Ιωάννης Κολτσάκης

Ο Ιωάννης Κολτσάκης του Νικολάου και της Σοφίας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1929. Απέβίωσε στην Ανάβυσσο το 2017. Εργάστηκε στην κατασκευή της Σκάλας Φόρτωσης. Αργότερα, εργοδηγός στο Συνεργείο συντήρησης μηχανημάτων των Υπογείων εργασιών και Καντινιέρης.

Είμαι ο Γιάννης ο Κολτσάκης. Σήμερα βρίσκομαι στη Μύκονο και μου ’ρχονται στο νου μου πολλές αναμνήσεις από τη ζωή που έζησα εδώ. Πώς έχει γίνει η κατάσταση αυτή για μένα. Το επάγγελμά μου είναι μηχανικός. Εργαζόμουνα στον Πειραιά –γιατί είμαι από τον Πειραιά– σ’ ένα εργοστάσιο το οποίο δυστυχώς εκείνη την εποχή του ’55-’56 ήτανε χρονιές δυστυχίας για τον Πειραιά, για τον εργατόκοσμο. Υπήρχε μεγάλη ανέχεια. Δουλεύαμε βερεσέ στο εργοστάσιο που δούλευα. Καταντούσε με ένα μεροκάματο που δούλευα τότε 100 δραχμές την ημέρα, να μου χρωστά η εταιρεία 28.000 δραχμές τότε. Κι έτσι αναγκάστηκα να πάω να γραφτώ μετανάστης για Βραζιλία. Και πράγματι πήγα, με δεχτήκανε, έδωσα δείγμα, και καθορίσανε ημερομηνία αναχώρησης. Εγώ, με τη γυναίκα, και δυο παιδιά που είχα, δυο αγοράκια.
Τις ημέρες της αναχώρησής μου για τη Βραζιλία, ήρθε μία ξαδέρφη της γυναίκας μου, η οποία καταγότανε αποδώ από τη Μύκονο, συγκεκριμένα απ’ την Άνω Μερά, και λέει της σ’χωρεμένης της γυναίκας μου: «Βρε, ΄Ελλη, στη Μύκονο μία Αμερικάνικη Εταιρεία ανοίγει μεταλλείο και ζητάει μηχανικούς. Μήπως ο Γιάννης ενδιαφέρεται, να πάει να δει τι γίνεται, και αν μπορεί, να πάει να δουλέψει εκεί;». Ήξερε βέβαια η γυναίκα την κατάσταση. Κι επήρα την απόφαση και ξεκινάω ένα βράδυ από τον Πειραιά με το ΔΕΣΠΟΙΝΑΚΙ , να έρθω εδώ στην Άνω Μερά σε κάτι συγγενείς της γυναίκας μου. Πράγματι ήρθα, με δέχτηκαν, και υπολόγιζα τη Δευτέρα το πρωί ν’ ανέβω εκεί στην Κουκουλού σ’ ένα σημείο που είχανε τα Γραφεία η Εταιρεία. Δευτέρα πρωί, περίπου εφτά η ώρα, εφτάμιση, βγήκα από το σπίτι της θείας μου, το οποίο βρίσκεται στο δρόμο, και σταματάει μπροστά μου ένα τζιπ, την ώρα που βγήκα από το σπίτι, δεν θα ’χα ούτε 20 μέτρα που λέει ο λόγος. Σταμάτησε το τζιπ και ήταν επάνω ένας Αμερικάνος, ένας Γερμανός, και αντίστοιχα δύο διερμηνείς – ένας του Αμερικάνου κι ένας του Γερμανού. Του Αμερικάνου, θυμάμαι καλά, ήταν ο Γιάννης ο Μακρής, και του Γερμανού, ήταν ο Θανάσης – μου διαφεύγει το επώνυμό του. Ρωτάει ο Γιάννης ο Μακρής εμένα: «Μήπως είσαι να πας για δουλειά στην Εταιρεία;». Λέω: «Γι’ αυτό ξεκίνησα να πάω στα Γραφεία, να δω αν με προσλάβουνε». «Ανέβα, μου λέει, στο τζιπ απάνω!». Η πρόσληψή μου έγινε καθ’ οδόν, που λένε. Πράγματι, στο δρόμο, από την Άνω Μερά μέχρι το σημείο που φτάσαμε στο Λούλο, μια διαδρομή περίπου 10 λεπτά με το τζιπ, με ρωτήσανε βέβαια τι δουλειά κάνω κι αυτά, τους είπα πως είμαι διπλωματούχος μηχανικός και ό,τι δουλειά, ό,τι περίπτωση, ό,τι υπάρχει, μπορώ ν’ ανταπεξέλθω.
Και μιλήσανε ο ένας με τον άλλον, και με έστειλαν με το συνεργείο του Γερμανού. Ο Γερμανός, ο οποίος λεγότανε Erick Walter το όνομά του, ο δε Αμερικάνος ήτανε, ο διευθυντής βέβαια του Μεταλλείου, ο Dan Martin. Η δουλειά που μου ανέθεσε ο Γερμανός, μου έδωσε κάτι σχέδια, και είχανε έρθει τότε πολλά, πάρα πολλά, μηχανήματα, σιδερικά, γωνιές, διάφορα τέτοια αυτά, για το στήσιμο της Γέφυρας. Μια γερανογέφυρα, η οποία θα έπαιρνε το μετάλλευμα και θα το έριχνε στα πλοία που θα ερχόντουσαν για φόρτωση. Και η αλήθεια είναι ότι βρεθήκαμε στον Λούλο, δουλέψαμε αρκετά σκληρά – τρία άτομα. Τρία άτομα Έλληνες τεχνίτες με προϊστάμενο τον Γερμανό. Και είχαμε κι έναν εργάτη επίσης, τον Αντώνη τον Χανιώτη, το «Καπίκι». Πράγματι, δουλέψαμε αρκετά εκεί, πολλούς μήνες, και αισίως τελείωσε το έργο αυτό το Νοέμβρη του ’56 συγκεκριμένα.
Θυμάμαι, το πρώτο πλοίο που ήρθε και φόρτωσε, ήτανε της εταιρείας του Γράτσου, το Γεώργιος Γράτσος, έτσι λεγόταν το πλοίο, ένα Liberty της εποχής να πάρει το μετάλλευμα, το βαρύτη δηλαδή που λέμε, τον οποίο τον συγκέντρωναν σε μία πλατεία επάνω και με τη μεταφορική ταινία φόρτωσε το πλοίο, κι έφυγε. Θυμάμαι, συγκεκριμένα, άρχισε η φόρτωση 25 Νοέμβρη, ημέρα της Αγίας Αικατερίνης, και δουλέψαμε πράγματι, από Παρασκευή συνεχώς μέχρι Δευτέρα πρωί, που έφυγε το μεσημέρι το πλοίο.
