Ιωάννης Χανιώτης

Ο Ιωάννης Χανιώτης του Φλώριου και της Παρασκευής γεννήθηκε το 1941 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Εργάτης επιφανείας αρχικά (1956-1959), μετά το στρατιωτικό του οδηγός (1964-1966).

Έπρεπε οπωσδήποτε, οι καινούργιοι που πηγαίναμε να μην είμαστε κάτω των 16. Εγώ εν τω μεταξύ, αφού είχα βγάλει το Δημοτικό κι έβαλα μακρύ παντελόνι και ’σιγάρο, ήμουνα έτοιμος για δουλειά. Είχαμε κι ανάγκη… Επήγα στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ το 1956, δεκαπέντε χρονώ’-δεκαπέντε μισό, είπα ότι είμαι 16 και με πήρανε. Πρωτοπήγα με 48 δραχμές μεροκάματο. Τόσο επαίρνανε και όλοι οι εργάτες, δεν κάνανε διάκριση σε κανένα. Την πρώτη μέρα που πήγαμε ήμουνα και κρατούσα τα λάστιχα που βάζανε φουρνέλα για να γίνουν τα χαντάκια στο δρόμο που γινόταν από το Τηγάνι μέχρι το Λούλο· κι έπειτα έγινε το εργοστάσιο… Αρχίσανε από “μέσα”  διότι είχανε λίγο πρόβλημα με τις απαλλοτριώσεις. Το πρώτο μεροκάματο το έκανα με το Μάρκο τον Ασημομύτη, που είχε το παρατσούκλι «Μαρκεζίνης». Ο Θεός σ’χωρέσ’ τον εκεί που είναι. Λες και ήταν η ευχή του μαζί μου, πέρασα τόσο ωραία μαζί του αυτές τις μέρες που δούλεψα… Μετά έγινα του Μεταλλείου τ’ αγαπητό παιδί, αφού ’μουνα πιτσιρικάς. Ήτανε τα πρώτα βήματα της ζωής μου και τα πρώτα λεφτά! Και μάλιστα τα πρώτα λεφτά της ζωής μου –τώρα λεπτομέρεια είναι αυτό– μέχρι δυο χρόνια που δούλευα στο Μεταλλείο, δεν πήρα λεφτά ποτές στο χέρι μου. Μας πληρώνανε μέσα σε φάκελα και έπρεπε να πας να πληρωθείς απ’ του Αξιώτη  το σπίτι, που ήταν τα Γραφεία. Πήγαινε λοιπόν η μάνα μου πάντα και τα ’παιρνε. Την εποχή εκείνη ο πατέρας μου δούλευε στο λιμάνι του Πειραιά (ΟΛΠ). Είχε παντρευτεί κι η αδερφή μου κι είχε υποχρεώσεις, κι εγώ, εκείνη την εποχή, δεκάξι χρονώ’ παιδάκι που ήμουνα, για ενάμισι-δυο χρόνια συντήρησα όλο το σπίτι. Και ίσως αυτό με έκανε μετά να νιώσω ότι έχω κάνει το χρέος μου, κι έβγαλα τ’ απωθημένα μου μετά.
Προτού πούμε οτιδήποτε, να πω ότι το πρώτο αυτοκίνητο που πέρασε απ’ την Άνω Μερά ήταν ένα τζιπ, που είχενε φέρει η Εταιρεία . Το τζιπ αυτό δεν πέρασενε πρώτα από αυτοκινητόδρομο, αλλά μέσα απ’ το γαϊδουρόδρομο, που τον είχανε ισιάξει οι εργάτες της ΜΥΚΟΜΠΑΡ με τα χέρια, με τον κασμά. Και περνούσε ίσα ίσα. Από το Μοναστήρι  –γιατί από τη Χώρα μέχρι το Μοναστήρι υπήρχε δρόμος, αποκεί και πέρα δεν υπήρχε δρόμος– επήγαινε ο γαϊδουρόδρομος απ’ του Μαντηλαρά, μετά επήγαινε από την Κάτω Μαού, και μετά εγύριζενε για να πάει στο Μεταλλείο. Και συγκεκριμένα, ο πρώτος επαγγελματίας οδηγός που ήρθε, ήταν ο Παναγιώτης ο Λοΐζος, που ’τανε στον Πειραιά κι ήρθε εδώ για οδηγός στο τζιπ αυτό, κι αποκεί έμεινε για πάρα πολλά χρόνια. Οι λίγοι οδηγοί που υπήρχαν τότες ήτανε ιδιοκτήτες. Ενώ ο πατέρας σου  ήρθε σαν επαγγελματίας οδηγός, κάτι που δεν υπήρχε στη Μύκονο. Μετά γίναμε εμείς οι καινούργιοι όλοι κι επολλαπλασιαστήκαμε, και τονίζω ότι το Μεταλλείο μας έβγαλε. Όλους! Αν πιάσεις απ’ το Σταύρο τον Μπουγιούρη το «Κοντάνι», το Δημήτρη τον Θεοδωρόγιαννη, όλους το Μεταλλείο μας έβγαλε. Τον «Καμπούρη» το Θοδωρή Κουσαθανά, εμένα, κοκ. Και το Μεταλλείο ήτανε που μας έκανε και ιδιοκτήτες. Να συνεχίσω για τον Παναγιώτη, από οδηγός που ήτανε, έγινε μπολντοζιέρης, έγινε γκρεϊντερίστας, κι έφτιαξε σχεδόν όλους τους δρόμους της Μυκόνου. Το λέω και συγκινείμαι, αλλά είναι κάτι που το ζω. Το γκρέιντερ (grader) ήτανε μηχάνημα, δεν ήταν όπως τις μπολντόζες, γιατί είχενε απάνω εκεί που ήτανε το χειριστήριο 10-12 λεβιεδάκια. Το καθένα έκανε και μια κίνηση. Στην αρχή που ήρθε το γκρέιντερ, είχανε φέρει ένανε χειριστή από την Αθήνα, το μαστρο-Παντελή. Μπολντοζιέρης ήτανε ο Γιώργος ο Πονηρός. Αυτοί είχαν έρθει στην αρχή. Ο ένας στις μπολντόζες κι ο άλλος στο γκρέιντερ. Ο Παντελής δούλευε και μπολντόζες, αλλά δεν το προτιμούσε γιατί είχε πολλή σκόνη. Ήτανε λίγο γρουσούζης. Ενώ το γκρέιντερ ήτανε πιο επιστημονική δουλειά, πιο ξεκούραστη και έφτιαχνε μόνο τους δρόμους, δεν έκανε σκόνες όπως ήτανε στις μπολντόζες. Εκεί που φορτώνανανε οι μπολντόζες, τις πιο πολλές φορές ήτανε απάνω στο βοριά, οπότε όλη τη σκόνη την έτρωγε ο μπολντοζιέρης. Και μάλιστα αν έβλεπες την πλάτη τους στο κάθισμα απάνω ήταν όλοι μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα και κολλημένο το χώμα του Μεταλλείου απάνω τους. Μετά, απ’ τον Παντελή έμαθε ο Παναγιώτης κι έφυγε απ’ τις μπολντόζες ο Παναγιώτης κι έμεινε γκρειντερίστας – και σαν οδηγός εδούλευενε, αλλά πιο πολύ σαν γκρειντερίστας. Αλλά ο Παναγιώτης ήτανε εκείνος, που πρέπει όλοι οι Ανωμερίτες να του χρουστάμε την ευγνωμοσύνη που μας έφτιαξε όλες τις ρύμνες και τις έκανε αυτοκινητόδρομους.
Οι εργάτες, απ’ τον καιρό που ξεκινήσανε στο Τηγάνι, πηγαίνανε με τα γαϊδουράκια ή με τα πόδια –και από τη Χώρα ακόμα– και μένανε εκεί, μένανε μέσα σε σκηνές. Και ένας απ’ αυτούς ήτανε κι ο Νίκος ο Γανωτής, που ήτανε επιστάτης την εποχή εκείνη, και μένανε εκεί, συνέχεια. Είχανε μια μικρή Καντίνα για τα απαραίτητα, και μένανε εκεί μέσα σε σκηνές. Αποκεί σιγά σιγά έγινε ο δρόμος μέχρι τα Φερά  Λαγκαδάκια. Εκεί περίμεναν τα φορτηγά της Εταιρείας και ανεβαίναμε όλοι, μπορεί και 30 και 40 άτομα, πάνω στ’ αυτοκίνητο, κι επηγαίναμε εκεί που ήταν τα Γραφεία – στο Πλυντήριο, που έγινε μετά. Εκεί εδίναμε το “Παρών” κι εφεύγαμε στις δουλειές. Στις 7 η ώρα επιάναμε δουλειά. Στις 11-11:30 ήτανε κολατσιό, υποχρεωτικό, μισή ωρίτσα. Τρεις παρά τέταρτο έπρεπε να ’μαστε αλλαγμένοι, και 3 η ώρα να είμαστε εκεί που δώσαμε το “παρών”. Και από εκεί μπαίναμε στα φορτηγά και μας έφερνε πάλι στα μισά της Άνω Μεράς – τόσο περίπου ήτανε τα Φερά Λαγκαδάκια. Αποκεί πήγαινε καθένας στο σπίτι του με τα πόδια. Μετά άνοιξε ο δρόμος μέχρι της Μακελίνας, κοντά στο Λούλο, και ήτανε πιο κοντά ακόμα και γι’ αυτούς που ’ρχότανε από τη Χώρα – μάλλον απ’ τα Κάτα Μέρη , απ’ τη Χώρα δεν ήτανε πάρα πολλοί. Οι πολλοί ήτανε Κατωμερίτες χωριανοί. Γιατί τους βόλευενε που ερχότανε απ’ τις 7 μέχρι τις 3 και κάνανε το μεροκάματο και μετά ύστερα κάνανε και τις χωριανές δουλειές ή το αντίθετο αν ήτανε 2η βάρδια, 3-11.
