Δημήτριος Πολυκανδριώτης – Ειρήνη Ασημομύτη
Ο Δημήτρης Πολυκανδριώτης («Μινέρβας»), του Γεωργίου και της Μαρίνας, γεννήθηκε το 1928 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Εργάτης αρχικά, μιναδόρος στη συνέχεια (1955-1967). Υπήρξε ιδρυτής του Σωματείου εργαζομένων της ΜΥΚΟΜΠΑΡ (Φεβρουάριος 1957).
Η Ειρήνη Ασημομύτη του Αναστασίου και της Μαρίας, σύζυγος Δημητρίου Πολυκανδριώτη, γεννήθηκε το 1927 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Απεβίωσε το 2016. Εργάστηκε στην Καντίνα και στη Χειροδιαλογή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Πήγαμε “μέσα” , στο Τηγάνι. Το Τηγάνι είν’ εδώ, στο Τρα’ονήσι απέναντι, ένα μικρό αμμουδάκι. Εκεί μας έφτιαξε μια παράγκα η Εταιρεία, μακρόστενη με ξύλα, μείναμε μέσα εμείς και κάτι εργάτες. Αποκεί εξεκινήσαμε. Εκεί μαγείρευε κι η Ειρήνη· σε όλοι έκανε φαΐ. Ήμαστε 10-12 άνθρωποι και μας έκανε φαγητό κι ετρώγαμε εκεί, κι εβγαίναμε για δουλειά.
ΕΙΡΗΝΗ: Είχα ένα μικρό, μηνών. Το πήρα κι επήγα “μέσα” ένα βράδυ, ήτανε η ώρα 10 που πήγα εκεί. Και είχε η Εταιρεία μια παράγκα, κι ένα κρεβάτι, έτσι, με ξύλα, και ξημερωθήκαμε. Και την άλλη μέρα, έβαλα μια γκαζιέρα κι έκανα ένα φαΐ, που ’ταν λίγοι εργάτες, καμμιά δεκαριά. Ε, τι να κάνουν οι κακόμεροι, όλο νερόβραστα μαγειρεύαμε, ρεβύθια, φασόλια. Ερχότανε αυτοί οι εργάτες, οι λίγοι, κι ετρώγανε. Εγώ εκεί μόνη μου στην ερημιά. Δεν εσκέφτηκα ποτέ να πω: «Άμα τύχει τίποτα, πού θα τρέχομε, που δεν είχε ούτε αυτοκίνητο ούτε τίποτα…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Και τα φίδια, και τα ποντίκια απόξω απ’ την παράγκα ετρέχανε! Κάτι φιδάρες, αποδώ ίσαμε εκεί, ’λαφίτες! Εφύλαγα τις αρουραίοι μ’ ένα δίκαννο που έχω, και το ’χω ακόμη, και τις σκότωνα μη μπούνε μέσα κανένας αρουραίος και μου φάει το παιδί. Εκείνα που ψωνίζαμε από το μπακάλη, με χαρτιά [αποδείξεις], τα πλήρωνε η Εταιρεία, δωρεάν το φαΐ. Και το πετρογκάζ, ό,τι ήτανε…
ΕΙΡΗΝΗ: Και όχι κρέατα και… Όχι! Νερόβραστα φαγιά, για να ’ναι λίγα τα λεφτά. Και σιγά σιγά σιγά σιγά, ετέλειωσε αποκεί από το Τηγάνι και ήρθαν εδώ, στο Αλωνάκι. Από το Τηγάνι αρχίσαμε πιο πολύ φαΐ καλό, αλλά όχι κρέατα και διάφορα, όπως τώρα! Τέλος πάντω’, ήκανα το δεύτερο παιδί εκεί. Εκεί εγώ! Δεν εφύγαμε να το πάμε στο Μοναστήρι . Ούτε ήρθε στο μυαλό μου να πω «μη συμβεί κάτι». Γιατί, δε’ μου λέτε, στο Τηγάνι άμα μασε πάθει τίποτα, πού ήθε’ να πάω; Ούτε αυτοκίνητο, ούτε γιατρός, ούτε τίποτα. Δεν πέρναγε από το μυαλό μου αυτή η περίπτωση. Τίποτα, καθόλου. Παρά μαγείρευα και τις τάιζα κι εκάμαμε καμπόσο καιρό εκεί. Και το πρώτο, το μεγάλο, το μεγάλωσα εκεί, μες στις δρόμοι. Το ’βανα εδώ στους ώμους κι επά’αινα στην Άνω Μερά, στην Κουκουλού στη μάνα μου. Ούτε αυτοκίνητο, ούτε τίποτα. Τι να κάνομε;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Και αποκεί, εξεκινήσαμε σιγά σιγά κι ερχόμαστε προς τα έξω. Το δρόμο εκάναμε πρώτα· χωρίς δρόμο πού θα πάμε; Κι εβγάζαμε μετάλλευμα με τα χέρια· ξέρεις, με το σφυρί εκάναμε τις τρύπες… Είναι πολύ ευκολότρυπο αυτό. Αυτό, μόλις βάλεις τώρα το μακάπι και το χτυπήσεις, αμέσως λειώνει, δεν έχει δυσκολία, δεν είναι γρανίτης. Είναι πολύ μαλακό, είναι τζάμι σκέτο. Κι εξεκινήσαμε αποκεί, και το κόβαμε το μετάλλευμα – βάζαμε φουρνέλα. Εγώ ήμουνα ο πρώτος που έμαθα κι εγέμιζα φουρνέλα. Καψούλωνα καψούλια και έβαζα φουρνέλα.
