Ζαννής Χανιώτης

Ο Ζαννής Χανιώτης του Βασιλείου και της Φρασκούλας γεννήθηκε στην Άνω Μερά της Μυκόνου το 1955. Εργάστηκε στο Συνεργείο ως τορναδόρος (1969-1983).

Στο ορυχείο των Ιταλών δούλευε ο προπάππος μου, Γεώργιος Πολυκανδριώτης («Χειμώνας»), το 1910 και 1920. Βγάζανε γαλένα – γαληνίτη, το ορυκτό που βγαίνει το μολύβι κι έχει και λίγο ασήμι μέσα, μου φαίνεται. Αυτοί φύγανε, τ’ αφήσανε, και το ’55 ήρθανε οι Αμερικάνοι.
Μου ’λεγε η νονά μου πως από εκείνα τα χρόνια τη γιορτάζανε την Αγία Βαρβάρα. Στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, στις αρχές δεν την κρατούσαν τη γιορτή, και μια φορά κινδυνέψανε να σκοτωθούνε, και μπήκε στη μέση ο Γιάννης ο «Κριός» και τους λέει: «Αφού τη γλιτώσαμε, τώρα πρέπει να κάνομε εκκλησιά και να κάνομε και λειτουργιά». Κάτι έγινε εκεί· τράβαγε το γκρέιντερ (grader) κι έβαλε και τη μπολντόζα απάνω. Τι να τραβήξει το γκρέιντερ; Και τι να φρενάρει; Ξέρεις τι φρένα είχε; Μπροστά δεν είχε φρένα. Πίσω είχε 4 τροχούς και 2 ταμπούρα· υδραυλικά ναι μεν, αλλά ούτε σεβρόφρενο, ούτε πίεση-κομπρεσέρ. Και τι έκανε; Επειδή ήτανε μέσα 2 μακρόστενα και 2 αλυσίδες, επειδή είχε 6 ρόδες, νομίζανε πως μπορούσε να τραβάει μεγάλο βάρος. Και πιάναν τώρα απάνω στην πλατφόρμα να βάνουν τους ανθρώπους. Περάσαν μια φορά απ’ το σπίτι, και να τις βλέπω να καθόνται απάνω στη νταλίκα –ήταν κι ο μπάρμπας μου ο Γιώρης ο Μονογυιός– κι επηγαίνανε, κι από πίσω να τραβάει και τ’ άλλο το κέρατο… Δεν ήταν τόσο η ανηφόρα, όσο ήταν η κατηφόρα. Το τετράτροχο, έτσι και κάνει χιαστό και στρίψει…
Το γκρέιντερ ήτανε αναπόσπαστο κομμάτι του πατέρα σου. Μόλις εμφανιζότανε στο δρόμο ο Παναγιώτης, εγώ πεταγόμουνα μέσα από το σπίτι κατευθείαν στο χωράφι. O πατέρας σου  το είχε “αναστήσει”! Μετά το είχε πάρει ο Νικολάκης ο Φαμέλης – που ήτανε στο ράγμα δίπλα. Να, ο Γιάννης κι ο Γιώργος, οι «Λιράδες»! Αυτοί θα ξέρουν: «Ε, πού είναι το γκρέιντερ της Εταιρείας;». «Το γκρέιντερ της Εταιρείας ξέχασέ το! Έχει πάει για παλιοσίδερα. Για μια δεκαετία επέζησε. Υπάρχει ένα παρόμοιο, τώρα».
Ερχότανε, που λες, το πρωί στο Συνεργείο ο θείος Παναγιώτης: «Καλημέρρρρρα , Νικολάκη! Σήμερα έχομε οδοποιία κι η μπολντόζα δε’ δουλεύει». «Γειά σου, ρε Παναγιώτη, (μπιπ)!» του έλεγε εκείνος. «Νικολάκη, κανόνισε να τη φτιάξεις τη μπολντόζα! Λουκούμια σπρώχνομε;». Ο κυρ-Νίκος του ’κανε πλάκα για να θυμώνει, να πειράζονται. Η πλάκα με μένα είναι που τα βλέπω στον ύπνο μου συνέχεια… Δε’ φεύγουνε!

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 05-06-2017]