Ιωάννης Ξυδάκης

Ο Ιωάννης Ξυδάκης, του Γεωργίου και της Ελένης, γεννήθηκε το 1947 στη Μύκονο. Οδηγός λεωφορείου βάρδιας, ανιψιός του Λευτέρη Ξυδάκη που έχασε τη ζωή του από αναθυμιάσεις μέσα σε στοά.

Το 1970 που απολύθηκα από στρατιώτης, πήγα και δούλεψα στο Γιώργο το Δακτυλίδη του «Παναγιωτακιού», σ’ ένα λεωφορείο, το Volvo, κι ανεβοκατεβάζαμε τις βάρδιες του Μεταλλείου. Τότε ήτανε τρεις βάρδιες. Φεύγαμε το πρωί 6 και τέταρτο από τη Χώρα, το μεσημέρι 2 η ώρα και το βράδυ 10 η ώρα. Ανεβοκατεβάζαμε τις βάρδιες. Θυμάμαι και κάτι εποχές που κάναμε και κάτι δρομολόγια εκεί, τοπικά. Πηγαίναμε από την Αγία Βαρβάρα και παίρναμε τους εργάτες και τους πηγαίναμε μέσα στα Υπόγεια, στο Φυρέ λέγανε τότε, στο τέρμα του νησιού, στην άκρη. Εκεί μπαίνανε μέσα… Κατεβαίνανε από ένα πηγάδι μέσα και μετά θυμάμαι που βγαίνανε έξω το μεσημέρι που τους παίρναμε, κι ήταν όλοι μούσκεμα στο νερό, στον ιδρώτα. Θερμοκρασία είχε κάτω, δεν ξέρω τι είχε; Οι περισσότεροι ήταν ξένοι όμως, Μυκονιάτες εγώ θυμάμαι λίγους εκεί. Το ’70 ήταν λίγοι Μυκονιάτες. Ήδη απ’ αυτά που είχαν γίνει, είχαν αρχίσει και δεν καλοπηγαίναν Μυκονιάτες. Πηγαίναν στην Αθήνα στην οικοδομή, ναι. Γιατί μέχρι το ’70 είχε αρκετούς θανάτους, δεν ήταν λίγοι.
Θυμάμαι το κακό που είχε γίνει στην οικογένειά μας τότε, και τη γιαγιά μου που έκλαιγε για το γιο της μέχρι το θάνατό της. Αυτό μου ’χει μείνει, δεν θα το ξεχάσω ποτές! Έγινε η οικογένεια άνω-κάτω, γιατί συντηρούσε και τους γονείς του αυτός ο άνθρωπος. Μετά, τους βγάλανε μια σύνταξη, αλλά μετά από χρόνια. Κλονιστήκαμε, όλη η οικογένεια, γιατί ήτανε νέος άνθρωπος, και καλός άνθρωπος εργατικός και καλός, φρόντιζε για όλη την οικογένεια. Όλη τη μέρα δεν σταματούσε καθόλου. Δυνατός άνθρωπος. Ένας από τους πιο δυνατούς που ’χα γνωρίσει. Έπιανε ένα τσουβάλι άμμο, θυμάμαι, και το σήκωνε πάνω γεμάτο. Αν του δίνανε οξυγόνο του ανθρώπου, έχω την εντύπωση ότι θα το ξεπερνούσε. Αλλά, καλά καλά δεν τον είδε ούτε ένας γιατρός. Ένας νοσοκόμος που ’τανε εκεί πέρα, τον έκλεισε σ’ ένα δωμάτιο, κι έφυγε λέει, αυτός, και πήγανε και τον ειδοποιούσανε να πάει να τον φροντίσει, γιατί πέθαινε ο άνθρωπος, ναι! Έτσι το έχω ακούσει. Μετά πήγανε οι γονείς μου εκεί πάνω, τον βρήκανε πεθαμένο. Πήγε ο πατέρας του… Ένα κακό μεγάλο ήτανε για μας. Έγιναν δικαστήρια για να βγει αυτή η σύνταξη, και καταδικάστηκε κιόλας αυτός που έβαλε τα φουρνέλα, νομίζω. Ξένος ήτανε. Θυμάμαι μετά από χρόνια βγήκε η απόφαση και για τη σύνταξη. Αλλά μετά από δικαστήρια και διάφορα άλλα.