Το μετάλλευμα, το βγάζαμε όξω, το κάναμε στοίβα, κι αποκεί ερχότανε στο Αλωνάκι, εδώ που κάνανε το Πλυντήριο. Εβάλανε μηχανή κι ερχότανε το θαλάσσιο νερό απάνω, το ’πλενε, και μετά έπεφτε μέσα σ’ ένα σελό. Αποκεί λοιπόν έφευγε σε μικρά κομμάτια, οι γυναίκες ήτανε στο Λουρί, τους το ρίχνανε απάνω, κι εξεχωρίζανε τις πέτρες. Τις πετάγανε όξω κι έμενε μόνο το μετάλλευμα, που ερχότανε στο σελό μέσα κι έπεφτε. Το βάζαν μες στ’ αυτοκίνητα και το πηγαίνανε στο Λούλο. Εκεί το φορτώνανε, στην αρχή όπως ήτανε, κομμάτια μικρά, σε βαπόρια μεγάλα LIBERTY για τη Νέα Ορλεάνη. Πηγαίναν Αμερική. Τώρα εκεί τι το κάνανε, άλλη δουλειά! Το πρώτο πλοίο που φόρτωσε αρκετές χιλιάδες τόνοι, ήτανε διαλεγμένο με τα χέρια. Μόλις έγινε η Γέφυρα εκεί, αμέσως ήρθε πλοίο κι εφόρτωσε, επιτόπου. Το ’χανε διαλέξει οι γυναίκες με το χέρι.
ΕΙΡΗΝΗ: Ήτανε ένα λουρί κι επέρναγε από μπρος μας κι “επερπάταγε”.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κι αρπάζανε τις πέτρες και τις πετάγανε όξω.
ΕΙΡΗΝΗ: Λοιπόν εμένα δε’ με πήρανε με την πρώτη. Εβάλανε 10 άτομα, τις παίρνανε τις πέτρες τις πετάγανε έξω απ’ το Λουρί, μόνο να μαζεύουνε το πράμα να γεμίζουνε τα καφάσια. Όμως, έλεγαν τ’ αφεντικά: «Γιατί δεν πετάτε πέτρες, παρά πετάτε βαρύτη;». Πάω εγώ στα καφάσια, λέω: «Κάλε, εδώ είναι το καλό και πετάτε το καλό;». Με βάζουνε εμένα πρώτη στη γραμμή. Εγώ τη γνώριζα, και την πέτρα και τον βαρύτη. Λέει: «Για έλα, εσύ, εκεί, να δούμε τι θα γίνει;». Μ’ εβάλανε εμένα, κι έβαζες εσύ 2 καφάσια κι εγώ έβαζα 5. «Ω, λέει, πού θα βρω τέτοιες, σαν κι εσένα;». Εβρήκα, όμως 15! Ήτανε πολλές.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κι εδιαλέγανε το πράμα. Η Ειρήνη έγινε επιστάτης μετά στις άλλες. Λέει: «Αυτό θα πετάτε!». Και τις πρόσεχε να μην πετάνε το βαρύτη. Να πετάνε μόνο τις πέτρες.
