Κυριάκος Γρυπάρης
Ο Κυριάκος Γρυπάρης («Μαυραντώνης») του Αντωνίου και της Ειρήνης γεννήθηκε το 1934 στη Μύκονο. Απεβίωσε στις 30 Απριλίου 2018. Εργάστηκε σε διάφορα πόστα (1957-1964).
Εγώ ήμουνα το πρωτοπαλίκαρο εκεί. Επέρασα από το Ζυγιστήριο, επέρασα απ’ το Χημείο – με Γ΄ Δημοτικού, 5 το απολυτήριο. Επέρασα από τα Υπόγεια, επέρασα από το Λούλο.
Που λες, ερχότανε ο Μαδούπας να ξεφορτώσομε από το βόρειο μέρος, πάντα φουρτούνα ήτανε. Ήταν και μακριά ο βράχος, κι είχενε δυο ξύλα τέτοια. Τόσο φαρδιά, 20 εκατοστά περίπου. Κι έρχεται το καΐκι εκεί, για να ξεφορτώσομε στην Πομόνα που ήθελε. Το λοιπόν, λέει: «Δυο-δυο θα την πιάνετε». Μια λαμαρίνα 80 οκάδες ήτανε η κάθε λαμαρίνα – λαμαρίνες. Λέω: «Δοκιμάστε, εγώ θα πάω τελευταίος». Δοκιμάσανε δυο, δεν εμπορούσανε να βγούνε. Ξανά άλλοι, τίποτα. Έπρεπε να πατούνε σε δυο ξυλαράκια τόσα. Το καΐκι επά’αινε απάνω-κάτω. Και βάρος 80 οκάδες η λαμαρίνα, δεν τα καταφέρανε. Λέω του καπετάνιου: «Θα τις βγάλω εγώ και τις 5, μοναχός μου! Και θα με πάρετε να με πάτε και στη Χώρα ύστερα. Δε’ θα κάτσω όλη μέρα. Το μεροκάματό μου θα το πάρω, και θα πάρω και κάτι. Εντάξει;». «Εντάξει». Βοηθάγανε τέσσερεις· δυο πίσω, δυο μπροστά. Την ήβαζα στην πλάτη μου –στην πλάτη μου!– να στέξω. Ήμουνα κι αδύνατος… Σε μισή ώρα τις είχα βγάλει και τις 5. Κάναν το σταυρό τωνε όλοι. Πολλά πράματα είχα κάμει, και μάλιστα ήμουνα το δεξί χέρι του Πρεζάνη».
Κάναμε με τον Πρεζάνη την πιο χειρότερη δουλειά. Υπήρχε μια σωλήνα από μες στο εργοστάσιο 10 μέτρα ύψος και 40 μέτρα πέρα επήγαινε ψηλά, στον ουρανό. Έπεφτε σ’ ένα σελό μέσα ο μπεντονίτης που τον αλέθαμε και τον σακιάζαμε. Έμπαινα από πάνω από τη σωλήνα, που ήτανε ένας –κυκλώνας λεγότανε– ένας ανεμιστήρας πελώριος και τράβανε το πράμα και το πήγαινε μέσα στο σελό. Η σωλήνα όμως δεν είχανε προβλέψει ότι θα παγώνει απόξω και θα γεμίζει η σωλήνα από τόση [δείχνει με τα 2 χέρια του ανοιχτά χωρίς να ενώνουν], θα γίνει τόση [δείχνει με τις 2 παλάμες ενωμένες]. Ο Πρεζάνης ετράβανε τα μαλλιά του. Λέει: «Τώρα τι θα κάνομε τώρα; Πώς θα τα κάνομε;». Λέω: «Κύριε Πρεζάνη, εγώ είμαι εδώ!», γιατί τον αγαπούσα και μ’ αγαπούσε. «Φέρε μου ένα σκοινί, του λέου, 50-60 μέτρα». Κι έπιασα κι δέθηκα από κάτω εδώ απ’ τα μπούτια μου, –την πρώτη μέρα εκουράστηκα εδώ– κι μ’ ένα άλλο σκοινάκι, από τα δυο σκοινιά αυτά που ερχότανε απάνω, το είχα περάσει στο στήθος, για να μη γυρίσω εγώ με το βάρος και πάω με την κεφαλή. Αλλά τους είχα πει ετότες: «Θα μου δίνετε 500 δραχμές για να την καθαρίζω τη σωλήνα». Έκτακτο! Το μεροκάματό μου θα τό ’παιρνα. Πάω την πρώτη φορά – φοβόμουνα κιόλας, λέω πας αργεί κι ο άλλος να του ξεφύγει το σκοινί, να πάω κάτω; Αλλά ήταν του χεριού μου αυτός που τον είχα. Ήτανε ο ηλεκτρολόγος. Αγγελόπουλος Δημήτρης λεγότανε. Και την καθάρισα τη σωλήνα. Όταν πια ετέλειωσα, δεν μπορούσα να σηκωθώ, έμεινα χάμω. Εγδύθηκα, χάμω όπως ήμουνα, κι ήβγαλα τα λασπωμένα… Αλλά, τους είχα πει: «Θα με πα’αίνετε και στη Χώρα, όποτε την καθαρίζω. Εντάξει;». «Εντάξει!». Κάθε φορά. Το μήνα μια φορά την καθάριζα.
