Ιωάννης Ασημομύτης

Ο Ιωάννης Ασημομύτης, του Αντωνίου και της Μαρουλώς γεννήθηκε το 1927 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Εργάστηκε ως σιδηρουργός (1955-1963).

Εγώ επή’α στο Μεταλλείο τον Ιούλιο του ’55. Ήμουνα ο 5ος εργάτης. Ετότε δεν είχανε έρθει ακόμα μηχανήματα και μπολντόζες και αυτοκίνητα και είχε καμμιά εκατοστή εργάτες κι εδουλεύανε να φτιάξουν τις δρόμοι, να τις φαρδύνουνε λίγο, να τις ’σιάξουνε, να περνά το τζιπ που είχαν τότε. Ε, μετά πάλι επήγαμε στο Μεταλλείο, εκεί στο Αλωνάκι που το λέγανε, εκεί που είναι κι η Αγία Βαρβάρα. Εκεί, ωστόσο, είχανε κάνει ένα Συνεργείο με λαμαρίνες.
Τα άλλα μεταλλεία που ήτανε στη Μερσίνη και στον Προφήτ’ Ηλία ήτανε σίδερο, νομίζω. Η χρονολογία αυτή πρέπει να ’τανε ίσαμε το 1910-’15. Γιατί ο πατέρας μου δούλευε εκεί, και ήτανε γεννημένος το 1899, άρα δε’ θα ’τανε καμμιά δεκαπενταριά χρονώ’; Αλλά δεκαπέντε χρονώ’ ήτανε μεγάλος. Τα παλιά γραφεία σώζονται ακόμη, στου Γκαγκάνη.
Το ’56 ήταν ο Γιάννης ο Σιδερής με καμμιά δεκαριά οικοδόμοι κι εμείς των εκάναμε τα σίδερα για τα κτήρια που κάνανε για τις εργάτες. Μετά κάμανε και μια Καντίνα. Μετά κάμανε κι ένα σπίτι για τον εργοδηγό, το Γανωτή το Νίκο, που ’χε τα πέντε κορίτσια. Μετά πιάσανε κάποιοι άλλοι τις γαλαρίες, εφέρανε κομπρεσέρ, εφέρανε αυτοκίνητα, άλλαξε το πράμα.
Ετότε είχε σκοτωθεί ο Αλέκος ο Πολυκανδριώτης, είχε σκοτωθεί ένας Ξυδάκης. Δήμητρά μου, δεν έχει αμέλεια… Έχεις κάνει σύμβαση με το χώμα, πού θα πάνε, πενήντα μέτρα ή εκατό; Βάνεις τα φουρνέλα, χτυπάς με το λοστό κάπου να πέσουν τα μπόσ’κα! Αν ένα κομμάτι σου κοπεί πιο πάνω ένα μέτρο και δε’ φαίνεται; Τώρα, δεν ξέρω. Οι γαλαρίες εκαλουπωνότανε. Κάθε τρία μέτρα εκάνανε κάτι «Π» από χοντρά ξύλα και αποκεί απάνω εβάνανε μαδέρια, αν πέσει τίποτα να πέσει απάνω. Αλλά, όταν “παίζαν” τα φουρνέλα, έπρεπε να καθαριστεί για να κασωθεί, αφού το μεταλλείο [= μετάλλευμα] ήθελε να το πάρουνε.
Ε, στην αρχή δεν είχε δρόμο να πα’αίνομε, και είχε κάτι αντίσκηνα στο Τηγάνι κι όποιος ήθελενε ήμενε εκεί. Άλλοι μένανε εκεί, άλλοι ερχότανε… Το αυτοκίνητο, θυμούμαι, που πρώτα επήγαινε στην κέλα εκεί, στα Φερά Λαγκαδάκια. Επά’αινε εκεί τ’ αυτοκίνητο από τα Μεταλλεία  κι επα’αίναμε εκεί. Αλλά είμαστε και νέοι, βέβαια. Παιχνίδι ήτανε. Αποδώ καταμεσή’ πα’αίναμε και μας έπαιρνε. Ε, μετά φαρδύνανε τις δρόμοι, εκάμανε κι άλλοι δρόμοι, εκουβαλούσανε εκεί στο Λούλο. Εμείς εκάναμε ό,τι μπορούσαμε εκεί. Εγώ έφτιαχνα τα λάστιχα, έφτιαχνα τις σούστες των αυτοκινήτων, τις κασμάδες. Καμμιά φορά, όταν ήταν εκατό εργάτες, κάθε μέρα το καμίνι  μες στα χωράφια, και οι α’θρώποι, κι όσοι ήτανε τεμπέληδες ερχότανε πέντ’-έξι φορές την ημέρα: «Φτιάξε μου τον κασμά», για να κάθεται. Ο Έλληνας θέλει την ατιμία πάντα, κι ας λένε ότι είμαστε ένας προκομμένος λαός. Είναι ένα 20% προκομμένος και ικανός και προοδευτικός, οι άλλοι κοιτάζουνε τη σφάκα.
