Ιωάννης Κοντιζάς
Ο Ιωάννης Κοντιζάς, του Φραντζέσκου και της Ζαχαρούλας γεννήθηκε το 1930 στα Χάλαρα της Άνω Μεράς της Μυκόνου. Απεβίωσε στις 31 Δεκεμβρίου 2015. Εργάτης επιφανείας και χειριστής στην ενσάκκιση στον Λούλο (1956-1983).
Από το ’50-’51, εγώ θυμάμαι που ήμουνα μικρός, ήρθανε κι εκάνανε “μέσα” απογραφές, να δούνε πού είναι το μετάλλευμα, πού είναι το ένα, πού είναι το άλλο… Εκάμανε πρώτα ένα φυλάκιο, για να μένουνε μέσα οι εργοδηγοί· “μέσα” στο Τηγάνι. Τ’ αφεντικά, που ήταν Αμερικάνοι, είχανε πρώτα Γραφείο στην Κουκουλού.
Εγώ στη δουλειά επή’α το ’56. Είχα πάει πρώτα στο Πλυντήριο. Μετά εχρειαστήκανε, πή’α στη γαλαρία. Εν τω μεταξύ, ήρθε ένα καράβι και έριξε τη Γέφυρα και μας εσκόλασε μερικοί, γιατί δεν είχενε δουλειά να δουλέψομε. Κι ήφυ’α κι επή’α στην Αθήνα. Μετά ήρθα, κι εξαναπή’α πάλι στο Μεταλλείο και ήμουνε στο Λούλο. Ήμουνε χειριστής στη μηχανή που εβγάναν τα σακιά. Τέσσερα άτομα εδουλεύαμε κι εβγάναμε 5.000 σακιά το 8ωρο, οι δύο στοιβάζαμε και οι δυο ήταν απάνω στη μηχανή, και αλλάζαμε Είχανε φέρει κλαρκ και παλέτες, όπως βάνουν το τσιμέντο, τα στοιβάζαμε απάνω, και τα ’παιρνε το κλαρκ και τα ’κανενε ντάνα. Αλλά εποθάνανε, πολλοί αποκεί. Ήτανε ανθυγιεινό πολύ. Κι εγώ έχω πάθει πνευμονοκονίαση. Δυο χρόνια ήμουνε με αναπηρικιά σύνταξη. Ήπαιρνα σύνταξη, αλλά επά’αινα στο Μεταλλείο ως φύλακας, δε’ μ’ έ’χανε να δουλεύω. Γιατί φύγανε πολλοί απ’ τη μηχανή – απ’ το χώμα. Δεν επεθάνανε μέσα ’κεί για ν’ αποζημιωθούνε… Αν πεις στο Λούλο! Ήτανε χημικοί κι εχημίζανε (sic) το πράμα, τη σκόνη που βγάνανε. Κι αυτοί… Ελέ’ανε ο άλλος, πως είναι αλαφριά η δουλειά και τέτοια, μέσα στο Τριβείο, αλλά αφού το εβάνανε, κι εκείνη η σκόνη το ’βανενε, ζζζζζζ, κι εγίνουντανε αλεύρι, τονε πείραζε κι αυτόνε.
