Δημήτριος Χατζηφωτεινός

Ο Δημήτριος Χατζηφωτεινός του Ιωάννου και της Υπατίας γεννήθηκε στη Σάμο το 1940. Εργάστηκε στο Ηλεκτρολογείο (1961-1983).

Είχα ένα φίλο Σαμιώτη, ο οποίος δούλευε εδώ στο Μεταλλείο, κι εγώ απολύθηκα απ’ τον Στρατό Οκτώβριο του ’61. Είχε έρθει με άδεια στη Σάμο, και του λέω: «Πού δουλεύεις; Είναι καλά;». Λέει: «Ναι, καλά είναι. Έχει πολλές ειδικότητες, θέλεις να έρθεις;». Λέω: «Να ’ρθω». Και με ειδοποιεί το Νοέμβριο, κάπου αρχάς Νοεμβρίου, και μου λέει: «Έλα! Ετοιμάσου κι έλα!». Ήρθα στη Μύκονο το ’61 το Νοέμβριο – 12 Νοεμβρίου, κι έπιασα δουλειά στις 13. Σε μια μέρα έπιασα δουλειά. Σαν ηλεκτρολόγος έπιασα. Τότες ήτανε προϊστάμενος ο Κωνσταντινίδης. Ο μαστρο-Στέλιος. Κι από τότες δε’ σταμάτησα καθόλου εγώ στην Εταιρεία. Δούλευα 23 χρόνια, μέχρι που έκλεισε. Είχα συνεργάτες το μαστρο-Νίκο το Βανέζη που ήταν στο Συνεργείο, κάτι άλλα παιδιά μηχανικοί, ο μαστρο-Τάσος ο Ρούσος που ήταν στο Συνεργείο μηχανικός. Κάναμε πλάκες, πείραζε ο ένας τον άλλονε.
Στην αρχή έμεινα σ’ ένα σπίτι στην Άνω Μερά, κοιμόμουνα κάτω τις πρώτες δυο μέρες, στο τσιμέντο κοιμόμουνα! Στου «Σουσουριά», όπως πηγαίνουμε κατά το φούρνο, δεξιά που είχε ένα σπιτάκι μικρό. Κάποιος μπαρμπα-Νικόλας ήταν εκεί. Κι έπιασα δουλειά αμέσως. Και μ’ αγαπήσανε όλοι εκεί στην Εταιρεία επάνω. Οι διευθυνταί, όλοι εκεί, ήταν πολύ καλά για μένα. Αλλά ήμουνα και πολύ πρόθυμος. Πολλή δουλειά! Όλοι οι προϊστάμενοι τότες λέγανε στους άλλους, στο τεχνικό προσωπικό: «Βρε ’σείς, πιάνουμε 7 η ώρα δουλειά· ο Χατζηφωτεινός είναι εδώ απ’ τις εφτά παρά τέταρτο κι είν’ έτοιμος, κι εσείς έρχεστε εφτά και τέταρτο με εφτάμιση. Αυτός είν’ έτοιμος και φεύγει τρεις και, κι εσείς δυόμιση ώρα την κοπανάτε, φεύγετε». Γι’ αυτό με αγαπούσανε. Μετά, απ’ την Άνω Μερά, κατέβηκα στη Μύκονο κάτω, βρήκα ένα σπίτι νοίκιασα, και αμέσως γνώρισα και την Άννα. Ήταν τότες μικρή, πήγαινε σχολείο. Σε 4 χρόνια παντρευτήκαμε. Κι από τότες είμαστε μαζί, 50 χρόνια κλείσαμε φέτος.
Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ! Υπόθεση μεγάλη! Έφτιαξε τη Μύκονο. Δρόμο δεν είχε! Ο πατέρας σου δούλευε κι έκανε τους δρόμους! Φτιάξαμε και γήπεδο. Στην Αργύραινα κάπου, είχαμε φτιάξει ένα γήπεδο. Προσωρινό γήπεδο, βέβαια, παίζαμε μπάλα, μπάσκετ. Εγώ, μόλις ήρθα για δυο μήνες, ήμουνα εργατοτεχνίτης. Ήμασταν με αριθμοί τότες οι εργατοτεχνίτες, εγώ ήμουν το 830, κάτι τέτοιο. Και μετά από δυο μήνες με κάναν υπάλληλο. Είδανε την προκοπή μου, έπαιρνα πιο πολλά λεφτά μετά. Με άδειες, κι όλ’ αυτά. Τη Μαρία σας θυμάμαι, το Βιδάλη, τον κυρ-Λευτέρη το Φιορεντίνο, το Βανέζη. Τον πειράζαμε κιόλα’ το Βανέζη. Τον Αποστόλη Μιχαηλίδη, ένας ηλεκτρολόγος απ’ την Αίγυπτο που είχε δυο κοριτσάκια και γίναμε και κουμπάροι αργότερα. Είχα έρθει 13 μέρες πιο μπροστά εγώ, κι αυτός ήρθε μετά, αλλά με βοήθησε πάρα πολύ ως πιο έμπειρος. Πρώτα είχαμε ένα νοσοκόμο, κάποιο Στέλιο, έναν κοντό, δε’ θυμάμαι το επώνυμό του. Μετά έφυγε αυτός, κι ήρθε η κυρά-Σοφία.