Θυμάμαι στη γειτονιά μας, περιοχή αεροδρομίου, που ήταν αρκετοί γείτονες που πηγαίνανε με τα πόδια· αποδώ μεριά, νότια, Αγράρι, Ελιά, καβαλούσανε εκεί τα βουνά και βγαίνανε στο Λούλο; Δεν ξέρω πώς… Αποκεί τους έπαιρνε κανένα αυτοκίνητο; Περπατάγανε γύρω στις δυο-δυόμιση ώρες να φτάσουν εκεί! Και το απόγευμα που σχολάγανε πάλι αυτό γινότανε! Και εκτός αυτού, θυμάμαι που οι ανθρώποι –είχαν ανάγκες βέβαια– αλλά γυρνώντας στο χωριό έκαναν και τόσες άλλες δουλειές, μετά από τόσο κόπο και τόση κούραση. Θυμάμαι εκεί στη γειτονιά μας, αρκετοί πηγαίνανε. Ήταν ο Κωσταντής ο Μονογυιός, ο Γιώρης ο Ξυδάκης που τον λέγαμε «Γερμανό», ο θείος μου ο Λευτέρης Ξυδάκης, ο Νικόλας ο Κοντιζάς, «Τελώνη» τον λέγαμε στο παρατσούκλι. Αυτούς θυμάμαι. Ο Γιακουμής ο Ξυδάκης που έχει το «Σούπερ», κι αυτός είχε κάνει εκεί, ο Νικόλας ο Θεοχάρης, έχει πεθάνει κι αυτός, από τη Ληνώ είναι. Αυτοί πηγαίνανε με τα πόδια και βγαίνανε στο Λούλο; Δεν ξέρω πού βγαίνανε, κάπου εκεί. Πάντως, καβαλάγανε το Αγράρι, καβαλάγανε την Ελιά, και βγαίνανε στο Λούλο, στης Μακελίνας.
Ο Παναγιώτης ο Λοΐζος έφτιαχνε τους χωματόδρομους, γιατί απ’ το χειμώνα, τους είχε πάρει το νερό τότε –έριχτε και βροχές, δεν ήταν όπως τώρα– και έβγαινε με το γκρέιντερ (grader), και πρόσεχε και τα χωράφια να μη γκρεμίσει τα ντουβάρια, και ήτανε πολύ συνεργάσιμος με τους ανθρώπους. Δηλαδή αγάπαγε τη δουλειά του, αγάπαγε τους ανθρώπους. Η καλοσύνη του βέβαια τον έκανε να κάνει και κάτι… που δεν ήταν στο πρόγραμμα, να φτιάχνει δηλ. κάνα παράδρομο για να διευκολύνει κάποιους. Τον θυμάμαι ήταν πάντα καλός και πάντα πρόθυμος να κάνει ευκολία στον άλλον. Ήτανε και καλαμπουριτζής. Θυμάμαι που άμα τον βλέπαμε, λες και βλέπαμε το Χριστό, να πούμε. Μας έφτιαχνε τους δρόμους, που δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε με τ’ αυτοκίνητα. Η καλοσύνη του πάντα βέβαια και η καλή του θέληση, βοήθαγε να κάνει πράγματα πάνω απ’ τις δυνάμεις του εργαλείου που χειριζότανε, του γκρέιντερ. Τα εργαλεία ήτανε παλιές τεχνολογίες, προσπαθούσανε οι ανθρώποι να τα κάνουνε να δουλεύουνε όπως μπορούσανε, με οποιοδήποτε τρόπο, με διάφορες πατέντες… Δεν είχανε και τα πιο σύγχρονα μηχανήματα εδώ, για να επισκευάσουνε ό,τι χάλαγε. Ούτε φεριμπότ είχε. Τότε, ό,τι πήγαινε στον Πειραιά, πήγαινε με το καΐκι κι ερχότανε.

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 28-01-2016]