Είχενε κι α’θρώποι, πολύ καλοί διευθυντές. Ήτανε ένας, ο Πρεζάνης. Ήτανε εδώ, κι εδούλευα, κι επή’α κι έκανα εγχείρηση στομάχι, κι επή’α στο Μεταλλείο και μ’ εβάλανε κι εδούλευα στο Πλυντήριο, σ’ ένα κόσκινο, να κοιτάζω να μη πέσει κάνα ξύλο να το πιάνω, να το βάνω, να μην κάνω τίποτα. Και μετά έπαθα ζημιά με τη Ρούλα. Εκάνανε ένα εμβόλιο της μηνιγγίτιδος και δεν έβαλε μιαν πεταλούδα ο γιατρός στο παιδί, και το παιδί το ’ξυσενε, και το ’βαλενε στο μάτι του κι εκόντεψε να χάσει το μάτι του. Ξέρεις πόσα λεφτά επλήρωνα; Ήπαιρνα 45 δραχμές μεροκάματο κι ήδινα 50 να πα’αίνει η γυναίκα μου τρεις φορές την ημέρα, στο γιατρό στην Αθήνα. Και μ έπήρεν’ αυτός ο Αντώνης, που ήταν ένας Μουζούρης, κι ήτανε επιστάτης στα Πλυντήρια. Και του λέω: «Μαστρ’-Αντώνη, έχω ακούσει πως στο Λούλο παίρνουνε πολλά λεφτά. Κι έχει κι υπερωρίες κι έχει και…». Δουλεύανε Σαββατόβραδο, έπαιρνες διπλό μεροκάματο, το Σάββατο το βράδυ, τη νύχτα. Απ’ κοι έντεκα η ώρα κι ύστερα έπαιρνες παραπάνω. «Θέλω να πάω στο Λούλο». «Βρε, συ, εμείς κάνομε επισκευή και δε’ σε βάνομε να φέρεις ένα καλώδιο, να πιάσεις το φτυάρι, να πιάσεις ένα πράμα. Παρέ πας βοηθός, να θέλει ο άλλος το οξυγόνο, να του πας κάτι, κι εσύ…». Του λέω: «Μαστρ’-Αντώνη, έχω πολλή ανάγκη». Λέει: «Θα σε πάω στον Πρεζάνη». Και με φέρνει και με πάει στον Πρεζάνη. Μου λέει: «Κοντιζά, εμείς σ’ έχομε εδώ… Ο Αντώνης σ’ έφερε και μου ’πενε πως είσαι άρρωστος. Εκεί η δουλειά είναι πολύ ανθυγιεινή και βαριά». Λέω: «Κύριε Πρεζάνη, έχω ανάγκη. Πάω και γυρεύω του μιανού και τ’ αλλουνού λεφτά. Δεν έχω οικονομική δύναμη». Και λέει ετότε, –γι’ αυτό τη λέω την κουβέντα, γιατί δε’ την ξεχνώ, ας είμαι 84 χρονώ’–, λέει του γραμματικού, που ’τανε αυτός ο Λευτέρης ο Φιορεντίνος, του λέει: «Κόψε μια επιταγή 10.000». 10.000 ετότε που σου λέω εγώ, ήταν τα λεφτά εκατομμύρια, όχι… Λέω: «Όχι! Όχι!». «Βρε, δε’ θα σ’ τα πάρομε όλα μαζί. Κάθε πληρωμή, θα σου κρατίζομε ένα μεροκάματο, δυο μεροκάματα, και κά’σε…». «Όχι, θα πάω ’κεί!». Και μ’ έστειλε κι επή’α στο Λούλο. Και δεν πήρα τα λεφτά. Κι επή’α στο Λούλο κι εβρήκα έναν επιστάτη, ο Θεός σ’χωρέσ’ την ψυχή του, έναν Αγγελόπουλο, και μ’ έβανενε σ’ αλαφριές δουλειές. Εδούλευενε ένας κοχλίας κι έφερνε το πράμα και μ’ έβανενε να φυλάω να μη φέρει πολύ και φράξει κι έχομε χασομέρι. Μ’ έβανενε σε μία…, που φεύγαν τα ’σουβάλια να πάνε στο καράβι, και μ’ έβανενε, άμα έκανε κανένα στην άκρη για να μην πέσει και κάμει ζημιά, γιατί γραφότανε αυτά που πα’αίνανε μέσα. Κι επέρασα ζ ω ή! Ήπαιρνα μεροκάματο! Εδούλευα και διπλά. Κι ερχότανε και με παρακάλαγε και μου ’λενε: «Επειδή ’σαι τέτοιος, θα σε κάμω επιστάτη!». Λέω: «Κύριε Πρεζάνη, απλός στρατιώτης! Είμ’ αγαπητός με όλοι, με γαλαρίες και μ’ εδώ, στο Λούλο». Στο εργοστάσιο δουλεύανε πολλοί α’θρώποι, τρεις βάρδιες. «Απλός στρατιώτης! Δε’ θέλω!». «Γιατί, μου λέει, ρε, δε’ θες;». «Γιατί, άμα με βάλεις επιστάτη, θα μαλώσω με τούτον, θα μαλώσω με κείνον. Δε’ θέλω, όχι! Να δουλεύω, ναι! Ό,τι θες να κάνω, εντάξει! Απλός στρατιώτης. Να ’μαι φίλος και μ’ εκείνον και μ’ εκείνον!». Τα ίδια έλεγε κι ο πατέρας σου: «Απλός στρατιώτης».