Τα ατυχήματα ήταν πολλά. Τους εργάτες τους παλιούς, βέβαια, δεν τους πολυθυμάμαι. Τα τελευταία ατυχήματα ήτανε του Βαγγέλη Γεωργίου με τον Γιάννη Καβαλέρο. Με ειδοποιήσανε εμένα από μες στη γαλαρία. Έπαιρνα τα τηλέφωνα των Υπογείων εγώ. Όλα! Και παίρνω το διευθυντή, το Νικολακάκο, τότες, και του λέω: «Πάμε! Έγινε ένα ατύχημα!». Και πήγαμε και τους βρήκαμε πλακωμένους. Τα μέτρα ασφάλειας ήτανε σωστά όλα. Γινόντουσαν απ’ την Εταιρεία σωστά. Άμα τρυπάγανε και βιαζόντουσαν να καθαρίσουν καλά, γινόταν ζημιά. Υπερεκτιμούσαν τις δυνάμεις τους. Ήταν κι η Παραγωγή. Ήταν το πριμ τότες. Κάτι άλλα παιδιά με φορτωταί, πήγανε στο Φυρέ κάτω και σκοτώθηκε με το μηχάνημα.
Το Φυρέ ήτανε γαλαρία κεκλιμένη. Και πηγαίνανε κάτι μεγάλα φορτηγά μέσα, με σπαστές ρόδες. Φορτωταί, πιο μεγάλοι απ’ αυτούς που έχουμ’ εδώ. Ήμασταν 44 μέτρα κάτω απ’ τη θάλασσα εκεί. Και πήγαινα εγώ κάτω, έβγαζα μοτέρ, αντλίες, με το Δημήτρη το Γανωτή. Κάναμε πολλή δουλειά εκεί. Είχαμε 80 άλογα μοτέρ κάτω, κι έβγαζε το νερό. Τόσο νερό [δείχνει ενώνοντας τα δυο του χέρια]. Δούλεψε κάμποσα χρόνια αυτό. Είχαμε και πηγάδι που κατεβαίναμε απ’ τη σκάλα κάτω. Κι είχαμε μηχανές κάτω με βαγονάκια και κάναμε. Το Φυρέ ήτανε που ’βγαζε με τον κουβά, το φορτωτή. Τόνοι! Τελευταία, που δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε πια πέρα: «Βρε παιδιά, λέω, να το κλείσουμε αυτό. Δε’ γίνεται». Χειμώνα καιρό, Φλεβάρη μήνα, με χιονιά καιρό, μου τηλεφωνούσε αυτός που ήτανε υπεύθυνος της γαλαρίας: «Χτύπησε συναγερμός! Γέμισε νερά! Θα βουλιάξουμε και θα πνιγούμε όλοι! Τρέχα!». 2 η ώρα τα μεσάνυχτα έτρεχα. Ερχόμουνα, έπαιρνα το Δημήτρη. «Πάμε, Δημήτρη!». Πηγαίναμε μαζί “μέσα” και τα φτιάχναμε. Βγάζαμε τα ρούχα μας και πηγαίναμε κάτω με το σλιπάκι. Πολλή ζέστη κάτω. Αλλά το νερό μέχρι εδώ, ε! [δείχνει μέχρι τη μέση του]. Κολυμπούσαμε. Για να φτιάξουμε το μοτέρ, να βάλουμε γρήγορα μπροστά, να μην πνιγούμε. Κι εμείς θα πνιγόμασταν μέσα ’κεί, δε’ θα προλαβαίναμε να βγούμε! Και παίρναμε τα ρούχα μας στη σακούλα, χιόνια απέξω, κρύο! Έμπαινα μέσα γυμνός, με το σλιπάκι… Τραβήξαμε πολλά! Πολλή δουλειά. 48 ώρες και… Μια φορά, από Παρασκευή πρωί γύριζα Δευτέρα μεσημέρι μ’ ένα μηχανάκι, και μπροστά στο μύλο του «Κόκκινου», σταμάτησα σε μια άκρη και ξάπλωσα να κοιμηθώ. Δε’ μπορούσα να κατέβω πια.