Ήμουνα αρχηγός στο σάκιασμα όμως! Στο Λούλο, στη μηχανή που σάκιαζα το βαρύτη, το μπεντονίτη έβγαζα 1.000 τσουβάλια στην ώρα. 10 λεπτά κάνανε τσιγάρο οι α’θρώποι, όταν δούλευα τη μηχανή εγώ, κι ελέγανε: «Ποιος είναι στη μηχανή;» –που ήτανε μες στο βαπόρι οι άλλοι, στη βάρδια μου–, λέει: «Ο Μαυραντώνης!». «Ε, θα κάνομε τσιγάρο τώρα, αφού είναι ο «Μαυραντώνης». Το 1970 περίπου ήτανε τότε. Ξέρανε ότι θα γεμίζω εγώ τα τσουβάλια, κι εβάζαν κι απ’ το εργοστάσιο μέσα άλλοι εργάτες. Κι έβγαζα 8.000 τσουβάλια στο 8ωρό μου – που δεν τα ’χε πιάσει ούτε κανένας. Εδουλεύανε 5-6 κι άλλοι τη μηχανή, δεν εμπορούσανε… 4.000-4.500, εκεί. Ελέγανε: «Μα εσύ πως τα πιάνεις και βγάζεις τόσα τσουβάλια;». Εμένα ήταν το χέρι μου μηχανή. Το ’πιανα, το ’βαζα στη μηχανή, ήβγαζα το άλλο, το άλλο… κι επήγαινα μια εδώ, μια εκεί, απάνω σε δυο σωλήνες. Κι είχα τα 50 τσουβάλια δίπλα μου εδώ. Τα ’πιανα μοναχός μου κι έβαζα.
Επέρασα καλά, αλλά η σκόνη ήτανε πάρα πολλή. Δεν εβλέπαμε μπροστά μας καλά. Εγώ έπινα λίγο γάλα. Όχι όμως πολύ, κι όχι κάθε μέρα. Κι είμαι ο τελευταίος που ζει απ’ αυτή τη δουλειά. Απ’ το Λούλο. Δε’ με πείραξε τόσο πολύ. Μ’ έχει πειράξει, ο ένας πνεύμονας είναι ξερός. Αλλά τέλος πάντω’, τυχερός είμαι που την ήβγαλα [δηλ. τη σκαπουλάρησε]. Κατεβαίναμε στη μπούμα κάτω… Α, μετρούσαμε και τα τσουβάλια. Καθένας στη γέφυρα από πάνω ήστεκε, και τα μετρούσαμε. Είχαμε μηχάνημα που το πάταγες και τα μέτρανε. Εγώ τα μέτραγα και με το στόμα, για να δούμε αν πάει καλά το μηχάνημα. Η μπούμα, η άκρια της Σκάλας, ήτανε αποδώ μέχρι της Ειρήνης το σπίτι, μες στη θάλασσα κρεμασμένη, κι ήστεκες εκεί πέρα. Το εργοστάσιο ήτανε αποδώ, κι επα’αίνανε τα τσουβάλια κάτω.
Είχα κάνει και μες στα Υπόγεια, φουρνελαδόρος. Ταίρι μου είχα τον Νικολό τον «Ρούχο», τελευταία. Ξυδάκης στο επώνυμο. Δε’ ζει. Έκανα πολλές δουλειές στα Μεταλλεία. Ό,τι με βάζανε, το ’κανα. Στο Χημείο που ήμουνα, έπαιρνα πράμα απ’ το Λουρί, είχα δυο τηγάνια κι έβαζα μέσα, το στέγνωνα, το άλεθα, μου ’χανε ένα πίνακα με χαρτί γραμμένα, κι έγραφα. Έβλεπα τι μου βγάζει το μπουκάλι στο νερό μέσα, και το ’γραφα στο βιβλίο. Ήξερα να δω; Δεν ήξερα! Ούτε λογαριασμοί, ούτε γράμματα. Ερχότανε ο Martin, δρόμο ο Κυριάκος, να φύγει απ’ το Χημείο. Χημικός ήμουνα; Άμα μ’ έβλεπε τ’ αφεντικό το μεγάλο, θα βρίσκανε κι οι άλλοι το μπελά τωνε. Ο Πρεζάνης μου το ανάθεσε αυτό, για να ’μαι πιο καλά.