Ετότε τα λεφτά δεν ήταν όπως τώρα, τα μεροκάματα. Ετότε δεν υπήρχενε δουλειά εδώ στη Μύκονο κι εφεύγαν’ οι α’θρώποι αποδώ κι επηγαίνανε στην Αθήνα. Μετά εμαζευτήκανε οι εργάτες όλοι κι από τη Χώρα, αποδώ απ’ το χωριό. Μεροκάματο είχενε καλό για τότε εδώ. Γιατί δεν ήτανε όπως τώρα τα λεφτά. Ήτανε 45 δραχμές μέχρι 50 – επαίρνανε, εδώ στο Μεταλλείο. Ο κόσμος εδούλεψενε ετότε. Γιατί τα ντουβάρια τα παίρνανε αργολαβία κι εχτίζανε. Το παίρνανε, ας πούμε, με τόσο, κι εχτίζανε… Εδούλευε πολύς κόσμος. Δουλεύανε κάπου 300-350 άτομα ευτού μέσα.
Μετά αρχίσανε κι εφέρνανε από τη Μήλο ένα άλλο πράμα, το μπεντονίτη. Εκείνο πάλι ήτανε η πιο αρρώστια. Σαν πηλός ήταν αυτό. Εκάμανε ένα άλλο Εργοστάσιο, ένα φούρνο, και το ξεραίναμε, και το ’βανες μέσα και τ’ άλεθενε ο μύλος. Και γενόνταν… Άμα ’θε’ να βγάνεις σακιά, τα ρούχα σου, δεν ήθελες σαπούνι, κιντύνευες να τα βγάλεις. Ήπρεπε να’ χεις ζεστό νερό, να τα βγάλεις για να πλυθείς. Σαπούνι! Το άλλο, ο βαρύτης, δεν έβλεπες αν είσαι καρβουνιάρης ή αν είσαι ά’θρωπος, απ’ τη μούντζα.
Εδούλευα 20 χρόνια στην Εταιρεία· κι ο σ’χωρεμένος ο πατέρας σου. Και πάντα, στη βραδινή βάρδια που δούλευε κι εφορτώναμε το καράβι, δεν ήθελε άλλο εργάτη ο σ’χωρεμένος ο πατέρας σου ο Παναγιώτης δεν ήθελενε άλλονε να ’ναι κοντά. Φώναζενε: «Ο Κοντιζάς να ’ναι ’δώ!». Γιατί είχενε γαλαρία αποκάτω, και ταινία και ζυγαριά που εζύγιζε το πράμα. Αυτό ήθελενε προσοχή, να μη φράξει εκεί και πάθει ζημιά, γιατί ήτανε εις βάρος της Εταιρείας αυτό. Να πα’αίνεις το πρωί σκοι ( = στις) 7 για να ’ρθεις την άλλη μέρα. Και μπορεί, και άμα και την άλλη μέρα δεν τελειώναμε, να ’ρθεις σκοι 2 η ώρα. Κι έκανα τρία 8ωρα, τέσσερα 8ωρα, συνέχεια. Συνέχεια, να μη φεύγω. Τι να κάνομε. Αυτά εζήσαμε, κι αφού ζούμε κιόλα’ ακόμα, καλά ’ναι! Γιατί υπάρχουν και χειρότερα!
