Ιωάννης Δακτυλίδης

Ο Ιωάννης Δακτυλίδης του Παναγιώτη και της Αικατερίνης γεννήθηκε στη Μύκονο το 1930. Ήταν εξωτερικός συνεργάτης-οδηγός λεωφορείου βάρδιας (1962-1983).

Το Μεταλλείο ήσωσε το νησί! Το Μεταλλείο ήσωσε τον κόσμο της Μυκόνου. Όλοι οι χωριανοί εδώ στη Μύκονο επήρανε σύνταξη – που δεν θα παίρνανε ποτέ οι αγρότες, γιατί δεν είχε Τουρισμό ετότε. Κι εγώ που αγόρασα το λε’φορείο, το αγόρασα με την αβάντα ότι θα υπάρχει η δουλειά αυτή. Έλεγα: «Με τα μισά που θα παίρνω από την Εταιρεία, θα πλερώνω τον οδηγό». Γιατί εγώ δεν ήμουνα οδηγός. Εγώ δεν είχα ιδέα. Και δόξα τω Θεώ, τα κατάφερα όλα τα χρόνια και δεν ήπαθα και ζημιές.
Το Μεταλλείο το εξυπηρέτησα πάρα πολύ. Άμα δεν ερχόταν η βάρδια η βραδινή, πά’αινα στα σπίτια τους και τους χτυπούσα γιατί έπρεπε η βάρδια ν’ αλλάξει. Γι’ αυτό ήμουνα μέχρι τελευταία στο Μεταλλείο. Με είχανε όπα-όπα. Ό,τι ήθελα. Κι εγώ όμως δεν τους χάλαγα χατίρι. Να σκεφτείς ότι έπαιρνα τη βάρδια και την έκανα διανομή στο ραντάρ απάνω στον Αϊ-Λιά κι από πίσω στη Βαθιά Λαγκάδα, ξαναγύριζα στο Πλυντήριο κι ήπαιρνα τη βάρδια που σχολούσε στη Χώρα. Εμείς εδουλεύαμε τότε, δε’ μας ήπιανε το νιτερέσο. Γι’ αυτό ήμουνα πολύ αγαπητός. Δε’ μου είπανε ποτέ κανένας τίποτα. Κι ο Παρασκευαΐδης που ήτανε, και μετά που ήρθε ο Παπαδόπουλος. Κι έμεινα μέχρι που έκλεισε το Μεταλλείο. Ήμουνα από το ’62 μέχρι το ’83. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ούτε κι εκείνοι είχανε.
Με τις απεργίες ήτανε χαμός! Μέχρι που μας βάλανε στο ΔΗΛΟΣ το ξενοδοχείο και μας φυλά’ανε για να μη γίνει καμιά φασαρία. Αλλά εμείς δεν είχαμε καμιά δουλειά να κάνομε απεργία. Ήτανε οι απεργοσπάστες που πα’αίνανε κι εμείς εκάναμε τη δουλειά μας. Δε’ μας ενόχλησε κανείς. Ούτε εμάς ούτε τα παιδιά. Αλλά η απεργία ήτανε μεγάλη. Μήνας θα ’τανε, γιατί ορισμένοι α’θρώποι ’κονομήσανε. Το σ’χωρεμένο το «Βολάκι» ’κονόμησενε· κι ο σ’χωρεμένος ο Αποστόλης ο Ξυδάκης. Αυτοί εστέξανε [= στήριξαν] το Μεταλλείο για να μη σταματήσει η Παραγωγή. Τότε θα ’τανε 300 άτομα στην απεργία το ’64. Εγώ δεν ασχολιόμουνα και πολύ. Δουλειά μου ήτανε να κάνω τα δρομολόγια της βάρδιας. Να πα’αίνω, να ’ρχομαι. Κι αποκεί και πέρα, τίποτ’ άλλο.
Το Μεταλλείο έδωσε ζωή στη Μύκονο τότε. Υπήρχε τίποτα; Δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε δρομολόγια πουθενά. Στον Πλατύ Γιαλό κάναμε καναδυό δρομολόγια κι επα’αίναμε κι εκαθαρίζαμε με τις τσουγκράνες το δρόμο. Άμα επά’αινε ο Παναγιώτης ο Λοΐζος, καλώς. Αλλιώς, πα’αίναμε με τον Μπουγιούρη με τις τσουγκράνες να μαζέψομε τα χαλίκια, να περάσομε. Δεν είχε τίποτα! Τίποτα! Ο Τουρισμός αρχίνηξε απ’ το ’65 σιγά σιγά. Το ’67 ανέβηνε. Αποκεί και πέρα επήρε το δρόμο του.
Ο πατέρας σου  ήτανε όλη μέρα μες στις δρόμοι. Τότε ήβρεχενε ο Θεός και οι δρόμοι ήτανε ποτάμια. Λάκκοι! Κι όλη μέρα τον είχανε στο γκρέιντερ (grader). Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω… Και θυμάμαι τότε που έγινε το επεισόδιο με τη γυναίκα, εγώ ήμουνε από πίσω. Ήμουνα από πίσω κι ήτανε ακριβώς στον Αϊ-Βασίλη στον Αμπελόκηπο. Λοιπόν, ο σ’χωρεμένος καθάριζε το δρόμο. Η γριά πήγε να περάσει κι επή’ενε κι εσφήνωσενε από πίσω από το γκρέιντερ. Πήγε ο Παναγιώτης να κάνει πίσω και την πήρενε από κάτω. Τη βάλαμε στην άκρια, αλλά εγώ έπρεπε να φύγω. Έκανα οπίσω κι επήγα εκεί στη σ’καμνιά (= συκαμινιά, μουριά) που ’χε γύρισμα κι επή’α απ’ τη Μαού. Και πού [= πώς] να σταματήσω να των πω των α’θρώπω’; Επέρασα κι έφυγα κι επή’α στη δουλειά μου. Και μου ’χει μείνει αυτό το πράγμα. Κατάλαβες; Εκείνος έπαθε την πλάκα του ο ά’θρωπος. Ποιος; Ο Παναγιώτης! Ποιος; Ο Παναγιώτης, που ’τανε ένας ά’θρωπος από τις λίγοι α’θρώποι! Από τις λίγοι α’θρώποι! Εγώ τον εγνώριζα τον Παναγιώτη πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά. Και στη δουλειά του, και στα έργα του, και σε οτιδήποτε ήτανε πάντα πρόθυμος. Ποτέ δεν είπενε «μα-μου» αυτά τα χρόνια που ήμαστε μαζί. Ήτανε στις δρόμοι κι επολέμανε πάντα το καλύτερο! Πάντα το καλύτερο!

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 21-09-2017]