Θεόδωρος Χατζής

Ο Θεόδωρος Χατζής του Γεωργίου και της Άννας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937. Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός ΕΜΠ, εργάστηκε ως βοηθός προϊσταμένου Υπογείων εργοταξίων της ΜΥΚΟΜΠΑΡ.

Μεταλλευτική δραστηριότητα στη Μύκονο αναπτύχθηκε από τις αρχές του εικοστού αιώνα, με κύριο αντικείμενο εκμετάλλευσης τα μικτά θειούχα μεταλλεύματα Σιδήρου, Ψευδαργύρου και Μολύβδου (PBG). Τα μεταλλεύματα αυτά υπήρχαν υπό μορφή φλεβιδίων μέσα στη στρωματοειδή φλέβα του υδροθερμικού κοιτάσματος του Βαρύτη, η οποία διατρέχει το βορειοανατολικό τμήμα του νησιού και περιέχεται σε δύο γρανιτικούς σχηματισμούς διαφορετικών ηλικιών. Η εκμετάλλευση των μικτών θειούχων γινόταν επιφανειακά, εκεί που φαινόταν καθαρά η παρουσία τους, αλλά διακόπηκε προπολεμικά, ως αντιοικονομική (Επιχείρηση Γράτσου).
Μετά τη λήξη του πολέμου και με τη σταδιακή αντικατάσταση του άνθρακα από το πετρέλαιο, σαν κύρια πηγή παραγωγής ενέργειας, άρχισαν εντατικές έρευνες για τον εντοπισμό του πετρελαίου, οι οποίες απέδωσαν τα γνωστά αποτελέσματα. Τόσο οι έρευνες όσο και εκμετάλλευση των πετρελαϊκών θυλάκων γίνεται με γεωτρήσεις, μεγάλου βάθους ως επί το πλείστον, στις οποίες χρησιμοποιούν σαν βασικά υλικά τον Βαρύτη και τον Μπεντονίτη. Ο μεν Βαρύτης, με ειδικό βάρος 4.25, δημιουργεί βαρεία στήλη, ώστε ν’ αποτρέπεται η διαφυγή του φυσικού αερίου κατά την προσπέλαση του θύλακα, ο δε Μπεντονίτης παίζει τον ρόλο του λιπαντικού της στήλης καθώς και σφραγιστικού των ρωγμών, εξασφαλίζοντας έτσι τη στεγανότητα του φρέατος της γεώτρησης. Άλλες χρήσεις του μεταλλεύματος αυτού είναι στην πλήρωση του χαρτιού και στην φαρμακοβιομηχανία. Αυτά όλα αναφέρονται, ακροθιγώς, προκειμένου να γίνει κατανοητό το ενδιαφέρον των προηγμένων βιομηχανικά χωρών, για τα κοιτάσματα των δύο αυτών ορυκτών. Έτσι ξεκίνησε η εκμετάλλευση του Βαρύτη στη Μύκονο και τη Μήλο, ενώ του Μπεντονίτη αποκλειστικά στη δεύτερη.
Εγώ έφτασα στη Μύκονο στις 03-12-1964, αφού προσλήφθηκα σαν Μηχανικός Μεταλλειολόγος, για το Μεταλλείο Βαρύτη, του οποίου την εκμετάλλευση πραγματοποιούσε η Εταιρεία ΜΥΚΟΜΠΑΡ, Αμερικανικών συμφερόντων. Το πλοίο, με το οποίο ταξίδεψα ήταν το ΜΑΡΙΛΕΝΑ και έκανε τη διαδρομή Πειραιάς-Σύρος-Τήνος-Μύκονος σε 8 ώρες! Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στη Μύκονο και με υποδέχτηκε στο λιμάνι, αφού έφτασα με τη λάντζα, ο συνάδελφος Κώστας Παναγόπουλος, γνωστός από τα φοιτητικά μας χρόνια και τους κοινούς αγώνες για τον εκδημοκρατισμό της Ανώτατης Παιδείας. Πρόθεσή μου ήταν να διαμείνω σε ξενοδοχείο και μάλιστα στο ΛΗΤΩ, αφού ο επιχειρηματίας που το λειτουργούσε ήταν ο οικογενειακός φίλος Ν. Δαλιάνης. Ευτυχώς την πρόθεσή μου αυτή τη σταμάτησε ο Κώστας, ως άκρως αντιοικονομική και προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει στο σπίτι του στην Αλευκάντρα, μέχρι να βρω να νοικιάσω δικό μου.
Την άλλη μέρα το πρωί, γιορτή της Αγίας Βαρβάρας και προστάτιδας των Μεταλλωρύχων όλου του κόσμου, ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο της Εταιρείας για το Μεταλλείο, όπου όλο το προσωπικό του ετοίμαζε τον πανηγυρικό εορτασμό. Την ίδια μέρα θα λειτουργούσε το ομώνυμο εκκλησάκι, το οποίο το έχτισαν οι εργάτες με εθελοντική εργασία. Όταν φτάσαμε στο Μεταλλείο επικρατούσε οργασμός προετοιμασίας για το πανηγύρι που θ’ ακολουθούσε. Εμένα, σαν καινούργιο, μου έδωσαν ένα εργοταξιακό αυτοκίνητο και μου είπαν να πάω στον Καλαφάτη και να πάρω τα χταπόδια που είχαν παραγγείλει, από τον μοναδικό ψαρά που ζούσε εκεί, μέσα σ’ ένα ξύλινο παράπηγμα. Επιστρέφοντας στις εγκαταστάσεις, όλο το προσωπικό είχε στρώσει τα τραπέζια στην Καντίνα του Μεταλλείου και όλα ήταν έτοιμα για το πατροπαράδοτο γλέντι που θ ’ακολουθούσε. Για μένα όλ’ αυτά ήταν πρωτόγνωρα κι εντυπωσιακά, γιατί έβλεπα στα πρόσωπα όλων των ανθρώπων τη χαρά, τη συντροφικότητα, και το σεβασμό μαζί, γι’ αυτή τη γιορτή. Αργά, το απόγευμα –οι μισοί από εμάς είμαστε, από λίγο ως πολύ, μεθυσμένοι– αποφασίστηκε να λήξει η γιορτή, τουλάχιστον γι’ αυτούς που θα γυρίζαμε στη Χώρα. Όπως είναι φυσικό, έπρεπε να πάω για ξεκούραση, μια και την επομένη το πρωί γύρω στις 6 θα γυρίζαμε στο Μεταλλείο για δουλειά. Στο σπίτι του Κώστα, στην Αλευκάντρα, πήγαμε φυσικά με τα πόδια περνώντας μέσα από δαιδαλώδη σοκάκια, τα οποία ήταν αδύνατο ν’ απομνημονεύσω την τοπογραφία τους, λόγω κρασιού και σκοταδιού! Το μόνο που μπόρεσα να κρατήσω ήταν ο θόρυβος της ηλεκτρικής μηχανής της ΔΕΗ! Αυτό το στοιχείο αποτέλεσε και την πυξίδα μου για να γυρίζω στην Αλευκάντρα, για ένα τουλάχιστον μήνα, μέχρι να μάθω να περπατάω άφοβα μέσα στη Χώρα.
Το πρωί της επομένης, ξεκινήσαμε όλα τα στελέχη της Εταιρείας, από το άγαλμα της Μαντώς για το Μεταλλείο. Τα στελέχη τότε ήταν ο Αθανάσιος Αναστασίου (Διευθυντής), Κώστας Παναγόπουλος (Προϊστάμενος Υπογείων Εργοταξίων), Ανδρέας Λόντος (Προϊστάμενος του Συνεργείου Επισκευών), Νικόλαος Ποταμιάνος (Προϊστάμενος του τμήματος Εμπλουτισμού του μεταλλεύματος) και εγώ, ως βοηθός του Κώστα Παναγόπουλου.
Φτάνοντας στο Μεταλλείο έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις με το προσωπικό υποστήριξης της παραγωγής, δηλαδή Πλυντήριο εμπλουτισμού, Συνεργείο συντήρησης-επισκευών, Γραφεία, Γραφείο κίνησης κ.λπ. Γνώρισα επίσης τον Νίκο Γανωτή, Εργοδηγό των Υπογείων εργοταξίων, με τον οποίο θα είχαμε άμεση συνεργασία. Η εμπειρία και η ικανότητα του Γανωτή με βοήθησαν τα μέγιστα για την προσαρμογή μου στο έργο. Μεγάλο ρόλο έπαιξε σ ‘αυτό και ο καλός του χαρακτήρας και η ειλικρίνειά του. Από την επαφή που είχα τόσο με το χώρο των Γραφείων, όσο και με τα Εργοτάξια Παραγωγής, αποκόμισα πολύ καλή εντύπωση, με σημεία αναφοράς τα Ελληνικά Μεταλλεία στα οποία είτε είχα εργαστεί είτε είχα επισκεφθεί ως φοιτητής. Θ’ αναφέρω ορισμένες διαπιστώσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν την εντύπωσή μου αυτή:

  • Παγιωμένη και διακριτή ιεραρχία σε όλες τις κατηγορίες του προσωπικού.
  • Κάθετος καθημερινός γραπτός και προφορικός έλεγχος στα κλιμάκια επίβλεψης.
  • Καθημερινός συντονισμός των τμημάτων Παραγωγής με τα τμήματα Υποστήριξης.
  • Εδώ θα πρέπει ν’ αναφέρω ότι στα τμήματα παραγωγής, εκτός των Υπογείων Εργοταξίων και του Πλυντηρίου, περιλαμβάνονταν και η Σκάλα Φόρτωσης με τον Φούρνο Φρύξης στον Λούλο.
  • Τακτική παρακολούθηση του κόστους σε κάθε τμήμα και έγκαιρες διορθωτικές επεμβάσεις.
  • Αξιόμαχος και σύγχρονος εξοπλισμός σε όλα τα τμήματα του Έργου. Σαν παράδειγμα αναφέρω την ύπαρξη τηλετύπου (fax), τη στιγμή που σχεδόν καμία Ελληνική επιχείρηση δεν γνώριζε και δεν χρησιμοποιούσε.
  • Ανταγωνιστικοί μισθοί και ημερομίσθια, σε σχέση με άλλες μεταλλευτικές επιχειρήσεις.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η οργάνωση αυτή, βασιζόταν σε Αμερικανικά πρότυπα, αφού η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν θυγατρική εταιρεία της MAGOBAR, θυγατέρας επίσης της μεγάλης DRESSER, αμφότερες Αμερικανικών συμφερόντων.
Παρόλα αυτά, τα θετικά στοιχεία, στον επαγγελματικό τομέα υπήρχαν δυσκολίες που καθιστούσαν την καθημερινότητα αρκετά σκληρή για τους εξής λόγους:

  • Εκτεταμένη διασπορά δραστηριοτήτων σ’ ένα χώρο ευπρόσβλητο στις άσχημες καιρικές συνθήκες, ιδίως για τις επιφανειακές εργασίες.
  • Τακτικές φορτώσεις πλοίων, οι οποίες γίνονταν όλο το 24ωρο (σταλίες), οπότε, όντας απαραίτητη η παρουσία Μηχανικού, εμείς οι εργένηδες εργαζόμασταν διπλή βάρδια (πρωί-βράδυ).
  • Ισχυρό Σωματείο εργαζομένων, με κομματική εξάρτηση, αφού η Εργοδότρια Εταιρεία ήταν Αμερικανικών συμφερόντων. Κι όμως η Εταιρεία αυτή είχε καθιερώσει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μηνιαία επιθεώρηση των έργων, για την ασφάλεια των εργαζομένων, από τον Μηχανικό Παραγωγής, τον Εργοδηγό, τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα του Σωματείου («Πιπεργιάς»)! Η Επιτροπή αυτή συνυπόγραφε έγγραφη αναφορά για τις διαπιστώσεις της. Η μαχητικότητα του Σωματείου εκδηλώθηκε σύντομα με την πραγματοποίηση μιας πολυήμερης απεργίας, η οποία βασίστηκε κατά κύριο μέρος στους εργάτες, που προέρχονταν από άλλα μέρη της Ελλάδας. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε αιτία εσωτερικών τριβών στους Μυκονιάτες. Η μαχητικότητα αυτή ενισχύθηκε περισσότερο με τα Ιουλιανά γεγονότα.
  • Κοιτασματολογικές συνθήκες (φύση μεταλλεύματος και περιβάλλοντος πετρώματος, κλίση και πάχος του κοιτάσματος, ανυπαρξία στοιχείων συστηματικής έρευνας) τέτοιες που δημιουργούσαν μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή μιας ενιαίας Μεθόδου Εκμετάλλευσης.