ΕΙΡΗΝΗ: Ήτανε το χέρι μου γρήγορο, πολύ γρήγορο. Όχι ότι το ’θελα για να τις περάσω, όχι! Έτυχε να περνά απ’ το χέρι μου και κοι ( = τις) ήπιανα. Κοι πρόκανα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Εγώ ήμουνα εργάτης στα Μεταλλεία και μετά έγινα μιναδόρος. Ήρθανε ανθρώποι ειδικευμένοι. Ήρθ’ ο Γανωτής, που ’τανε σε άλλα μεταλλεία, και ήξερε από μπιστολέτα να δουλεύει και να βάζει φουρνέλα –γιατί πρέπει να ξέρεις. Είναι αυτό το πράμα εδώ, και πρέπει να ξέρεις πώς θα το κόψεις το βουνό. Εβάζαμε μέσα δυναμίτες, με φυτίλι, και μετά γύρω γύρω άλλα. Αν ήταν μεγάλο, βάζαμε δύο σειρές, αν ήταν μικρό, βάζαμε μία σειρά. Καταλαβαίνεις τώρα τι σου λέω. Στη μέση κοντά, και έτσι στραβά, και βάζαμε εκεί, και πέφτανε πρώτα εκείνα, τα φυτίλια τα ’χαμε κανονίσει, και πέφτανε πρώτα εκείνα μέσα, και ανοίγαμε την τρύπα, και μετά, τακ-τακ-τακ-τακ. Μια γαλαρία ωραία! Απάνω στενή και κάτω φαρδιά, και την καθαρίζαμε και μπαίναμε μέσα, και κάτω στρώναμε γραμμές. Γραμμές σιδερένιες για βαγόνι. Και είχαμε βαγόνια με τέσσερεις ρόδες και μ’ ένα μεγάλο κιβώτιο και βάζαμε μέσα το μετάλλευμα, το γεμίζαμε με το φτυάρι, στην αρχή. Και πήραμε την κεντρική γαλαρία. Ακολουθούσαμε το μετάλλευμα. Ε, όταν ήτανε στενό το μετάλλευμα, κόβαμε περισσότερο για να χωράει το βαγόνι κι εμείς. Βαράγαμε τη γαλαρία 1 μ. απ’ τη θάλασσα – εδώ αποκάτω είχαμε ξεκινήσει μία. Βρήκαμε και νερά μέσα. Πλην όμως, το μετάλλευμα το πήραμε, διότι η κεντρική γαλαρία που ’τανε στο 1 μ. από τη θάλασσα είχε ένα τα εκατό κλίση, να φεύγει το νερό να πηγαίνει όξω. Είχαμε βαγόνια, είχαμε γραμμές. Δε’ θα μπορούσαμε να δουλέψομε. Κι είχαμε χαντάκι κι έφευγε το νερό κι έβγαινε όξω από το στόμα της γαλαρίας, κι επροχωρούσαμε. Εμπήκαμε αποδώ κι εβγήκαμε απ’ το ανατολικό μέρος.
Εγώ δεν έπαθα ούτε τσαγκουρνιά! Έκοβα το βουνό και δεν έπαθα μία τσαγκουρνιά! Πρόσεχα. Γιατί εδουλεύαμε τότε εργολαβία. Όσα πιο πολλά φουρνέλα έβαζες, τόσα πιο πολλά λεφτά έπαιρνες. Έκοβες πολύ μετάλλευμα, έπαιρνες πολλά λεφτά. Έκοβες λίγο, έπαιρνες πιο λίγα. Δεν τα προτίμησα τα λεφτά! Ποτέ! Και δεν έπαθα ούτε τσαγκουρνιά. Δεν έπεσε ούτε μία πέτρα απάνω στο χέρι μου να μου κάνει μία τσαγκουρνιά, τίποτα! Έτσι, το ξεσκάρωνα το βουνό, και μετά επήγαινα κι εδούλευα αποκάτω. Ήμουνα βέβαιος εκατό τοις εκατό ότι το βουνό δε’ θα πέσει. Και αν ήτανε κάπου σκασμένο και δεν μπορούσα να το ρίξω με το μακάπι, με το λοστάρι, έκανα μία τρυπούλα, έπαιρνα ένα δυναμίτη, τον έβαζα μέσα, μπαπ, έπεφτε το βουνό. Το κατάλαβες; Και μετά δούλευα αποκάτω. Δεν ήτανε μια μέρα και δυο. Ήτανε χρόνια ολόκληρα. Δεν έκανα λάθος, γιατί αν έκανα λάθος, θα σκοτωνόμουνα. Και δεν έπαθα ούτε εγώ ποτέ ζημιά, ούτε ο βοηθός μου. Ποτέ! Ούτε τσαγκουρνιά! Ποτέ!
