά, για να έχουνε μια στοιχειώδη ασφάλεια. Από μακριά βλέπει μες στην παράγκα φως. «Ωχ, λέει, με κλέψανε, πάνε τα υλικά. Τι θα γίνουμε τώρα;». Εποχές δύσκολες. Αστυνομία κ.τ.λ. Πώς θα δικαιολογηθεί; Πάει, και τι να δει. Είχε κλέψει ο Ζωρζής τη Ντίνα, τη γυναίκα του, και πού να την πάει; «Βρε, του λέει, απάνω στους δυναμίτες την έφερες τη γυναίκα;». «Αποστόλη, δεν είχα πού αλλού να πάω, τι να κάνω;». Είχε κλέψει τη νύφη και την είχε πάει απάνω στα εκρηκτικά… Σκληρός άνθρωπος κι αυτός. Σκληρός. Ο πατέρας μου έλεγε ότι είναι ο μοναδικός από όσους είχε εκπαιδεύσει που σε 15 μέρες είχε μάθει το κομπρεσέρ. Αλλά, οι άνθρωποι αυτοί, ακόμα και να τους υποχρέωναν οι Αμερικάνοι να πάρουν μέτρα προστασίας, δεν θα τα ’παιρναν γιατί ήταν από τη φύση τους ξεροκέφαλοι.
Τώρα θυμήθηκα τον φίλο μου τον Νικολό τον «Λύκο», του Γιώρη του υδραυλικού τον πατέρα. Μαζί με τον «Ψύλλο». Μια μέρα πήγαν να μετατοπίσουν το κομπρεσέρ και πώς τα κάνουνε και παίρνει δρόμο το κομπρεσέρ και φεύγει και πάει στη θάλασσα. Σε λίγο, να ο Νικολός μέσα στη στοά, του λέει: «Βρε, γιατί δεν έχω αέρα;». «Νέτα, Ψύλλο, το κομπρεσέρ στη θάλασσα».
Ο Παρασκευαΐδης, εκείνο τον καιρό, ήταν ωραίο παλληκάρι, νέος, κομψός και εγγράμματος και ήταν ο κορυφαίος γαμπρός. Όλες ονειρευόντουσαν να πάρουν τον Παρασκευαΐδη. Τον Αντρέα τον Λόντο ξεχάσαμε που τον πήρε η Άννα η Κουνενή. Ο Αντρέας ήτανε μηχανικός. Από μεγάλη οικογένεια. Ο Αντρέας Λόντος της Ελληνικής Επανάστασης ήτανε προπάππος του. Πέθανε ο καημένος. Πολύ καλός άνθρωπος. Πόσοι άνθρωποι, πόσος ιδρώτας, πόσες ζωές χαμένες. Όμως το Μεταλλείο, πρέπει να λέμε την αλήθεια. Μπορεί να έφερε και θάνατο, αλλά έφερε και ζωή. Χωρίς τα λεφτά αυτά δεν θα γινότανε ποτέ η Μύκονος, Μύκονος. Χωρίς τους δρόμους που άνοιξε ο Παναγιώτης ο «Λωλάδας», δεν θα γινόταν η Μύκονος, Μύκονος.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Τον καιρό που ήρθα εγώ έκανε 1.000.000 δρχ. πληρωμές. Κινιότανε όλη η Μύκονος.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Όταν ένα σπίτι έκανε 5.000 δρχ. εκείνο τον καιρό… Μάθανε τέχνες, γίνανε δημιουργικοί. Δηλαδή, μετέπειτα οι επιχειρηματίες, όπως ο Γιώργος ο Δακτυλίδης, από τα παραδείγματα των μηχανημάτων και των χειριστών ξυπνήσανε και κάνανε δουλειές από μόνοι τους. Και έβλεπες τη διαφορά, ας πούμε, ανάμεσα στη Μύκονο και στην Τήνο. Η Τήνος είναι 10 χιλιόμετρα απόσταση και οι άνθρωποι στη Μύκονο ήταν «να φτιάξω, να παράγω, να δημιουργήσω, να χτίσω», ενώ οι άλλοι εκεί ήτανε στο 1800.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Προκομμένοι α’θρώποι. Εκείνο που ξέρω είναι ότι οι Μυκονιάτες είναι φιλότιμοι, δουλευταράδες και δυνατοί α’θρώποι.