Κι επεράσαν τα χρόνια κι εμείς εφύ’αμε, αλλά έφυγε πολύς κόσμος! Πολύ ψωμί έφαγε εδώ ο κόσμος… Και όχι μόνι εδώ. Ερχόταν από παντού. Πόσοι δεν έχουν μπαντρευτεί! Όχι μόνι ο γαμπρός σου. Πολλοί! Πολλοί! Η Μύκονο’, απ’ τον καιρό που άνοιξε το Μεταλλείο, εδουλεύανε πολύ και τα μαγαζιά. Γιατί αυτοί εθέλανε ζωή [δείχνει με το χέρι του ότι ήθελαν να φάνε]! Κι επηγαίναν’ κι αγοράζανε… Η Εταιρεία τότε δεν πλήρωνενε κάθε μέρα. Κάθε δεκαπέντε, κάθε μήνα έδινε τσεκ. Κι ήπρεπε να πα’ να το ’ξαργυρώσεις, για να φας.
Ήκαμε και καλό, όμως ήκαμε και ζημιά στον τόπο. Γιατί εθέλανε τ’ αφεντικά να πλερώσουν πιο μεγάλο μεροκάματο, αλλά εδώ υπήρχανε και ρουφιάνοι. Λέει: «Εδώ είναι φτωχό το μέρος. Να τις δίνετε πιο λί’α λεφτά!». Τη ζημιά τη μεγάλη την ήκανε ένας, που ήταν εδώ μες στην Κοινότητα, γραμματέας, και τον είχε και στο Μεταλλείο. Είχανε κάνει συμβούλιο ο Πρόεδρος ο γέρο-«Παχής», –όχι ο Μάρκος, ο πατέρας του–, κι αυτός ήτανε μέσα ’κεί, ο γραμματικός αυτός, κι έλεγαν να χρεώσουν την Εταιρεία μία δεκάρα τον τόνο. Μία δεκάρα. Δεκάρα λέμε τώρα να ’ναι… Όχι μια δραχμή! Ούτε ένα ευρώ! Να μαζεύουνε, να ’χει και η Κοινότητα μια αποδοχή. Ξέρεις πόσες χιλιάδες τόνοι πράμα εφεύ’ανε αποδώ; Πόσα λεφτά θα ’δινε; Κι επή’ε και τα ’πενε “μέσα”, ότι «έτσι κι έτσι, εκάμανε συμβούλιο χτες για να δώκει αυτά η Εταιρεία». Κι επή’ανε “μέσα” οι Προέδροι, εκάλεσεν’ ο Διευθυντής τον Πρόεδρο να πάει να του πει αυτά, λέει: «Λεφτά δε’ δίνουμε, αλλά ό,τι θες, μηχανήματα σε δρόμοι να σου δίνουμε να κάνεις, αλλά για λεφτά δε’ δίνουμε!». Τι να κάμουνε; Μπορούσανε;
Όλοι οι δρόμοι ευτοί που έχουνε γίνει, κοι (= τους) έχει ανοίξει ο Παναγιώτης ο Λοΐζος! Με τα μηχανήματα. Γιατί, τα μηχανήματα τα ’παιρνενε ο Παναγιώτης –την Κυριακή δε’ δουλεύανε στο Μεταλλείο– κι εκείνος τα ’παιρνε κι εγύριζενε σκοι δρόμοι. Μέχρι που εκατήντησεν’ ο καημένος, εκόντευε να πάει και φυλακή, σκότωσενε μια γριά που πά’αινενε από πίσω απ’ το γκρέιντερ (grader). Είχενε πάθει μεγάλο τρακ ετότε αυτός ο ά’θρεπος. Ε, για σκέψου, με το γάιδαρο να ’ναι καβαλαριά και να τη σκοτώσει. Ήτανε οπίσω του. Εκείνος ήστρωνε εδώ, οπίσω επή’ε ο γάιδαρος, κι ήκαμενε λι’άκι οπίσω, πάει ο γάιδαρος, πάει αποκάτω η γριά. Αυτά που λες. Για τις (= τους) δρόμοι, είχανε φέρει μπολντοζιέρη, και μετά πήρανε το σ’χωρεμένο τον πατέρα σου, τον Παναγιώτη το Λοΐζο. Στην αρχή ήτανε στ’ αυτοκίνητα οδηγός, αλλά χειριστής δεν ήτανε. Και σιγά σιγά τον πήρανε κι ήμαθε κι αυτός κι άνοιγε τις δρόμοι. Ευτός ήτανε ευεργέτης του χωριού σκοι ( = στους) δρόμοι. Αθάνατος! Ακούραστος ο Παναγιώτης ο Λοΐζος. Ακούραστος. Ώρες, μέρες, πολλές εδούλευενε. Κι εκάνανε δρόμοι, πλερωνότανε βέβαια ο ά’θρεπος, το μεροκάματό του – μεροκάματα επαίρνανε καλά οι χειριστές