Και μετά ύστερα πήγε μέχρι το Λούλο ο δρόμος. Στο Λούλο εν τω μεταξύ ήτανε βράχια. Εκεί εκάμανε πρώτα πρώτα μια μικρή προβλήτα, που είναι ακόμα με τις ράγες. Ερχότανε όλα τα πράγματα που χρειαζότανε από την Αθήνα, με το καΐκι του «Μαδούπα» – του Γιώρη του «Μαδούπα». Ξύλα εφέρανε –γιατί δεν υπήρχενε εδώ πέρα ούτε εργολάβος, ούτε χαλίκια, ούτε τίποτας για να κάνουν τα μπετά και όλα. Όλα έπρεπε να τα κάνει η Εταιρεία από την αρχή. Κι αποκεί κι έπειτα τα πρώτα εργαλεία που φέρανε ήτανε δυο μπολντόζες κι ένα γκρέιντερ· κι αρχίσανε οι δουλειές με τα μηχανήματα κι όχι με τα χέρια. Δε (sic) οι δρόμοι για ν’ ανοιχτούνε –όχι αυτοί που ήτανε από τα Φερά Λαγκαδάκια και “μέσα”– αποκεί κι έξω που ήτανε χωράφια, έπρεπε να χτιστούνε και τα ντουβάρια. Και είχανε πάρει εργάτες, αποδώ, Μυκονιάτες, οι οποίοι είχανε στην πλάτη μια χαμαλίκα –ένα ξύλο με πίσω μία σα’ μικρή πλατφόρμα– με δυο σκοινιά μπροστά σταυρωτά, κι εκουβαλούσανε τις πέτρες για να τις πάνε εκεί που θα τις χτίσουνε. Όλα αυτά οπωσδήποτε ήθελενε πολλά χέρια και πολύ χρόνο. Πέρασαν χρόνια για να γίνουνε. Μετά αρχίσανε την Παραγωγή Οι γαλαρίες είχανε ξεκινήσει, αλλά κάνανε μόνο τις στοές, δεν εκόβανε πράμα, κάνανε σα’ προεργασία, αλλά δουλεύανε, και μάλιστα δουλεύανε και 24 ώρες το 24ωρο, δε’ σταματούσανε καθόλου.
Αλλά να πάω λιγάκι πιο μπροστά. Μεταλλεία ξαναήτανε προ το 1900. Τότε ήτανε μια ιταλική εταιρεία που τα ’χε πάρει κι εβγάζανε τη λεγόμενη γαλένα. Τώρα η γαλένα είναι λέει ασήμι, εγώ δεν ξέρω τι ακριβώς ήτανε. Και ήτανε τεράστιοι σουροί με τέτοια βγαλμένα, μπάζια, γιατί αυτοί επαίρνανε μονάχα με το σφυράκι εκεί το μέταλλο και το πηγαίνανε και το φορτώνανε. Δε τα μπάζια τ’ αφήνανε εκεί. Αλλά τα μπάζια αυτά ήτανε χρήσιμα για τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, αφού θέλανε το βαρύτη. Κι ετότες πήρανε τους εργάτες, προπαντός ηλικιωμένοι, που πηγαίνανε κι εμαζεύανε τα πετραδάκια το βαρύτη, τα βάζανε μες σε ’σιμπίλια και τα κάνανε σουροί σουροί, μέχρι που να ’ρθουνε τα φορτηγά και ν’ ανοίξει ο δρόμος, για να πάνε στο βαπόρι να φορτωθούνε. Και ήτανε μάλιστα με ’σιμπίλια. Δεν είχανε χαμαλίκες εκεί, διότι ήτανε πολύ βαρύ το πράμα, και έπρεπενε να το σηκώνουνε δυο δυο, γιατί ήτανε και πολύς δρόμος για να το πάνε εκεί που θέλανε να το φορτώσουνε. Και σιγά-σιγά-σιγά δημιουργήθηκε η Εταιρεία.
Αλλά να πούμε τώρα και τα καλά της Εταιρείας. Ήτανε ότι πλήρωνε, ότι ήρθε σε μια εποχή το ’54, εκεί περίπου, το ’55, που ξεκίνησενε, και δεν υπήρχε χρήμα, δεν υπήρχανε δουλειές, όλοι μεταναστεύανε. Ε, μείνανε όσοι μείνανε εδώ, οι άλλοι φύγανε, εγίνανε οι αγοραπωλησίες. Ετότες, μπορώ να πω, ότι οι τοπικοί παράγοντες δεν εκμεταλλευτήκανε σωστά, να πληρωθούνε σωστά. Τώρα, το ποιοι φταίνε, δε γνωρίζω. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ξεκίνησενε. Το ’55 με ’56, χάρη της Εταιρείας, ήρθε η Εθνική Τράπεζα, διότι η Εταιρεία στην αρχή επλήρωνε μες σε φακελάκι με λεφτά. Μετά ήτανε με τσεκ. Και έπαιρνες το τσεκ, ο κάθε εργαζόμενος κάθε 15 μέρες, αλλά η εκκαθάριση έγινε κάθε μήνα. Κι επηγαίναμε κι επαίρναμε τα λεφτά απ’ την Τράπεζα. Κι από ’κεί δημιουργήθηκε η Τράπεζα. Και κοντά στην Τράπεζα, η γυναίκα που ήτανε προϊσταμένη εκεί, ο άντρας της ήτανε οδοντίατρος, κι ήταν ο Οικονόμου, ο οποίος ήρθε κι έκανε το πρώτο οδοντογιατρείο στη Μύκονο. Μετά, από ’κεί κι ύστερα, εγώ εδούλευα στην επιφάνεια, σαν παιδί, μες στα νταμάρια, και οπουδήποτε. Σ’ ένα νταμάρι που ήμαστε πολλοί μαζί εκεί, κι ο πιο μικρός ήμουνα εγώ, ήρθενε για πρώτη φορά στη Μύκονο το ΙΚΑ ν’ ασφαλίσει τον κόσμο. Η Μύκονο’ δεν είχε ασφάλεια μέχρι το ’70, δεν είχε ΙΚΑ, δηλαδή οι οικοδομές και όλα ήταν απ’ το ’70-’75 και ύστερα. Ήταν ασφαλισμένη μόνο η ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Και μάλιστα ήμουνα ο πιο μικρός και μου λέει ο μπαρμπα-Γιάννης το «Πλακάκι», απ’ την Κουκουλού, που ήτανε συνταξιούχος του ΙΚΑ τότες κι εδούλευεν όμως, μου λέει: «Βρε, άντε να πας, βρε, εσύ που ’σαι μικρός, για σένα ειν’ αυτό!». Κι επήγα και γράφτηκα κι ήμουν σχεδόν από τους πρώτους που γράφτηκα στο ΙΚΑ. Μάλιστα, ο πεθερός μου που ήτανε 60 χρονώ’, κι ήμαστε στο ίδιο νταμάρι, εκείνος εδούλεψε την τελευταία πενταετία, γιατί με μια πενταετία παίρνανε σύνταξη, ήτανε νόμος, δε θυμάμαι ποιανού ήτανε ο νόμος, κι επήρενε σύνταξη εκείνος κι εγώ τότες εγράφτηκα. Κατάλαβες; Κι είχα πιο μεγάλο αρθιμό εγώ από εκείνονε που πήρα ύστερα από 40 χρόνια σύνταξη.
Ύστερα, που λες, αποκεί, έγινε…, άρχισεν’ ο Λούλος. Ο Λούλος, έπρεπε να γίνουν τα σκαψίματα όλα για να έρθουνε τα βαποράκια, έπρεπε να γίνει η Σκάλα, πού ήτανε, δεν θυμάμαι πόσα μέτρα ήτανε, αλλά εν πάση περιπτώσει φορτώνανε καράβια, μέχρι τα Liberty, που ήτανε πόσα ήτανε; 17.000, 18.000 και 20.000 τόνοι πράμα έπαιρναν. Είχανε κάνει εκεί μία μεγάλη πλατεία στο Λούλο απέξω και τα πρώτα φορτία φεύγανε με πέτρα. Δηλαδή δεν είχενε γίνει κατεργασία, δεν είχανε κάνει ακόμα το εργοστάσιο στο Πλυντήριο να πλένουνε το πράμα, παρά έφευγε σαν πέτρα. Γι’ αυτό μαζεύανε τις πέτρες οι εργάτες από ’κεί, και τις καινούργιες και τις παλιές, και τις κουβαλούσανε στο Λούλο. Για να φύγει το πρώτο φορτίο, για να γλιτώσει η Εταιρεία, να πιάσει λεφτά, και μετά γίναν τα εργοστάσια. Κι έγινε το εργοστάσιο του Λούλου το οποίο έκανε το βαρύτη σαν το τσιμέντο ’σουβαλάκια, 25-25 κιλά ’σουβαλάκια, κι από ’κεί φορτωνότανε, φεύγανε. Μέχρι να γίνει η Σκάλα δεν φορτώνανε. Σκάλα από την επιφάνεια που ήτανε ο βράχος. Η Σκάλα ήτανε 30 μέτρα πιο ψηλά. Εμείς πηγαίναμε εδώ, σ’ αυτό το σημείο, σ’ αυτή τη Σκάλα που ήταν εδώ πέρα, μετά, και ξεφορτώναμε τον Καμπανάρο που ’ρχότανε με τον μπεντονίτη. Κοίταξε να δεις, όταν κωλώναμε εδώ, πρώτα πρώτα, τα αυτοκίνητα αυτά της ΜΥΚΟΜΠΑΡ…
Τώρα πάμε απ’ το ’64 και μετά, που ήμουνα σαν οδηγός. Σαν οδηγός που επήγα εκεί, εδώ ήτανε η Σκάλα αυτή, δεν ήτανε πολύ μεγάλη, αλλά ήτανε ο τροχός ο ένας ακουμπούσε απάνω στο σίδερο, κι απ’ τον τροχό είχες σε κάθε πλευρά γύρω στους 8 με 10 πόντους για να κάνεις ένα τέτοιο, για να πας στη θάλασσα. Αλλά, τι γινότανε; Στα φορτηγά αυτά ήτανε πολύ δύσκολα, αλλά και πολύ εύκολα. Όπως εκαθόμαστε στο τιμόνι, εβγάζαμε το ένα πόδι έξω, πάνω στο μαρσπιέ, κι όπως ήμαστε στο τιμόνι με το ένα χέρι, με πολύ… ήταν ίσιο εν τω μεταξύ, και με πολύ λίγο γκάζι το αυτοκίνητο περπατούσε σιγά σιγά. Και βλέπαμε, ο τροχός ο δικός μας που βλέπαμε, να είναι ίσα ίσα. Μόλις υπολόγιζα ότι είναι ίσα ίσα, ξαφνικά ήσουνα στη θέση σου, εκεί που τελείωνε τ’ αυτοκίνητο δεν ήταν ευθεία να πας στη θάλασσα, είχε ένα πρόχωμα τόσο, οπότε ακουμπούσε. Και μόλις ακουμπούσε τ’ αυτοκίνητο, ήσουνα εντάξει. Γιατί, τα ξεφορτώνανε με το βίντσι και με το χέρι και με το γκάιντ (guide). Αυτό που έπαιρνε μετά την παλέτα ή ό,τι ήτανε, δεν ήτανε με μηχάνημα, ήτανε με το γκάιντ, ένας απ’ τη μια μεριά κι ο άλλος απ’ την άλλη, το τραβούσε, ο ένας αμολάριζε κι ο άλλος…, για να πάει ακριβώς απάνω στ’ αυτοκίνητο. Αλλά οπωσδήποτε εκεί τις πρώτες μέρες εχτυπούσε η καρδιά σου κι ενόμιζες ότι τρέμει το πόδι σου, αλλά μετά, αφού πήγαινες 10, 15, 20 φορές τη μέρα, πια σου ήτανε μια συνήθεια.