Κι όταν έπαιρνε καιρός, επέφταν και τα αντίσκηνα και μας εκουκουλώνανε απάνω με τα ξύλα. Εγώ, επειδή ήμουνε πάντοτε “παιχνιδωτός” , ήτανε τότε ένας, ο Θοδωρής «του Παναγιωτακιού», κι άμα είχε κακό καιρό, ερχότανε και μου ’λενε: «Γιάννη, έλα να κοιμηθείς στο κρεβάτι του διευθυντή». Έλεγα εγώ: «Βρε, ύστερα αν έρθει; Άμα βρούμε το μπελά μας;» Λέει: «Δεν τονε βρίσκομε!». Είχενε μιαν παράγκα ξύλινη και είχε δυο κρεβάτια. Στο ’να κοιμόταν ο Θοδωρής και στ’ άλλο ξάπλωνε ο διευθυντής, άμα ερχόταν απ’ τη γαλαρία. Και με πά’αινε εκεί κι εκοιμόμουνα, ήτανε αποθηκάριος, κι ήτανε ο μόνος που είχε βγάλει το Γυμνάσιο. Και μετά απ’ αυτόνε ήρθενε ένας άλλος, ο Αντρέας ο Αγγελετάκης.
Μετά ανοίξανε επιτέλους το δρόμο για το Λούλο κι επα’αίναμε στης Μακελίνας. Κατεβαίναμε τα Φερά Γκρεμνά εκεί, αλλά δε’ μπορούσε να ’ρθει στο Μοναστήρι , ήταν γαϊδουρόδρομος Ύστερα φαρδύνανε από του «Φύσα», κι ετότε πα’αίναμε από το Μοναστήρι. Κάθε πρωί τα φορτηγά από την πλατεία της Άνω Μεράς μας έπαιρναν “μέσα” . Ε, μα αυτά, θα κάνανε και κάνα-ενάμισι χρόνο να γίνουνε, σίγουρα!
Αλλά τότε ήτανε δύσκολα τα χρόνια, γιατί δεν υπάρχανε άλλα λεφτά στη Μύκονο, άλλες δουλειές να κάνεις. Και ο άνθρωπος, για μένα που κάνω τον ψευτοφιλόσοφο, έχει μεγάλη δύναμη, αλλά πρέπει να πέσει σε ανάγκη. Και άσ’ τονε να σου κάνει θαύματα. Ο πατέρας σου , μια φορά, του λέει ο Πρεζάνης: «Θα πας ν’ ανοίξεις ένα δρόμο στη Μερχιά». Πάει τ’ απόγεμα ο Πρεζάνης κι είχενε κάνει ίσαμε πέντε χιλιόμετρα δρόμο. Λέει: «Ρε Παναγιώτη, εσύ θα φας τον κόσμο, εσύ κάνεις για την προέλαση του Στρατού!». Λέει: «Αυτά τα βλέπεις, λέει ο Παναγιώτης, να μου κάνεις αύξηση, δε βλέπεις!». Λέει ο Πρεζάνης: «Ε, ίντα θες, να σου πω μπράβο;». Δουλειά! Και το γκρέιντερ (grader), αυτός το ’φτιαχνε μοναχός του. Άλλαζε νύχι, άλλαζε αυτό…, “ροκάνιζε” τις δρόμοι…, ήτανε αβάρετος κι αυτός, και προκομένος, τι να πω; Ούλα τα ’χε. Μα, οι Γερμανοί λένε: «Για να ’σαι σωστός, ό,τι κάνεις πρέπει να το παίρνεις σα’ δικό σου».
Μια φορά, ο Μιχάλης Αποστόλου ο «Σκορδοκόπανος» ήκανενε το γάιδαρο στον Παναγιώτη, τον πατέρα σου, γιατί τον είχε βαφτίσει ο Ζάννες ο Κοντιζάς, ο «Πούλαρος». Το λοιπό’, μια μέρα μου λέει ο πατέρας σου – η ευχή του στα σπίτια μας: «Θα πάρω σ’ ένα χαρτί κάνα κιλό γράσο, κι άμα μου κάνει το γάιδαρο και καργάρει το στόμα του, μπαπ!, θα του το χώσω στο στόμα». Μπαίνομε λοιπό’ μες στο φορτηγό, ήτανε λοιπό’ διάφοροι, ήκανε αυτός το γάιδαρο. Μουρμούριζε ο Παναγιώτης, τον ετοίμαζε… Απ!!! Γεμίζει το στόμα του, βγαίνουνε τα μάτια του όξω, φασαρία στ’ αυτοκίνητο. Αυτό ήτανε. Το ’πίτυχε! Γίνανε τα μάτια του σαν κρομμύδια, του «Σκορδοκόπανου».