ΞΥΔΑΚΗΣ: Ήτανε! Η νέα γενεά δεν διατηρεί όλα τα προσόντα δυστυχώς, εμού συμπεριλαμβανομένου. Οι Μυκονιάτες είναι καλοί, μα θένε και καπίστρι. Δηλαδή, αν υπάρχει ηγεσία να τους καθοδηγήσει, είναι όλα καλά. Χωρίς το καπίστρι, χάνουν τον έλεγχο.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Καβαλήσανε το καλάμι… Βλέπω τώρα εγώ στους δρόμους που κάνουνε, π.χ. είναι 3 μ. τον κάνουν 3,5. Κάνε τον 6 μ., βρε, τον δρόμο, καλό είναι για σένα!


ΞΥΔΑΚΗΣ: Όταν ο πατέρας μου με το κομπρεσέρ το δικό του, τους ανθρώπους τους δικούς του, και με τα μηχανήματα του μεταλλείου που κάθε Σαββατοκύριακο τα ’παιρνε ο Παναγιώτης, προσφορά της Εταιρείας, ανοίγανε τον δρόμο του Εμπουρδεχτιού του αεροδρομίου, σε ορισμένα σημεία ήτανε τόσο στενός που περνούσε μετά βίας ένας γάιδαρος. Ήτανε λοιπόν ένα πηγαδάκι δίπλα. Με τίποτα ο ιδιοκτήτης. Το πηγαδάκι 2 μ. ύψος, έτσι; Να μη θέλει να παραχωρήσει το κομμάτι. Παραδίπλα στον ευκάλυπτο ήτανε ο Μουστάκας. Με τίποτα να μη δέχεται. Και τι τρόπους μηχανευότανε, να τα κάνουνε νύχτα και να τα βρίσκουνε το πρωί έτοιμα, χτισμένους τους τοίχους αριστερά-δεξιά. Και να μην το καταλαβαίνει σχεδόν κανείς. Κάθε εκατό, ένας καταλάβαινε. Λέγανε του Παναγιώτη: «Πάρ’ το από ’δώ αυτό, θα το κάψουμε!». Πήγανε, λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια να κάνουνε επισκευή σ’ ένα παλιό σπίτι. Ήτανε μια σκαλίτσα με 4-5 σκαλιά κι είχε ένα πορτάκι από κάτω σαν αποθηκάκι. Μόλις άρχισε να βαράει το σφυρί, άρχισε να μυρίζει πετρέλαιο. Να κυλάει πετρέλαιο καθαρό και να χύνεται. Πάω στον πατέρα σου: «Θείο Παναγιώτη, έλα να δεις! Πετρέλαιο!». «Μαύρο;» μου λέει. «Όχι, λέω, καθαρό». «Πάμε να μου δείξεις». «Αααα, Πετράκη μου, εκείνο τον καιρό τα πράγματα ήτανε δύσκολα. Εγώ άφηνα το γκρέιντερ έξω από το σπίτι κι έπαιρνα και λίγο πετρέλαιο κι έβανα στη σόμπα να ζεστάνω τα παιδιά μου. Αλλά αυτός ο κερατάς ερχόταν και το ’παιρνε γι’ αυτό στην επιστροφή, ενώ είχα κανονίσει να γυρίσω πίσω, δε’ μου ’φτανε το πετρέλαιο κι έμενα. Μετά έπρεπε να πάω με το τζιπ, να φέρω πετρέλαιο και να κάνω εξαέρωση. Α, τον κερατά, αυτός μου την άρμεγε την κατσίκα τόσον καιρό».
Επίσης, πολύ καλός άνθρωπος, μαζί με τον Σοτρίνη, και ο Γιώργος ο Μπλατσάρας. Καλοσύνη ψυχής. Κι ακόμη ζει. Αφήνει τ’ αυτοκίνητο και πάει με τα ποδάρια.