Τον καιρό που πήγαμε οδηγοί, κάνανε δρόμους “της ημέρας” και “του μήνα”. Δεν ανοίγανε δρόμο μόνιμο στα νταμάρια. Ήτανε όλο κακοβολιές, κι επηγαίναμε έτσι. Ο μεγάλος εφιάλτης ήτανε στο νταμάρι του Αϊ-Λιά από κάτω, που ήτανε μπολντοζιέρης ο Μέλος ο Στέλιος κι ο Παναγιώτης ο Τσιριγώτης, που μας φόρτωνε με τη μπολντόζα το αυτοκίνητο, και μετά για να βγούμε…, δε’ βγαίναμε! Έμενε το αυτοκίνητο από ιπποδύναμη. Και τι γινότανε; Τον περιμέναμε κρεμασμένοι στο φρένο, να ’ρθει να βάλει τη μπολντόζα από κάτω, να μασε σπρώξει, για να βγούμε απάνω. Εκεί ήτανε ο μεγάλος εφιάλτης. Και μετά ύστερα, απ’ τον Αϊ-Λιά να κατέβεις κάτω, κι είχε ένα δρόμο στενό, δεν υπήρχε συνάντηση, αλλά ήμαστε και παιδιά, που δεν καταλαβαίναμε το φόβο και τον κίνδυνο. Μάλιστα είχαμε έναν απ’ την Κρήτη, τον Γιαννακάκη, ο οποίος εκατέβαινε χωρίς ταχύτητα και μόνο με το φρένο κιόλας. Όταν πήγαινε στο Ζυγιστήριο, τα φρένα του πετούσανε φωτιές. Κατάλαβες; Είχαμε και τέτοια. Γιατί πάντα υπάρχει ο ανταγωνισμός, κι όλοι θέλαμε, την ώρα που παίρναμε τη σειρά για να κουβαλήσουμε το πράμα, να πάει όσο μπορεί ο καθένας ένα αυτοκίνητο παραπάνω. Γιατί τρεις παρά τέταρτο έπρεπε να τα παρατήσεις, ό,τι είχες κάνει.
Εν πάση περιπτώσει, εδώ η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν για όλους μας, για όλο τον κόσμο… – γιατί επεράσανε πάρα πολλοί, γι’ αυτό δε θυμάμαι ούτε ονόματα ούτε μπορώ να σου πω μέχρι το τέλος πόσοι ήτανε. Αλλά έχομε τον αρθιμό που μας δίνανε, γιατί δεν πηγαίναμε με το όνομα μας μονάχα. Όλοι μας είχαμε έναν αρθιμό. Το λοιπόν, εγώ όταν πήγα επήρα το 141. Και μετά ύστερα εβάλανε 100 νούμερα απάνω –γιατί τα βάλανε δεν ξέρω– και με πήγανε στο 241. Και 240 είχε ο Σπύρος της «Μακριάς». Είχενε πάει πιο μπροστά μια μέρα. Και μετά ύστερα που ξαναπήγα για δεύτερη φορά κι εζήτησα σαν οδηγός δουλειά, δεν μου δώσανε. Λένε: «Θες να δουλέψεις, δούλεψε! Αλλιώς, τώρα δεν έχει για οδηγός. Αλλά για να είσαι κοντά, πρέπει να δουλέψεις, μου λέει. Θέλεις να πας στις γαλαρίες; Πήγαινε στις γαλαρίες. Όπου θες, πας». «Θέλω να πάω στις γαλαρίες». Εν τω μεταξύ εγώ στις γαλαρίες ήμουνα συνέχεια από τον καιρό που μπήκα την πρώτη φορά μέχρι την τελευταία, ήμουνα στη μεταφορά. Ήμουνα μηχανοδηγός στην Eimco πρώτα, μια αερομηχανή που εδούλευε με τον αέρα, και μετά ύστερα εδούλεψα τη Hudson που εφέρανε με ντίζελ, πετρελαιομηχανή. Κι ήτανε πολύ πιο δυνατή κι εβάλανε πιο πολλά βαγόνια, αλλά είχανε φτάσει οι γαλαρίες πια στο χιλιόμετρο κοντά, στα 500 στα 600 μέτρα βάθος και ήταν μεγάλη η απόσταση και δεν μπορούσες να πας με λίγα βαγόνια και να ’ρθεις. Κι ήμουνα ο πρώτος που τη δούλεψα τη μηχανή αυτή, κι ύστερα εμάθανε κι άλλοι, κ.ο.κ. Λοιπόν, η μηχανή αυτή εν τω μεταξύ για να μην καπνίζει είχενε ένα ντεπόζιτο ενσωματωμένο στη μηχανή, πάνω στις βάσεις της μηχανής, το οποίο ήτανε σίδερο ατόφιο, και βάζαμε μέσα νερό, και μες στο νερό ρίχναμε σόδα, ποτάσα. Είχενε ’σουβάλια πολλά εκεί, κι έριχνες τη σόδα μέσα στο νερό και μετά την έκλεινες. Και δεν έβγαινε καθόλου καπνός έξω.
Πολλοί ρωτάνε: «Πώς είναι ή πώς ήτανε μέσα στις γαλαρίες;». Τίποτας. Όταν δούλευες εκεί μέσα ένιωθες πως είσαι στην εκκλησία. Όποιος λέει ότι φοβότανε, δεν εκαθότανε. Την πρώτη, τη δεύτερη μέρα έφευγε. Εν τω μεταξύ, σε όλες τις γαλαρίες απόξω της ΜΥΚΟΜΠΑΡ είχε μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε: Η ΠΡΩΤΗ ΣΑΣ ΣΚΕΨΗ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Δεν τους ε’διάφερνε πόση δουλειά θα βγάλεις, αρκεί να προσέξεις τον εαυτό σου. Τίποτα παραπάνω. Ούτε υπήρχενε πίεση, πόσο θα δουλέψεις ή δε’ θα δουλέψεις.
Λοιπόν, εν τω μεταξύ, όπως ήτανε η γαλαρία η ευθεία αυτή εδώ πέρα, κι εβάζανε τις γραμμές, τα σίδερα κάτω, κάθε τόσο προχωρούσανε, είχε και μια σωλήνα κάτω που ήτανε αέρας, το κομπρεσέρ ήτανε πάντα έξω, δεν ήτανε μες στη γαλαρία, γιατί όλα τα μηχανήματα δουλεύανε με τον αέρα. Και η μόνη μηχανή που δούλευενε με πετρέλαιο ήταν αυτή, την εποχή εκείνη. Εν τω μεταξύ, η γαλαρία, όπως πήγαινε ευθεία, όπου ήτανε μπόσ’κα την κασώνανε με ξύλα. Ήτανε ξυλοδέτες με κάτι στρογγύλια τόσα. Κι από πάνω μαδέρια και τέτοια και δεν πέφτανε τίποτα. Κι όπου ήτανε σκληρό πορπατούσε. Και κάθε 40 μέτρα περίπου κάνανε πηγάδι, από κάτω όμως προς τα πάνω. Εβάζαν τα φουρνέλα αποκάτω – μάλιστα είχανε κάτι ειδικά μπιστόλια που τα λέγανε Stober. Αλλά σ’ αυτά πηγαίνανε ο Αποστόλης ο Σαντοριναίος («Στόλας») και δυο-τρεις άλλοι, που ήτανε 2 μέτρα ψηλοί και ήτανε και άντρακλες, δηλαδή δεν πήγαινε εκεί όποιος όποιος. Γιατί εκεί, για να πας 40-50 μέτρα πάνω, όσο ήτανε το καμινέτο, ε, ανεβαίνανε απάνω με σκοινί, και μόνο στο μπόι του καθενού εβάνανε στρογγύλια ξύλα, κι επατούσαν απάνω. Αυτό ήτανε όλο κι όλο από κάτω μέχρι απάνω. Και μόνο απάνω που τελείωνε, άμα βάναν τα φουρνέλα είχαν ένα μαδεράκι και το βάζαν εσεδά ( = έτσι). Δε τα ξύλα αυτά τα στηρίζανε μέσα στο βουνό αποδώ κι αποκεί, με τον κασμά βέβαια, και φαντάζεσαι ότι αυτά έπρεπε ν’ αντέχουνε τους δυο α’θρώπους που ήταν εκεί –ήτανε δυο, ποτέ μοναχός ένας, ο βοηθός κι ο αυτός– και έπρεπε ν’ αντέχουνε και την πίεση του φουρνέλου που θα ρίχναν από πάνω να κατέβει προς τα κάτω. Και εν τω μεταξύ βγαίνανε απάνω, ξετρυπούσε το καμινέτο δηλαδή, κι εσχημάτιζε ρεύμα μέσα η γαλαρία. Κατάλαβες, δεν ήτανε ένα πράμα να πάει δυο χιλιόμετρα μέσα και να μην έχει αέρα. Δε’ δούλευε μες στη γαλαρία καθόλου χειρονακτική εργασία, και τις γαλαρίες που ανοίγανε, είχε φορτωτή μέσα με αέρα. Και το δούλευες απάνω στις γραμμές. Ήσουνα στο πλάι κι είχες το βοηθό που σου βάστανε τα λάστιχα για το μπρος-πίσω, ένα της πίεσης για τα λάδια κι ένα της πίεσης του αέρα, κι εδούλευε αυτός μπρος-πίσω κι εσήκωνε τον κουβά έτσι όπως ήτανε το βαγόνι εδώ σταματημένο, σήκωνε τον κουβά έτσι κι εγέμιζε το βαγόνι, μετά φέρναν τη σέσουλα πάνω στο φορτηγό, βγάζανε τις πρώτες αλυσίδες από μπροστά, σ’κωνόταν η αυτή… κι έπεφτενε το πράμα. Έτσι ξεφορτώνανε τα πρώτα, πολλά, χρόνια. Και μετά ύστερα εφέρανε… Μάλιστα, ο μπαρμπα-Παναγιώτης ο Λοΐζος ήταν ο πρώτος που φέρανε τον γερανό –είχανε ένα γερανό απάνω στο λιμάνι– κι όταν ερχόταν ο Καμπανάρος τον εβάζανε απάνω στο αυτόνο κι εδούλευε με τη φούχτα. Αλλά ώσπου να τόνε βρούνε και να το αυτόνο ήτανε πολύ το χασομέρι. Εν τω μεταξύ, φέρανε το μηχάνημα εδώ, το αφήσανε εκεί στη θάλασσα κοντά, δυο-τρεις μήνες μέχρι που να τα σκεφτούνε, να τα συναρμολογήσουνε…, το πήρε η θάλασσα, δεν έπεσε μοναχό του. Το πήρε η θάλασσα, και αφού το πήρε η θάλασσα και το ’φερε τούμπα, φαντάζεσαι τι ζημιές. Κι από τότες, αν δεν τ’ αλλάζανε, δε δούλεψε καθόλου. Πολύ ελάχιστα. Ήτανε δηλαδή…, το βάναν απάνω στο καράβι και μετά έπρεπε να το βγάνουνε (sic), να ξαναφέρουν ύστερα πάλι εργάτες να το βγάλουνε, ολόκληρη ιστορία. Ήτανε ένα βάσανο, ήτανε για ένα διάστημα. Ύστερα που ενσωματώθηκενε απάνω στο καραβάκι ο γερανός και ήτανε του καραβιού ο χειριστής και όλα… Και μάλιστα…, ο Παναγιώτης έκανε όλες τις δουλειές αλλά η χειρότερή του ήτανε αυτή, άμα του λέγανε για το βαποράκι έβλεπε το Χάρο.