Ερχόντουσαν τα βαπόρια κατά τακτά διαστήματα δύο, τριών, τεσσάρων μηνών και γινότανε οι φορτώσεις στο Λούλο. Στο πέμπτο ή έκτο φορτίο, δεν θυμάμαι –εκεί περίπου ήτανε–, ένα πλοίο με το όνομα ΚΑΣΤΩΡ, με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, δεν ξέρω μια ζημιά έγινε στο πλωριό βίντσι, έσπασε ο κάβος, και ήρθε κι έπεσε το πλοίο επάνω στη Γέφυρα, την οποία τη γκρέμισε. Δημιουργήθηκε δηλαδή μία καταστροφική κατάσταση για την Εταιρεία, γιατί συγκεκριμένα ο τότε Διευθυντής –Έλληνας διευθυντής αυτός, ο κύριος Πρεζάνης–, μου ’πε επί λέξει: «Γιαννάκη, μου φαίνεται ότι η Εταιρεία θα κλείσει. Κοίταξε και μάζεψε τα εργαλεία, ό,τι μηχανήματα έχουμε, τα μπιστολέτα, όλ’ αυτά, κάν’ τους μια σχετική συντήρηση και να σταματήσουνε όλοι τις δουλειές, ό,τι έχουνε να σταματήσουνε, σχολάει το Μεταλλείο!». Ε, δεν ξέρω πώς, έπεσε η Ασφάλεια του πλοίου, της Γέφυρας; Τα βρήκανε, και βγήκε η απόφαση να έρθουνε καινούργια ανταλλακτικά και με τον ίδιο Γερμανό επιστάτη, τον Walter και με έναν επίσης ακόμα, μας ήρθανε καινούργια σιδερικά, και πιάσαμε από την αρχή πάλι, ξήλωμα τα κατεστραμμένα μέρη της Γέφυρας, κι από την αρχή, καινούργια! Η οποία, πάλι με το ίδιο προσωπικό, μπορώ να πω, ξαναστήσαμε τη Γέφυρα.
Ευτύχησα, μέχρι που αναγκάστηκα να φύγω μετά από πολλά χρόνια, να βρεθώ σε 36 φορτώσεις πλοίων, στη Γέφυρα, χωρίς ευτυχώς να παρουσιαστεί καινούργιο συμβάν. Ε, μετά αναγκάστηκα, αποχώρησα από την Εταιρεία και ασχολήθηκα με τη θάλασσα. Είχα τα προσόντα μηχανικού θαλάσσης, και εφ’ όσον είχα τα διπλώματα μηχανικού στεριάς –τα οποία βέβαια δεν τα δέχεται το Ναυτικό–, άρχισα από την αρχή, κατόπιν εξετάσεων, έφτασα Γ΄, Β΄, Α΄ μηχανικός Εμπορικού Ναυτικού, και σήμερα βρίσκομαι συνταξιούχος, στα 85 μου χρόνια. Πολλά χρόνια τώρα συνταξιούχος, ύστερα από 30 χρόνια θαλάσσια υπηρεσία περίπου.
Αφού τελείωσε το έργο αυτό στον Λούλο, δηλαδή μετά από το τέλος της μεταφορικής ταινίας, της Γέφυρας που λέμε, η μετάθεσή μας έγινε στα Πλυντήρια. Τα Πλυντήρια ήτανε μία απόσταση περίπου 5 χιλιόμετρα από το Λούλο προς τη γενική κατεύθυνση του Μεταλλείου. Εγώ ανέλαβα όλη τη συντήρηση των Υπογείων εργασιών, από μηχανικής απόψεως λέγοντας, τα κομπρεσέρ, τις αεράμαξες, ντιζελάμαξες, και όλο το δίκτυο, ας πούμε. Ο Μήτσος ο Αναστασίου έκατσε στο Λούλο, γιατί φτιάξανε τότε τα Τριβεία. Και ο άλλος, ο Αντώνης ο Μουζούρης πήγε στα Πλυντήρια. Γίναμε και οι τρεις επιστάτες δηλαδή – ο καθένας στο είδος του. Και να πω ότι κατά σύμπτωση ζω κι εγώ. Στήναμε μία μεταφορική ταινία να φεύγει απ’ τα Πλυντήρια να πηγαίνει στα σιλό. Το συγκρότημα αυτό που αναφέρω ήτανε δύο δοκάρια, 12μετρα το κάθε δοκάρι, δηλαδή σύνολο 24 μέτρα, από το Πλυντήριο μέχρι το σιλό. Τα δοκάρια αυτά συνδέοντο μαζί με δύο κλάμες, το ένα και το άλλο σημείο, τα οποία είχαν βιδάκια μέσα –από την Αμερική αυτό ερχότανε, από την Αμερική ήτανε όλα τα εξαρτήματα αυτά του Πλυντηρίου–, με βιδάκια 3/8, που μπορούσαν σίγουρα να βάλουνε μεγαλύτερα. Τα δυο δοκάρια αυτά ήτανε συνδεδεμένα από το ένα άκρο στο άλλο με δύο παλάγκα, κι από κάτω τα παιδιά μου δίνανε τακαρίες, μέχρι να το κατεβάσομε σ’ ένα ορισμένο σημείο, και να βάλομε γωνιές να το πακτώσουμε κάτω στο έδαφος. Αλλά ταλαντευόντουσαν και κοπήκανε την ώρα που μου δίνανε… Πριν δευτερόλεπτα ήμουν αποκάτω… Γιατί αυτό αιωρείτο, αποπάνω, τα δύο δοκάρια αυτά, και τριτσάρισα τους τάκους για να κάτσει επάνω όλο το συγκρότημα, κι εκείνη την ώρα σπάνε οι κλάμες που κρατάγανε αυτά, κι όπως τριτσάρισα έρχεται στα δύο χέρια μου επάνω, που –ήταν μια σύμπτωση– μπορούσε και να με αποκεφαλίσει. Και μου κόβει τα 4 δάχτυλα από το αριστερό χέρι και τα δύο δάχτυλα μπροστά από το δεξί. Φαίνονται, τα βλέπετε; Και γι’ αυτό λέω ότι είμαι το παραλίγο θύμα της Εταιρείας. Τα λέω αυτά με πόνο. Με πόνο καρδιάς.