Εφύλαγα και τα μηχανήματα που ήτανε μέσα σε μια παράγκα· δυο μπαντελίνες τις λέ’ανε. Κι ήπεφτε το νερό –η θάλασσα– μέσα, κι αυτό χόρευε. Κι έφευγε όλο το άγονο –οι πέτρες– κι είχε σωλήνες και το ’παιρνε και το πά’αινε πάλι στη θάλασσα. Και το άλλο πήγαινε κανονικά στα σελά. Έκανα δυο και τρεις βάρδιες μαζεμένες… Μια φορά, κουρασμένος όπως ήμουνα, κι είχα βάλει την πλάτη μου στον τοίχο, όχι τοίχος, στην παράγκα –στην 3η βάρδια ήτανε αυτό–, κατά τη μία η ώρα, περνάει ο Πρεζάνης, περνάει κι ο Μουζούρης που ήτανε ο εργοδηγός, κι ο Παρασκευαΐδης. Την άλλη μέρα, μας βγάζουν αναφορά. Λέει: «Όποιος δεν άκουσε τ’ όνομά του, να περιμένει». Λέω: «Τι να ’καμα;». Δεν επήρα είδηση πως με είδανε ότι κοιμόμουνα όρθιος. Δεν επρόλαβα να τις δω. Επερίμενα. Επερίμενα. Τρεις μέρες μου δώκανε! Τρεις μέρες αργία! Κι άμα τις πάρεις τις τρεις μέρες συνεχόμενα, σε σχολάει από την Εταιρεία, χωρίς αποζημίωση, χωρίς τίποτα. Αφού με κρατήσανε και μου λέγανε, μου λέγανε…, λέω: «Τελειώσατε;». Λέει: «Ναι!». Ήτανε κι ένας οργοδηγός, ο Γανωτής, λέω: Εσείς μπορείτε να κοιμηθείτε όρθιος; Άμα μπορείτε, κοιμήσου! Κάποιος από σας που λέτε ότι με είδατε ότι κοιμόμουνα. Εγώ δεν εκοιμόμουνα! Πού με ’δατε ότι κοιμόμουνα;». «Μα, περάσαμε!». «Πότε επεράσετε; Τι ώρα, και δε’ σας είδα;». Σπάσανε το κεφάλι τωνε, δεν εμπορούσανε να πιστέψουνε ότι τους τα λέω αλήθεια αυτά. Ψέματα είπα!!! Αφού εκοιμόμουνα όρθιος! Αφού ήμουνα 3η βάρδια. 1η-2η-3η δούλεψα, γιατί δεν είχανε έρθει α’θρώποι, κι επερίμενα. Τέλος πάντω’, αθώος ο κατηγορούμενος, πήγα στη δουλειά μου, δε’ μου κάμαν τίποτα.
Εκεί στο Λούλο ήταν και τα βυτία για το πετρέλαιο που φέρναν τα βαποράκια. Υπήρχαν δυο ντεπόζιτα και τα γεμίζαμε με σωλήνες από το βαπόρι. Φύσανε ένας βοριάς, μια παγωνιά, που έπαιρνε τα βουνά ο αέρας. Είχανε έρθει ένας οδηγός μ’ ένα βοηθό, το Μιχάλη τον Κοντό (του «Νιόνιου») και οδηγός ο Φρατζέσκος Νάζος στο φορτηγό που ήπαιρνε το πετρέλαιο για να το πάνε στα Πλυντήρια. Εγώ, μου ’ρθε η μυρωδιά μέσα στο εργοστάσιο όπως ήμουνα, βρόμα πετρελαίου. «Βρε, λέω, το πετρέλαιο βρομάει, τι γίνεται;». Οι μηχανές που δίνανε ρεύμα, δίπλα μου. «Βρε, λέω, θα πάρομε φωτιά!». Τέλος πάντω’, το πετρέλαιο το πά’αινε σίφουνο ο αέρας. Έφτασε στη θάλασσα… Είχενε ένα τιμόνι η βάνα, στρογγυλό, και την είχανε σηκώσει όλη. Πότε να την πάρει η στροφή. Και γίνομαι ένα πράμα…, έσταζε και το κόκκαλό μου πετρέλαιο. Μου φέρανε ρούχα, εν πάση περιπτώσει… Το πετρέλαιο έφτασε κάτω στη θάλασσα, κι επή’α εγώ και το ’κλεισα. Αλλά, τον βάλαν τιμωρία τον Νάζο. Κι επήγαινε μπροστά το φορτηγό για να πάνε στα Πλυντήρια, και πίσω ο Πρεζάνης. Και κάνανε, αντί μισή ώρα, κάνανε μια ώρα ύστερα, για να πάνε. Επά’αινε ζιγκ-ζαγκ ο Φρα’ζέσκος στο δρόμο, για να μην του ανοίξει δρόμο του Πρεζάνη να περάσει με την κούρσα, γιατί τον είχανε έτοιμο να τονε σκολάσουνε. Κι εμεσολάβησε ο ’γούμενος τότε, ο παλιός, ο Δωρόθεος ο Στέκας – ήτανε κεφάλι μεγάλο κι ευτός. Τέλος πάντω’, τον ήβαλε τιμωρία, αλλά δεν τον εσκολάσανε. Αν ήταν άλλος και να μην είχε μεσολαβήσει ο παπάς, θα τον είχανε σκολάσει, θα ’βρισκε και το μπελά του.