Εν τω μεταξύ ήτανε κι ο μπεντονίτης στο Λούλο. Τότες, όλοι οι οδηγοί πηγαίναμε και στο κλαρκ. Ανάλογα τη βάρδια που ήσουνα και πόσο θα ’σουνα τυχερός. Και εγώ να σου πω την αμαρτία μου, πήγα την πρώτη φορά, πήγα τη δεύτερη, ξαναπήγα, αλλά δε’ μ’ άρεσε το περιβάλλον. Εγώ ήθελα να βγω όξω, να πάρω το αυτοκίνητο, να πορπατήξω… Δεν ήμουνα για μέσα ’κεί κλεισμένος. Ε, ο Δημητράκης ο Αναστασίου της Σταυρούλας –ο Θεός σ’χωρέσ’ τονε– δεν ξέρω, από την αρχή δεν με καλοπήγαινε κιόλας, κι άμα του λέγανε για μένα είτε μ’ έβλεπε εκεί, στραβομούριαζε. Εν πάση περιπτώσει, ένας πονηρός οδηγός, ο Χιονίδης, μου λέει: «Το ’κανα κι εγώ», μου λέει, «θέλεις να το κάνεις κι εσύ;». Του λέω: «Τι;». Λέει: «Να μην ξαναπάς». Λέω: «Πες το, βρε ά’θρωπε, τι; Να πω όχι;». «Όχι, μου λέει, το λοιπόν, στον μπεντονίτη δε’ θα τα βάζεις ίσια ακριβώς». Ήτανε παλέτες φορτωμένες με 25κιλα σακιά κι ήταν ένα μέτρο η κάθε παλέτα ψηλά. Λοιπόν, αυτό είχενε πολύ αέρα μέσα και γλιστρούσε, και μετά, αν δε’ την έβανες, μα ακριβώς στο χιλιοστό να πηγαίνει όλη μαζί, κι έκανε μόνο μόνο ( = ίσα ίσα) να γείρει καμμιά, μόλις έγερνε η μια, έπεφταν όλες μετά. Λέει: «Λοιπόν, μια φορά να την κάνεις, θα σωθείς!». Και το ’κανα κι εγώ κι εσώθηκα! Μα είναι, να σου πω, κι η πρώτη φορά που το λέω κιόλας!
Εν τω μεταξύ οι τότες λέγανε μετά, ότι ίσως εκάνανε λάθος εδώ οι διοικούντες όταν ξεκινούσε η εκμετάλλευση, διότι το μέταλλο δεν τ’ αγόρασενε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ απ’ το ελληνικό κράτος, τ’ αγόρασε απ’ τους Ιταλούς. Διότι το μεταλλείο που παρατήσανε, δεν το παρατήσανε ποτέ σαν εταιρεία, και τη διαπραγμάτευση την κάνανε με τους Ιταλούς. Οι δικοί μας κάνανε τη διαπραγμάτευση για τα χωράφια. Ενώ το μέταλλο ήτανε περιουσία της εταιρείας των Ιταλών, που ήτανε πιο μπροστά. Και λέγανε τότες ότι δε χειριστήκανε καλά τις αγοραπωλησίες, γιατί δεν κάνανε κουμάντο οι Αμερικάνοι, κουμάντο κάνανε, ξέρεις, οι πλάγιοι. Πάντα αυτοί χαλούνε τις δουλειές. Ότι υπήρχενε δυνατότητα να τους δώσουνε μια δραχμή τον τόνο, υπέρ του νησιού, για να φτιάξει δρόμους, να φτιάξει, να φτιάξει, να φτιάξει χίλια δυο πράγματα. Δεν το κάνανε! Μετά που φύγανε αυτοί, οι Αμερικάνοι, γυρέψανε να το κάμουνε, αλλά ήτανε πλέον αργά. Και εις αυτό ήτανε εκατομμύρια τόνοι. Γιατί ήτανε βαρύτης. Ήτανε δηλαδή πολύ βαρύ πράμα. Έχει ειδικό βάρος, ε, μετά το μολύβι. Πρώτα είναι το μολύβι, μετά είναι η βαρυτίνη. Και αν αρωτήσεις, μας είχανε πει, πού το πηγαίνανε και τι δουλειά έκανε… Γιατί όλοι πιστεύαμε ότι βγάζουνε ουράνιο. Γιατί τον βαρύτη άμα τον έβαζες στη φωτιά πετούσε σαν τ’ αλάτι. Η πέτρα πετούσε σαν τ’ αλάτι. Και λέμε ουράνιο βγάζει. Φαντασίες. Φαντασιώσεις. Στην πραγματικότητα τι γινότανε; Κι αυτό το ανακαλύψαμε όλοι μας και όλοι όταν ήρθε και το κάνανε στο Πλυντήριο… Γιατί το Πλυντήριο με το πολύ νερό που ερχότανε απ’ τη θάλασσα, να, τόσο νερό ερχότανε απ’ τη θάλασσα [δείχνει με τα χέρια του μια αγκαλιά], με σωλήνες τέτοιες ερχότανε απ’ τη θάλασσα, ερχόταν απάνω κι έπεφτε με μεγάλη πίεση το νερό μέσα στο κόσκινο που το γύριζενε, όλο μαζί… δηλαδή πέφτανε από πάνω πέτρες και αυτά. Επέρνανε ( = περνούσε, sic) από το Σπαστήρα και το ’κανε μικρά μικρά, δηλαδή όσο γίνεται πιο μικρό, κι επή’αινε, αλλού το χώμα κι αλλού επήγαινε το μεταλλείο (= μετάλλευμα, sic). Ετότες, επήγαιναν…, ήταν ο Βασίλης [Ζουγανέλης], δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε, απ’ τη Χώρα, ένας κι ήταν ο Μίμης ο Ζουγανέλης, αυτόνε που σκοτώσανε με το…, και αυτοί τι ήτανε; Ήταν τα παιδιά που ξέραν κι εγράφανε κι επηγαίναν κι επαίρνανε το δείγμα απ’ αυτό, το ζυγίζανε και μετά εκάνανε κυβάκια με τσιμέντο, βάζανε τσιμέντο μέσα κι εκάνανε κυβάκια, και αυτά τα κυβάκια τα παίρνανε για να κάνουνε την επιθεώρηση σε τι; Αν είναι καλό το πράγμα ή δεν είναι. Διότι το πράγμα αυτό επήγαινε στη Λιβύη αυτό, το περισσότερο, στις πετρελαιοπηγές. Και ο βαρύτης ήτανε για να κρατάει τα τοιχώματα σα’ βάρος και ο μπεντονίτης ήτανε το τελευταίο τωνε, που ήτανε και έκλεινε τους πόρους, για να κρατήσει. Γι’ αυτό ήτανε και τα δυο. Και μάλιστα τον μπεντονίτη τον βγάζουνε ακόμα στη Μήλο, η ίδια Εταιρεία. Τώρα τα πρόσωπα και τα πράγματα θα έχουν αλλάξει, δε γίνεται, δεν υπάρχει τώρα… Γιατί κι εδώ περάσανε πάρα πολλοί. Δηλαδή εγώ σου είπα τις δύο, τον Tobler και τον αυτόνε [Martin], που ήταν αυτοί που στήσανε το… Μετά περάσαν αρκετοί.
Δε τω μεταξύ, στο Πλυντήριο τους παρουσιάστηνε ένα φοβερό πρόβλημα. Ίσως δεν τα ’χανε υπολογίσει σωστά, είχανε βάλει την πομόνα μες στην Αραπίνα. Η Αραπίνα ήταν ένας λογγός  που δεν είχε πολύ βάθος και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, μπάζωσε με τα ίδια τα μπάζια του Πλυντηρίου. Και δεν τραβούσε καλά η πομόνα. Τη βάλανε το λοιπόν πιο μέσα, αλλά πιο μέσα, όπως ερχότανε το κύμα έβγαινε η πομόνα στον αέρα και τους πέταγε τις σωλήνες. Μάλιστα ήρθε Αμερικάνος από την Αμερική εδώ γι’ αυτό το πρόβλημα. Ε, αφού το λοιπόν ήρθανε εκεί, πήρανε βάρκα κι εκάνανε τη βόλτα από κάτω, να δούνε πού μπορούν να το πάνε αυτό το πράμα, γιατί δεν μπορούσανε να πάνε και πολύ μακριά. Μετά της Αραπίνας είχενε έναν λογγό που ήτανε σκεπασμένος από πάνω, μια σπηλιά που επήγαινε καμμιά δεκαπενταριά μέτρα, αλλά σε βάθος δεν είχενε κάτω ούτε άμμο όπως έχουνε στο Τρα’ονήσι – γιατί και το Τρα’ονήσι έχει μεγάλες σπηλιές, και πάνε οι φώκιες, Και εσκέφτουνταν να κάνουνε πηγάδι και να το κατεβάσουνε μέσα ’κεί. Αλλά, αφού κάμαν το πηγάδι, και το κατεβάσανε κάτω κι επεράσανε κάτω, εδιούσανε ( = είδανε) ότι όταν έρθει το κύμα μια, και έρθει απάνω, και φράξει, και μετά πάει πίσω, πάλι θα τους έβγαινε η πομόνα γιατί δεν μπορούσαν να την πάνε και πιο κάτω. Και τι να κάνουνε τότες που λες, για την κακή μας τύχη, εμάς τους οδηγούς, σκεφτήκανε κι εκάμανε ένα πρόχωμα γύρω στο ένα μέτρο, ακριβώς απάνω από τη σπηλιά, και μετά ύστερα, επί δέκα μέρες, κουβαλούσαμε απ’ τον Αϊ-Λιά πέτρες-βουνά απάνω στα φορτηγά, να πά’ να τα ρίξομ’ εκεί για να κλείσομε τη σπηλιά μπροστά –ακόμα εκεί είν’ τα βουνά– για να μπαίνει το κύμα σπαστό μέσα. Αλλά εκεί ήτανε το πιο μεγάλο χτυποκάρδι. Σε όλους έτυχε, αλλά όχι τόσο πολύ όπως σε μένα μια φορά. Πάω το λοιπόν και μου βάνει μάλιστα δυο πέτρες. Και το ’πα. Λέω, δε’ θες; Ε, την ώρα που κατεβάζει, το λοιπόν, την καρότσα πάνε κάτω, γιατί κάτω κάτω, πίσω η καρότσα ήτανε σαν σέσουλα, έκλεινε. Ήτανε στα μέσα η κοιλιά και μετά έκλεινε. Όπως το λοιπόν πά’ ν’ αδειάσω, τι να δω; Ωπ! Και σ’κώνομαι έτσι! Το αυτοκίνητο, οι μπροστινοί τροχοί στον αέρα και οι πέτρες απάνω. Και μένω κι ευχαριστημένος, γιατί αν οι πέτρες επηγαίνανε πιο πίσω ακόμα υπήρχε πιθανότητα να ’χω πάει και τ’ αυτοκίνητο κι εγώ μαζί από κάτω. Εν πάση περιπτώσει, όπως μπορούσα κατεβαίνω κάτω, παίρνομε τηλέφωνο γιατί εκεί ’χενε πάντα ά’θρωπο, την ώρα που αδειάζαμε και είχενε –όχι κινητά τηλέφωνα, δεν υπήρχανε– τα τηλέφωνα με το καλώδιο. Είχε καλώδιο από το Ζυγιστήριο εκεί. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Και δε’ θυμάμαι τώρα από την ταραχή μου ποιος μπολντοζιέρης ήρθενε κι εδέσαμε το αυτοκίνητο με τη μπολντόζα από μακριά, και το τράβανε ( = τραβούσε) σιγά-σιγά-σιγά-σιγά-σιγά-σιγά, κι εν τω μεταξύ, την ώρα που κάνει το αυτοκίνητο έτσι να κινήσει, φύγανε οι πέτρες. Εκεί ήταν το μεγάλο χτυποκάρδι…
Και είχενε και κάτι άλλο καλό η Εταιρεία, σε πολλούς που είχανε ανάγκη και τους γυρεύανε δάνειο, τους δίνανε μέχρι και δάνειο ακόμα, και τους το κρατούσανε μετά. Δηλαδή, τέτοιες εταιρείες δεν υπάρχουνε. Αλλά και ίσως εβρέθηνε και στην καλύτερη στιγμή της Μυκόνου. Δηλαδή, την ώρα που χρειαζόντανε τα λεφτά και όλ’ αυτά, νομίζω. Αλλά ύστερα ήμουνα κι από τους τυχερούς. Διότι εγώ κάθισα εκεί από το ’64 μέχρι το ’66 Δεκέμβρη μήνα, μετά έγινα αφεντικό! Πήρα το ταξί! Κι αποκεί μου μείνανε μόνο οι αναμνήσεις. Αλλά, οι καλές αναμνήσεις!