Ο Παρασκευαΐδης με βοήθησε πολύ, μ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Και μετά οι Αμερικάνοι. Και με τον Παπαδόπουλο καλά ήμαστε, μ’ αγαπούσε κι αυτός. Όλοι οι διευθυνταί μ’ αγαπούσανε! Πέρναγε ο Martin αποκεί με το τζιπ, μ’ ένα ανοιχτό τζιπ, κι έχε μέσα ένα σκύλο πελώριο. Σα’ τσομπανόσκυλο ήτανε. Κι όταν ανέβαινε στην Άνω Μερά, έβλεπε ο σκύλος τα πρόβατα και πηδούσε από το τζιπ και τα κυνηγούσε. Είχε κατασπαράξει πολλά είχε φάει. Ο Martin, καλός άνθρωπος. Πολύ καλός! Ο Tobler ήταν πιο παλιά. Μετά ήρθαν κάτι άλλοι Αμερικάνοι, λίγο κάνανε εδώ. Για εκπαίδευση μάλλον τους στέλνανε, και φεύγανε, γυρίζανε. Ο Kieth καλός κι αυτός, ενεργητικός. Ο Kieth έφυγε κι έμεινε ο Dick εδώ. Ο Αποστολίδης ήτανε κύριος. Μ’ έναν Αμερικάνο είχαμε, με τον Brad, μια διένεξη μ’ ένα κομπρεσέρ που είχαμε μεγάλο να το βάλουμε μπροστά. Δεν μπορούσαμε να το βάλουμε μπροστά! Μου λέει: «Βάλ’ το μπροστά!». Το βάζαμε στη γεννήτρια, κατευθείαν στο Λούλο εκεί, μπαμ!, τα ’ριχνε όλα χάμω. Δηλαδή έκανε βραχυκύκλωμα μεγάλο. Του λέω: «Δε’ δουλεύει αυτό εδώ πέρα». Μου λέει: «Μα έχει δουλέψει στην Αμερική 9 ώρες!». Του λέω: «Στην Αμερική δουλεύει με γεννήτρια που είναι πελώριες». Μου λέει: «Τι θέλει;». Λέω: «Θέλει αυτό να το λύσομε το μοτέρ, να το ξηλώσω από μέσα, να βγάλω τα άκρα του, να τα συνδέσω αλλιώς». «Όχι!», λέει. Λέω: «Δε’ γίνεται. Βρες όποιον θέλεις να το φτιάξει!». Μου ’ρχεται ο Αποστολίδης σε λίγο, σε καναδυό μέρες, τρεις, μου λέει: «Έψαξα κι εγώ, το βρήκα, ότι αυτό που λες είναι σωστό!». Ήταν πολύ τεχνικός ο Αποστολίδης, ε; Μου λέει: «Θα τον πείσω να το κάνεις!». Μου λέει, κάποια μέρα: «Λύσ’ το!». Το λύνω, το δένω, το βάζουμε επάνω στο μηχάνημα, του λέω: «Για πάτα!». Πατάει. Μππππ! Πήρε. Του λέω του Μπραντ: «Είδες που στα ’λεγα, κι ένα μήνα με παίδευες;».
Ήμουνα με τον Παπαδόπουλο, βάζαμε τα τηλέφωνα στα Υπόγεια μέσα, στις στοές. Κι επερνούσαμε σαν τα γατιά μέσα από κάτι τρύπες. «Πέρνα αποδώ!», μου λέει. «Πέρνα εσύ πρώτος!», του λέω. Πέρναγε αυτός, πέρναγα κι εγώ πίσω με τα καλώδια για τα τηλέφωνα. Όταν γυρίζαμε, να!, πού να βγούμε! Είχε μια χωμάτωση…Ψιχαλίζει το βουνό, ξέρεις. Τώρα; Σκάβαμε με τα χέρια. Και βγήκαμε!