Από πολλά χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή μου, από το ’84, λόγω ασθένειας της γυναίκας, αναγκάστηκα να μετακομίσω πάλι στην Αθήνα. Στην οποία, ν’ ακριβολογώ, έχασα τη σύντροφό μου, μένω τώρα με την κόρη… Συγκινούμαι τώρα που τα λέω, βρίσκομαι πάλι στην Άνω Μερά και περιμένω να ’ρθει η γυναίκα μ’ ένα κασάκι, αυτές τις ημέρες, να την τοποθετήσουμε, γιατί ήταν επιθυμία της, παρόλο ότι θάφτηκε στην Αθήνα, θέλει να βρίσκεται στη Μύκονο. Τα λέω και συγκινούμαι βέβαια, τι να κάνουμε, η ζωή αυτή είναι!
Τώρα βρίσκομαι πάλι επισκέπτης στην Άνω Μερά και αναπολώ όλη αυτή τη ζωή. Την αναπολώ με συγκίνηση μεγάλη. Γιατί, τι να πρωτοθυμηθώ! Μπορώ να πω, στο διάστημα αυτό μετά τη συνταξιοδότηση ανακατεύτηκα με τα κοινά εδώ του χωριού και μπορώ να πω ότι διακρίθηκα σε ορισμένα πράγματα, επ’ ωφελεία του συνόλου βέβαια. Και μεταξύ αυτών ήτανε και μια εισήγησή μου στον τότε Δήμαρχο Βερώνη, για τα άτομα που είχαν σκοτωθεί όλ’ αυτά τα χρόνια μέσα στα Μεταλλεία, άλλοι από δυστύχημα μέσα στις γαλαρίες και άλλοι από την ασθένεια, την πνευμονοκονίαση που λένε, τη χαλίκωση. Κι έκανα μια εισήγηση στο Συμβούλιο, αν μπορούμε να φτιάξουμε ένα μνημείο για τα παιδιά αυτά, τα οποία δώσανε τη ζωή τους. Και πράγματι, εκεί στην περιοχή των Μεταλλείων στήσαμε ένα μνημείο με μία πλάκα, στην οποία αναγράφονται όλα τα παιδιά τα οποία έδωσαν τη ζωή τους. Ξυδάκης, Καρβουνιάρης, Πολυκανδριώτης, Καπελέρης, Καβαλέρος, Γεωργίου, Καψάλης, Κουτής… Για όλους αυτούς εδώ έχω και μία ανάμνηση για τον κάθε ένανε, για τα δυστυχήματα αυτά δηλαδή, για όλα τα παιδιά αυτά. Αυτό είχα εισηγηθεί στο συμβούλιο. Να γίνει, ας πούμε, αυτό το μνημείο και όταν γίνεται η εορτή της Αγίας Βαρβάρας, η οποία είναι προστάτιδα των μεταλλωρύχων, να διαβάζουν ένα τρισάγιο για τα παιδιά αυτά που αφήσανε τη ζωή τους εδωπέρα, στις γύρω γαλαρίες. Είχα πει τότε στον δήμαρχο τον Βερώνη: «Μα, δεν είναι ντροπή, τόσα παιδιά δώσανε τη ζωή τους, σκοτωθήκανε μες στις γαλαρίες! Ας φτιάξουμε, λέω, ένα μνημείο εκεί στην Αγία Βαρβάρα κοντά» – την οποία την εορτάζαμε σαν προστάτιδα των μεταλλωρύχων κάθε χρόνο με μεγάλο πανηγύρι, κι αποφασίσανε να τη χτίσουνε, επειδή τότε είχε συμβεί κάποιο ατύχημα. Το μνημείο αρχικά είχα εισηγηθεί στον Δήμο να στηθεί μέσα στον περίβολο της εκκλησίας, και δεν το δέχτηκε ο Γιάννης ο «Κατσαρός», που του ανήκει το χωράφι. Κι εγώ λέω: «Δεν το θες, βρε; Εγώ θα το φτιάξω και στον δρόμο ακόμα!». Κι έγινε το μνημείο μέσα στον δρόμο. Οι εκτάσεις ήταν απεριόριστες. Φέραμε μαρμαρογλύπτη, ο οποίος μας έδωσε μια προσφορά, η οποία βέβαια δεν μπορούσε να την καλύψει ο Δήμος και συμφωνήσαμε να φτιαχτεί μια πλάκα στην οποία θα είναι γραμμένα επάνω τα ονόματα των φονευθέντων μες στις γαλαρίες, και των άλλων ανθρώπων που πεθάνανε από την πνευμονοκονίαση.
Ο Δέτσης, ο Δάντος, ο Φεφέκος, ο Κοντιζάς ο Σπύρος, ο Σαντοριναίος ο («Στόλας»), ο Γιάννης ο Σιώκος, ο Χιώτης, ο Κάβουρας, ο Στράγκας… Όλοι αυτοί οι ανθρώποι πήγανε από χαλίκωση. Γιατί ήταν ένα διάστημα που δουλεύανε τα πιστολέτα για να ανοίξουνε απάνω τα καμινέτα, έτσι τα λέγαμε, και η σκόνη αυτή, την εισπνέανε, το τραβάγανε μέσα. Δεν είχανε δηλαδή σ’ αυτά τα σημεία παροχή νερού τα πιστολέτα, για να καθηλώνουνε τη σκόνη. Και εισπνέοντας καθημερινά αυτό το πράγμα πήγαινε μες στα πνευμόνια τους και… φεύγανε τα παιδιά. Πεθαίνανε. Τώρα μιλάμε για περιπτώσεις εδώ και εξήντα χρόνια. Εξήντα χρόνια…
Σχετικά με τα θανατηφόρα ατυχήματα, θυμάμαι συγκεκριμένα, το πρώτο, τον Καρβουνιάρη, ήμαστε γειτόνοι κι εκάναμε τη διαδρομή ποδαρόδρομο και πηγαίναμε από την Άνω Μερά μέχρι της Μακελίνας και περιμέναμε το Τζέιμς (GMC), πότε θα έρθει να μας πάρει να μας πάει στα Πλυντήρια, και καθ’ οδόν, στη διαδρομή αυτή, κάνα τέταρτο δρόμος, μου ’λεγε ότι αγαπούσε κάποια ντόπια κοπέλα και σκεφτόταν να πάει να τη ζητήσει, αυτός ήταν Λημνιός. Πήγα εγώ στο Συνεργείο και εκείνος στη γαλαρία, και βλέπω σε λίγο τον βοηθό του με κλάματα: «Μαστρο-Γιάννη, μου λέει, ο Κώστας σκοτώθηκε!». Έκανα το σταυρό μου. «Πώς;». «Εξεσκάρωνε μέσα στη γαλαρία κι έπεσε, λέει, ένα κομμάτι, ένας τεράστιος βράχος και τον σκότωσε!». Πάει ο Καρβουνιάρης…
Ό άλλος ο φίλος, ο Αλέκος; Ο Αλέκος ο Πολυκανδριώτης; Αυτός ήταν οδηγός αεράμαξας, και ένα λούκι από μέσα απ’ τη γαλαρία, απ’ την ’ξόφληση πλέον, έπαθε καθίζηση, και η αεράμαξα αυτή ήταν κατασκευή, ένα ντεπόζιτο μεγάλο, τεράστιο, με το χειριστήριο επάνω στο ντεπόζιτο, και με τη θέση του οδηγού. Ο Αλέκος φαίνεται ότι πήγαινε με το βλέμμα αντίθετα προς την κατεύθυνση, και τον βρήκε στο στήθος το λούκι το καθισμένο που λέμε, και σύνθλιψε το στήθος του παιδιού, έπαθε εσωτερική αιμορραγία, τον πήγανε στη Σύρα, το φέραν πεθαμένο.