Ο μπαρμπα-Γιάννης ο «Μπαρμπουνάρας» [Ι. Θεοχάρης του Γεωργίου], ο οποίος στο τέλος της ζωής του, κυρτό ετσι από την πολλή δουλειά και δεν μπορούσε να σηκωθεί, όταν ερχότανε να τρυγήσουμε το αμπέλι, μου ’λεγε ιστορίες και έλεγε ότι πήγαινε στο Μεταλλείο, έπαιρνε μαζί του μια καστανιά με κοπανιστή, τουτέστιν ένα ξύλινο μπολ, και μια κουβαρωτή ψωμί, και πήγαινε λέει από Δευτέρα, εδούλευε το α΄ οκτάωρο, και μετά, κάθε 4 ώρες του δίνανε άλλο ένα μεροκάματο και ξεφόρτωνε τα καραβάκια και πληρωνότανε σε μία βδομάδα 15-20 μεροκάματα. Και όταν τελείωνε, κοιμότανε καναδυό ώρες και γύριζε. Αυτό το ανθρωπάκι σήκωνε κάτι τσουβάλια τα οποία ήτανε 80-90 κ. το καθένα, γι’ αυτό είχε μείνει σκεβρωμένος. Ένα ανθρωπάκι με μια καλοσύνη στην ψυχή ατελείωτη. Όλοι περάσανε, ο Νικόλας ο Ψαρρός, η «Αρκούδα», ο οποίος πήγαινε εκεί και τους έκανε γυμνάσια για να τους δείξει τι μάγκας είναι. Κι έπιανε 3 και 4 και 5 τσουβάλια και τα κουβάλαγε ταυτόχρονα. Μα ήταν πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος. Στο μυαλό ήταν λειψός. Τα χέρια του ήταν πάρα πολύ δυνατά. Όλοι. Δεν υπήρχε κανείς που να μην πάει στο Μεταλλείο. Το οποίο με τα σημερινά δεδομένα μας ακούγεται φρικτό. Δηλαδή, οι εκμεταλλευτές, οι δολοφόνοι. Οι έτσι. Οι αλλιώς. Δεν είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα. Η αλήθεια είναι μες στη μέση. Δηλαδή, και πρόσφερε και πήρε. Γιατί, αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν οι άνθρωποι. Εγώ τώρα, για να πάω να φτιάξω κάτι, θέλω να φοράω παπούτσια ασφαλείας, να φοράω γάντια, να φοράω μάσκα, να φοράω κράνος, και πάλι θα ζοριστώ. Εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι μπαίνανε μες στη φωτιά έτσι και δεν τους ένοιαζε και τίποτα. Εμένα μου ’χει τύχει να λέω του Μονογυιού του “Ντουμπάκα”: «Γιάννη, μην κατεβαίνεις μες στο πηγάδι, τώρα σκάσανε οι δυναμίτες». «Τι λες, λέει, που θέλω να πάω στο κυνήγι μετά, να τελειώνουμε…». Και να σκάνε οι δυναμίτες, και να κατεβαίνει κάτω να ξεμπαζώνει. Ο Μιχάλης ο αδερφός του, ο Γιώρης την έβγαλε πιο ελαφριά, αλλά κι αυτός από χαλίκωση πήγε. Ο Μιχάλης, τέτοιος άντρας, θα το λέω μέχρι να πεθάνω, να βάζει το τσιγάρο στο στόμα και να κατεβαίνει μέσα στο πηγάδι τραγουδώντας και να ’ναι οι δυναμίτες από κάτω. Αδιαφορία πλήρης για τον κίνδυνο, για τον θάνατο. Θυμάμαι το μπιστόλι με το νερό, που είχε ξεχωριστή βάνα, αν άνοιγες το νερό, και είχε και τον αέρα. Οι περισσότεροι δεν το άνοιγαν το νερό, γιατί «σκόνιζε» και λερωνότανε. Μετά ήρθε το Wagon drill, το μηχάνημα το οποίο μπορούσε τρυπούσε στο πλάι και ήσουνα εσύ σχετικά ασφαλής, ο χειριστής του. Αυτή ήταν χειρωνακτική εργασία βαρέως τύπου.