Εν τω μεταξύ, σιγά σιγά η Εταιρεία, αλλάξανε αφεντικά, αλλάξανε όλα, κι επήγανε… δε’ σ’ το ’πα αυτό, τα πρώτα Γραφεία ήταν εδώ, του Πανάγου [αδελφός της Μέλπως Αξιώτη] τα σπίτια, αυτά που έχει τώρα η Φιόνα φον Τίσεν. Μετά αποκεί εφύγανε κι επήγανε στη Χώρα, στου Χανιώτη τα σπίτια που ’τανε πάνω απ’ το Λητώ, που τώρα τα ’χει ο Παναγόπουλος, ο εφοπλιστής. Τα ’χε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ αυτά σα’ Γραφεία και σα’ σπίτια των μηχανικών. Μετά, ύστερα, αγοράσανε το χτήμα και κάνανε δικά τους, αυτά που είναι κάτω απ’ του «Κόκκινου» είναι αγορά της ΜΥΚΟΜΠΑΡ και είναι περιουσία της ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Αυτά εγίνανε μετά. Και μετά από κείνα, εφτιάξανε και στον Πύργο, εδώ που είμαστε, λίγο παρακάτω. Είναι 6-7 κατά σειρά, είναι 3 σειρές, γύρω στα 20-25 σπίτια φτιάξανε εδώ για τους εργάτες. Τους το ’χε πουλήσει το χωράφι ο μπάρμπας ο Θοδωρής ο «Κασουλοπάτης». Και μετά που έφυγε η Εταιρεία τα πούλησε ο… Δεν μείνανε στην Κοινότητα, πουθενά! Τα πούλησε η Εταιρεία και τα πήρε ο κόσμος.
Ήτανε και η ανάπτυξη της Αθήνας τότες. Όλοι οι Μυκονιάτες, κι απ’ όλα τα νησιά, αλλά προπαντός οι Μυκονιάτες, λόγω ότι είχανε μάθει εδώ με τα ντουβάρια, με τις πέτρες, όλοι να χτίζουνε, να κάνουνε, όλοι είχανε μια… αυτή της μαστοριάς. Και όσοι φύγανε αποδώ πήγανε στην Αθήνα. Επήγανε πρώτα σαν εργάτες, μετά ύστερα εγίνανε μαστόροι, αφού εγίνανε μαστόροι, εγίνανε εργολάβοι, και μετά έγιναν μέχρι και μεταπράτες, πουλούσανε πολυκατοικίες. Αυτά όμως, την ώρα που θέλανε να ξεκινήσουνε, οι γονείς τους ή οι συγγενείς τους δεν τους τα χαρίσανε. Οι γονείς μπορεί να τα χαρίσανε, οι συγγενείς δανείσανε λεφτά στους α’θρώπους κι εκάνανε το βήμα. Και μάλιστα, την εποχή εκείνη, οι γυναίκες, οι κοπέλες εδώ, εμάς που μέναμε εδώ, δεν μας καλοθέλανε κιόλας! Γιατί ήτανε καμένες απ’ τη δουλειά κι απ’ τα ζευγάρια που κάνανε και όλα, και θέλανε να πάρουνε έναν Αθηναίο, να πάνε στην Αθήνα, να πάνε στο διαμέρισμα, να ζήσουνε μια πιο χαλαρή, μια πιο αξιοπρεπή δουλειά. Και θα σου πω μετά και τη συνέχεια. Χειροπιαστά πράματα. Μέχρι τότες δεν υπήρχενε σχεδόν πουθενά σε σπίτι τουαλέτα. Είναι ντροπή που το λέω αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Και αν υπήρχε τουαλέτα, ήτανε έξω. Μες στο σπίτι, καμιά. Ούτε νερό! Το νερό απ’ το πηγάδι, κι απ’ το βρυσάκι να πλυθούμε.
Αυτός δούλευε στο Μεταλλείο ένας Ανωμερίτης. Πάει κι αρραβωνιάζεται. Αφού αρραβωνιάστηνε (sic), λέει ο πατέρας στην κόρη του: «Καλό παιδί είναι, καλός είναι, όλα εντάξει, τον ξέρουμε, αλλά, αφού μάστορας δεν είναι. Τι να τον κάμεις τώρα;», της λέει. Τελικά, τ’ άκουσε το παιδί αυτό, και πάει στην Αθήνα και βρίσκει ένα γνωστό του και του λέει: «Δε’ θέλω μεροκάματο, θα με μάθεις μάστορα, γιατί έτσι κι έτσι!». Κι αφού έγινε μάστορας, ήρθε κι επαντρεύτηκε κι επήρε την κοπέλα του κι επήγε στην Αθήνα. Αυτή είναι η αλήθεια. Ήτανε πάρα πολλοί αυτοί.
Ύστερα, οι πρώτες οικοδομές που γίνανε στη Μύκονο εγίνανε με χαλίκι του Μεταλλείου, απ’ της Αραπίνας. Αυτό που πετούσαν απ’ το Πλυντήριο κι επήγαινε στη θάλασσα, το ’πλενε η θάλασσα και μετά το χρησιμοποιούσαμε εμείς, όλοι μας, για να γίνει το σπίτι. Κι εγώ ακόμα, όταν φτιάξαμε το σπίτι αυτό, το ’65 με ’66, φόρτωσα το αυτοκίνητο μοναχός μου, ένα απόγευμα μου το δώσανε, και εφόρτωσα μια-δυο φορές χαλίκι. Και η άμμος ήτανε απ’ το Καλό Λιβάδι, απ’ τις αμμουδιές, ή απ’ τη Φτελιά. Το μόνο, την εποχή εκείνη, έγινε η πιο μεγάλη καταστροφή στις αμμουδιές. Γιατί έγινε καταστροφή; Διότι, προπαντός ο «Μαδούπας» και ο Μπόνης [με τα καΐκια] δεν τους σύνφερνενε να φύγουν αποδώ άδειοι να πάνε [Πειραιά] να πάρουν τα πράγματα της ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Τι να φορτώσουν αποδώ; Και φέρανε εργάτες με τα ζιμπίλια, κι εκάνανε στο Καλό Λιβάδι ή οπουδήποτε αλλού σκαλωσιές, κι επαίρνανε την άμμο και την πηγαίνανε για τα πλακάκια στην Αθήνα τότες, την άμμο θαλάσσης. Και μετά, ύστερα, μάθανε το κόλπο και μας ήρθανε και τα βαποράκια. Και υπήρχε ένας νόμος, ότι, δεν ξέρω πόσα μέτρα από την παραλία, μπορούσανε να πάρουνε άμμο. Κι επαίρνανε άμμο, προπαντός απ’ τη Φτελιά, κι από το Καλό Λιβάδι κι από παντού, και τι γινότανε, αφού στα 200-300 μέτρα που λέγανε, έκανε ένα μεγάλο λάκκο, μετά η θάλασσα τι έκανε; Τον έπαιρνε απόξω και τον πήγαινε μέσα. Και μετά, ύστερα τα καταφέρανε με πολλές διαδικασίες και με πολλές γρίνες, αφού είχενε αρχίσει να αναπτύσσεται ο Τουρισμός, και βλέπαμε ότι η ζωή μας είναι η θάλασσα [οι παραλίες] και όχι το εμπόριο των καραβιών. Κι εσταματήσανε. Κι τότες επειδής η Φτελιά είχενε μεγάλη κίνηση, είχενε αρχίσει κι η ανοικοδόμηση, έπρεπε να υπάρχει άμμος. Και λέει: «τι θα γίνει τώρα, θα κλείσουνε οι οικοδομές;». Και ήτανε ο Παπου’σάς [Ιωάννης, του Φρατζέσκου], επί Χούντας που ήτανε Πρόεδρος, κι εκατάφερε κι έκανε την άμμο που ήτανε του Δημοσίου και την έκανε Κοινοτική, κι επουλούσανε την άμμο, είχανε βάλει μάλιστα και φύλακα εκεί, πόσα αυτοκίνητα περνάνε, το Χαρίλαο συγκεκριμένα, και όσα αυτοκίνητα περνούσανε, σημειώνανε και είχε η Κοινότητα ένα έσοδο, και δεν γινότανε κατασπατάληση. Γιατί, κι η Μεγάλη Άμμος, λένε, ότι ήτανε η διπλή απ’ ό,τι ήτανε, και τώρα είναι όλο βουνά αποκάτω, γιατί την πήρανε κι εχτίσανε όλη τη Χώρα, που ήτανε κοντά. Κοίταξε να δεις, το ένα τραβάει το άλλο. Και το ένα φέρνει το καλό και τ’ άλλο φέρνει και την ανάποδη. Εκείνο που είναι το καλό είναι ότι την προλάβαμε την προλάβαμε τη Μύκονο, κι έχομε το ψωμάκι μας σήμερα.
