Καλλιόπη Μονογυιού-Βαρώνου

Η Καλλιόπη Μονογυιού του Φρατζέσκου και της Ευγενίας, σύζυγος Νικολάου Βαρώνου, γεννήθηκε το 1937 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Εργάστηκε στη Χειροδιαλογή (Λουρί).

Εγώ ήμουνε τότε που δούλευα μικρή, 20-22 χρονών. Λεγόμουνα Μονογυιού τότες. Μετά παντρεύτηκα κι έγινα Βαρώνου στο επίθετο. Εδουλέψαμε σκληρά. Δεν είχε εδώ δρόμο. Πηγαίναμε με τα πόδια. Πηγαίναμε ως της Μακελίνας, 2-3 χλμ., και μας περιμένανε τα φορτηγά κι εμπαίναμε απάνω σαν τα ζώα. Έτσι ήτανε εκείνα τα χρόνια. Κι επηγαίναμε στα Μεταλλεία, κι επηγαίναμε στο Πλυντήριο, επηγαίναμε στις γαλαρίες, άλλη πήγαινε στη μαγειρική – η κυρα-’Ρήνη του «Μινέρβα» ήτανε μαγείρισσα στην Καντίνα. Οι κοπέλες που ήμαστε στο Λουρί, όλες φτωχές ήμαστε. Και ήτανε 2-3 κι από την Εύβοια. 12 γυναίκες ήμαστε στο Λουρί. Μας βάζανε 12ωρα γιατί είχανε πολλή φούρια. Μη σ’ τα πολυλογώ, τυραννιστήκαμε, αλλά τι να κάνομε που είχαμε ανάγκη; Φτώχεια, πολλή φτώχεια είχε. Έπρεπε να δουλέψεις για να φας, αν δεν δούλευες δεν έτρωγες. Δεν υπήρχανε λεφτά. Μεγάλη φτώχεια. Δεν υπήρχε τίποτα εκείνα τα χρόνια. Ούτε Τουρισμός. Καλά που ήρθε το Μυκομπάρι κι εβολεύτηκε ο κόσμος. Τότε μόνο χωριανά δούλευα. Θέριζα, και τι δίνανε; Καμιά γαλαχτιά …
Δούλεψε πολύς κόσμος, από τη Χώρα κι από την Άνω Μερά, πάρα πολλοί, πού να τους θυμάμαι… Κι εβολευτήκανε που ήτανε πάρα πολλή φτώχεια. Άλλος πήρε σύνταξη… Όλοι δουλέψαμε. Αλλά φύγανε και πολλοί κι επικραθήκαμε. Εσκοτωθήκανε, δεν ξέρω πόσοι, δεν θυμάμαι να σας πω. Πολύ πικραθήκαμε κι εκλαίγαμε αυτή τη μέρα που εσκοτωθήκανε δικοί μας Ανωμερίτες, ο Καβαλέρος κι ο Γεωργίου απ’ τη Φτελιά.
Το Πλυντήριο δούλευε με νερό θαλασσινό. Πλενότανε το πράμα, περνούσε απ’ το Λουρί κι εδιαλέγαμε κι επετάγαμε εμείς τις πέτρες. Δουλεύαμε τάκα-τάκα. Εμένα επειδή ήμουνα σβέλτη με είχαν τελευταία. Μου είπαν να κάτσω εκεί, και έκατσα. Ό,τι μου λέγανε το έκανα. Μετά ο βαρύτης πήγαινε στο σελό, έπεφτε στα φορτηγά και αποκεί τον πήγαιναν στο Λούλο. Και κρύο… απάνω στο σελό. Μια φορά λιποθύμησα από το κρύο και μου έδινε η «Μαύραινα» πορτοκαλάδα να συνέρθω. Κι η θάλασσα απέναντι κατάμαυρη… Αγριεμός! Κι απάνω στην Τροφοδοσία που ανεβαίναμε, μας εβάζανε κι εχτυπούσαμε το βαρύτη να σπάσει για να μη βουλώσει το σελό. Όταν δεν είχε δουλειά στο Πλυντήριο μας παίρνανε στη γαλαρία με το φορτηγό και βάζανε δυο μαδέρια κι εδουλεύαμε με το τσιμπίλι. Το γεμίζαμε το φορτηγό κι επήγαινε στο Λούλο.
Μας έβαζε ο κ. Πρεζάνης να καθαρίζομε και τη Σκάλα φόρτωσης στο Λούλο. Κι εγώ σαν μικρή φοβόμουνα. Του έλεγα: «Δεν μπορώ ν’ ανέβω τόσο ψηλά. Φοβάμαι!», κι έλεγε: «Δεν παθαίνεις τίποτα! Εσύ είσαι άξια! Ανέβα πάνω!». Δουλεύαμε!!! Μέχρι και το βόθρο καθαρίζαμε με τα φτυάρια κι επέβλεπε από πάνω ο κ. Πρεζάνης να μην αφήσουμε ούτε τόσο… Η ξένη δουλειά είναι ξένη, δουλέψαμε σαν τα σκυλιά. Και στο Συνεργείο δούλευα. Καθάριζα με την Γαρυφαλλιά και όταν βλέπαμε τον κ. Πρεζάνη, φωνάζαμε «Σύρμα! Σύρμα!». Ακόμα γελώ… Και πολλά και διάφορα που δεν πρέπει να σ’ τα πω. Γενήκανε πολλά. Δουλεύαμε σαν σκυλιά. Παίρναμε όμως και άδεια 8 μέρες! Όλα εντάξει τα είχανε, ήταν πολύ ταχτοποιημένοι και τους αγαπούσαμε όλους. Ο κ. Martin πολύ καλός άνθρωπος! Όλοι καλοί ανθρώποι!

[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 05-12-2019]