Εδώ οφείλω να επισημάνω ότι η φιλικότητα, η ζεστασιά που μας πρόσφεραν οι Μυκονιάτες, σε μας τους “ξένους”, μας έδινε κουράγιο, έτσι που οι δυσκολίες αυτές φαινόντουσαν μικρές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σπιτονοικοκυρά μου –είχα νοικιάσει εν τω μεταξύ σπίτι στα Ματογιάννια–, η οποία ερχόταν όταν έλλειπα και χωρίς καμία πρόσθετη απαίτηση μου καθάριζε το σπίτι και τακτοποιούσε τα πάντα –τότε στη Μύκονο δεν κλείδωναν τα σπίτια!–, τις ψαρόσουπες που μας έφτιαχνε ο Μπάμπης ο Χειμωνάς κι ο Θοδωρής ο Φούσκης στο Θαλάμι που πηγαίναμε για να περάσουμε την ώρα μας και να ζεσταθούμε. Παραβλέπω τη ζεστασιά των φίλων που πιάσαμε εκεί κι εξακολουθούμε να έχουμε στενές σχέσεις.
Το καλοκαίρι τα πράγματα άλλαζαν εντελώς. Δεν ήταν μόνο το φως κι ο καλός καιρός, που σου επέβαλαν ατέλειωτες βόλτες στην παραλία και τις εξοχές, ήταν και η όλη ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι μόνιμοι και περιστασιακοί επισκέπτες του νησιού, που τότε ξεκινούσε την τουριστική απογείωσή του. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τον Μενουχίν, τη Σοράγια, τον Πέτρο τον πελεκάνο που είχε πολιτογραφηθεί Μυκονιάτης, τις τρεις θηλυκιές συντρόφους του που του τις δώρισαν επώνυμοι κι εστεμμένοι, τον παλαβό που έκοβε βόλτες καβάλα σ’ ένα άλογο, το Νικόλα τον «Μάγκα» που χόρευε ζεϊμπέκικο κρατώντας με τα δόντια του ένα ξύλινο τραπέζι, το ταβερνάκι του Πετεινού στον Πλατύ Γιαλό, που τα βράδια του χειμώνα του αδειάζαμε στα κρυφά την νταμιτζάνα με το υπόλοιπο κρασί που είχε κρύψει, ή την Καρολίνα, που κι αυτή είχε πολιτογραφηθεί Μυκονιάτισσα, όπως ο Πέτρος που γνώρισε το χειμώνα στη Μύκονο και για να προστατευτεί απ’ τον αέρα κοιμόταν βαθιά στα στενά της Χώρας. Η Μύκονος ήταν για μένα μια αξέχαστη εμπειρία, την οποία αναγκάστηκα να διακόψω πριν το τέλος του καλοκαιριού του ’65, για λόγους προσωπικούς.
Το εργατοτεχνικό προσωπικό δεν ήτανε ντόπιο. Ήταν από τη Σέριφο, ήταν από τη Λήμνο, ήταν από την Εύβοια, ήταν από την Ελευσίνα, ήταν από τη Χαλκιδική… Δηλαδή ήτανε από μεταλλευτικές περιοχές που είχανε δραστηριότητα, αλλά είχε αρχίσει τότε η μετανάστευση στη Γερμανία και υπήρχε μεγάλη έλλειψη. Γινόντουσαν ολόκληρες εκστρατείες για να πάνε να βρουν προσωπικό να έρθει, τελείως ειδικευμένο. Θυμάμαι κάποιον πιστολαδόρο, που ήταν μικρόσωμος, και τον λέγαμε Πηλιτσάκο – Πηλίτσος το επώνυμό του. Πολύ καλός πιστολαδόρος, και είχε καταγωγή από τη Λήμνο. Φυσικά, το μεγαλύτερο ποσοστό ήτανε Ευβοιώτες, λόγω Νίκου Γανωτή. Και ο οικισμός που υπήρχε στο Μεταλλείο, κυρίως κατοικείτο από Ευβοιώτες, απ’ ό,τι θυμάμαι.
Ο Ευτύχης ο Πενταράκης ήτανε λιγάκι αγαθός. Δούλευε κάτω στις αντλίες που ρουφάγανε θάλασσα και στέλνανε στο Πλυντήριο. Αυτές οι αντλίες ήτανε αρκετά ισχυρές. Οι άξονες από τους κινητήρες προς τις αντλίες ήταν ακάλυπτοι. Μια φορά λοιπόν ο Ευτύχης χρειάστηκε να πάρει ένα αντικείμενο που ήτανε από την άλλη μεριά του άξονα, ενώ αυτός ήτανε απ’ αυτήν. Αντί να κάνει τη βόλτα να πάει να το πάρει, έσκυψε να το πάρει, πιάστηκε η φόρμα του στον άξονα και τον κοπάνησε κάτω με το κεφάλι. Έγινε ολόκληρο επεισόδιο, σώθηκε ως εκ θαύματος, γιατί σκίστηκε η φόρμα του –αν δεν σκιζότανε θα τον σκότωνε– και τη γλίτωσε. Βέβαια ήρθε ο αδερφός του ο οποίος ήτανε τότε Επιθεωρητής Μεταλλείου, και δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις και… αντιπαροχές. Και μένω εκεί…
Εκεί που ήτανε το αντλιοστάσιο, κι εκεί που πέφτανε απ’ το Πλυντήριο τα ψιλά στη θάλασσα, αυτόν τον κόλπο κάπως τον λέγανε. Ο κόλπος της Τρα’όμαντρας. Και αν είχε Νοτιά, τα πλοία ερχόντουσαν και φουντάρανε αρόδου απέξω από τον κόλπο αυτόν και φορτώναμε με μαούνες εκεί. Θυμάμαι μερικά επεισόδια, που ήταν και Θεσσαλοί εργάτες, οι οποίοι, οι καημένοι, είχαν αναστολές να μπούνε σε πλεούμενα, και πάρα πολλοί απ’ αυτούς, όταν μπαίνανε στις μαούνες για να φορτώσουνε –κάναν διπλή βάρδια, ε; – καμμιά φορά έπιανε βοριάς, κι αναγκαζόντουσαν να πάρουν τις μαούνες και να τις ταξιδέψουν στον Λούλο, κι ήταν μέσα αυτοί, και τους έπιανε vertigo.
Ένα άλλο επεισόδιο που θυμάμαι, υπήρχε ένας εργάτης, ο «Κινέζος». Αυτός έπινε αρκετά, αλλά ήτανε τίμιος άνθρωπος. Ερχότανε στη δουλειά, ό,τι του λέγανε έκανε. Μια φορά είχανε πάει μαζί μ’ έναν άλλον να μεταφέρουνε ένα κομπρεσέρ πάνω από τον κόλπο αυτόν. Προσπάθησαν να το μεταφέρουν με τα χέρια – ένα μικρό κομπρεσέρ, δεν ήταν πολύ μεγάλο. Αλλά, ήτανε κατηφοριά, δεν είχανε μεριμνήσει να πάρουν τάκους, και τους έφυγε το κομπρεσέρ στη θάλασσα. Έγινε χίλια κομμάτια, και λέει ο «Κινέζος»: «Νέτα, «Ψύλλο, πεζέψαμε!. Πάμε για εξόφληση…». Ο Αντώνης ο Χανιώτης ο «Ψύλλος» ήτανε.
Ξέρω άλλο ένα επεισόδιο με τον «Κινέζο», που κοιμήθηκε και βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχε ένα πλοίο, το Αιγαίο μάλλον, που ήταν άγονη γραμμή. Έπιανε διάφορα λιμάνια και τερμάτιζε στη Θεσσαλονίκη. Μπήκε λοιπόν αυτός στο πλοίο απ’ τον Πειραιά, κι αφού τα ’χε πιει –τα είχε κοπανίσει–, κοιμήθηκε. 8 ώρες έκανε το πλοίο να ’ρθει από Πειραιά. Κοιμήθηκε στην καμπίνα, ξεχάστηκε, δεν κατέβηκε στη Μύκονο, και βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Και πήραν τηλέφωνο αποκεί –γιατί αυτός τά ’χασε– και δόθηκαν οδηγίες για να επαναπατρισθεί ο «Κινέζος».