Ο άλλος, ο Λευτέρης ο Ξυδάκης, εκεί ήταν που την έπαθα κι εγώ τη ζημιά τη μεγάλη, γιατί θεώρησα τον εαυτό μου υπαίτιο. Είναι ώρα να σχολάσουνε, περίπου τρεις η ώρα. Αυτός δουλεύει στην 180, στο Τηγάνι συγκεκριμένα. Στέλνει το βοηθό του, ένα παιδί, το θυμάμαι όλα τα χρόνια αυτά, πώς να τα ξεχάσεις, Στρογγύλης λεγότανε. «Μαστρο-Γιάννη, μου λέει, θέλει ο Λευτέρης να του δώσει ένα σωληνοκάβουρα, να βγάλομε τη σωλήνα, γιατί αν πέσει ο βαρύτης θα κλείσει τη σωλήνα και η επόμενη βάρδια δε’ θα δουλέψει!». Να του δώσω το σωληνοκάβουρα. «Πάρ’ τον!», του λέω. Πράγματι τον παίρνει και σε λίγη ώρα, άκουσα το θόρυβο και την έκρηξη της γαλαρίας… Ο επιστάτης από το πάνω μέρος της γαλαρίας, έδωσε… όλ’ αυτά γινόντουσαν με αυτόματη πυροδότηση στους δυναμίτες. Πάτησε το ηλεκτρικό, εκεί το κουμπί, και παγιδεύει το Λευτέρη τον καημένο μέσα στη γαλαρία. Ίσα που πρόλαβε και ανέβηκε από το καμινέτο, που λέμε, της γαλαρίας ο βοηθός του. Σε λίγη ώρα, κατεβαίνει κι ο Λευτέρης, αλλά είδα ότι το πρόσωπό του ήτανε μελανιασμένο, είχε χάσει το χρώμα του. «Τι έγινε, ρε Λευτέρη, του λέω, τι έπαθες;». «Άστα, μου λέει, μαστρο-Γιάννη, μ’ έπνιξε το καυσαέριο». Η διαδρομή που μας έπαιρνε το λεωφορείο απ’ το Τηγάνι μέχρι τα Πλυντήρια –για να μας πάρουν στη συνέχεια τα λεωφορεία να μας πάνε στα σπίτια μας– ήτανε μία απόσταση 10 λεπτά, ίσως και παραπάνω. Μεγάλη απόσταση. Αλλά με το που κατέβηκε, γιατί καθόμαστε στο ίδιο κάθισμα με το Λευτέρη, με το που κατέβηκε το παιδί από το λεωφορείο, σωριάστηκε κάτω. Κάτι του ’κανε ο νοσοκόμος εκεί –που είχαμε ένα νοσοκόμο–, ξεψύχησε ο Λευτέρης, τον χάσαμε. Έφυγε. Εγώ από την έ’νοια μου, από την ευθύνη που ένιωσα, «γιατί, λέω, να δώσω το σωληνοκάβουρα; Αν δεν τον έδινα; Δεν πάνε, λέω, στο διά’ολο και οι σωλήνες και…», έπαθα το μεγαλύτερο κάζο. Μία ακράτεια ούρων, συνέχεια. Οι γιατροί μου λένε «πρέπει να φύγεις γρήγορα!». Πράγματι έφυγα, μ’ επήγανε σ’ ένα νοσοκομείο στην Αθήνα, κόντεψα να πεθάνω, κυριολεκτικά.
Ο άλλος, ο επιστάτης ο Γιώργος ο Καπελέρης; Ένα καλό παιδί κι αυτός. Τον είχαμε κάθε μέρα παρέα, μιλάγαμε… Δούλευε 3η βάρδια, και σε μια επίσκεψη που έκανε στην 130, έπεσε η γαλαρία και τον σκότωσε, τον Καπελέρη. Τι να πρωτοθυμηθείς; Τι; Κάθε γαλαρία είχε τον επιστάτη της, ο Καπελέρης ήτανε επιστάτης στην 130. Άλλοι επιστάτες, όπως ο Κοντιζάς ήτανε στη 40, ο Φεφέκος ήτανε στην 100. Ο Θανάσης ήτανε στη Βαθειά Λαγκάδα κι άλλα παιδιά. Αλλά βλέπεις έχουν περάσει και 50 χρόνια από τότε… Ο Καπελέρης ήτανε τακτικός πελάτης στο εστιατόριο που είχαμε. Γιατί παράλληλα με τη δουλειά –να σκεφτείς ότι τότε είχα στην πλάτη μου 8 άτομα. 4 τα παιδιά, 2 εγώ με τη γυναίκα, 6. 2 η πεθερά μου κι μάνα μου, 8. Κι ήτανε δυο χεράκια μονάχα. Κι έτσι αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου τη σ’χωρεμένη – Θεός σ’χωρέσ’ τη, είχα πολύ καλή γυναίκα, εξαιρετική, κυρία σε όλα της. αποφασίσαμε κι ανοίξαμε το μαγαζί. Ήτανε κι η πεθερά μου πολύ καλή μαγείρισσα και πιο καλή η γυναίκα μου, και είχαμε πολλή δουλειά. Εγώ το πρωί στο Συνεργείο στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ από τις 7 μέχρι τις 3, και ύστερα μέχρι τα μεσάνυχτα ήμουνα μέσα στο μαγαζί. Ο Γιώργος ήτανε τακτικός πελάτης. Του άρεσαν δε πολύ οι κεφτέδες που έφτιαχνε η Έλλη. Μάλιστα αυτή την Κυριακή κάτσαμε παρέα στο ίδιο τραπεζάκι. Είχε ειδικό τραπέζι που καθότανε, στο ίδιο πάντα κάθισμα, και πήγα κι έκατσα κοντά του. Μου ’λεγε: «Μα τι ωραίοι κεφτέδες! Άλλο πράμα! Θα πάρω μια μερίδα ακόμη για το Μεταλλείο». Γιατί έμενε στο Μεταλλείο. Ξημερώνει η Δευτέρα, βγαίνω στο μαγαζί–γιατί κουραζότανε η γυναίκα– να ετοιμάσω τα καθίσματα, να πλύνω τα τεντζερέδια. Πρωί, δεν είχε περάσει ακόμη το λε’φορείο να μας πάρει για τα Μεταλλεία. Σταματάει έξω απ’ το εστιατόριο το pick up της Εταιρείας κι είναι μέσα ο νοσοκόμος ο Στέλιος ο «Χοντρός» και μου λέει: «Έλα, ρε μαστρο-Γιάννη, να δεις τι σου ’χω φέρει!». «Τι μου ’φερες, ρε;», του λέω. «Πήγαινε, μου λέει, στην καρότσα να δεις!». Κόντεψα να πάθω συγκοπή. Βλέπω το φίλο μου, το Γιώργο τον Καπελέρη, ξαπλωμένο στην καρότσα. Έπαθα σοκ μεγάλο εκείνη την ημέρα. Ο νοσοκόμος ήτανε χοντρός και στο σώμα και στους τρόπους. Αυτό εμένα με συγκλόνισε, με πέθανε. Να βλέπεις έναν άνθρωπο που πριν λίγες ώρες μίλαγες μαζί του, ξαπλωμένο απάνω στην καρότσα σα’ σφαχτάρι… Τρομερό! Τρομερό! Ο Καπελέρης ήτανε άριστος χαρακτήρας με τα όλα του. Ήτανε πολύ κύριος. Είχαμε αλληλοεκτίμηση. Με αγάπαγε και τον αγάπαγα. Θεός σ’χωρέσ’ τονε. Καλή ψυχούλα!
Με όλα τα παιδιά είχαμε άριστη σχέση. Πιο πολύ μπορώ να πω με σεβόντουσαν γιατί έκανα πολλές δουλειές εκεί. Είχα αναλάβει στις πλάτες μου όλες τις γαλαρίες, όλη τη μηχανική περίπτωση των γαλαριών ήτανε στα χέρια μου: οι αεράμαξες, οι ντιζελάμαξες, οι σωληνώσεις, τα μπιστόλια, όλ’ αυτά – ήμουνα πραγματικά ο γιατρός… Έτρεχα με το μηχανάκι από τη μια άκρη στην άλλη. Μετά μου δώσανε ένα τζιπ και μετά ένα Φολκβάγκεν (VW). Όμως στην αρχή ήτανε πιο πρωτόγονα. Φορτωνόμουνα στην πλάτη κι ανέβαινα στις γαλαρίες, στις ’ξοφλήσεις, γιατί τα λυπόμουνα τα παιδιά. Τα πιστόλια αυτά ήτανε μεγάλο βάρος να τα ανεβοκατεβάζεις από τα πηγάδια –τα καμινέτα που λέμε–, 20-40 μέτρα. Ήτανε κουραστικό. Προτιμούσα κι ανέβαινα εγώ απάνω, στις ’ξοφλήσεις.
Μάλιστα, ήθελα να ’λεγα στον κ. Παναγόπουλο μια περίπτωση… Σαν να τονε βλέπω, ένα λεβεντόπαιδο, ένα παλληκάρι καμιά 25αριά χρονών τότε που είχε έρθει. Έρχεται και μου λέει στο Συνεργείο: «Βρε μάστορα, του Δάντου το Stober, λέει ότι περιστρέφεται και σφυρίζει, μα δε’ γυρίζει». «Πώς λέγεστε, κύριε;». «Κώστας Παναγόπουλος». «Λοιπόν, κύριε Παναγόπουλε, τους έχω πει επανειλημμένως, πριν κομπλάρουν τα λάστιχα επάνω στο…, να τα εξαερώνουν. Γιατί εκεί που βρίσκονται μπαίνουν πέτρες, μπαίνουν χώματα, κι όλα αυτά σταματούν τη λειτουργία. Γιατί ένα πετραδάκι επικάθεται επάνω στη βαλβίδα λειτουργίας και το σταματάει, και ξεφυσάει χωρίς να περιστρέφεται. Θα πάω επιτόπου και σε 10΄ θα είναι έτοιμα».
Ο Δάντος ήτανε μιναδόρος. Τα χρόνια του όλα τα ’φαγε στα πηγάδια. Τι γινότανε; Το πιστόλι αυτό, Stober όπως λεγότανε, είχε τρύπα παροχής νερού την ώρα που δούλευε το μακάπι, κι έτσι δεν δημιουργούσε πολλή σκόνη. Αλλά, ήτανε το άλλο το μειονέκτημα, ότι οι σταλαγματιές με τη λάσπη ερχότανε απάνω στο πρόσωπο του ανθρώπου που δούλευε κι έτσι προτιμούσανε να έχουνε τη σκόνη, η οποία ήτανε θανατηφόρα. Αν είχε την παροχή του νερού, δεν θα την εισέπνεε. Προτιμούσανε, προκειμένου να βρέχονται, καλύτερα να εισπνέουνε. Και δυστυχώς ήτανε η αιτία, που οι περισσότεροι –το λέω με πεποίθηση 1000%– ότι η αιτία ήτανε αυτή. Ότι δεν παρείχανε νερό στη λειτουργία του πιστολιού, παρά δημιουργούσανε κονιορτό που εισπνέανε και δυστυχώς…
Ε, μετά αλλάξαν οι καιροί. Αναγκάστηκα εγώ με τα παιδιά… Μεγαλώνοντας τα παιδιά, θέλανε σπουδές παραπάνω, αυτά. Τότε το Γυμνάσιο εδώ στη Μύκονο ήτανε τριτάξιο. Τρεις τάξεις. Μεγαλώνει, φεύγει ο ένας. Τον είχε τον Νίκο η κουνιάδα μου. Άντε μετά και ο Δημήτρης. Λέω της γυναίκας: «Τι θα γίνει; Δεν μπορούμε αλλού ο παππάς αλλού τα ράσα!». Κι έτσι αναγκαστήκαμε, ύστερα από πολλά χρόνια δουλειάς εδώ στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, τα μαζέψαμε και πήγαμε στην Αθήνα. Ε, έκτοτε ασχολήθηκα με το ναυτικό επάγγελμα, γιατί είχα τα προσόντα του μηχανικού θαλάσσης. Και λίγο λίγο έφτασα Α΄ μηχανικός στα βαπόρια, με αναμνήσεις πολλές… Έχω γράψει κι ένα βιβλίο θαλασσινών αναμνήσεων … Η νοσταλγία είναι νοσταλγία. Και μπορώ να πω ότι η Μύκονος είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Τώρα στα 85, 86 πάω, οι αναμνήσεις είναι ζωντανές ακόμα, πολύ! Δεκαέξι-δεκαεφτά χρόνια, συνεχής δουλειά δηλαδή, εδώ στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Χρόνια! Αλλά βλέπουμε τώρα τα ερείπια, όπως ερείπια έχουμε γίνει κι εμείς δηλαδή.