Υπεύθυνος του Ηλεκτρολογείου ήμουνα εγώ. Είχα το Δημήτρη τον «Κοντάρα», το Δημήτρη το Γανωτή, το Δημήτρη το Σκαγιά, το Σάββα τον Τζαρτζάλη. Πέρασαν όλοι αποκεί. Από μένα περάσανε αυτοί. Εγώ έφτιαχνα τα μεροκάματα αυτωνών. Έφτιαχνα την κάρτα και την πήγαινα κάτω στα Γραφεία, τους έβαζα και λίγο πριμ. Και κάθε χρόνο, δυο φορές αυξήσεις μας κάνανε. Κάθε έξι μήνες αύξηση 7,5%, και άλλα 7,5% στο τέλος του χρόνου. Συνέχεια! Κάθε χρόνο αυξήσεις! Λεφτά γερά! Μας πλήρωναν με τσεκ. Και το πενηνταράκι ήτανε μέσα! Στα μαγαζιά, στα εμπορικά, όπου πηγαίναμε να ψωνίσουμε, παίρναμε κάτι, λέγαμε: «Να πληρώσουμε». «Μη σας νοιάζει, λέει, θα μας πληρώσετε τον άλλο μήνα!». Μας είχαν τόσο εμπιστοσύνη. Τα λεφτά τότες ήτανε… Οι Μυκονιάτες τότες δεν είχανε λεφτά. Ήτανε δύσκολα. Ο Κυραντώνης ο Βαγγέλης, ο «Βλήτος», ο σ’χωρεμένος, όταν πήγαινα να ψωνίσω κάτι: «Έλα! Πάρε αυτό, πάρε εκείνο!». «Βρε, δεν έχω να πληρώσω!». «Όποτε θες, πλήρωσέ με!».
Μια φορά είχαμε μια καλή δουλειά, δηλαδή, μια δυσκολία που έπρεπε να μπούνε αυτοί οι εργάτες μες στο μεταλλείο 7 η ώρα, όχι που μπαίνανε 8. Ώσπου να πάρουνε τα κομπρεσέρ μπροστά και να… Κι έφτιαξα ένα μηχάνημα να φορτώνουν τις μπαταρίες των μηχανημάτων αυτών, πηγαίνοντας μέσα αυτοί, να πατάνε το κουμπί και να μπαίνουν μέσα αμέσως. Αλλά ξοδέψαμε κάποια υλικά με τα παιδιά, με το Δημήτρη το Γανωτή, με τον «Κοντάρα», και τον Σκαγιά, πήγαμε Σάββατο, και δουλέψαμε Σαββατοκύριακο. Όταν πήγα τις κάρτες κάτω, είχα βάλει στα παιδιά πριμ. Βλέπω τον Μπραντ με τις κάρτες ανεβαίνει – το παράθυρό μου του Ηλεκτρολογείου κοίταζε στο Γραφείο του. «Ωχ, λέω, για μένα θα ’ρχεται». Κοίταζε τι είχα κάνει. Μπαίνει μέσα: «Πολλά λεφτά!», μου λέει. «Πολλά λεφτά;» Του λέω: «Ξέρεις πότε μπαίνουν οι ανθρώποι μέσα, τώρα;». Λέει: «Ναι, 7 η ώρα είναι μέσα αυτοί». Λέω: «Είδες; Απ’ αυτό είναι. Δίνεται γρήγορα η κίνηση, και…». Πριμ συνέχεια μου ’βαζε. Δε’ μου ξαναμίλησε ποτέ για τίποτα. Μια φορά έτρωγα στην Καντίνα και λέει: «Πες του Χατζηφωτεινού να ’ρθει κάτω στα Γραφεία». Τηλεφώνησε στον Καντινιέρη. «Ποιος είναι;», του λέω. «Ο Μπραντ!». «Πες του Μπραντ, όταν φάω θα πάω». Είχα βγει κι αποπάνω τους, ε;
Με τον πατέρα σου  πειραζόμουνα πολύ. Ο πατέρας σου σε έλεγε “Δημήτρη”. «Έχω τρεις κόρες κι ένα Δημήτρη», έλεγε. Με πείραζε, τον πείραζα, πάρα πολύ. Όταν περνούσε μας έκανε έτσι, και σκύβαμε [άπλωνε το χέρι ότι θα πιάσει τα επίμαχα σημεία]. Κάναμε βάρδιες μαζί, πολλά χρόνια στο Λούλο, 4-5 χρόνια, στη φόρτωση. Εγώ ήμουνα στη Γέφυρα μπροστά, ο πατέρας σου με το γκρέιντερ (grader) έσπρωχνε το βαρύτη συνέχεια. Κατεβαίναμε, ξεκουραζόμαστε, ξανά πάλι απάνω. Πολλή δουλειά. Εγώ με το μηχανάκι που πήγαινα, έβαζα εφημερίδες. Ντυνόμουνα με εφημερίδες και κουκούλα και πήγαινα. Καλά περάσαμε. Δύσκολα τα πρώτα χρόνια, μετά πιο καλά.