Δεν ξέρω αν πρέπει να πούμε την ιστορία του Θανάση με το ταχύμετρο και τον Μενουχίν. Εμείς κάναμε παρέα, ο Κώστας Παναγόπουλος, ο Λόντος κι εγώ. Ήτανε χειμώνας. Φλεβάρης μήνας. Περπατάγαμε και είχαμε βγει κάπως προς τα έξω της Χώρας. Ο Θανάσης ο Αναστασίου, εκτός από τη δουλειά του στο Μεταλλείο, είχε ένα ταχύμετρο, τον θεοδόλιχο, και τον φωνάζανε οι Μυκονιάτες να τους κάνει διαίρεση στα χωράφια, να τα οριοθετήσει κ.λπ. Κι άλλοι τον πληρώνανε, άλλοι του δίνανε χωράφι. Είχαμε βγει και περπατάγαμε και πετύχαμε κάποια στιγμή τον Θανάση με τον θεοδόλιχο. Είχε αρχίσει και σουρούπωνε, χειμώνας ήτανε. Τον είδαμε μουτρωμένο, αναστατωμένο, του λέμε: «Τι έγινε, ρε Θανάση;». Λέει: «Άσε, αυτός εκεί πέρα, μου έπιασε την κουβέντα, και θα πέσει η νύχτα, δεν θα προλάβω…». Του λέει ο Λόντος: «Ξέρεις ποιος είναι αυτός που σου έπιασε την κουβέντα; Ο Γιεχούντι Μενουχίν!». Ο Θανάσης ήτανε ερωτευμένος με την κλασική μουσική. Μόλις τ’ ακούει, έκανε τον σταυρό του: «Ω, τι έπαθα!».
Κάτι άλλο: Ο Θανάσης Αναστασίου είχε αποκλειστικότητα σε ό,τι αφορά τοπογραφία και ήθελε να είναι μέσα. Χρειάστηκε λοιπόν μια φορά να βάλομε μπροστά ένα εγκαταλελειμμένο εργοτάξιο που ξεκίναγε από τη Σ1, απ’ τη στοά που ήτανε κοντά στη θάλασσα. Για να δραστηριοποιήσουμε το εργοτάξιο, έπρεπε να κάνουμε μια κεκλιμένη στοά, να ξετρυπήσει στη στοά αυτή, που ήταν στο επίπεδο της θάλασσας. Έπρεπε να δοθεί κατεύθυνση, τα σημάδια, να δοθούν τοπογραφικά, για να μπορούμε να συνδέσουμε. Λέγαμε εμείς: «Βρε, Θανάση, πρέπει να κάνουμε αυτό το πράγμα», έλεγε ο Θανάσης: «Δεν ευκαιρώ τώρα». Κάποια στιγμή, λέω στον Κώστα: «Ρε, συ, θα το κάνω εγώ!». Λέει: «Πήγαινε στον Θανάση, ζήτα του το ταχύμετρο, να το κάνεις». Πάω στο Θανάση, του λέω: «Θανάση, μου δίνεις το ταχύμετρο να το κάνω εγώ;». Με κοιτάει καλά καλά: «Και πώς θα το κάνεις;», μου λέει. Λέω: «Τοπογραφικά». Μου λέει: «Ξέρεις;». Μαθαίναμε καλή Τοπογραφία στο Πολυτεχνείο. Λέω: «Κάτσε, ρε συ, τον Βέη είχαμε καθηγητή!». Μου λέει: «Εντάξει! Άμα μπορείς…». Δηλαδή, έδειχνε δυσαρέσκεια. Εν πάση περιπτώσει, πήγα εγώ, αλλά έπρεπε να μπω στη στοά μέσα για να πάρω τα σημάδια να τα πάω έξω, να τα μεταφέρω απάνω… Η στοά όμως ήτανε πλημμυρισμένη από θάλασσα, και μπήκα μέχρι το στήθος στο νερό και μ’ έπιασε κι η μέση μου. Είχα βοηθούς αυτά τα δυο παιδιά που ήταν της σχολής Εργοδηγών της Χαλκίδας. Εν πάση περιπτώσει, εγώ, λοιπόν, δεν έκανα τριγωνισμό. Για να κάνω τριγωνισμό χρειαζόταν πολλή ώρα να κάτσω μέσα. Συνδύασα μιαν άλλη μέθοδο με γωνίες και ακτίνες. Εν πάση περιπτώσει, τέλειωσα, σχεδίασα, κ.λπ., με φωνάζει ο Θανάσης, μου λέει: «Τέλειωσες αποκεί;». Λέω: «Τέλειωσα». Λέει: «Και πώς το ’κανες; Έκανες τριγωνισμό, οπισθοδρομία, …;». Λέω: «Όχι! Το έκανα με γωνίες και ακτίνες». Λέει: «Α, δεν θα ξετρυπήσει!». Του λέω: «Κοίταξε, άμα θέλεις, πήγαινε εσύ, πάρε κι ένα σωσίβιο γιατί θα πνιγείς μες στη γαλαρία». Εμένα μ’ έπιασε η μέση μου την άλλη μέρα, και με σηκώνανε στα χέρια για να κατέβω από τον Ζέφυρο , γιατί ήταν αδύνατον να κατεβώ μόνος μου! [Συμπληρωματικά: Την τοπογραφική αποτύπωση για την ένωση της στοάς Σ1 με την επιφάνεια στη Λαγκάδα την έκανα εγώ. Τότε όντως η στοά αυτή ήταν πλημμυρισμένη, από θάλασσα κυρίως, επειδή η είσοδός της ήταν σχεδόν εν επαφή με αυτήν και ήταν φυσικό σε μια φουσκοθαλασσιά να μπουν και να μείνουν νερά. Επίσης η στοά αυτή επικοινωνούσε με την επιφάνεια από το άλλο της μέρος με ένα παρακατακόρυφο «καμινέτο» στην περιοχή της Λαγκάδας. Ο στόχος της αποτύπωσης που πραγματοποίησα εγώ, ήταν να ορυχθεί από τη Λαγκάδα μια νέα κεκλιμένη στοά, να ενωθεί με τη Σ1(φυρές), ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν στοά επικοινωνίας καθώς και ανελκύσεως του μεταλλεύματος, μια και το άλλο άκρο της Σ1 θα ήταν τις περισσότερες φορές πλημμυρισμένο].
Άλλο ένα επεισόδιο, στη στοά 80 (εργοτάξιο Νο 2), εκεί Επιστάτης ήταν ο Φεφέκος. Αυτό ήταν το εργοτάξιο που βρισκόταν δεξιά επάνω, πριν μπούμε στο χώρο των κεντρικών εγκαταστάσεων του Μεταλλείου. Εκεί λοιπόν τα βαγόνια τα έσερναν κάποιες αεροκίνητες άμαξες. Αυτές είχαν ένα κυλινδρικό καζάνι, το οποίο έπαιρνε πεπιεσμένο αέρα από διάφορες λήψεις κατά την πορεία. Αυτές λοιπόν ήταν Eimco, Αμερικάνικης προέλευσης. Είχε λήψεις, κόβανε τον σωλήνα, έπαιρνε πεπιεσμένο αέρα και συνέχιζε. Μια μέρα θυμάμαι, είχαν έρθει φοιτητές για επίσκεψη, και τους πήρα να τους πάω στη Σ80. Στον δρόμο, εκεί που μιλάγαμε, άκουσα τη μηχανή κι ερχότανε. Κάνω με τη λάμπα σινιάλο, να σταματήσει, δεν το βλέπει ο χειριστής, και ο συρμός έρχεται προς τα πάνω μας. Εκείνη την ώρα, λέω στα παιδιά: «Φυλαχτείτε!». Κρατήθηκα κι εγώ στην πλευρά της γαλαρίας, στο παραμέντο, και περίμενα να περάσει, αλλά ήτανε τόσο [δείχνει με τα χέρια περίπου μια πιθαμή]. Τόσο, που έσπρωξα το βαγόνι για να μη μ’ ακουμπήσει, και μετά βγήκε η φήμη ότι χτύπησαν τον Μηχανικό. Φυσικά κανείς μας δεν είχε χτυπήσει, αλλά τέτοιες φήμες κυκλοφορούσαν εύκολα, στον κλειστό χώρο του Μεταλλείου.
Μια άλλη φορά, εμφανίστηκε μια ομάδα φοιτητών που μου την χρέωσε ο Κώστας Παναγόπουλος να τους πάω στα Υπόγεια. Μεταξύ τους ήτανε και μια κοπέλα. Η κοπέλα αυτή –ωραία κοπέλα– έπρεπε ν’ ακολουθήσει την ομάδα στην επίσκεψη των Υπογείων. Τότε και μετά, επί μια δεκαετία ακόμη μετά, επικρατούσε η προκατάληψη ότι γυναίκα στα Υπόγεια δεν μπαίνει, εκτός από την Αγία Βαρβάρα! Αυτή η προκατάληψη επικρατούσε παντού, δεν ήταν μόνο στην Ελλάδα. Υπήρχε και στα αλατωρυχεία της Αλσατίας και αλλού. Δεν ξέρω από πού προήλθε, ίσως γιά να μη βλέπουν τις δύσκολες συνθήκες της δουλειάς τους οι γυναίκες. Εν πάση περιπτώσει, είπα στον Γανωτή: «Άσε μου το τζιπ, να πάρω τα παιδιά, να τα πάω στη Σ40». Με κοιτάει ο Γανωτής, μου λέει: «Θα πάρεις και την κοπέλα;». λέω: «Ναι! Γιατί;». Μου λέει: «Θα ’χεις πρόβλημα!». «Γιατί, ρε;», του λέω. «Ξέρω ’γώ;», μου λέει. Παίρνω τα παιδιά και πάω. Ήτανε έντονη η προκατάληψη να μη μπει γυναίκα μέσα. Φαίνεται, όμως, ότι ο Γανωτής έριξε σύρμα εν τω μεταξύ, και όταν έφτασα εκεί, κι ετοιμαζόμασταν να μπούμε μέσα, βγαίνει όλη η βάρδια έξω. Λέω: «Βρε παιδιά, γιατί;». Λένε: «Θα μπει μέσα η κοπέλα; Πού ακούστηκε αυτό; Μόνο η Αγία Βαρβάρα, κι αυτή…». Λέω: «Τι είναι αυτά που λέτε; Δεν ντρεπόσαστε, κοτζάμ άντρες να λέτε αυτές τις βλακείες; Αυτή η κοπέλα σε λίγο θα ’ναι Μηχανικός. Μεθαύριο μπορεί να έρθει στο Μεταλλείο εδώ, πώς θα μπαίνει μέσα, ρε; Να σας προστατεύει, να σας οργανώνει. Δεν πρέπει να μάθει δέκα πράγματα;». «Ωωωωω!», φωνές, κακό… «Ακούτε, λέω, εγώ θα μπω με την κοπέλα μέσα και με τα παιδιά, κι όποιος θέλει έρχεται, όποιος δε θέλει κάθεται έξω, και θα τα βρούμε». Ε, μερικοί σπάσανε…