Εδώ, που λες Δημητρούλα μου, τρώγαμε το ψωμάκι μας με τον Γερμαναρά. Αλλά πήραμε πολλά διδάγματα απ’ αυτόνε. Αυτός, σχετικά με τη Γέφυρα, είχε ξαναβρεθεί σε άλλα κράτη. Κατά τον ίδιο τρόπο δηλαδή, με τα ίδια δεδόμενα και είχε ξαναστήσει πάλι, γέφυρες. Εδώ ήτανε, που λες, όλη η κατάσταση. Εδώ στην πλατεία αυτή είχαμε όλα τα ανταλλακτικά. Εδώ στα σημεία όλης αυτής της πλατείας ήτανε στοιβαγμένα όλα τα εξαρτήματα για το στήσιμο της Γέφυρας. Αυτό εκεί στο βάθος που βλέπουμε το μπλοκ εχτίστηκε έξω, σ’ εκείνο το σημείο, με τέσσερα διαμερίσματα. Κάθε διαμέρισμα είχε μία βάση. Οι δύτες είχαν φτιάξει πλατφόρμα. Και ένα καΐκι το ρυμούλκησε αυτό –ένα σπίτι τσιμεντένιο– μέχρι που πήγε και κάθισε εκεί. Μπήκαμε μέσα, ανοίξαμε τις βάνες που είχαν τα τέσσερα διαμερίσματα, πήρε νερό και έκατσε… το χτίσμα αυτό. Όλο έγινε στη βάση έξω. Και ρυμουλκήθηκε με καΐκι και πήγε εκεί.
Και τον Ιούνιο-Ιούλιο του ’56 έγινε ένας σεισμός μεγάλος στη Σαντορίνη, και δημιουργήθηκε ένα παλιρροϊκό κύμα, και ευτυχώς εκείνη την ημέρα, ευτυχώς, ο προϊστάμενος που είχαμε, ένας Γερμανός, ο Walter μας πήρε στο επάνω μέρος. Το επάνω μέρος έχει γαλαρία με ερπύστριες κι αυτά… Και είδαμε να έρχεται ένα κύμα τεράστιο, κι όπως είχαμε τα πράγματα εδώ πέρα, ένα κομπρεσέρ, γωνιές και όλ’ αυτά, μας τα ’κανε ρημαδιό. Που αν ήμαστε κάτω, θα μας είχε σκοτώσει. Γιατί το ψωμί μας το τρώγαμ’ εδώ, στην πλατεία αυτήν εδωπέρα, και πέρναμε τ’ ανταλλακτικά και τα συναρμολογούσαμε απάνω. Βλέπετε το υψόμετρο της θάλασσας με αυτό; Μηδαμινό. Το κύμα που ήρθε έσκασε απέναντι! Και μετά είδαμε κάτω τον βυθό! Είδαμε τον βυθό της θάλασσας! Όπως ήτανε δηλαδή, μια ξεραΐλα. Και λίγο-λίγο-λίγο-λίγο ερχότανε πάλι η θάλασσα και ήρθε στα ίδια επίπεδα! Κι εμείς το παρακολουθούσαμε από ψηλά. Κατά σύμπτωση! Ζήσαμε κατά σύμπτωση! Γιατί αν ήμαστε κάτω, θα μας είχε σκοτώσει σίγουρα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ήτανε όταν χτύπησε στο βουνό, έτσι, το κύμα. Άγριο πράμα το τσουνάμι!
Λέω την αλήθεια ότι έκλαψα σαν τον Ιερεμία στα τείχη της Ιεριχούς, όταν ήρθα και είδα όλη αυτή την κατάσταση, ύστερα από τόσα χρόνια, γιατί υποφέραμε πολύ. Δουλέψαμε πολύ σκληρά, πολύ σκληρά γι’ αυτή τη Γέφυρα. Και ήρθε μετά την 5η-6η φόρτωση, ήρθε το πλοίο ΚΑΣΤΩΡ και την έριξε κάτω! Από μπροστά, από τη μπούμα δηλαδή. Έμπλεξε. Και από ναυτική εμπειρία, λέω ότι ήτανε εκατό τοις εκατό σφάλμα. Γιατί θα μπορούσε εάν ήτανε σταμπάι το πλήρωμα κάτω στη μηχανή κι αυτά…, τη στιγμή που έγινε ζημιά από το πλοίο, τους έσπασε κάτι, –το κεφαλάρι, δεν ξέρω, κάτι, από το βίντσι που βιράρανε–, κι έμεινε έρμαιο το πλοίο. Φύσαγε κι ένας γαρμπής, ένας αέρας αντίθετος, και το ’ριξε το πλοίο επάνω στη Γέφυρα, την οποία την γκρέμισε. Και ξανά ήρθανε πάλι καινούργια ανταλλακτικά και αυτά…, ο ίδιος ο Γερμανός με έναν επίσης άλλο Γερμανό, και ξαναστήσαμε πάλι τη Γέφυρα, με τα ίδια άτομα. Με τον Δημήτρη τον Αναστασίου, τον Αντώνη τον Μουζούρη και μ’ εμένα. Και μ’ έναν εργάτη που είχαμε τον Αντώνη τον Χανιώτη, το «Καπίκι» που λέγαμε. Τέσσερα άτομα Έλληνες και δύο Γερμανοί. Στη δεύτερη φορά ήρθε και δεύτερος Γερμανός, ο Ernest. Και την ξαναστήσαμε πάλι, ξαναστήσαμε τη Γέφυρα, από την αρχή. Ήτανε ένα μήκος περίπου τα 100 μέτρα. Και ξεκίναγε από τη γαλαρία μέσα σε σχήμα γάμα (Γ).