Στους ανθρώπους που συντηρούσε το Μεταλλείο υπήρχαν και παράπλευρα επαγγέλματα που ζούσαν από ’κεί, που δεν το περίμενε κανείς. Π.χ., ναυτικοί. Ναυτικοί θα μου πεις; Βεβαίως! Ο Γιώρης ο «Μαδούπας», ο Γιάννης ο «Μαδούπας», και όσοι είχανε πάρει άδειες να κουβαλάνε εκρηκτικά. Φορτώνανε από το Λαύριο τα υλικά, σηκώνανε την κόκκινη σημαία, σημάδι ότι έχουνε φορτίο επικίνδυνο και δεν μπορεί πλησιάσει κανείς, και τα κουβαλάγανε τα υλικά εδώ πέρα. Ο μπαρμπα-Λιάς, του Χρόνη ο πατέρας, απίστευτη μορφή. Και ο Βασίλας ο «Φονιάς» ήτανε; Άκου να σου πω: Αυτοί ήτανε Αϊβαλιώτες στην καταγωγή. Ήτανε σκυλιά του πολέμου. Δε’ μπορείς να φανταστείς για τι ανθρώπους μιλάμε. Ουσιαστικά, ήτανε περισσότερο πειρατές και λιγότερο ναυτικοί. Όλη η οικογένεια. Ο μπαρμπα-Λιάς ήτανε ο πιο ήσυχος της οικογένειας, και πάλι ήτανε λιοντάρι ανήμερο. Όταν ήρθανε λοιπόν εδώ, ο αδελφός του ο Βασίλας, ο επιλεγόμενος Βασίλας ο Φονιάς, γιατί σε μια παρεξήγηση σκότωσε τον μπάρμπα του τον Γιάννη τον «Μπρούζο», τον σκότωσε δι’ ασήμαντον αφορμήν, ήρθε εδώ με τρία επίθετα. Γιατί ήτανε διωκόμενος: Ταμπουλχανάς, Πολυχρόνης, και άλλο ένα. Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε όμως ναυτικοί που δεν παιζότανε. Άνθρωποι που προσφέρανε στην πατρίδα, άνθρωποι που στα χρόνια της Κατοχής είχανε μεγάλη αντιστασιακή δράση, και ψυχή τρομερή, αλλά ήτανε και επικίνδυνοι. Αυτοί όλοι βρίσκανε τα υλικά από τις νάρκες που είχανε μείνει, τις ανοίγανε και τις χρησιμοποιούσανε για τους δυναμίτες στα πηγάδια, στα ψάρια, οτιδήποτε. Δεν μπορείς να φανταστείς. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε θάνατος, δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο παλληκαριά. Είναι απίστευτα τα πράγματα που κάνανε αυτοί οι άνθρωποι. Έχω κάτι φωτογραφίες με αυτούς τους Αϊβαλιώτες, φόβος-τρόμος. Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί που κουβαλάγανε τα υλικά του Μεταλλείου, παίρνανε μαζί παιδάκια. Το Δημητράκι ο Μαδούπας, ο λογιστής, ταξίδευε πλήρωμα με τον μπάρμπα του τον Γιώρη και κουβαλάγανε τους δυναμίτες. Παιδάκι 12 χρονών. Αν είναι δυνατόν. Δεν υπήρχε εκείνο τον καιρό σεβασμός προς την ανθρώπινη ζωή, όπως δεν υπήρχε καμιά ουσιαστική πρόνοια για λήψη μέτρων ασφαλείας. Τα θεωρούσανε ότι περίπου είναι δειλία.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Το χωριό του Καπελέρη λέγεται Βίταλο. Όταν πέθανε πήγα και βρήκα την οικογένειά του και τους είπα να μη συμβιβαστούν ό,τι και να τους δώσει η Εταιρεία, και ότι θα πηγαίναμε εμείς μάρτυρες. Και πήρανε 213 χιλιάρικα και συμβιβαστήκανε. Και όταν έγινε το δικαστήριο, που έγινε, είπε ο δικηγόρος ότι έχουνε συμβιβαστεί, και από ’κεί και πέρα τελείωσε.
Έπρεπε να το κασώσουνε και αυτοί το αμελήσανε. Και, ακούς εκεί, να πάει να περάσει, να περάσει, δευτερόλεπτα υπόθεση, κι εκείνη την ώρα έπεσε και τονε πλάκωσε. Αυτός ήτανε επιστάτης και πήγε να δει. Σχετικά με τον Καβαλέρο, πέρασε κάποιος και είδε και είπε: «Χωματίζει και να μην μπείτε μέσα». Λέει ο Καβαλέρος: «Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα, θα μπω!». Ήτανε πολύ θαρραλέος. Ήτανε παλληκάρι. Κι έπεσε και τους πλάκωσε μαζί με τον βοηθό του τον Βαγγέλη Γεωργίου, δυνατός άνθρωπος. Κι ο Σιώκος καλός μιναδόρος, μπιστολαδόρος.