Σημασία έχει ότι μέσα στην ομάδα αυτή, τον θυμάμαι γιατί ήτανε μετέπειτα μηχανικός στο Δίστομο, ήτανε κι ο Γιώργος Παπανικολάου, φοιτητής, συμφοιτητής της κοπέλας. Μπήκαμε μέσα, τους τα έδειξα, μετά τους αφήσαμε και πήγαιναν με τις βάρδιες, για να κάνουν παρακολούθηση, μετρήσεις… Κάποια μέρα, ο Γιώργος ο Παπανικολάου, στη 40, σ’ ένα μέτωπο, περπατούσε πάνω στον κομμένο βαρύτη για να πάει απ’ τη μια μεριά στην άλλη του μετώπου, ενώ από τη στοά βάσεως γινόταν φόρτωση μέσα απ’ τα λούκια. Όπως είναι φυσικό, η καθοδική κίνηση του μεταλλεύματος, μέσα στα λούκια μεταφέρεται και στο μέτωπο. Περπατώντας ο φοιτητής αμέριμνος, παγιδεύεται από την καθοδική πορεία του βαρύτη. Άμα σ’ έπιανε ο βαρύτης δεν μπορούσες να ελευθερωθείς μόνος σου. Πρώτα πρώτα έπρεπε αστραπιαία να σταματήσει το λούκι αποκάτω, γιατί, αν συνέχιζε το τράβηγμα σε κατάπινε και σ’ έλειωνε. Ευτυχώς έπεσε σύρμα, σταματήσανε αμέσως να τραβάνε, σιγά σιγά τον ξεμπαζώσανε, τον πήρανε, δεν είχε πάθει τίποτα. «Δεν σας λέγαμε εμείς να μη βάλετε τη γυναίκα μέσα;». Άντε τώρα να τους συμμαζέψεις αυτούς… Λες και ήταν το Ιερό της εκκλησίας και απαγορευόταν να μπει η γυναίκα μέσα… Βλακείες… Ευτυχώς κάποτε έσπασε αυτό. Και μηχανικοί μετά, δεν ξέρω στη Μύκονο αν ήρθανε κοπέλες, αλλά στ’ άλλα μεταλλεία και μπαίνανε μέσα και εργαζόντουσαν!
Θυμάμαι ένα άλλο γεγονός, με τον αδερφό του Ντεμένεου. Είχε παγιδευτεί σ’ ένα εγκάρσιο προσπαθώντας να διασχίσει ένα λούκι, οπότε ξαφνικά αρχίζει το μετάλλευμα να κατεβαίνει από ψηλά. Αυτός ευτυχώς παρέμεινε εκεί, μην έχοντας κανένα τρόπο διαφυγής και επικοινωνίας. Για να γίνει αυτό έπρεπε να τραβήξουν, δεν ξέρω, χίλιους τόνους μεταλλεύματος, και αφού βγήκε ο Σπύρος, λένε, ότι είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του!
Η Βγενούλα είχε το μαγαζί απέναντι απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι λοιπόν που ήθελα ένα ραδιόφωνο –και πούλαγε ραδιόφωνα, το ’χω ακόμα, ένα ραδιόφωνο Singer με μπαταρία– και το αγόρασα απ’ αυτή, γλυκομίλητος άνθρωπος.
Κάτι που πρέπει να πούμε είναι ότι δοκιμάσαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα roof-bolds (κοχλίες οροφής) χτυπητά, με βαριά και σφήνα. Το δοκιμάσαμε και μάλιστα περιμέναμε να τραβηχτεί το μέτωπο για να δούμε αν τα κεφάλια από τις βίδες είναι στη θέση τους. Κι ήταν στη θέση τους! Το roof-bolding είναι μια επαναστατική μέθοδος υποστύλωσης που απαλλάσσεσαι από ξυλεία, από υδραυλικούς υποστάτες, από σιδερένιους υποστάτες, από σιδερένια πλαίσια, γιατί όλ’ αυτά είναι δύσχρηστα με χρονοβόρα τοποθέτηση και υψηλού κόστους αγορά. Τι είναι η κοχλίωση της οροφής; Ενισχύουμε την οροφή της εκσκαφής, ανοίγοντας διατρήματα μέσα σ’ αυτήν και μπήζοντας με διαφόρους τρόπους σιδερένιες ράβδους, που ουσιαστικά οπλίζουμε την οροφή στα σημεία που έχουμε μπει. Τότε ήτανε στα σπάργανα η ιδέα. Αμερικάνοι και Σουηδοί τα παλεύανε αυτά. Εμείς, δεν ξέρω πώς, το είχαμε διαβάσει σ’ ένα περιοδικό, και το κάναμε αυτοσχέδιο στο συνεργείο μας. Ουσιαστικά τι κάναμε; .Πήραμε μία ράβδο σιδερένια, περίπου 2 μέτρα μήκος, της κάναμε μια διχάλα στην άκρη, και κόψαμε και μια σφήνα πάλι σιδερένια, που ταίριαζε μέσα στη διχάλα αυτή. Ανοίξαμε ένα διάτρημα μήκους 2 μέτρων, στη διάμετρο που είχε αυτή η διχάλα. Αφού ανοίξαμε το διάτρημα, βάλαμε τη σφήνα μέσα στη διχάλα, σπρώξαμε τη ράβδο μέχρι να φτάσει στο τέρμα, και μετά τη χτυπήσαμε με βαρειά, ούτως ώστε η σφήνα να μπει μέσα και να την ανοίξει τη διχάλα. Οπότε μετά δεν μπορούσε να βγει η ράβδος. Μετά τι κάναμε; Βάλαμε μια σιδερένια πλάκα στη ράβδο, που είχε τρύπα η πλάκα και είχε βόλτες και βιδώσαμε ένα παξιμάδι, που ήρθε το παξιμάδι πρόσωπο με την πλάκα και το πέτρωμα. Οπότε, αν το πέτρωμα ήθελε να ξεκολλήσει, η αγκύρωση στο βάθος το συγκρατούσε. Όσο πιο βαθιά ΄πηγαίνεις τόσο πιο υγιές το πέτρωμα συναντάς. Αυτή η φιλοσοφία, δηλαδή της αυτοφερόμενης συγκράτησης, επικράτησε στα μεταλλεία τώρα. Χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε μηχανοποίηση στα πάσης φύσεως σύγχρονα μεταλλεία. Aυτός ο τρόπος υποστήριξης, δημιούργησε μεγάλα ανοίγματα, χωρίς κανένα πρόβλημα ευστάθειας του κενού. Μη έχοντας τα εμπόδια των ορθοστατών ή των φυσικών στύλων, ουσιαστικά ο θάλαμος είναι ελεύθερος για τη χρησιμοποίηση μηχανημάτων μεγάλων διαστάσεων και εκτός σιδηροτροχιών, γεγονός, το οποίο αύξησε κατακόρυφα την παραγωγικότητα. Οι σύγχρονοι κοχλίες ,σημειακής αγκυρώσεως, είναι τυποποιημένοι και ειδικών προδιαγραφών σε ό,τι αφορά την αντοχή τους σε εφελκυσμό και τη διάρκεια της ζωής τους, σε συνθήκες υπογείου μεταλλείου. Εκτός από αυτόν τον τύπο κοχλιών, τώρα, χρησιμοποιούνται κοχλίες ολομήκους αγκυρώσεως, δηλ. η σιδερένια ράβδος αγκυρώνεται καθ’ όλο το μήκος του διατρήματος με ρητίνη ειδικών προδιαγραφών. Τα πλεονεκτήματα αυτών των κοχλιών είναι:

  • Χρήση κοινών υλικών του εμπορίου (Οικοδομικός σίδηρος και ρητίνη ταχείας πήξεως).
  • Συγκράτηση του πετρώματος καθ’ όλο το μήκος του κοχλία.
  • Δυνατότητα μηχανοποιημένης τοποθέτησης με τη χρήση ειδικών μηχανημάτων.

Τότε λοιπόν εμείς δοκιμάσαμε 3 ή 4 κοχλίες, σημειακής αγκυρώσεως και αυτοσχέδιους, στο μέτωπο της 40 Μετά εγώ στο Δίστομο, μετά από ένα χρόνο περίπου, χρησιμοποίησα τυποποιημένα μπουλόνια και τα χρησιμοποίησα, τόσο για υποστύλωση της οροφής σε ορισμένα ευπαθή σημεία, όσο και στην συγκράτηση των τροχαλιών των αποξεστήρων (Scrapers).
Κάτι που αξίζει ν’ αναφερθεί, επανερχόμενος στο Μεταλλείο της Μυκόνου, είναι σχετικά με τον αερισμό των Υπογείων. Εκεί, λόγω της μορφολογίας των κοιτασμάτων και των διαστάσεων των έργων, δεν υπήρχε πρόβλημα αερισμού. Γινότανε έντονος φυσικός αερισμός (φυσικός ελκυσμός). Όντας κοντά στη θάλασσα, και στο βορεινό τμήμα του νησιού υπήρχαν όλοι αυτοί οι φυσικοί  παράγοντες που ευνοούσαν τον φυσικό αερισμό κι έτσι δεν χρειαστήκαμε να βάλουμε τεχνητό αερισμό με ανεμιστήρες. Αυτό είναι βασικό στοιχείο για τα χαρακτηριστικά του Μεταλλείου της Μυκόνου.
Καθαρίστρια στα Γραφεία ήταν η Ειρήνη απ’ τη Μαού η οποία και χόρευε ωραίο μπαλαριστό. Χωριατοπούλα, δυνατό κορίτσι.
Θυμάμαι και κάποιον, μ’ ένα καροτσάκι, μ’ ένα φτυάρι και μ’ έναν γκασμά και μπάλωνε τους δρόμους . Μόνος του. Και θυμάμαι έκανε τον δρόμο σαν άσφαλτο. Από το ανατολικό μπλοκ ήτανε κι είχε κατασταλάξει στη Μύκονο. Ήτανε εργάτης. Είχε ένα καροτσάκι μονότροχο, μια τσάπα, έναν γκασμά κι ένα φτυάρι και πέρναγε τους δρόμους κλείνοντας τις λακκούβες. Το υλικό που χρειαζόταν το έπαιρνε από δίπλα, από το πρανές. Ήταν όμως τόσο πετυχημένη η επέμβασή του αυτή, που οι δρόμοι που πηγαίναμε εμείς με τ’ αυτοκίνητα, ιδίως ο δρόμος Μεταλλείου-Λούλου, ήτανε λεωφόρος. Και νομίζω πως συνεργαζόταν με τον πατέρα σας στο να του λέει πού χρειαζότανε ο δρόμος την επέμβασή του. Και απ’ ό,τι έλεγε ο Αναστασίου, δεν τον άλλαζε με τίποτα. Θυμάμαι ότι για να τελειώσει τον δρόμο Τηγάνι-Λούλο έκανε δυο μήνες, αλλά τον έφτιαχνε τέλειο.
Το γραναζωτό αυτό στο δρόμο, οι μπουλντόζες τότε δεν είχαν υδραυλικό μαχαίρι, είχαν μηχανικό. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το μαχαίρι στρωνότανε στο έδαφος με τη βαρύτητά του. Κι όταν θέλανε να το σηκώσουνε, βάζανε το βαρούλκο μπροστά και το σήκωνε με τροχαλία. Αυτό έχει το μειονέκτημα ότι ό,τι βάρος έχει το μαχαίρι, μ’ αυτό το βάρος πιέζεται ο δρόμος. Όταν βρει λοιπόν στον δρόμο αντίσταση, σηκώνεται, και δημιουργεί αυτό το γραναζωτό. Τότε που ήταν ο πατέρας σας, ήταν μηχανικά τα μαχαίρια.
Το Μεταλλείο της Μυκόνου είχε προδιαγραφές προηγμένες, σύμφωνα με τα παγκόσμια τότε δεδομένα. Δηλαδή δεν ήταν μόνο κράνη, λάμπες, κ.λπ. Π.χ. τα αερόσφυρα. Ήτανε τότε το καλύτερο μοντέλο της Ingersoll rand. Ήτανε το 300A, το οποίο είχε υποστάτη αυτοσυμπτυσσόμενο. Υποστάτης ήτανε το κολωνάκι που λέγανε οι μεταλλωρύχοι. Το κολωνάκι ήτανε αυτό που κράταγε το αερόσφυρο για να μην το κρατάει ο μεταλλωρύχος στα χέρια του και το προωθούσε κατά την όρυξη του διατρήματος (φουρνέλου). Αυτό ήτανε υδραυλικό, πεπιεσμένου αέρα, αλλά διπλής λειτουργίας. Και εκτεινότανε από τον πεπιεσμένο αέρα, αλλά όταν έπρεπε να τραβήξεις να βγάλεις το στέλεχος από το διάτρημα και να κάνεις το σφυρί πίσω, έπρεπε ν’ ανοίξεις τον αέρα, να φύγει απ’ το κολωνάκι ο αέρας, να φύγει από το κολωνάκι ο αέρας, να μαζέψει το πόδι, να κατέβει. Ε, αυτά τα σφυριά που σας λέω τα 300Α, είχανε ένα κουμπί που μάζευε μόνο του το πόδι και μπορούσες να μετακινήσεις αμέσως το σφυρί στη νέα θέση της διάτρησης . Δηλαδή, για τα χειροκίνητα μέσα τότε τα διατρητικά σφυριά αυτά ήτανε πρωτοπορία, γιατί δεν κέρδιζες μόνο χρόνο αλλά και κόπο. Επομένως ήταν πιο άνετα για τον μεταλλωρύχο.
Τώρα, όσον αφορά τα κομπρεσέρ, ήτανε αμερικάνικα Joy, Ingersoll Rand, Atlas Copco, τα οποία ήταν πανάκριβα για τον χώρο της Ελλάδος.
Οι φορτωτές των Υπογείων ήταν αεροκίνητοι Atlas Copco και Eimco, επί σιδηροτροχιών. Δεν υπήρχανε τότε πολλά μεταλλεία που είχανε αεροφορτωτές, ούτε πολλά μεταλλεία που είχανε ντιζελομηχανές έλξης και αεροκίνητες μηχανές.
Δεν υπήρχανε τότε πολλά μεταλλεία που είχανε μέσα προστασίας εισαγωγής, με προδιαγραφές συγκεκριμένες. Θεωρείται, τότε, το Μεταλλείο της Μυκόνου ένα από τα πιο πρωτοποριακά υπόγεια μεταλλεία της Ελλάδος. Πάρα πολλά μεταλλεία της Ελλάδος άργησαν να φτάσουν το επίπεδο της Μυκόνου. Αυτό σας το λέω υπεύθυνα από την πείρα μου.
