![](https://www.mykonos-mines.metal.ntua.gr/wp-content/uploads/2020/06/Ganoti_Katerina.jpg)
Κατερίνα Γανωτή-Μαντζάκου
Η Κατερίνα (Ρίνα) Γανωτή, κόρη του ξυλοδέτη Ιωάννη Γανωτή και της Μαρίας, σύζυγος Ευ. Μαντζάκου, γεννήθηκε στο Μονόδρυ της Εύβοιας το 1954. Δεν δούλεψε η ίδια στα Μεταλλεία, αλλά ήρθε 13 χρονών στις εγκαταστάσεις όπου έμεναν και δούλευαν ο πατέρας της και τα τρία αδέρφια της για να τους φροντίζει.
Έφυγε ο πατέρας μου από το χωριό γιατί δεν είχε δουλειά εκεί. Δούλευε στο Έντζι, που ήτανε κάτι γαλαρίες εκεί, μετά κλείσανε, και αναγκάστηκε κι ήρθε στη Μύκονο. Είχε έρθει πρώτα ο θείος ο Νίκος ο Γανωτής και πήρε πάρα πολλούς αποκεί, απ’ την περιοχή της Κύμης, μαζί κι ο πατέρας μου. Έμεινε εδώ, στον οικισμό στα Μεταλλεία. Εμείς μέναμε στο χωριό με τη μάνα μου κι ερχόμασταν για καλοκαίρι, μόλις κλείναν τα σχολεία, και φεύγαμε όταν άνοιγαν πάλι τα σχολεία. Σύνολο είμαστε 6 παιδιά. Ο πατέρας στην αρχή είχε πάρει μαζί του μόνο το Δημήτρη, σε ηλικία 13 χρονών (1964). Την τελευταία φορά που ήρθαμε για καλοκαίρι μόλις τελείωσα το Δημοτικό, με κρατήσανε εδώ. Κάποια στιγμή έμεινε κι ο Θεόφιλος. Ένα χρόνο διαφορά έχουνε με το Δημήτρη. Μετά έμεινε κι ο Βαγγέλης (1970), αφού έμεινα κι εγώ. Μικρά ήτανε.
Όταν ανοίξανε τα σχολεία και πήρε η μάνα μου το Γιώργο και τον Κωστάκη και φύγανε, κοίταζα τη θάλασσα κι έλεγα: «Πρέπει αποκεί πίσω να είναι το νησί μου, η Εύβοια». Στενοχωριόμουνα πάρα πολύ στην αρχή. Ε, δεν ήτανε κι ό,τι καλύτερο αυτό για μένα, για ένα παιδί! Στην ουσία παιδί ήμουνα. Τους μαγείρευα, τους έπλενα… Ήμουνα τόσο μικροκαμωμένη, να φανταστείς, εκεί που μαγείρευα δεν έφτανα. Μου ’χε ένα σκαμνί ο πατέρας μου για να φτάνω. Και οι συνθήκες τι ήτανε; Ένα δωμάτιο μεγάλο, μία κουζίνα μικρούλα κι ένα άλλο δωμάτιο που κοιμόμουνα εγώ. Ο πατέρας και τ’ αδέρφια μου κοιμόντουσαν μπροστά, στο μεγάλο δωμάτιο. Σηκωνόμουνα το πρωί, φεύγανε για δουλειά ο πατέρας κι όλα τ’ αδέρφια μου, εγώ να μαγειρέψω… Μου ’λεγε ο πατέρας μου απ’ το βράδυ – παράδειγμα, φασολάδα: «Θα βάλεις το μισό λάδι πρώτα, και το υπόλοιπο μετά…». Μετά να πλένω. Δεν είχαμε πλυντήρια τότε. Υπήρχε ένα κτήριο που είχανε βρύσες και μεγάλες γούρνες, αυτές τις παλιές σκάφες, και πλέναμε εκεί. Τα ρούχα τους ήτανε πολύ βρόμικα. Του πατέρα μου απ’ τις γαλαρίες, των παιδιών απ’ τα Συνεργεία, με λάδια, με γράσα, κι όλ’ αυτά… Θυμάμαι που είχα μια βούρτσα που μου είχε πάρει ο πατέρας μου, κι έτριβα, έτριβα…, και θυμάμαι που τους έλεγε: «Τα ρούχα της δουλειάς δεν θα τα πλένει η Κατερίνα! Θα τα πλένετε εσείς!». Γιατί ήτανε πολύ σκληρά… Και τι ήμουνα εγώ; 13 χρονών ήμουνα. Όσο μπορούσανε τα πλένανε!