Η αρρώστια του Μεταλλείου, εδουλεύαμε χωρίς νερό στην αρχή τα μπιστολέτα, ύστερα βάλανε νερό, αλλά ύστερα από χρόνια. Και καταλαβαίνεις ότι όταν δούλευε το μπιστολέτο κι έκοβε το βαρύτη, είχε σκόνη. Και μας είχε δώσει μάσκες η Εταιρεία, κι εφορούσαμε μάσκες. Οπίσω είχαμε μια μπαταρία και αναπνέαμε. Μερικοί δεν τη βάζανε. Δεν τους άρεσε, γιατί βέβαια, μάσκα ήταν αυτή, έφραζε όλο το πρόσωπο. Όσοι δεν τη βάζανε, πεθάνανε από χαλίκωση – έτσι λεγότανε. Επήγε η σκόνη στον πνεύμονα, βούλωσε τον πνεύμονα κι “εσκόλαγε” ένας ένας, πήγαινε για το νεκροταφείο. Κατάλαβες;
Έκαμα το Σωματείο με 350 εργάτες και ήμουνα πρόεδρος, για πολλά χρόνια . Το έκανα, εις γνώση της Εταιρείας, να μη μας διώξει μετά που δουλεύαμε κι οι δυο. Γιατί είχα την Ειρήνη, είχαμε και μωρό, το πρώτο μας παιδί… Ούτε απεργίες τους έκανα, ούτε τίποτα όμως. Το σεβάστηκα αυτό, απεργία ποτέ! Παρέ πήγαινα και ζητούσα αύξηση εδώ στο Γραφείο, και τα βρίσκαμε, και γινότανε η μικρή αύξηση, ούτε απεργίες, ούτε τίποτα! Και μας έδινε κάτι επιδόματα η Εταιρεία. Μας αύξιζε, όχι το ημερομίσθιο, μας έδινε bonus για την αύξηση της Παραγωγής. Μόλις τα παράτησα εγώ και τ’ ανέλαβε ο… Πώς λεγότανε; Αμέσως απεργίες. «Βρε τι κάνεις; Βρε τι κάνεις;». Ο Γιάνναρος ήτανε. Γιάνναρος λεγότανε. «Σταμάτα, βρε, μην κάνεις απεργίες! Μην κάνεις απεργίες!». Κι εγώ ερχόμουνα κι έβρισκα τους εργάτες εδώ στο δρόμο, που απεργούσαν, ήτανε μες στο δρόμο να μην περάσουν αυτοκίνητα, τίποτα, “μέσα”, δεν αφήναν. Ήτανε μες στο δρόμο οι εργάτες, πού να περάσουν τ’ αυτοκίνητα “μέσα” και τους έλεγα: «Τι κάνετ’ εδώ, ρε; Τι κάνετε; Ζημία κάνετε! Και στην Εταιρεία, και σε σας! Πού θα βρει η Εταιρεία τα λεφτά να σας πληρώσει, άμα δε’ φύγει το πράμα αυτό να πάει στην Αμερική; Ποιος θα σας πληρώσει; Ποιος; Θα κλείσει η Εταιρεία! Προσέχτε, θα μείνετε χωρίς δουλειά!». Και τους μπάλευα ως πρόεδρος του Σωματείου – ήτανε 350 εργάτες, δεν ήτανε ένας και δύο! Αλλά τους έπεισα: «Σταματήστε τις απεργίες, διότι θα κλείσει η Εταιρεία! Και όλοι θα πάμε στα σ π ί τ ι α μας! Και θα τρέχουμε πάλι να βρούμε φαΐ! Θα τρώμε πάλι χορταράκια απ’ το βουνό!».
Εδουλέψαμε γι’ αυτό το νησί. Δεν ήρθε το νησί τυχαία έτσι. Δουλεύαμε εμείς όλοι, να κάνομε δρόμοι και λοιπά, για ν’ αναπτύξομε το νησί μας. Και το αναπτύξαμε, φίλε! Εμείς οι Μυκονιάτες το φέραμε το νησί εδώ πέρα. Εμείς τον φέραμε τον κόσμο.
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 24-11-2013]