Και το προσωπικό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ήταν προσαρμοσμένο κι εκπαιδευμένο για τις συνθήκες αυτές. Δηλαδή, το Μεταλλείο δούλευε με σωστή οργάνωση, την οποία ακολουθούσαν όλοι ανεξαιρέτως. Ήταν ένα από τα μόνα μεταλλεία στην Ελλάδα –πρέπει να το πούμε αυτό–, που η έννοια κόστους έφτανε μέχρι τον εργοδηγό. Δηλαδή ο εργοδηγός ήξερε κόστος. Όχι μόνο τι σημαίνει και πώς βγαίνει, αλλά και πόσο είναι. Ξέραμε κάθε μήνα το κοστολογικό αποτέλεσμα. Αυτά δεν ήτανε απλά πράγματα να βγούνε. Έπρεπε να δείτε τις χειροκίνητες αριθμομηχανές που είχαμε τότε – γιατί δεν υπήρχανε αυτές οι αριθμομηχανές που ξέρετε. Ήτανε με κουμπιά και με μανιβέλες, δύο μπρος-τέσσερα πίσω, για να κάνεις διαίρεση. Έτσι έβγαινε το κόστος. Και το ξέραμε το κόστος εγκαίρως. Δηλαδή, στις πρώτες μέρες του επόμενου μήνα, ξέραμε τον προηγούμενο μήνα. Μέχρι τις 10 του μηνός ξέραμε τι είχε βγει τον προηγούμενο μήνα. Αυτά δεν ήτανε απλά πράγματα το 1964-’65. Και ο γραμμικός προγραμματισμός που υπήρχε, που εξακολουθεί και ισχύει ακόμη για να κάνεις συγκρίσεις του προγράμματος με το αποτέλεσμα και να δεις τις αποκλίσεις, εμείς τον εφαρμόζαμε από τότε. Και εφαρμόζεται ακόμα. Και είναι ο περισσότερο αξιόπιστος για να δεις τα πεπραγμένα, και πού μπορείς να επέμβεις για να διορθώσεις την κατάσταση. Είναι γνωστό ότι στις παραγωγές βασικό ρόλο παίζει το κόστος. Αν το κόστος είναι ανεξέλεγκτο, το μεταλλείο θα κλείσει.
Δεν ξέρω γιατί έκλεισε το Μεταλλείο της Μυκόνου, πιστεύω όμως πως δεν έκλεισε από έλλειψη αποθεμάτων. Το λέω αυτό γιατί η φλέβα του Τηγανιού περνάει απέναντι στην Τήνο. Δεν το πιστεύω πως τέλειωσαν τα αποθέματα. Πρέπει να το αποδείξουν. Έγιναν έρευνες; Για να κρίνεις το κόστος απαγορευτικό, πρέπει να έχει γίνει μία μελέτη. Γιατί υπάρχουνε μέθοδοι που το σταματάς το νερό. Και το σταματάς με κατάψυξη από γεωτρήσεις μέχρι εισπίεση αραιού τσιμέντου που κλείνει όλες τις διόδους, που είναι φτηνά αυτά τα πράγματα, δεν είναι ακριβά. Κάνεις ένα θόλο μ’ αυτά τα πράγματα, και το ξεπερνάς το πρόβλημα. Δηλαδή, δεν ξέρω αν όλα αυτά έχουνε γίνει. Εγώ πάντως τα έχω κάνει αυτά σε μεταλλείο και ξέρω. Δεν είναι δύσκολα. Και δεν είναι πανάκριβες μέθοδοι. Βέβαια, η ψύξη είναι πανάκριβη. Η άλλη όμως, το σφράγισμα των πόρων με αραιό τσιμέντο ταχύπηκτο, είναι απλή μέθοδος και φτηνή, η οποία εφαρμόζεται, και εφαρμόζεται ακόμη και στον ασβεστόλιθο. Αποκεί και πέρα, οι ποσότητες του νερού που θα υποδεχτείς και θα τις αποστραγγίξεις, τις καθορίζεις εσύ, υπολογίζοντας το κόστος της άντλησης. Δεν νομίζω ότι αυτά είναι εμπόδια ανυπέρβλητα για να μπορέσεις να συνεχίσεις την εκμετάλλευση. Φυσικά, όλα, να δίνουν ένα κόστος που αφήνει κέρδος. Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα έκαναν.
Ο Γράτσος κι ο Σιώτης τότε είχανε ξεκινήσει και παίρνανε τα μικτά θειούχα, που είναι σύνδρομο ο βαρύτης. Δηλαδή, ο βαρύτης είναι σύνδρομο της μεταλλογένεσης των μικτών θειούχων, άσχετο τώρα εάν το σύνδρομο υπερισχύει του κυρίως μεταλλεύματος. Αυτοί τότε όμως, παίρνανε τα μικτά θειούχα, κι απ’ ό,τι θυμάμαι που λέγανε, τα φορτώνανε με γαϊδουράκια και τα κατεβάζανε να φορτώσουνε τα μικτά θειούχα, ο Γράτσος που λέτε, προπολεμικά. Εμείς, θυμάμαι, που είχαμε πάει και είχαμε δει, τις παλιές εκμεταλλεύσεις, τις επιφανειακές. Βέβαια ήτανε πρωτόγονες. Ουσιαστικά λαγουμιτζήδες ήτανε οι άνθρωποι και μπαίνανε μέσα και παίρνανε τα μικτά θειούχα. Δεν παίρνανε τον βαρύτη, ο βαρύτης τους ήταν άχρηστος. Της Μυκόνου είναι η ίδια μεταλλογένεση με τις φλέβες του Λαυρίου. Διασχίζει το Αιγαίο και φτάνει μέχρι τη Μύκονο. Έχει και στην Τήνο, στην Άνδρο, στην Κέα, στην Κύθνο, στη Σίφνο, στη Νάξο και στην Αντίπαρο.
Χαμένες ευκαιρίες για την Ελλάδα ήτανε. Τα κλείσανε χωρίς να ξέρει κανένας γιατί. Θα σας πω γιατί. Γιατί δεν υπήρχε κοινή αντιμετώπιση της έννοιας Εμπόριο-Κόστος. Αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να τα κάνει ο καθένας μεμονωμένα με το μεταλλειάκι του. Πρέπει να τον βοηθήσουνε Κεντρικές Υπηρεσίες που κοιτάνε την εμπορευσιμότητα του μεταλλεύματος που βγάζεις κι εσύ είσαι υποχρεωμένος να ξέρεις πόσο σου κοστίζει. Τα βάζετε στο τραπέζι και παίρνετε αποφάσεις. Υπάρχουν και αποφάσεις που δουλεύουν μεταλλεία που κοστίζουν πολύ παραπάνω από την τιμή πωλήσεως. Αλλά έχουνε οφέλη παράπλευρα, πολύ περισσότερα από τη διαφορά κόστους και τιμής πωλήσεως. Αυτά τα πράγματα έπρεπε να τα κάνει η Επιθεώρηση Μεταλλείων, το Υπουργείο Βιομηχανίας και το Τμήμα Μεταλλείου.