Τη φόρτωση την αναλαμβάναμε τρία άτομα, μαζί με τον Διαμαντή τον ηλεκτρολόγο, που είχε την ηλεκτρολογική επίβλεψη, ο Δημήτρης ο Αναστασίου και ο Αντώνης ο Μουζούρης. Φορτώναμε τα Liberty του Γράτσου: το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΑΤΣΟΣ, το OΝΤΡΙ, τον ΚΑΣΤΟΡΑ, το ΠΟΛΥΞΕΝΗ – αυτά θυμάμαι. Αυτά ήτανε του Γράτσου και τα φορτώναμε εμείς. Αλλά, όταν ερχόντουσαν μικρότερης χωρητικότητας πλοιάρια, αυτά έπαιρναν το αλεσμένο, το έτοιμο προϊόν στα σακιά. Εμείς δεν είχαμε δουλειά με αυτά. Εμείς είχαμε αποκλειστικά τη φόρτωση του χύμα, επειδή εμείς συναρμολογήσαμε την ταινία.
Χρόνια σκληρής δουλειάς. Σκληρή δουλειά, αλλά με μεθοδικότητα. Θυμάμαι μια περίπτωση που θαύμασα… Θαύμασα την εμπειρία του Γερμανού, γιατί στο σημείο εδώ που στεκόμαστε συναρμολογήσαμε όλη τη μπούμα, που λέμε. Ένα σιδηρούν κατασκεύασμα περίπου τα 20 μέτρα και παραπάνω, με όλη την κατάσταση, και είχε έρθει από τη Σαλαμίνα γερανός, πλωτός γερανός, συγκεκριμένα θυμάμαι και τ’ όνομά του, ΑΤΛΑΣ λεγότανε. Αλλά ο Γερμανός που λέμε, ο Walter, μας είχε υποδείξει τα σημεία που έπρεπε να μπούνε τα σαμπάνια για να το βιράρει ο γερανός. Και πράγματι στο βιράρισμα που έκανε, έβανε το αλφάδι και δεν έφευγε ούτε από τη μια μεριά ούτε από την άλλη, σταυρωτά. Γιατί; Έπρεπε αυτό να έχει πλήρη ευθυγράμμιση, ούτως ώστε να μπει στο αντίστοιχο σημείο, το σταθερό σημείο δηλαδή επάνω της Γέφυρας, για να περάσουμε τους πίρους, γιατί κλείδωνε αυτό το πράμα, ανεβοκατέβαινε δηλαδή που λέμε η μπούμα, με τα ράουλα, με τον ιμάντα που έχει τ’ αυτά, όλα… Και είχε εν τω μεταξύ και τηλεσκοπικό χωνί στο άκρο δηλαδή, το οποίο μπορούσε να περιστραφεί δεξιά-αριστερά, μπρος-πίσω, ανάλογα δηλαδή προς τα σημεία που ήθελε να φορτώσει το πλοίο.
Σε γενομένη συζήτηση μεταξύ συναδέλφων αναρωτηθήκαμε πώς δούλευε η Εταιρεία επί ενάμιση χρόνο χωρίς απόδοση. Τότε είπε κάποιος ότι είχε ακούσει από υψηλόβαθμο στέλεχος πως όλα τα έξοδα θα αποσβεστούν με το πρώτο φορτίο που θα στείλουν στη Νέα Ορλεάνη. Βέβαια και η διαφορά δραχμής-δολαρίου ήταν μεγάλη (1 δολ. = 30 δρχ.). Εγώ από το 1956 έως το 1971 είχα φορτώσει 36 πλοία. Αυτό ισοδυναμεί με 1.000.000 τόνους μεταλλεύματος. Και έρχομαι να ρωτήσω: Πώς και δεν απαιτήθηκε από τους Μυκονιάτες ένα ποσοστό ανά τόνο; Μετάλλευμα ήταν που αφαιρέθηκε από τη γη της Μυκόνου. Δεν ήταν φασόλια ή κριθάρι να σπείρουν και να ξαναφυτρώσει! Παρόλο που παίρναμε πετρέλαιο από τη Λιβύη –τον Καντάφι– και το πηγαίναμε στην Οδησσό, στην Ουκρανία, δεν ήξερα τη χρησιμότητα του βαρύτη. Όταν πήγα με τα φορτηγά καράβια, κάναμε μπάρκο από Αμβέρσα και από Ισπανία. Από Αμβέρσα παίρναμε αλεύρι κι από τη Μάλαγα –ένα λιμάνι της Ισπανίας– και τα πηγαίναμε στον Καντάφι. Αλλά αυτές οι χώρες, οι οποίες ήτανε με σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό καθεστώς, εμάς του Δυτικού μπλοκ, μας παίρνανε και μας έκαναν περιήγηση στις περιοχές τους για να μας δείξουνε τις επιτυχίες τους σε επιστημονικό ή τεχνολογικό επίπεδο. Έτυχε μια μέρα, όταν βρισκόμαστε στην Τρίπολη της Λιβύης, και έρχεται ο πράκτορας και λέει του καπετάνιου: «Θα έρθει λεωφορείο την Κυριακή και όποιοι θέλουνε να έρθουνε να τους πάμε να δούνε ορισμένα πράγματα στη χώρα της Λιβύης». Πράγματι, ήρθε η Κυριακή και καμιά δεκαριά άτομα που δεν είχαμε βάρδια πήγαμε, χάριν περιέργειας. Είδαμε λοιπόν στην έρημο να έχουν δημιουργήσει συστήματα που ψέκαζαν νερό από γεωτρήσεις με περιστρεφόμενα μπεκ σε ολόκληρες εκτάσεις με πολύ μεγάλη βλάστηση και πρόβατα να βόσκουν σ’ αυτές. Μετά πήγαμε στα σύνορα σχεδόν Βεγγάζης-Τρίπολης, που γινότανε γεώτρηση πετρελαίου – η Λιβύη είναι το μόνο μέρος της Αφρικής που παράγει πετρέλαιο. Βλέπω σε μια στιγμή, στη γεώτρηση αυτή που ήτανε ολόκληρο εργοτάξιο, ντάνες με τσουβαλάκια που έγραφαν MYKOBAR-MYKONOS. Η συγκίνησή μου δε’ λέγεται. Είπα μέσα μου: «Πόσα χρόνια έχω φάει το ψωμί μου στη MYKOBAR…». Ρώτησα λοιπόν τον ξεναγό, έναν Λίβυο που είχε σπουδάσει στην Αθήνα και μίλαγε πολύ ωραία τα Ελληνικά: «Δε’ μου λες, κύριε, αυτό το τσουβάλι του βαρύτη, σε ζήτημα τιμής, είναι ίδιο με ένα τσουβάλι τσιμέντο;». Με κοιτάζει μ’ ένα ειρωνικό τρόπο: «Μα, τι