Ο Δεσπότης είχε μεσολαβήσει σε πολλά. Και στα χωράφια που επαίρνανε… Εκεί στο Λούλο, κάτι χωράφια τα ’χανε καταπατήσει η Εταιρεία. γιατί εθέλανενα κάμουνε σε πιο μεγάλη απόσταση το Εργοστάσιο, την κατασκευή από πάνω που θα το σκεπάζανε για να βάλουν το μύλο από κάτω. Τέλος πάντω’, δεν τα βρήκανε, δεν τα φτιάξανε. Είχαν κάνει ένα πρόχειρο υπόστεγο, κι εφύσηξε ένας γαρμπινός καιρός, από κάτω, κι αν είχενε 100 λαμαρίνες σκεπασμένο, δεν εβρήκανε παραπάνω από 10. Τις πήρε ο αέρας κι εφύγανε.
Ήμαστε 2η βάρδια, εγώ, ο αδερφός μου ο Γιώργης, κι ο σ’χωρεμένος ο «Στόλας». Εμέναμε μέσα στο Τηγάνι, σε αντίσκηνο. Στις 11 η ώρα που σκολάσαμε, πήγαμε στη σκηνή, γδυθήκαμε, κοιμηθήκαμε. Άστραφτενε κι εγινότανε μέρα. Δεν έβρεχε ακόμα. Μετά από καμιά ώρα που είχαμε ξαπλώσει, πιάνει μια βροχή, μα βροχή! Με το τσουβάλι! Αστραπές. Βροντές… Μας παίρνει τη σκηνή ο αέρας, και μένομε μες στη μέση της παραγκαιριάς γδυμνοί-ψάρι – με τα φανελάκια, όπως ήμαστε· γίνανε παπί όλα μας τα ρούχα, τι να βάλεις μετά. Πα’αίνομε σ’ ένα χαρκιδιό, που το ’χενε ο Γιάννης ο «Γύφτος», και το παίρνομε. Ήρθε ο Γιάννης ο «Γύφτος» την άλλη μέρα, να μας πει να μαζέψομε τα πράματά μας και να φύ’ομε. Εμείς είχαμε συνοννοηθεί και οι τρεις πως δε’ θα κουνήσομε αποκεί μέσα. Θα κάτσομε εκεί, θα το ’χομε δικό μας. Και πράγματις το κρατήσαμε και το ’χαμε εμείς εκεί.
Ο σ’χωρεμένος ο «Στόλας» ο καημένος, ο Θεός σ’χωρέσ’ την ψυχή του…, εκατεβαίναμε τότε το Σαββατοκύριακο κάτω στη Χώρα, και ό,τι είχενε φαγώσιμο ο καθένας ήπαιρνε. Ο «Στόλας» ήτανε τόσο καλός ά’θρωπος… Καλός απ’ τις καλοί! Αυτός ήφερνε κάθε βδομάδα 30-35 αβγά και τά ’χενε εκεί, σ’ ένα ραφάκι από πάνω απ’ το προσκεφάλι του και μια μαχαίρα τόση! [δείχνει με τα χέρια του 50 εκ. περίπου]. Πριν να κατέβει απ’ το κρεβάτι, ήβανε το χέρι, ήπιανε έν’ αβγό, το τρύπανε απ’ τη μια, το τρύπανε απ’ την άλλη, και το ρούφανε. Εγώ ’μουνα έτσι! [Δείχνει με το δάχτυλο πόσο αδύνατος ήταν]. «Βρε Κυριακάκι, έλα να ρουφήξεις έν’ αβγό. Άμα μπορέσεις, θα σου δίνω εγώ αβγό κάθε μέρα». Το λοιπόν, με κατάφερενε, μου το τρυπά τ’ αβγό, το βάνω στο στόμα μου –πρωί πρωί–, κάνω να τραβήξω μια… Εκείνες οι μύξες… Πουφ! Στο διά’ολο! Το πέταξα τ’ αβγό, ούτε ξέρω πού πήγε. Ήβγαλα τ’ άντερά μου! Ήβγαλα τ’ άντερά μου! «Δεν είσ’ εσύ για ζωή!», μού ’λενε ο «Στόλας». Εικοσιενός χρονώ’ ήμουνε. Εκείνος ήτανε εύσωμος. Τον είχαμε επιστάτη. Ήτανε στους εργαζόμενους πολύ καλός. Κι άλλοι επιστάτες είχαμε, αλλά εκείνοι ήτανε… Άσ’ τις, ας μη τις λέμε, πεθαμένοι είναι όλοι αυτοί. Ο Ντεμένεος κι ο Σπύρος της «Μακριάς». Αυτά τα δυο ήτανε τα καλύτερα φρούτα στο Μεταλλείο. Ποιος σκύλος θα τρώει ψωμί απ’ τ’ αφεντικό και δε’ θα κουνεί την ουρά του;