Θυμήθηκα και:

1. Τον επιστάτη Θανάση Καλορίτη. Αξιόλογο άτομο και πολύ καλός επιστάτης. Και το όνομα του ενός πιστολαδόρου, που είχε φέρει ο κ. Αποστολίδης από το Τσαγκλί (υπήρχε μεταλλείο χρωμίτη εκεί), που τον έλεγαν Σπυρίδη και η ειδικότητά του ήταν η διάτρηση με εύκαμπτα στελέχη μεγάλου μήκους.

2. Στο μεταλλείο της Μυκόνου χρησιμοποιήθηκε,για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και επί των ημερών μας, το εκρηκτικό AN/FO (ammonium nitrate-fuel oil), το οποίο ήταν σε κοκκώδη μορφή, οπότε η γόμωσή του γινόταν με ειδικούς αερογομωτήρες τύπου (Penberthy) Καναδικής προέλευσης.

3. Εξοπλισμός:

Κράνη-Λάμπες ατομικές:

  • M.S.A. αμερικανικών προδιαγραφών

Αεροσυμπιεστές:

  • Joy
  • Ingersoll Rand
  • Atlas Copco

Αερόσφυρα:

  • Ingressoll rand 300A
  • Joy
  • Atlas Copco (κυρίως stoppers)
  • Sullivan

Αεροφορτωτής επί τροχιών:

  • Eimco
  • Atlas Copco

Μηχανές έλξης:

  • Diesel: HUDSON-NUNSLET
  • Αεροκίνητες: EIMCO

[επιστολή, 02-07-2016 / συνέντευξη-βιντεοσκόπηση: Δ. Λοΐζου, 16-03-2017]