Πάρα πολλοί δεν ξέρουνε γιατί έκαναν η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, την Αγία Βαρβάρα, την εκκλησία [1962]. Η Αγία Βαρβάρα δεν έγινε τυχαία. Εγίνανε κάθε χρόνο την ίδια μέρα, τρία μεγάλα ατυχήματα. Το πρώτο ήτανε ο πρώτος άνθρωπος που σκοτώθηκενε, ήτανε ένας Λημνιός. Κώστας Καρβουνιάρης τόνε λέγανε. Τη μέρα εκείνη σκοτώθηκε εκεί στο Τρίο [sic, γαλαρία Νο 3], γιατί ήτανε μια απροσεξία, αλλά εν πάση περιπτώσει ο άνθρωπος έφυγε, Θεός σ’χωρέσ’ τονε! Η δεύτερη ήτανε η πιο μεγάλη, κι εσκολάσανε τον πιο πολύ κόσμο τότες. Ήτανε που φόρτωνε το καράβι στο Λούλο [22-03-’58] και ήθελε λίγο ακόμα. Και «βίρα, να τελειώσουμε!» και «βίρα, να τελειώσουμε!», φουσκώνει η σουροκάδα, πάνε να τραβήξουνε, λέει, την καδένα, κάβο, δεν ξέρω τι, έσπασε, και φεύγει το καράβι και πάει απάνω στη Σκάλα. Και παίρνει τη μισή Σκάλα κι έφυγε. Δεν πήρε ολόκληρη τη Σκάλα, τη μπούμα πήρε. Αλλά η μπούμα ήτανε 20 μέτρα, που ήτανε με σκοινιά αποπάνω, με συρματόσκοινα, και αυτή ανέβαινε και κατέβαινε. Δηλαδή, όταν το καράβι ήταν ξεφόρτωτο, έπρεπε ν’ ανέβει ψηλά, όταν όμως εφόρτωνε, έπρεπε να κατέβει. Διότι, τον καιρό που ’τανε το ψιλό [το επεξεργασμένο μετάλλευμα, που είχε περάσει απ’ τους θραυστήρες στο Πλυντήριο], δεν είχε τόσο πρόβλημα. Αλλά τον καιρό που ’τανε οι πέτρες [ακατέργαστο μετάλλευμα πριν το στήσιμο του Πλυντηρίου], δε’ μπορούσε να πετάνε από ψηλά τις πέτρες, κατέβαινε. Κι όπως ήτανε κατεβασμένη, κι εθέλανε τα τελευταία, κι ήτανε το καράβι, το ’σκωσε ψηλά, κι επήρε τη μισή Σκάλα. Αφού πήρε τη Σκάλα, εδιώξανε το 70% του κόσμου, μονημερίς! Και τότες, εθέλανε άλλοι να συμπληρώσουνε τα ένσημα που δίνανε στα 65, οι μεγάλοι, κι αφού τις σχολάσανε καταλαβαίνεις.
Ύστερα από κάνα χρόνο φτιάξανε τη Σκάλα, διότι λέει δεν ήταν μονάχα στη Σκάλα η ζημιά. Ήτανε οι ταινίες, τα σίδερα όλα λυγίσανε, έπρεπε να τα βγάλουν όλα τα στραβά για να βάλουν άλλα καινούργια, κ.λπ. Εκεί ήτανε η δεύτερη φορά. Και η τρίτη φορά, σ’ αυτό ξέρω μόνο το ατύχημα, δεν ήμουνα εγώ στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ τότες, είχα φύγει . Με τον ίδιο τρόπο, δεν έφυγε πάνω στη Σκάλα το καράβι, έπεσε στα βράχια. Και βούλιαξε εκεί επί τόπου. Και μάλιστα, όταν είχενε αγοράσει ο Παπου’σάς τα καλό Λιβάδια κι είχε κάνει και το δρόμο, και πήγα το λοιπόν και το είδα το Καλό Λιβάδι κι είχε τόσο πετρέλαιο [δείχνει με τα χέρια του ένα αρκετά μεγάλο πάχος], του λέω: «Βρε μπάρμπα, καταστράφηκε το Καλό Λιβάδι, τελείωσε!». Μου λέει: «Ό,τι κάνει ο άνθρωπος, δεν καταστρέφει τίποτας! Μετά από λίγα χρόνια το Καλό Λιβάδι θα είναι όπως ήτανε και την αξία του δεν τη χάνει ποτές!». Να το! Ποιος ξέρει ότι έγινε τέτοια πανωλεθρία στο Καλό Λιβάδι; Και από τότες, εσταματήσανε να δουλεύουνε αυτή τη μέρα, δεν εξαναδουλέψανε, κι εκάναν το πανηγύρι. Την εποχή εκείνη που έγινε το πανηγύρι, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, πηγαινοερχότανε δυο λε’φορεία απ’ τη Χώρα για να ’ρθουνε πανηγυριώτες.
Τα πρώτα χρόνια, τους εργάτες τους παίρναμε απ’ τα Φερά Λαγκαδάκια. Σε δεύτερη φάση τους παίρναμε απ’ της Μακελίνας. Η τρίτη φάση ήτανε που είχε ο Ζαννής ο «Αντωναράς» το φορτηγό και τους έπαιρνε από τη Χώρα και τους πήγαινε “μέσα” . Μετά ύστερα ήρθε και το λε’φορείο του Βασίλη. Μάλιστα όχι ό Ζαννής, ο Γιάννης ήταν πρώτος, ο Γιάννης «του Ζουγάνε», και μετά τη δουλειά την πήρε ο Ζαννής. Και μετά ύστερα πήρε το λε’φορείο. Και μετά ύστερα ήταν δυο λε’φορεία. Ένα «του Παναγιωτακιού», κι αυτό. Απ’ τα μικρά μιλάμε τώρα. Κι ήτανε και μια κλούβα που την είχε ο Θοδωρόγιαννος με τον Κώστα «της Όλιας», μία Mercedes που την είχανε κάνει σα’ λε’φορείο, δηλαδή ένα φορτηγό που το είχανε σκεπάσει με μια λαμαρίνα από πάνω κι εκουβαλούσε τους εργάτες. Και φεύγανε στάνταρ 6:30 ώρα απ’ τη Χώρα και 7 παρά 10 ήτανε στα Πλυντήρια. Όσοι προλαβαίνανε ερχότανε. Δεν είχενε «χασομέρησα ή δε’ χασομέρησα», ήτανε στάνταρ. Κι αυτό γινότανε μέχρι τελευταία που έκλεισε, το 1983.

Συμπληρωματική συν/ξη (ήχου) βλέποντας φωτογραφίες: 28-08-2015
Ο Tobler ήτανε ο Αμερικάνος που ήταν υπεύθυνος για να φτιαχτεί η Σκάλα και το Πλυντήριο. Ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ψηλός και πολύ δυνατός. Το φαγητό του κάθε πρωί ήτανε κρομμύδια με αβγά – στην Καντίνα μέσα και μετά πήγαινε για δουλειά. Μια φορά, είχανε αδειάσει τα ξύλα αυτά, κι ήτανε ο μπαρμπα-Γιάννης ο Σιδερής, απ’ τη Μαού, που ήτανε καλ[ου]πατζής, ο μπαρμπα-Λοΐζος, και πολλοί άλλοι που δεν κοι’ ( = τους) θυμάμαι τώρα στο Λούλο. Το λοιπόν, εθέλανε να πιάσουνε μερικά ξύλα κάτω από τη στοίβα. Όπως ήτανε η στοίβα μεγάλη, τα ξύλα που θέλανε τα μακριά ήτανε αποκάτω. Και αρχίζουνε το λοιπόν αυτοί να μετακομούνε (sic) τα ξύλα. Τους βλέπει το λοιπόν ο Tobler και τους λέει: «Φύγετε!». Και πάει, πιάνει τα ξύλα που θέλανε, και τα κάνει έτσι και τουμπάρει όλο το σουρό, και πέφτουν κάτω, και τους λέει: «Ποιο θέτε; Εκείνο, εκείνο, εκείνο;». Αυτό είναι του Λούλου η ιστορία με τον Tobler. Και είναι μαζί ο Tobler με το Μάρτιν πού ’χανε έρθει πρώτοι. Και ο Γερμανός ο Walter ήτανε αυτός που είχε έρθει να φτιάξει τη Σκάλα, αλλά ο Tobler ήτανε ο υπεύθυνος όλου του έργου για να φτιαχτεί τη Σκάλα και το Πλυντήριο. Εκεί ήτανε κι ο καπτα-Νικόλας απ’ την Ερμιόνη κι είχε το καΐκι που είχε τους βουτηχτάδες. Το καΐκι δικό του. Δεν ήτανε μονάχα που έβαζε τα φουρνέλα, αλλά ήτανε δικό του και το καΐκι και όλα του τα εργαλεία. Έμενε στου «Βενιζέλου». Αυτός όταν περπατούσε έξω, περπατούσε με δυο ραβδάκια όπως τον βλέπαμε, αλλά όταν έμπαινε μες στη θάλασσα και βαρούσε τα φουρνέλα μέσα στη θάλασσα ήτανε μια χαρά. Και πέρασαν, για να τα κάνει αυτά τα πράγματα, –δεν μπορούσε να δουλέψει κάθε μέρα, έπρεπε ο καιρός να βοηθάει– γύρω στους 6 με 7 μήνες να το κάμουν το ποδαρικό της Σκάλας. Το ποδαρικό αυτό που ήτανε μπετό, το κάνανε έξω. Το καλουπώνανε, το αφήνανε κενό μέσα, και μετά, δεν ξέρω πώς το στεγανοποιήσανε και με γρύλους, γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο, το ρίξανε στη θάλασσα. Όταν το ρίξανε στη θάλασσα, δεν το προσέξανε και τους έφυγε κι επήγε μέχρι την Καλαφακιώνα. Μετά το ξαναφέρανε πιο έξω και το ποντίσανε.