Σιγά σιγά εγκλιματίστηκα. Ήτανε η θεία Κατίνα του Νίκου του Γανωτή με τα 5 κορίτσια και πήγαινα εκεί, αφού μαγείρευα το φαγητό. Με μάθανε πλέξιμο, κι άρχισα κι έπλεκα για τα τουριστικά μαγαζιά. Έπλεκα μια μπλούζα τη βδομάδα κι έπαιρνα 80 δραχμές. Εκεί, μαζευόμαστε όλες, γιατί ήτανε κι άλλες από το χωριό μας το Μονόδρυ. Τα σπιτάκια, μικρά σπιτάκια, δεν είχαμε την πολυτέλεια. Ούτε τηλεόραση… Τίποτα δεν είχαμε. Τίποτα, τίποτα. Σε κάποια φάση ήταν ωραία που ήταν και τ’ άλλα τα κορίτσια. Μας έπαιρνε ο θείος ο Νίκος και επειδή ήτανε εργοδηγός, του είχανε παραχωρήσει και αυτοκίνητο, και κάθε Σάββατο μας κατέβαζε στη Χώρα. Εμένα βέβαια, όχι πάντα. Μας κατέβαζε στη Χώρα να δούμε σινεμά. Κατεβαίναμε και πιο κάτω, στην Τρα’όμαντρα, και πηγαίναμε για μπάνιο. Με τα πόδια, βέβαια, κατεβαίναμε την κατηφόρα και ανεβαίναμε μετά. Πάντως υπήρχε σεβασμός. Βέβαια δεν ήμαστε πάρα πολλά κορίτσια. 6 ήμασταν – 5 του θείου του Νίκου κι εγώ. Δεν ήμασταν άλλα κορίτσια. Ενώ υπήρχαν κι από άλλα μέρη εργάτες, δεν ήταν μόνο του χωριού μας που ήταν αρκετοί, υπήρχε σεβασμός. Δεν αντιμετωπίσαμε κάτι.
Ήμασταν όλοι σα’ μια οικογένεια. Υπήρχε η Καντίνα που ήταν μάγειροι και μαγειρεύανε και πηγαίνανε οι εργάτες και τρώγανε, και άλλοι που δεν είχαν οικογένεια, που ήτανε εργένηδες δηλαδή, είχαν έρθει μόνοι για να δουλέψουνε, και μένανε στα σπίτια της Εταιρείας, κι ήτανε η Καντίνα που μαγείρευε. Τότε ήτανε καντινιέρηδες ο Φώτης και η Φωτούλα Κωνσταντάρα, κι είχανε κι ένα κορίτσι την Ευγενία. Πιο πριν ήταν ο Κατσιρμάς. Είχε κι ένα παιδάκι, το Γιώργο. Μάλιστα δεν έτρωγε αυτό, και το ’φερνε εκεί στον πατέρα μου η μαμά του για να φάει. Η ζωή μας ήτανε αυτή. Μεταξύ μας. Δεν είχαμε άλλη επαφή με κόσμο, δεν είχαμε άλλη διασκέδαση. Εκτός απ’ το να περιμένουμε να γίνει η γιορτή της Αγίας Βαρβάρας, να μαζευτεί κόσμος, να κάνουνε ετοιμασίες… Περιμέναμε πώς και πώς το πανηγύρι που γιόρταζαν οι μεταλλωρύχοι και ερχόταν κόσμος.