Ο πατέρας σου , τότες που ήκαμενε όπισθεν με το γκρέιντερ (grader) και δεν επρόλαβε να τη δει ο ά’θρωπος τη «Συννεφιά» και τη χτύπησε και τη σκότωσε, κι ελέγανε «τώρα θα πάει φυλακή τώρα ο Λωλάδας, θα του κάνουνε, θα του δείξουνε…», ε, το ’θελε κι αυτός; Ήτανε τεχνίτης στο γκρέιντερι. Ο μοναδικός καλά καλά που έφτιαχνε τις δρόμοι. Ήταν καλός ο σ’χωρεμένος ο Παναγιώτης. Καλός απ’ τις καλοί! Αγνός ά’θρωπος. Ούτε ρουφιάνος, ούτε τίποτα. Ε, είχανε κάνει μεγάλες λαδιές οι πολλοί…
Του «Σύννεφου» ένας γαμπρός ο Δημήτρης ο Αναστασίου, ο Αγγελόπουλος ο Δημήτρης, ένας Φώτης –νεαρός ήτανε–, κι ήτανε ένας μηχανικός στ’ αυτοκίνητα – δε’ θυμάμαι τώρα ούτε τ’ όνομά του.
Ο Κολτσάκης ήτανε στο Συνεργείο για τα Υπόγεια. Λάστιχα, τέτοια μας έφτιαχνε. Είχενε ένα εργαλείο κι επέρναγε τη σωλήνα κι ένα σύρμα διπλό και το γάζωνε και το ’σφιγγε και δεν ήβγαινε με τίποτα. Μας τα ’φτιαχνε πολύ καλά.
Μέχρι την Άνω Μερά πηγαίναμε μ’ ένα αυτοκίνητο, φορτηγάκι. Αποκεί πηγαίναμε από της «Μπάραινας» καταμεσίς κι εβγαίναμε στης Μακελίνας, κι επαίρναμε το φορτηγό και μας επήγαινε “μέσα” .
Το ’64 είχαμε μια απεργία, κι όπως ήτανε αυτοί οι ρουφιάνοι, που είχανε και κάποιοι δικοί τωνε, κι επηγαίνανε να δουλέψουνε –εμείς τώρα ήμαστε ας πούμε 50 α’θρώποι κι εκείνοι ήταν 5-6– μες στο λε’φορείο, όπως φεύγεις απ’ τα Πλυντήρια κι ανεβαίνεις μιαν ανηφόρα –η πιο χειρότερη ανηφόρα ήτανε να βγεις απάνω, απέναντι απ’ της Αγίας Βαρβάρας την εκκλησία, που ’χαμε κάμει – εμείς εστέκαμε απάνω σε μια πλατφόρμα. Εμείς ήμαστε οι απεργοί. Το λοιπόν εθέλανε να βγάλουν την πλατφόρμα στην άκρια για να περάσει το λε’φορείο. Φωνάζανε αυτοί από μέσα απ’ το λε’φορείο πως δεν είχαμε το δικαίωμα να κλείσομε το δρόμο, δεν έχομε το δικαίωμα να κάνομε το ένα, δεν έχομε δικαίωμα να κάνομε το άλλο… «Εμείς το έχομε!», λέγαμε. «Είμαστε 50 κι είστε 10! Δε’ θα περάσετε!». «Θα περάσομε, λέει, και θα πείτε κι ένα τραγούδι!». Πιάνομε το λε’φορείο από τη μούρη, κι όπως ήτανε το λε’φορείο κι ανέβαινε την ανηφόρα, το γυρίσαμε προς το γκρεμνό. «Εάν δε’ βγείτε από μέσα, να φύγετε με τα πόδια να πάτε όξω, θα πάτε μαζί με το λε’φορείο κάτω στο ρέμα!». Εκείνη την ώρα, εγώ λέω από μέσα μου: «Έλα! Τώρα θα μας πιάσουν όλους να φάμε στελιάρι…». Πράγματις, τις κωλώσαμε…