Στη Βαθιά Λαγκάδα υπήρχενε ένας μόλος μικρός και εκεί ερχότανε απ’ τον Αϊ-Λιά –είχενε άλλα μεταλλεία στον Αϊ-Λιά η εταιρεία αυτήνη, ήτανε από την απ’ την άλλη μεριά. Όσα ήτανε από ’δώ, απ’ του Γκαγκάνη, τα πηγαίνανε στη-Λυ’ιά με τα γαϊδουράκια. Και αποκεί, απ’ την άλλη μεριά του Αϊ-Λιά, από την ανατολική, είχενε γραμμή με ράγες και κατέβαινε το βαγονάκι με συρματόσκοινο. Το ένα ανέβαινε, το άλλο κατέβαινε. Δηλαδή, αυτό που κατέβαινε γεμάτο, ανέβαζε το άδειο απάνω. Και είναι ακόμα οι πέτρες και το σκάρπο που ’χανε κάνει, δεν ξέρω και πώς να το πω. Είχανε χτίσει από την έξω μεριά για να ’ρθει στα ίσια. Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ήτανε δυο γραμμές και η μια ανέβαινε κι η άλλη κατέβαινε.
Το πρώτο παιδί που σκοτώθηκε ήτανε ο Καρβουνιάρης. Ήτανε δυο γαλαρίες. Ήτανε μια γαλαρία κι επήγαινε προς το Τηγάνι, κι η άλλη γαλαρία ερχότανε προς τα έξω. Ο Κώστας ο Καρβουνιάρης σκοτώθηκε στην ανατολική γαλαρία. Στη δυτική γαλαρία σκοτώθηκε ο σ’χωρεμένος ο Αλέκος ο Πολυκανδριώτης. Και μάλιστα εκεί έχομε κι ένα άλλο περιστατικό. Ήτανε ο σ’χωρεμένος ο Θεοχάρης ο Δέτσης που δουλεύανε μαζί με τον Αντώνη το «Δόντια». Την εποχή εκείνη πηγαίνανε με το γάιδαρο. Ο Θεοχάρης επειδή δεν είχενε γάιδαρο, αφού ήταν ξένος, ενοίκιαζε ένα γάιδαρο για να πηγαίνει. Τον δένανε λοιπόν εκεί απέξω απ’ τη γαλαρία, και το βράδυ τον ξαναπαίρνανε κι ερχόταν ‘έξω’ [στην Άνω Μερά]. Κάποια στιγμή κρεμάστηκε ο γάιδαρος κι εψόφησε. Εφώναζε λοιπόν ο Θεοχάρης: «Ρε Αντώνη, ρε Αντώνη, το γα’δούρι πέθανε, ρε!». Κι έχει μείνει στην ιστορία. Γιατί έσφιξε το σκοινί στα ρουθούνια του αφού κρεμάστηκε, κι εψόφησε.
Ο «Λαγός» ο Κωσταντής μαζί με τον αδερφό του τον Αντώνη δουλεύανε στη γαλαρία, στην 1, στην πρώτη, εδώ στου Γκαγκάνη. Τα παλιά μεταλλεία ήταν απάνω κι αυτή η γαλαρία ήτανε κάτω. Εκεί είχενε έρθει ένας καινούργιος μηχανικός, ο Μιχελής, ο οποίος είχενε πάρει μαζί του το Σπύρο «της Μακριάς», κι επήγανε να ερευνήσουνε μια παλιά γαλαρία. Ανεβήκανε από το καμινέτο, γιατί στις γαλαρίες επηγαίνανε από κάτω προς τα πάνω. Επήγανε το λοιπόν μέσα, και εκεί που ανεβαίνανε απάνω είχενε μια πόρτα, που έκλεινε αυτό κι όταν εφεύγανε οι άνθρωποι, κλείνανε την πόρτα για να μην πέφτουνε οι πέτρες πάνω στη γραμμή. Όταν όμως ήτανε οι άνθρωποι απάνω, τ’ αφήναν ανοιχτό. Αυτό για τον Α ή Β λόγο κάποιος επέρασε και το ’κλεισε. Οι α’θρώποι ήταν απάνω. Και πέσανε πολλές πέτρες, και μετά έπεσε και μια μεγάλη στοίβα, και μείνανε μέσα γύρω στις 17-18 ώρες. Κι ο «Λαγός» ο Κωσταντής με τον αδερφό του δουλέψανε όλες τις ώρες αυτές και τους βγάλανε έξω ζωντανούς.
Τον πηγαινόφερνε, τότες που ήρθανε κι εκάνανε τις έρευνες για να’ ρθεί η Εταιρεία, ο σ’χωρεμένος ο Δημήτρης ο «Στεφανής». Αυτός τον πήγαινε και τον έφερνε. Είχενε δυο μουλάρια, τους έπαιρνε και τους πήγαινε εκεί, τους περίμενε και τους έφερνε μετά πίσω.
Αυτό είναι που ήτανε ένας ρέγκουνας, και ήτανε δίπλα το Πλυντήριο, του οποίου τα μπάζια πηγαίνανε στην Αραπίνα. Κάποια στιγμή γέμισε η Αραπίνα και το γυρίσανε από τούτη την πλευρά και δημιουργήθηκενε αυτό το πράγμα εδώ. Ήτανε η θάλασσα μέχρι εδώ πάνω. Αυτά που φαίνονται εκεί τα μαύρα ίσως είναι αυτοκίνητο ή κάποιο άλλο όχημα, που κουβαλούσανε, γιατί πηγαίνανε τα φορτηγά κι εκουβαλούσανε αποδώ – φορτώνανε με το φτυάρι για τις οικοδομές το χαλίκι.
Εδώ στην άκρη, είχε ένα μικρό μολαράκι, που όταν είχε σουρόκο και δεν μπορούσανε να φορτώσουν τα μότορσιπ, κουβαλούσαμε με τα φορτηγά τα τσουβάλια που ήτανε τότες και ξεφορτώναμε εδώ, σ’ αυτό εδώ το μολαράκι και λεγότανε της Αραπίνας.
[πομόνα] Εδώ σ’ αυτό το σημείο ήτανε ένα σπιτάκι. Μετά το σπιτάκι, αποκάτω υπήρχε μια γαλαρία –όχι φτιαγμένη, αλλά από της φύσεως– μέσα στο βράχο. Αρχικά είχανε πομόνα εξωτερικά, που πήγαινε το θαλασσινό νερό για να πλύνει το μετάλλευμα, και επειδής όταν είχε καιρό έβγαινε η πομόνα στον αέρα –κι έπαιρνε αέρα και δεν μπορούσε να τραβήξει τη θάλασσα–, εκάμανε ένα πηγάδι κάτω αποκεί κι εβγήκανε μέσα στη σπηλιά. Απ’ τη μέσα μεριά την ανατολική εκάμανε και την παράγκα αυτή, και μέσα εκεί εβάλανε τη μηχανή που τραβούσε το νερό. Ήτανε πετρελαιομηχανή, δεν είχενε ρεύμα ακόμα. Έκανε φοβερή φασαρία αυτή η μηχανή, όταν εδούλευε για να τραβήξει το νερό, διότι έβγαζε μια τεράστια ποσότητα νερού για να το πάει στο ύψος που ήτανε το Πλυντήριο – γύρω στα 700-800 μέτρα. Εν τω μεταξύ, όταν είχε πάλι πολλή θαλασσοταραχή, πάλι έβγαινε η πομόνα στον αέρα, κι άμα έβγαινε στον αέρα, έσπαζε η τροχαλία, γινότανε ζημιά. Κι εκουβαλήσαμε από τον Αϊ-Λιά απάνω στα φορτηγά του Μεταλλείου, πέτρες τεράστιες, κι ερχόμαστε εδώ, άκρη-άκρια, κι εσ’κώναμε την ανατροπή να το ρίξουμε για να κάνομε πρόχωμα να μην έρχεται η θάλασσα μέχρι έξω. Στο σημείο αυτό εκεί, μια φορά, μου ’βαλε μια τεράστια πέτρα κι εφρακάρισε στην καρότσα κι όπως σήκωσα την ανατροπή, έμεινα μαζί με το αυτοκίνητο σηκωμένος προς τη θάλασσα.
[Βλέποντας τη φωτογραφία με το καΐκι] Είναι στη μεριά που είναι το Πλυντήριο. Δυτικά είναι της Αραπίνας, αποδώ δεν το θυμάμαι πώς το λέγανε γιατί ύστερα αλλάξανε τα ονόματα. Αποδώ ήτανε η πομόνα, αποδώ ήτανε ο δρόμος. Όταν ήτανε Νοτιάς, όταν δε’ μπορούσε να πάει το καΐκι στο Λούλο, ερχότανε αποδώ. Στην αρχή, από το μολαράκι αυτό εδωπέρα, τον καιρό που κάνανε το Πλυντήριο, είναι γύρω στα 500 μέτρα, ερχότανε το καΐκι άμα ήτανε σουρόκος (sic), κι ανεβάζανε με τις χαμαλίκες τα τσιμέντα ώς το Πλυντήριο, γύρω στα 500 μέτρα ανηφόρα.
Ήρθε στο 2 [γαλαρία Νο 2] πρώτα πρώτα, εκεί εδούλευα κι εγώ τη μια βάρδια και είχα βοηθό το μπαρμπα-Θανάση το «Χοντρό», το Συριανό το Λευτέρη, κι άλλους που δεν τους θυμάμαι. Κι εφορτώναμε από μέσα και τα φέρναμε όξω κι εντουμπάραμε –ήτανε μία… με ξύλα, πώς να την πω τώρα… [ράμπα].
[Βλέποντας τις φωτογραφίες με τη ντιζελομηχανή και την αερομηχανή] Αυτή πρέπει να ’ναι η 2 που σου είπα. Μετά φέρανε κι άλλη ντίζελ στο 1, και δεν ξαναφέρανε άλλη, δυο πετρελαιομηχανές ήτανε τότες. Να, βλέπεις τώρα που αδειάζει το βαγόνι εδώ; Αυτή είναι η αερομηχανή. Η οποία είναι απ’ τις πρώτες μηχανές που ήθελες, κάθε 100-200 μέτρα είχενε σωλήνα με αέρα, και έβαζες τη βαλβίδα κι εγέμιζε η βαρέλα αυτή αέρα και μετά έπρεπε να προσέχεις να βρεις την επόμενη για να μη μείνεις χωρίς αέρα, γιατί έπρεπε να το σπρώξουνε οι εργάτες μετά στην πλάτη να το βγάλουνε όξω.
Αυτή είναι η αερομηχανή που ήτανε ο Αλέκος ο Πολυκανδριώτης όρθιος εδώ, στο μέσα μέρος, και όπως πέρασε από τα λούκια, εκεί που βγάζαμε το πράγμα, δεν πρόσεξε και τον πήρα το λούκι και τόνε ζούληξε, πέθανε.
Αυτό είναι στο 3. Εδώ είναι η γαλαρία απέναντι που σκοτώθηκε ο Καρβουνιάρης, το πρώτο ατύχημα. Κι αποδώ επήγαινε η άλλη γαλαρία, που ’ρχότανε ανατολικά. Κι εδώ, όπως ερχόμαστε όξω εμείς αδειάζαμε το πράμα, μες στη Βαθιά Λαγκάδα.