Δεν βλέπαμε άλλο κόσμο, εκτός απ’ τους εργάτες. Κι από την Αεροπορία που ήτανε εκεί ψηλά, κατεβαίνανε κι αποκεί καμιά φορά τα παλληκάρια. Ήμασταν εκεί απόμερα, απομακρυσμένοι, ας πούμε. Αυτοκίνητα βλέπαμε μόνο της Εταιρείας, δε’ βλέπαμε άλλα αυτοκίνητα. Τα Γιούγκλις (EUCLID) θυμάμαι, τα μεγάλα φορτηγά που κουβαλούσανε το μετάλλευμα. Το πρωί ερχόντουσαν τα λε’φορεία, φέρνανε τους εργάτες, βγαίναμε κοιτάζαμε να δούμε κόσμο… Οι εργάτες, άλλοι φεύγανε αποδώ, άλλοι φεύγανε αποκεί, στα συνεργεία, στα αυτοκίνητα, ο καθένας όπου πήγαινε τελοσπάντων. Ερχόντουσαν δουλεύανε, φεύγανε. Θυμάμαι κι έναν κύριο –αποδώ από την Άνω Μερά, δεν θυμάμαι όμως το όνομά του– με γαϊδούρι ή μουλάρι με τα κοφίνια στα πλάγια, που μας έφερνε τα πεπονάκια τα ωραία και τα καρπουζάκια, ντομάτες, σύκα πολύ ωραία… Αυτός δυο φορές τη βδομάδα νομίζω ερχότανε. Τον θυμάμαι πάρα πολύ έντονα. Ήτανε χαρακτηριστικός τύπος. Φορούσε ένα καπελάκι ψάθινο, χοντρουλός… Ερχόταν και ψωνίζαμε και ήταν και πάρα πολύ ωραία. Πολύ γλυκά μας φαινόντουσαν. Γιατί δεν υπήρχαν και μανάβικα, έπρεπε να πάμε στη Χώρα. Ο πατέρας μου πήγαινε για κυνήγι και μας έφερνε αγριοκούνελα. Ωραία χρόνια, λίγο πιο ξένοιαστα, αλλά δύσκολα! Πολλά ατυχήματα είχαν γίνει. Δεν θυμάμαι θανατηφόρα, αλλά αρκετούς μικροτραυματισμούς. Το γιατρείο για τις πρώτες βοήθειες ήταν λίγο πιο πέρα, με την κυρα-Σοφία τη νοσοκόμα θυμάμαι.
Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια φύγαμε αποκεί. Κατεβήκαμε στη Χώρα. Βέβαια συνέχιζαν να δουλεύουν όλοι, αλλά νοικιάσαμε σπίτι στη Χώρα και μέναμε. Ωραία ήτανε στη Χώρα. Πιο κοινωνικά. Πιο ωραία. Κόσμος. Εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι ήτανε στα Μεταλλεία. Και τα δυο μικρότερα αγόρια, ο Γιώργος και ο Κωστής, τα καλοκαίρια που ερχόταν για διακοπές, δούλεψαν κι αυτά λίγο στα Μεταλλεία. Ο Κωστάκης δούλεψε πιο πολύ ως μάγειρας σε εστιατόρια.
Εγώ έφυγα από τη Μύκονο 20 χρονών. Έζησα εδώ παραπάνω από 7 χρόνια. Φεύγαμε μόνο Χριστούγεννα, για τις γιορτές, και γυρίζαμε. Τα τρία από τα αδέρφια μου παντρεύτηκαν εδώ. Ο Βαγγέλης με κοπέλα όχι Μυκονιάτισσα, αλλά δούλευαν οι γονείς της στο ξενοδοχείο ΑΦΡΟΔΙΤΗ του Καλαμαρά. Έγινε ο γάμος στη Μύκονο, μείνανε εδώ για αρκετά χρόνια και ένα διάστημα πάνω στα Μεταλλεία, με τη γυναίκα του παντρεμένος. Τον Χάρη τον γέννησε στα Μεταλλεία με το γιατρό τον Προυσάλογλου και τη Τζένη τη μαμή. Μετά φύγανε και ήρθανε στη Χαλκίδα. Ο Θεόφιλος, κι αυτός παντρεύτηκε εδώ, έμεινε στη Χώρα, πήρε αποδώ Μυκονιάτισσα, τη Μαρία του Σκεπαθιανού. Έφυγε κάποια στιγμή κι αυτός πήγε στη Χαλκίδα. Ο Δημήτρης κι αυτός παντρεύτηκε την Ιωάννα την αδερφή σου, κι έμεινε εδώ μόνιμα. Και τώρα ήρθανε και τα παιδιά μας εδώ για δουλειά, αφού δεν έχει δουλειές λόγω κρίσης…
Ο Παναγιώτης ο Λοΐζος που ήτανε το παρατσούκλι του «Λωλάδας, ήτανε πάρα πολύ καλός, με πείραζε και μου ’λεγε: «Έβρασ’ η φασολάδα; Έβρασ’ η φασολάδα;». Τον θυμάμαι πάρα πολύ έντονα. Δούλευε στο γκρέιντερ (grader). Ήτανε πάρα πολύ καλός, πολύ αγαπητός, πολύ πρόσχαρος. Στην πορεία εγίναμε και συμπεθέροι. Αξιόλογη όλη η οικογένεια, και η γυναίκα του, πολύ καλή…
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 30-05-2016]