Και καλά πέρασα και κακά. Ήτανε δύσκολη η ζωή ετότες. Όλες οι δουλειές ήτανε δύσκολες. Στην αρχή που δουλεύαμε στου Πρεζάνη το σπίτι, ήμουνα οργοδηγός εγώ και είχα καμιά 15αριά α’θρώποι κι εδουλεύαμε οικοδομή, φτιάχναμε το σπίτι. Ένα βράδυ, ο Πρεζάνης κι ένας άλλος μεταλλειολόγος ο Κώστας ο Δούνας –αυτοί καθότανε μπροστά, σ’ ένα αυτοκινητάκι, Ζέφυρο το λέγανε ένα κουρσάκι, εγώ ήμουνα στο πισινό κάθισμα μοναχός μου–, εκατεβαίναμε με την όπισθεν. Νύχτα, σκοτίδι! Τι να δεις με την όπισθεν, να κατέβεις; Γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει εκεί που το είχε τ’ αμάξι. Πατάει καμιά πέτρα…, και κάνει μια-δυο ένα παλαντζάρισμα, ντουμπάρει και ξανά ντούμπα, και ξανά ντούμπα! Στην τρίτη ντούμπα μένουνε οι ρόδες απάνω, με την πλάτη τ’ αυτοκίνητο κάτω, σε μια πέτρα τέτοια [δείχνει με τα χέρια του]. Με την τέταρτη ντούμπα, θα ’βγαινε στην άσφαλτο, εκεί στο μύλο του Μπόνη, στο αγροτομουσείο. Τέλος πάντω’, ο Πρεζάνης –μισό το τζάμι ήτανε κατεβασμένο–, ας ήτανε και γεμάτος, βγήκε χωρίς ν’ ανοίξει καθόλου το τζάμι. Και ο Δούνας. Κι εγώ από την πίσω πόρτα εβγήκα. Άντε τώρα, να βρούμε α’θρώποι, να πάμε να το βγάλομε, να το φέρομε ντούμπα, να το δέσομε να το πάρομε, να το φέρομε στο Λούλο, να μην το δει η Πρεζάναινα. Αλλά δεν εχτύπησε κανένας. Το πήραμε και το φέραμε στο Λούλο που ήτανε το Συνεργείο, να το φτιάξουνε. Η Πρεζάναινα ήτανε ψηλή γυναίκα. Κάθε φορά που έμπαινε μπροστά, δίπλα στον οδηγό, αν κουνούσε λίγο τ’ αυτοκίνητο, ήβρισκε η κεφαλή της στον “ουρανό”. «Μα, τώρα ψήλωσα;», έλεγε η Πρεζάναινα. Καμιά φορά, πάει το μάτι της στη λακκούβα που είχε γίνει. Ερώτανε: «Πώς και τι;», δεν της είπανε!
Το χαιρόμουνα που είχα μεροκάματο, όλος ο κόσμος το χαιρότανε, αλλά ήτανε δύσκολη η ζωή μες στα Υπόγεια. Όταν είσαι έξω είναι καλά. Μέσα στα Υπόγεια, το μέταλλο που πολεμούσαμε να βγάλομε ήτανε με τη μπάντα. Έπρεπε να μην τραβάς πολύ από το σελό από κάτω, να το ξεσκαρώνεις καλά, να ’σαι χαμηλά, να βγάζεις τα φουρνέλα στο φελόνι αυτό, για να μην έχει βάρος και ντουμπάρει και σε πλακώσει. Έτσι εσκοτώθηνε ο Γεωργίου μέσα στα Υπόγεια.
Στο μοναδικό ατύχημα που ήμουνα, ήμουνα στο Λευτέρη της Χρουσής – Ξυδάκης ήτανε. Κι ακόμα το λέου, γιατί δεν τον πήρανε τον ά’θρωπο να τον πάνε στη Χώρα, να τον πάνε σ’ ένα γιατρό, να του βάλουν οξυγόνο να μπορεί ν’ αναπνεύσει, να συνέλθει; Αφού βγήκε ζωντανός! Απόξω απ’ τα Πλυντήρια τονε φέρανε κι εκαθότανε απ’ το μεσημέρι μέχρι το βράδυ. Ο νοσοκόμος… Πόσα του λέγαμε: «Βρε, πάρτε τον ά’θρωπο να τον πάτε στη Χώρα!». Λέει: «Θα του περάσει! Θα του περάσει!». Εκείνος εξεψύχησε στο δρόμο, ο ά’θρωπος. Εκάηνε η καρδιά μου… Γιατί ήτανε, να, όπως είναι το λεμόνι τούτο ’δώ. Δεν εμπορούσε να ζήσει ο ά’θρωπος. Εδηλητηριάστηνε καλά καλά. Ευτού ήμουνα μπροστά. Γι’ άλλο πράμα, δεν είχα δει.