Κάναμε και τις πλάκες μας μες στα συνεργεία. Κάθε που τρώγαμε, κάναμε πλάκες μεγάλες. Στην Αγία Βαρβάρα, “μέσα” , ήτανε ο «Βλάχος» ο Στάμος, ο σ’χωρεμένος. Τα κορίτσια του ήτανε μικρά. Είχε ένα κλουβί με μια καρδερίνα. Μου λέει ο Δημήτρης ο Γανωτής – τον πείραζε πολύ: «Τι να του κάνουμε;». Ερχότανε ένας ψαράς εκεί και μας πουλούσε ψάρια στο Μεταλλείο, ο μπαρμπα-Νικόλας, απ’ τη Μαού ένας. Πήραμε εμείς ψάρια, λέει ο Δημήτρης: «Θα του βάλω ένα σαργό μέσα, και θα πάρω το πουλί». Οι μικρές αρχινάνε: «Μπαμπά, τρέχα, το πουλί έγινε ψάρι». Έβγαινε ο Στάμος έξω, «Παναγία μου!». Μένανε κοντά, στο ίδιο κτήριο ο Γανωτής ο Δημήτρης με το Στάμο. Ανέβαινε απάνω στην ταράτσα, έδενε μια πέτρα σ’ ένα σκοινί και το ’βαζε μέσα στο μπουρί από πάνω. Πήγαινε κάτω, τραβούσε το σκοινί, κοπανούσε. «Μπαμπά, η σόμπα κάτι κάνει!». Έτρεχε ο Στάμος έξω, κρυβότανε ο Δημήτρης. Μεγάλες πλάκες κάναμε. Ήμαστε πειραχτήρια. Κι εγώ κι ο Δημήτρης.
Στο Λούλο, ήμουνα επιστάτης μαζί με το Μητσάκι τον Αναστασίου κι ο Κουρούνας ο Νίκος. Με βάρδιες δουλεύαμε. Το Μητσάκι ερχότανε, πολλές φορές –έκανε τον προϊστάμενο εκείνος πιο πολύ– να βοηθήσει. Δουλεύαν τα σιλό αποπάνω, δεν κατέβαινε το πράμα κάτω να το πάει για ενσάκιση. Πήγαινε αυτός πάνω, κατέβαινε στο σιλό μέσα, για να σπρώξει το πράμα. Περίμενα εγώ τώρα, 10 λεπτά, μισή ώρα, πήγα πάνω, και τον βλέπω κι ήτανε μέσα φρακαρισμένος, τον είχε μαγκώσει το σιλό. Δεν είχε ούτε σκοινί ούτε τίποτα. «Βρε συ, του λέω, τι έκανες; Θα σου πετάξω ένα σκοινί!». «Πέτα μου, λέει, το σκοινί!». Το χέρι του μπορούσε να το βγάλει ίσα ίσα. «Βγάλε το χέρι σου, λέω, βγάλε και τ’ άλλο, και δέσε το χέρι σου, να σε τραβήξομε επάνω!». Και τον βγάλαμε. Θα τον έπαιρνε κάτω, στο σιλό. Όπως ο Ντίνος ο Ζουγανέλης, της Μαρούσας, “μέσα” στο Μεταλλείο, εκεί στα Πλυντήρια, τον πήρε μέσα το σιλό. Καθάριζε μες στο σιλό, κι έρχεται το αυτοκίνητο αποκάτω, του Ζουγανέλη του Κώστα τα παιδιά, τραβάνε την πόρτα, ββββ!!!, γεμίζει το φορτηγό, φσσσς!!!, ο Ντίνος μέσα. Τονε χώνεψε τον Ντίνο. Ήτανε ο Μαθιός ο Βλασόπουλος τότε επιστάτης στα Πλυντήρια εκεί. Φτιάξαμε σκαλώσεις μέσα εκεί, τον βγάλαμε, τον πιάσαμε από τα μαλλιά τον τραβούσαμε λίγο. Μόλις τον βγάλαμε έξω: «Θα σε σφάξω, που μ’ έβαλες εδώ μέσα!», του λέει του Μαθιού. Τον κυνηγούσε το Μαθιό: «Θα σε σφάξω!».

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 05-02-2016]