Ελίζα Λοΐζου-Ζουγανέλη
Η Ελίζα, κόρη του χειριστή μηχανημάτων οδοποιίας Παναγιώτη Λοΐζου («Λωλάδα») και της Ειρήνης, σύζυγος Ιωάννου Ζουγανέλη («Νικολαρίδι»), γεννήθηκε στον Πειραιά το 1951.
«Κυριακή πρωί, 5 Νοεμβρίου 1967, ημέρα δηλητήριο για μένα. Σκότωσα άνθρωπο…». Καταγραφή από τα χέρια του πατέρα μου σε ημερολόγιο που κρατούσε την εποχή εκείνη. Κυριακή πρωί, 5 Νοεμβρίου 1967, σηκώνεται ο πατέρας μου, κάνει το σταυρό του και μας λέει: «Πηγαίνετε εσείς στην εκκλησία, να πάω εγώ να τελειώσω το δρόμο, να ξενοιάσω». Εκτός από τη διάνοιξη των χωματόδρομων, καθήκον του ήταν και η συντήρησή τους, κάθε φορά που έβρεχε· δηλαδή το στρώσιμο και το άνοιγμα χαντακιών για απορροή των ομβρίων, για πάνω από 30 χρόνια – ακόμη και αφού έκλεισε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, επειδή είχε χαρίσει το γκρέιντερ (grader) στην Κοινότητα και εκείνος υπήρξε πάντα πιστός… στο καθήκον. Κατηφορίζαμε τον Μπάσουλα να πάμε στην εκκλησία. Αφουγκραζόμαστε που σταματά ο ήχος της μηχανής του γκρέιντερ και αμέσως ακούμε τις κραυγές του από μια απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου, πιο πέρα από το γήπεδο της Άνω Μεράς. Η μάνα μου ένιωσε πως κάτι κακό έγινε, και πήρε δρόμο αλλόφρονη κι έτρεξε στο σημείο. Ο δρόμος ατελείωτος… Όπως στους εφιάλτες που προσπαθείς να φτάσεις και δεν τελειώνει ποτέ ο δρόμος. Σ’ εμάς τα παιδιά, είπε να μείνουμε σπίτι, η Μαρία όμως την ακολούθησε. Μόλις την είδε ο έρ’μος, φώναζε: «Πάρτε το παιδί! Πάρτε το παιδί!». Ο πειρασμός είχε ζηλέψει και τους δυο· και τη Μαρία Ταγιάδου που πήγαινε στην εκκλησιά καβάλα στο γάιδαρό της, και τον πατέρα μου που σταυροκοπήθηκε φεύγοντας και μας παρότρυνε να πάμε εμείς στην εκκλησιά. Εκείνος είχε βάλει για άλλη μια φορά το καθήκον πάνω απ’ όλα.
Κάθε Κυριακή που πάω στην εκκλησία, θυμάμαι και μακαρίζω την κυρία Μαρία· και ευχαριστώ και αγαπώ πολύ την κυρία Σταυρούλα, την κόρη της, όταν έρχεται και προσκυνά τις εικόνες του τέμπλου της Τουρλιανής και γυρίζει το προσωπάκι της, χαμογελαστό, μου ψιθυρίζει “καλημέρα” και με χαιρετά με το χεράκι της. Την ευχαριστώ για την αγάπη, τη δική της και της οικογένειάς της, και για την συμπαράστασή της στον πατέρα μου και σε μας ύστερα από το δ υ σ τ ύ χ η μ α.
Μπορεί ο κόσμος να έχει ωφεληθεί από τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ γιατί έφαγαν ψωμάκι στα δύσκολα εκείνα χρόνια, αλλά εγώ πιστεύω, απ’ όσα έχω ζήσει στην οικογένειά μας, ότι τόσο αυτοί που δούλεψαν, όσο και οι οικογένειές τους, έχουν δώσει ένα κομματάκι απ’ τον εαυτό τους, απ’ την ψυχή τους! Δεν μπορεί να μου φύγει απ’ το μυαλό μου η αγωνία του πατέρα μου, κάθε μέρα, όταν σηκωνότανε 6 το πρωί με το κρύο ή με τη ζέστη να πάει στη δουλειά. Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά ζεστά μπουφάν για να ζεσταθούν. Γέμιζε λοιπόν τη μπελαμάνα του στο στήθος με εφημερίδες για να μην περνάει το κρύο. Πολλές φορές, έλειπε και δυο μερόνυχτα απ’ το σπίτι όταν είχαν Φόρτωση. Γύριζε κατάμαυρος και μόνο τα μάτια του γυαλίζανε. Θυμάμαι και τον Δημήτρη τον Γανωτή, τον γαμπρό μου, όταν άνοιγαν τον Φυρέ – μια γαλαρία κάτω από τη θάλασσα. Φορούσε μια φόρμα ώς το λαιμό, γιατί δούλευαν όλη μέρα μέσα στο νερό. Είχαν και τον φόβο μη σπάσει η δύναμη του νερού τα τοιχώματα της γαλαρίας και τους πνίξει. Έλειπε κι αυτός μέρες απ’ το σπίτι – δεν υπήρχαν και κινητά να μαθαίνουμε νέα τους…
Εξομολογούμαι ότι χάρηκα όταν έκλεισε η Εταιρεία. Έφυγε ένα βάρος από την καρδιά μου.
[επιστολή στη Δ. Λοΐζου, 29-01-2017]