Στου Καπελέρη, δεν ήμουνα στη βάρδια του ετότες, αλλά δεν είχανε ξεσκαρώσει καλά τα πράγματα κι επέσαν και τις χτυπήσανε. Τώρα, πώς, τι, δεν είχα ακούσει πολλά πράματα.
Στην Αραπίνα δεν είχε αποκάτω να πάμε. Πιάναμε τη σωλήνα όπως κατέβαινε κάτω, την αγκαλιάζαμε χέρια-πόδια, κι επηγαίναμε κάτω. Κάτω που πηγαίναμε, είχε μια σχεδία με βαρέλια ανάποδα, με ξύλα ντυμένη. Κατεβαίναμε κάτω, βιδώναμε-ξεβιδώναμε· μπορεί να είχε τρυπήσει, να την κολλήσομε… Ήμουνα μαζί, βοηθός του Μουζούρη, κι αφού ετελειώσαμε εκεί μια φορά, είχαμε πάει απάνω στο εργοστάσιο, που εδούλευε η μηχανή για να φέρνει το νερό απάνω. Εκεί ήτανε κι ο Κουρούνας ο Νίκος και μας ήκανε την αναπαράσταση τότες που επαρουσιαστήκανε χωροφυλάκοι. Ο Μουζούρης εφώναζενε: «Βρε, ανάψετέ μου το οξυγόνο να δουλεύω εγώ, και συνεχίστε εσίείς». Εκείνος το βιολί του, δεν άκουγε τίποτα. Άντε-άντε-άντε-άντε, καμιά φορά ανάβουνε, και κάνει απορρόφηση η ασετιλίνη… Είχενε κάπου 70 παράθυρα το μηχανοστάσιο, δεν άφησε ούτε ένα τζαμάκι από χάμω, να βρεις να ξεφ’τιλίσεις το δόντι σου! Μερικοί είχανε πάθει τ’ αφτιά τωνε· είχανε σπάσει τα τύμπανά τωνε. Απ’ τα παράθυρα βγήκαμε ύστερα! Πού να πάμε κοντά, που ήτανε στην πόρτα το καζάνι με την ασετιλίνη και το οξυγόνο. Συνέχεια σμπάρα έκανε… Επικίνδυνες δουλειές! Γιατί δεν ήτανε και οι τεχνίτες της δουλειάς αυτής…, όλοι ήμαστε ερασιτέχνες. Και που δεν εσκοτωθήκαμε εκεί μέσα που ήμαστε, πάλι καλά! Γιατί ήτανε κρύο πολύ και ήμαστε με κλειδωμένη την πόρτα· και ήτανε τα καζάνια η ασετιλίνη και το οξυγόνο στην πόρτα ακριβώς από πίσω… Μας ήκανε ο Κουρούνας πώς επαρουσιαστήκανε ετότες κι οι άλλοι εγελούσανε. Ύστερα, όλοι, μόνο που δεν κλαίγαμε…
Ο Μαδούπας έφερνε με το καΐκι του όλα τα πράματα για το Μεταλλείο. Για να μην τα ξεφορτώνουνε στη Χώρα –δεν είχε κι ευκολίες ετότες– είχαν κάνει ένα ψευτολιμανάκι στο βόρειο μέρος, στα Πλυντήρια από κάτω, στην Τρα’όμαντρα κι εξεφόρτωνε πάντα εκεί, στο μέρος αυτό. Μια φορά, είχενε φέρει λαμαρίνες που εθέλανε να κάνουνε ένα σελό. Δεν εμπορούσανε να τις βγάλουνε τις λαμαρίνες, δυο άτομα να ’ναι μπροστά και δυο πίσω. Εκείνο, ήτανε στενό το ξύλο για να βγεις απ’ το καΐκι. Ένας ά’θρωπος, αν μπορούσε να την πιάσει τη λαμαρίνα με τα χέρια του πίσω, κι ο άλλος πάλι, πιο πέρα, που ήτανε 2 μέτρα και παραπάνω μάκρος, μπορούσανε να τη βγάλουνε – δυο άτομα να περπατήξουνε. Αλλά δε’ θαρρευόντανε, γιατί είχενε φουρτούνα κι επήγαινε το καΐκι απάνω-κάτω. Δεν ήτανε ήρεμη η θάλασσα να περπατήσεις, ήπρεπε να στηρίζεσαι καλά στα πόδια σου για να τις βγάλεις, ήτανε κι ο αέρας… Κι ετότες, ήπιασα εγώ τις λαμαρίνες μοναχός μου και του τις ήβγαλα του Μαδούπα, ανέγκαστα, σε μισή ώρα. Βέβαια, των είπα ότι «θα μου δώσετε κάτι παραπάνω, και το μεροκάματό μου!». Και ό,τι ώρα τελειώσομε, να με βάλουνε σ’ ένα τζιπ, να με πάνε κάτω στη Χώρα, να μην κάθομαι μέχρι τις 3 η ώρα. Και πράγματις, όπως τους τα ’πα, μου τα κάμανε. Ήτανε καλοί α’θρώποι τ’ αφεντικά. Κι ο Παρασκευαΐδης και ο Πρεζάνης. Με τον Martin δεν είχαμε και πολλά πράματα, γιατί δεν ξέραμε εμείς Αμερικάνικα να μιλούμε.