Τις αποθήκες του Μεταλλείου τις είχανε 3-4 χιλιόμετρα μακριά την αποθήκη που βάζανε τα καψούλια απ’ την αποθήκη που βάζανε τις δυναμίτες. Γιατί υπήρχε κίνδυνος όταν γίνει έκρηξη στα καψούλια να γίνει χαλασμός Κυρίου με τους δυναμίτες. Τους δυναμίτες τις φέρνανε τόνους τόνους, όχι ένα και δύο. Το καΐκι του «Μαδούπα» δεν εφόρτωνε ποτές δυναμίτες με καψούλια. Πάντα έφερνε το ένα φορτίο και μετά το άλλο. Τις δυναμίτες τις φύλαγε ο μπαρμπα-Δημήτρης ο «Στεφανής». Επηγαινοερχότανε, ήτανε κοντά στη Βαθιά Λαγκάδα η Αποθήκη κι επηγαινοερχότανε με το μουλάρι. Είχε κι ένα σκυλάκι μαζί του πάντα. Η Αποθήκη των Καψυλλίων δεν είχενε φύλακα. Ήτανε ένας χώρος πολύ μικρός, ο οποίος είχενε μπετό σκέτο γύρω γύρω, με πόρτες σιδερένιες, και ήτανε ο μόνος χώρος που δεν τον φυλάγανε, γιατί δεν έπρεπε να είναι κάποιος κοντά εκεί. Τώρα, γιατί δεν τα κλέψανε ποτές δεν ξέρω.
Ερχότανε το βαποράκι, και το λιμάνι εκεί που φόρτωνε ήτανε πολύ ρηχό. Φορτώνανε στη μαούνα αυτή τα τσουβάλια και μετά ύστερα πήγαινε η μαούνα αυτή ανοιχτά, δίπλα στο βαποράκι, και το βαποράκι τα ’παιρνε με το γερανό απάνω και τα πήγαινε κάτω στο αμπάρι.
Πάντα στο Λούλο, διότι αυτό το πράγμα δεν μετακινιότανε εύκολα [η μαούνα]. Δηλαδή, μη νομίζεις ότι το πηγαίνανε απ’ το μολαράκι πολύ μακριά. Δηλαδή, ίσα ίσα μπορεί να ’τανε και δεμένο στο μολαράκι αυτό, αλλά έβγαινε το βαποράκι πιο έξω και το φορτώνανε. Εδώ ξεφορτώνουνε. Αυτό τ’ αυτοκίνητο εδούλευα εγώ. Ήτανε το ‘Γάμα’.
[βλέποντας τη φωτογραφία με τη φορτωνένη σακιά μαούνα] Αυτό εδώ δεν είναι στο Λούλο. Είναι στης Αραπίνας τον όρμο. Εκεί που σου ’πα ότι είχενε το μολαράκι εδώ, να το, φαίνεται, τα βράχια εδώ πέρα, κι αν δεις εδιπά (= εδώ) στο βάθος είναι το σπιτάκι που σου ’λεγα.
[ηλεκτροδότηση Άνω Μεράς] Ο Πρωτοπαπαδάκης, που ήτανε υπουργός Εθνική Αμύνης, ήρθε στην Άνω Μερά και έγινε η συζήτηση για το δρόμο Χώρας-Άνω Μεράς. Το ρεύμα ήρθε το 1967 και πρωτάναψε ο Καλαφάτης, το ξενοδοχείο του Καλαμαρά, επί Χούντας. Και τότες δεν ήρθε το ρεύμα στο Μοναστήρι, που ήταν το κέντρο της Άνω Μεράς, παρά επήγε στο Χουλακά, που ήταν το σπίτι του προέδρου της Κοινότητας.
[δρόμος Χώρας-Άνω Μεράς] Την ημέρα που ήρθε ο Πρωτοπαπαδάκης για να κάνει πολιτική στην Άνω Μερά, υπήρχε ένα σπιτάκι στο δρόμο στα μισά της Άνω Μεράς σχεδόν, που το λέγαμε του «Κύπρη», κι επειδής ήτανε ο δρόμος χώμα, και όχι μόνο χώμα, όλο με λακούβες, του γράψανε: «Προσοχή, ολισθηρά η άφαλτος!».
[ΜΟΜΑ μέσα δεκ. ’60] Όταν ήρθανε στη ΜΟΜΑ εδωπέρα, ήρθα ένα μήνα πιο μπροστά εγώ και τους περίμενα που ήρθαν απ’ την Πάρο. Όταν εκόβαμε το χαλίκι για να κάνομε τον άσφαλτο από τη διασταύρωση του Πάνορμου μέχρι την Άνω Μερά, προσπαθούσαμε να κόψομε πρώτα το χαλίκι εδώ στο σπαστήρα. Εδώ έκανα έξι μήνες. Το διάστημα αυτό έφτιαξε ο Βασίλης ο Μπουγιούρης το άνοιγμα της πλατείας του Άι-Γιάννη. Εγώ, ως οδηγός της ΜΟΜΑς, μας είχε δώσει ο Διοικητής την άδεια, και τη μπαζώσαμε όλη την πλατεία αυτή. Τη μπάζωσα εγώ με ακόμα ένανε. Την εποχή εκείνη παρακάλεσενε ο Βασίλης το Δεσπότη τον πρώην, που ήτανε ηγούμενος τότες, να του δώσει την άδεια να βουλήσει την εκκλησία μέχρι τη μέση και να την ανεβάσει στο επίπεδο της πλατείας, όπως ήτανε. Δηλαδή, απάνω στα ίδια τα παλιά τα θεμέλια θ’ ανέβαινε προς τα πάνω και θα ήτανε μέσα στην πλατεία, και θα ήτανε κι ένα καλλιτέχνημα σήμερα. Δεν του έδωσε την άδεια ο Δωρόθεος και είναι ακόμα θαμμένο εκεί που είναι.
[απόλυση από ΜΟΜΑ] Το λοιπόν, πάω που λες στην Αθήνα, στη ΜΟΜΑ, λέω, να πληρωθώ, να πάρω και την κανονική μου άδεια –που δεν πήρα κανονική άδεια–, τις 20 μέρες που εδικαιούμουνα, και να ξαναγυρίσω πάλι εδώ [στη Μύκονο]. Αφού πάω το λοιπόν, μου λέει ένας άλλος φαντάρος εκεί: «Βρε Χανιώτη, πού είσαι και σε γυρεύουνε;». Λέω: «Πού είμαι; Εκεί που με στείλανε!». Μου λέει: «Σε γυρεύουνε γιατί είσαι πολίτης! Απολύθηκες!». Του λέω: «Βρε, τι λες; Αφού έχω 60 μέρες φυλακή! Τι μου λες ότι απολύθηκα;». Λέει: «Το απολυτήριό σου είναι έτοιμο!». Μου τα ’πε τ’ απόγευμα. Πάω το πρωί, που τελείωσενε η βραδιά… Και πώς να ξημερώσει; Εγώ… Η αγωνία μου… Επήγα το λοιπόν εκεί, στο Υπασπιστήριο, μου λέει: «Πού ήσουνα;». Λέω: «Να το! Με στείλατε στη Μύκονο, να φτιάξομε το δρόμο εκεί. Να, το φύλλο πορείας! Μου ’πανε να πάω στη Μύκονο, και να μείνω στη Μύκονο! Δε’ μου ’πανε να γυρίσω! Δε’ γράφει τίποτας μέσα!». Λέει: «Και πώς ζούσες;». Λέω: «Ήτανε εκεί το σπίτι μου, και έτρωγα στο σπίτι μου! Τώρα θέλω ν’ απολυθώ!». Λέει: «Δεν μπορείς ν’ απολυθείς, αν δεν πας στο Λεωνίδιο να φέρεις το όπλο, εκείνο…, εκείνο…, όλα τα εργαλεία να τα παραδώσεις!». Πάω λοιπόν στο Λεωνίδιο, παίρνω τα πράγματά μου, έρχομαι πίσω. Αφού ’ρθα το λοιπόν πίσω και μου δίνουν τ’ απολυτήριο, μαζί με τ’ απολυτήριο μου δίνουνε τους εφτά μήνες τους μισθούς. Ήτανε κοντά στις 7.000 δρχ., γιατί με πληρώσανε σαν εργάτη, δεν μπορούσανε να με κρατήσουνε σα’ φαντάρο, να με διαιολογήσουνε. Παρέ με δικαιολογήσανε ότι ήμουνε εργάτης της ΜΟΜΑς, γιατί η ΜΟΜΑ είχενε πολλοί εργάτες. Τελικά, παίρνω τα λεφτά αυτά, παίρνω και τ’ απολυτήριο, και ούτε μια μέρα φυλακή! Τώρα, πώς σβήστηνε; Αν έβαλε ο Πρωτοπαπαδάκης το χέρι του απ’ την πίσω μεριά ή απ’ την μπροστινή, δεν το ’μαθα ποτέ. Τυχερός ήμουνε, αλλά είχα και θάρρος.
Και την ίδια μέρα, άμα τα θυμηθώ, έφαγα και τι πιο μεγάλο χειροκρότημα! Μπήκα σ’ ένα λε’φορείο μέσα, να πάω στην αδερφή μου την Ειρήνη στον Πειραιά. Μες στο λε’φορείο μπήκανε δυο παιδάκια και ζητιανεύανε. Κάνω έτσι [δείχνει ότι βγάζει κάτι απ’ την τσέπη του]… ένα πενηντάρικο. Το λοιπόν, μόλις με διούσανε (= είδανε) όλοι –γιατί ακόμα φορούσα τα στρατιωτικά–, λέει: «ο φαντάρος πρέπει να έχει παιδάκια!», και τρώω ένα χειροκρότημα που δεν το ’χω ξαναφάει στη ζωή μου! Βέβαια, 50 δρχ. για να δώσεις τότες ελεημοσύνη, ήτανε πολλά τα λεφτά.
Μετά έμεινα εκεί [στην Αθήνα] καμμιά εικοσαριά μέρες, μπουζούκια, κ.λπ., γύρισα με τις τσέπες ανάποδα. Όμως, ήμουνα στο Μεταλλείο και στα 19 έφυγα απ’ το Μεταλλείο κι επήγα στην Αθήνα κι έκανα ενάμισι-δυο χρόνια. Εκεί έκανα τη ζωή μου, επήγα φαντάρος και δεν είχα ούτε σεντς, αλλά πέρασα καλά! Πάντα Δευτέρα-Τρίτη επαίρναμε λεφτά, μπροστάντζα. Αλλά, ακούς εδώ, αφού μπαντρεύτηκα μετά, ήμουνα γεμάτος!

[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 21-11-2013]