Για να απαλλαχτεί αφού εγώ ήμουνα γραμματέας και ό,τι μου λέγανε διαμαρτυρόμουνα σε κάθε αρμόδιο, προτίμησε να με στείλει με τον Αποστόλη εργολαβία, για να με βγάλει από κάθε επαφή. Επειδή θέλανε να με βγάλει η Εταιρεία, γιατί θα ’κονομάγαμε καλά λεφτά, έβαλε τον Αποστόλη να μου πει: «Βγάλ’ τονε, τι θα μας κάνει τον έξυπνο ο Πιπεργιάς;». Να μας πάρει το χρήμα; Μου λέει ο Αποστόλης, ο πατέρας σου: «Ξέρεις κάτι, δεν ξέρω πώς να σ’ το πω». Λέω: Αποστόλη, πλήρωσέ με 400 δρχ. όλα μου τα μεροκάματα, κόλλησέ μου και όλα μου τα ένσημα, κι άντε γεια χαρά!». Πρόσεξε, 400 δρχ. τον καιρό που το μεροκάματο…


ΞΥΔΑΚΗΣ: Ο πατέρας μου μου ’χε πει ότι εδέχετο τρομακτικές απειλές, ότι αν δεν φύγει ο Πιπεργιάς από το δικό του συνεργείο θα τους απολύσουν όλους, και τους εργάτες και εκείνον.


ΠΙΠΕΡΓΙΑΣ: Μου λέει: «Θα φύγεις με 400 δρχ.;». Λέω: «Τόσα θέλω. Δεν ξέρω τι θα κάνεις με την Εταιρεία». Βέβαια δούλεψα πολύ, είχα και δυο βοηθούς, τον Βούργο και τον Αθανά τον Κουκά, τον «Πετρουνέλη». Έρχονται μια μέρα με τον Βούργο και μου λένε –αφού είχα ανοίξει το ΔΙΕΘΝΕΣ– και μου λένε: «Ρε Δημήτρη, τι έκανες; Πήγες κι έδωσες όλα τα χρήματα στον Αποστόλη;». Λέω: «Δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να φύγω». Στην εξόφληση, αφού μια μπαταριά ήθελε, για να πάρουμε του κόσμου τα λεφτά. Δεν ξέρω τι πήρε ο πατέρας σου… Και μου λέει: «Πρέπει να τα παρατήσεις». Του λέω: «Ρε Αποστόλη, τελειώνουμε». Λέει: «Δε’ γίνεται. Πρέπει να φύγεις». Όχι ο Αναστασίου, ο Κιθ με τον Ντικ ήτανε. Ο Κιθ ήτανε μπελάς. Ξέρεις πόσες φορές τον είχε δείρει τον Κιθ ο Ντικ; Ο Αποστολίδης ήτανε ο άλλος διευθυντής, μετά τον Μάρτιν. Ένας ψηλός. Μου είχε βάλει τρεις μέρες αργία ο Κιθ και μου λέει: «Πήγαινε στα Γραφεία να σ’ τη γράψουνε». Μπαίνω μέσα και του λέω: «Καλά, κ. Αποστολίδη, επιτρέπεται να μας κάνουν οι Αμερικάνοι κουμάντο;». Λέει: «Πιπεργιά, μη μιλάς καθόλου. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο». Άλλος καλός άνθρωπος. Πήρα την αποζημίωση, δούλεψα λίγο και τους τα βρόντηξα μόνος μου εγώ, γιατί είχα μάθει σερβιτόρος, είχα μάθει με τις δουλειές αυτές. Από εργάτης έφυγα το ’64, από συνεργαζόμενος έφυγα αργότερα. Περάσανε καναδυό χρόνια.

[Συνέντευξη-βιντεοσκόπηση: Δ. Λοΐζου-Βουλγαράκη, 18-10-2021]