λέτε, κύριε;», μου λέει, «αυτό είναι ακριβό πράγμα! Δεν είναι τσιμέντο». Εκεί κατάλαβα την αξία του μεταλλεύματος του Βαρύτη. γιατί ακούστηκε κάποτε από σημαίνον πρόσωπο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, όταν του είπανε: «Μα, είναι δυνατόν, τόσα έξοδα που κάνετε;»… Ναι, μεν, είχανε τα φτηνά μεροκάματα έναντι του δολαρίου, πληρώνανε 1,5 δολάριο το εργατικό ημερομίσθιο, –άντε να βρεις στην Αμερική εργάτη με 1,5 δολάριο. Εμένα, σαν μηχανικό, μου δώσανε στην αρχή 3 δολάρια. Διπλωματούχος μηχανικός με 3 δολάρια στην Αμερική ποιος δουλεύει; Αλλά η διαφορά νομίσματος, βλέπεις… Αλλά εγώ, Μίκα μου, τρωγόμουνα και είχα γίνει πολύ φορτικός στους εκάστοτε προέδρους της Κοινότητας – τον Γιάννη τον Παπουτσά, τον Μάρκο τον Χανιώτη, τον Δημήτρη τον Πολυκανδριώτη: «Πέστε, ρε, να μας δώσουν ένα ψίχουλο!». Υπολόγισα να μας δώσουνε το 1/6 του δολαρίου, ένα τάλιρο δηλαδή, για κάθε τόνο που μας έπαιρναν. Και τι μου λένε; Ότι έχουν υπογράψει χαρτιά πως δεν έχουνε υποχρέωση οι Αμερικάνοι να δώσουνε… Όλα ήτανε δηλαδή υπέρ των Αμερικάνων. Ήτανε, λέει, τα χέρια των δικών μας δεμένα. Κύριοι ήτανε αποκλειστικοί οι Αμερικάνοι, με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται. Δεν είχαμε δικαίωμα να ζητήσουμε τίποτα. Υπήρχαν χαρτιά υπογραμμένα στην Αθήνα από τα Υπουργεία, ότι μπορούσανε να εκμεταλλευτούνε τις φλέβες του μεταλλεύματος, χωρίς καμία υποχρέωση! Είναι η ίδια κατάσταση η οποία με συγκλονίζει αυτή τη στιγμή με το δράμα του λαού της Βενεζουέλας. Ακριβώς! Απ’ τη Βενεζουέλα είχα φορτώσει εκατοντάδες χιλιάδες τόνους πετρέλαιο. Επί μία πενταετία κουβαλούσαμε από 3 λιμάνια της Βενεζουέλας συνέχεια πετρέλαιο και το πηγαίναμε στη Νέα Υόρκη.
Έχω γράψει κι ένα βιβλίο το οποίο το τιτλοφορώ «Άνω Μερά, αγάπη μου!». Αναφέρομαι σε όλη τη διαδρομή που έζησα στην Άνω Μερά και στη δούλεψη που έκανα στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Ένας, θα το αναφέρω, απ’ τους στυλοβάτες κι από τους ακούραστους εργάτες που αναδείξανε εδώ το χωριό, την Άνω Μερά, ήταν ο φίλος μου ο Παναγιώτης . Και αναφέρω συγκεκριμένα: «Φίλε Παναγιώτη, η Άνω Μερά σου οφείλει πάρα πάρα πολλά. Πρέπει να σε ευγνωμονεί, γιατί ήσουνα ένας ακούραστος εργάτης. Χάρη σε σένανε, με τη δουλειά σου, την πολύ κοπιαστική δουλειά, μα είτε με τη μπολντόζα μα ή με το γκρέιντερ (grader), έφτιαξες όλους τους δρόμους. Και δρόμοι θα πει Πολιτισμός! Ανέδειξες πάρα πολλούς, αποδώ από τη Μύκονο, γι’ αυτό λέω πως πρέπει να σου χρωστάει ευγνωμοσύνη η Άνω Μερά. Τότε σε λέγαμε «Λωλάδα», εσύ μ’ έλεγες «Αναίστητο», αλλά όπως και να το κάνεις το πράγμα ήμαστε πάντα φίλοι. Ήμαστε όχι φίλοι, πάρα πάνω από αδέρφια. Μαζί μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, μαζί φάγαμε ψωμί σ’ αυτή την Εταιρεία. Τα κατάφερες κι έφυγες νωρίς! Τι να σου κάνω; Συγκινούμαι πολύ, ρε Παναγιώτη, γιατί βρίσκομαι στο σπιτάκι σου κι αγναντεύω από μακριά όλη την πατρίδα, όλη την Άνω Μερά! Ήμαστε οι πρώτοι που χτίσαμε εδώ, στον Μπάσουλα . Κι εσύ κι εγώ. Άντε να κουβαλάμε το χαλίκι, άντε να κόψουμε τους τσιμεντόλιθους, άντε το ένα, άντε το άλλο! Όλα με αίμα, με αγώνα! Και ιδρώτα, πολύ ιδρώτα ρε φίλε! Ιδρώτα! Έχομε ιδρώσει πολύ εμείς εδώ. Αλλά, όπως και να το κάνεις, η νοσταλγία είναι άλλο πράμα. Τα λέω και δακρύζω, ρε Παναγιώτη, τα λέω και δακρύζω. Χρόνια ανεπανάληπτα! Είδα προχτές κάτι φωτογραφίες που μου ’φερε η κορούλα σου, και θυμήθηκα εκείνες τις εποχές πάλι.
Γιατί μπορώ να πω ότι η Μύκονος την εποχή εκείνη ήτανε ένα νησί, το οποίο δυστυχώς, τα νιάτα, τα Μυκονιατόπουλα, αναγκαζόντουσαν να εξοριστούνε, να φύγουν από τον τόπο τους, γιατί δεν υπήρχαν δουλειές, και φεύγανε στην Αθήνα. Αλλά η εργατικότητά τους, η θέλησή τους για πρόοδο, ανέδειξε πολλά παιδιά σε μεγάλους εργολάβους, μεγάλους οικοδόμους, και πιο πολύ, καλούς πατριώτες για την πατρίδα τους, για ’δώ, για τον τόπο τους. Αναμνήσεις, παιδί μου, πολλές αναμνήσεις! Τι να πρωτοθυμηθείς! Χρόνια πολλά, Πάρα πολλά χρόνια, με τους ίδιους ανθρώπους, τα ίδια πρόσωπα… Περάσαμε μια ζωή με αλληλοεκτίμηση ο ένας για τον άλλονε. Αξέχαστα χρόνια!

[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 19-08-2014]