Εννιά χρόνια που έκανα στο Μεταλλείο, είχα βοηθό το Μανόλη τον Πολυκανδριώτη, της «Βαγγέλας». Μια μέρα το λοιπό’, χαλά το λάστιχο του γκρέιντερ, στο Λούλο. Πάμε, το παίρνουμε μ’ ένα τζιπ, το πάμε στο Συνεργείο, το βολεύομε, το πάμε να το βάλομε, εκεί, καλά βαστεί απ’ ό,τι το κατεβάσαμε κάτω, παίρνει δρόμο και πάει μες στη θάλασσα. Τώρα; Τώρα; Τώρα; Φύγαμε εμείς κακήν κακώς. Την άλλη μέρα, μου βάλανε και αργία εμένα –επειδή ήμουνε επικεφαλής– μια βδομάδα, και ευτυχώς, είχε δύτη εκεί που κάνανε το μόλο και το πιάσανε!
Άλλη μια φορά, ήθελα να μάθω οδηγός, αλλά χωρίς να μου δείξει και κανείς μερικά. Κάνω μερικές βόλτες εκεί στ’ Αλωνάκι, καλά πά’αινα. Αφού πήρα αέρα, κάνω τον κατήφορο, επά’αινενε τ’ αυτοκίνητο του σκοτωμού. Πατώ κάτι, δε’ θα ’ταν το φρένο, θα ’ταν το αμπραγιάζ… ακόμα πιο πολύ. Καμμιά φορά, το ’σφιξα λίγο λίγο, σιγά, πήγε σκάρωσε εκειδά κάπου. Την άλλη μέρα, λέει: «Μια βδομάδα αργία». Του λέω: «Έλα, τώρα κ. Πρεζάνη, εχάθηνε ο κόσμος;, του λέω, όλα εδώ μένουνε». Λέει: «Ποια μένουνε εδώ;». Λέω: «Ό,τι κάνομε, για σας είναι, δεν είναι για μας!» Κι έχει μείνει στην ιστορία: «Ό,τι κάνομε, για σας είναι, εδώ μένουνε!».
Μια φορά ο διευθυντής –ήταν ο Πρεζάνης–, λέει του Μιχάλη του «Σκορδοκόπανου», το επίθετο Αποστόλου, λέει: «Μιχάλη, μην κάνεις πολλά αστεία σκοι (= στους) εργάτες, γιατί σε κοροϊδεύουνε!». Λέει: «Πόσοι με κοροϊδεύουνε, κ. Πρεζάνη;». Λέει: «Τουλάχιστον οι μισοί». Λέει «Ε, και τι έγινε, του λέει, εγώ τις κοροϊδεύω όλοι. Κάτι μου ’πες τώρα!».
Αφού κάμανε τα κτήρια εκεί στο Μεταλλείο, οι εργάτες κατουράγανε στις γωνιές, εδώ-εκεί. Μετά λέει: «Να κάνομε και δυο καμπινέδες». Κάνανε δυο καμπινέδες, αλλά ήτανε λίγο μακριά, καμμιά διακοσαριά μέτρα. Κι οι εργάτες συνεχίζανε να κατουρούνε στις γωνιές. Ένας πονηρός που ήτανε εκεί, κι ήτανε και καλλιγράφος, έκαμε καμμιά πενηνταριά ταμπελάκια κι έγραφε: «Τα γουρούνια με τα δύο πόδια να πηγαίνουνε στον καμπινέ!». Πά’αινες να κατουρήσεις κι έβλεπες: «Τα γουρούνια με τα δύο πόδια να πηγαίνουνε στον καμπινέ!», τι να κάνουνε, σε κάμποσο καιρό παγαίναν όλοι.
Το παρατσούκλι «Γύφτος» βγήκε απ’ το επάγγελμα. Τις πρώτες μέρες που ήρθενε η Εταιρεία, δουλεύαμε με τα χέρια, δεν είχαμε ακόμη κομπρεσέρ κ.λπ. Παλιά “γύφτους” λέγανε αυτούς που κάνανε τα αγροτικά εργαλεία· τα υνιά, τους κασμάδες, τις τσάπες. Εγώ ήμουνα στο “γύφτικο” του μεταλλείου και επισκεύαζα τα εργαλεία. Στον πόλεμο, εκεί, κάναμε το φαναρτζή, μετά κάναμε τον ψευτομαραγκό, είχε ο πατέρας κάτι εργαλεία… Εθέλαμε όλο κάτω από κεραμίδια να πα’αίνομε, ύστερα το ’63 επή’αμε στην Αθήνα, εζοριστήκαμε λιγάκι, αλλά ύστερα το βρήκαμε το μυστικό κι εκεί.

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 10-06-2014]