Τι να κάνομε; Εζήσαμ’ όμως. Εζήσαμε, γιατί υπήρχε δουλειά. Εγώ όμως είχα και την πλεονεξία, κι εδώ που τα λέμε, δεν εξάνοι’α [= κοιτούσα] μόνο το Μεταλλείο, είχα κι αγροτικά. Μετά απ’ τ’ αγροτικά, επήρα και μαγαζί. Κι είχα και το μαγαζί. Κι εδουλεύαν’ τα παιδιά μαζί κι η γυναίκα μου, εδουλεύανε στο μαγαζί, εγώ έτρεχα στο Μεταλλείο, κι απέ να γυρίζω, να τρέχω στα χωριανά . Αλλά δόξα τω Θεώ εζήσαμε! Ε, δεν εκάμαμε βίλες και πολυκατοικίες, τρία παιδιά ήκαμα, δόξα τω Θεώ, είναι καλά. Καλά είναι, είμαι ευχαριστημένος! Αν δεν είχα χάσει και τη γυναίκα μου, ’θε’ να ’ναι πιο καλά. Αλλά, τι να κάμομε, ο Θεός δεν αφήνει κανένανε!
Εγώ ένα παράπονο μόνι έχω. Γιατί, δε’ μ’ εσχόλαγε αλλά μ’ έστελνε στη Μήλο. Και ήταν τότε να πάρω μια αποζημίωση 1.000.000 δρχ. Και αφού επεράσανε 5-6 μέρες και δεν επή’α, μου φέραν ένα χαρτί ότι «Απολύεσαι! Δεν παίρνεις τίποτας». Τι να κάμω; Δικαστήριο; Γιατί εκείνος ήλενε: «Δεν τόνε σκολνάω, τόνε στέλνω σε δουλειά». Κατάλαβες; Μα ’γώ δεν ήρθα στο Μεταλλείο για να κάνω εκτόπιση να πάω στη Μήλο! Αυτό το παράπονο το ’χω. Αλλιώς, έμεινα “σάπιος” και δεν πήρα και μία δραχμή τελευταία. Όλοι, από λί’ο ώς πολύ, όλοι επήρανε. Όλοι επήρανε. Όχι πως το ’καμενε με κακία. Το ’κανενε γιατί η Εταιρεία είχενε και τη Μήλο εκεί. Και ήβγανενε πράμα κι έθελε να στείλει χειριστή εκεί. Αλλά μπορούσα ν’ αφήκω εγώ την οικογένειά μου εδώ και να πάω να μένω στη Μήλο; Όχι! Και δεν επή’α!
Όταν σχολάσαμε, μείνανε κάτι λίγοι ώσπου να τελειώσει το πράμα. Είχανε παραγγελία δυο καράβια για να ’ρθουνε, είχανε πράμα ακόμα για να το βγάλουνε, κι εκράτησε κάτι λίγοι. Αλλά πάλι μ’ εφωνάξανε κι επή’α, παρόλο δε’ μου δώκαν’ τίβοτα. Τι να κάνομε; Αυτά εζήσαμε, κι αφού ζούμε κιόλα’ ακόμα, καλά ’ναι! Γιατί υπάρχουν και χειρότερα! Ξέρεις πόσον κόσμο εγνώριζα εγώ μέσα στο Μεταλλείο; Αφαιρώ κοι ξένοι, που είχα το μαγαζί, κι ύστερα είχανε μάθει και δεν τρώ’ανε πουθενά. Ερχόνταν κι ετρώ’ανε ούλοι στο μαγαζί. Οι Γανωτήδες, ευτοίνοι όλοι. Ο Γιάννης –ε, καημένε Γιάννη! –, του Δημήτρη ο πατέρας. Αυτά ’ναι, μάτια μου.