Μας κάνανε μάθημα που βάζαμε τα φουρνέλα μες στα Υπόγεια, δυο αδέρφια να μη δουλεύουνε μαζί. Απαγορευότανε. Δεν εδουλέψαμε ούτε μια ώρα μαζί με τον αδερφό μου. Εγώ δούλευα εδώ, ο αδερφός μου σ’ άλλη γαλαρία. Να μη σμίξουμε. Γιατί σου λέει: «Μπορεί να γίνει κάτι κακό. Να μη σκοτωθούνε δυο αδέρφια». Γι’ αυτό δε’ μας αφήνανε να δουλέψομε μαζί. Ο αδερφός μου ήτανε καλός μιναδόρος και βγάζανε λεφτά καλά. Ο Γιώρης, ο «Στόλας» και καναδυό άλλοι ακόμα.
Του «Σβέρκου» του είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη ο «Στόλας» – τον είχε βοηθό, ήτανε και συμπεθέροι, ο αδερφός του είχε την αδερφή του «Στόλα». Τον είχενε κάτω, να σου πω τώρα, ότι –με συγχωρείς– κατούρανε μες στο λάστιχο από πάνω απ’ το πηγάδι, και του ’λενε να βάλει τ’ αφτί του πως θα του πει τι θέλει, και… Πολλές πλάκες κάνανε. Όταν σκολάγαμε, κατεβαίνοντας κάτω στη Χώρα με το φορτηγό, ο «Στόλας» τον πείραζε τον «Κωσταντάρα». Οι σωλήνες που σχημάτιζαν τη σκεπή του φορτηγού ήτανε 3/4 της ίντσας. Τόση μια χοντρή σωλήνα! Τραβά ένα γροθίδι ο «Κωσταντάρας» να χτυπήσει το «Στόλα» και το ’φαγε η σωλήνα – τη στράβωσε τη σωλήνα, την ήκαμε έτσι. Γερός άντρας, πολύ, αλλά δεν είχενε τέχνη να δουλέψει. Του γκρίνιαζε του «Στόλα»: «Ε, συμπέθερε, ε συμπέθερε, μ’ έχεις ξεπατώσει να τρέχω αποδώ, να τρέχω αποκεί…». Του ζήτανε να φέρει το στρογγύλι, να το ανεβάσουνε απάνω…Γιατί εβάζανε ένα στρογγύλι από τη μιαν άκρια στην άλλη στο καμινέτο, κι ύστερα εβάζανε κι ένα μαδεράκι, αποδώ, όπως ήτανε το στρογγύλι κι επατούσε απ’ την άλλη πλευρά. Κι εβάζαν το πιστόλι εδώ, και με τη μπουκάλα το πήγαινε απάνω κι ήβαζε τα φουρνέλα.
Δούλεψα κι εγώ εκεί, σε τέτοια δουλειά. Κι αφού το ’χα ξεσκαρώσει, κι ήβαζα το τελευταίο φουρνέλο μες στη μέση, για να βάλω το σταυρό εκεί, να παίξουνε πρώτα, φεύγει ένα κομμάτι και με βρίσκει κάτω στο ποδάρι με τη γαλότσα και μου το ’σπασε το δάχτυλο. Είχαμε αρβύλες με ατσάλι μπροστά. Αφού, να σκεφτείς, τραβούσαμε τα βαγόνια που τράβανε η μηχανή, 5-6 βαγόνια, από 3 τόνοι το καθένα, και η κλίση που είχανε οι ράγες, αν τ’ άφηνες, ήφευγε ο συρμός, και δεν ήτανε ούτε ένα ούτε δυο. Να φεύγουνε τώρα 5 βαγόνια από 3 τόνοι, 15 τόνοι, κι εβάναμε το ποδάρι μας μπροστά κι ήστεκε. Αφού ήτανε ατσάλινες, δε’ μας έπιανε. Τα φορούσαμε. Δε’ μπορούσες να μη φορείς τέτοια πράματα. Ειδικά αυτοί πού ’τανε στη μεταφορά μέσα. Και κράνος με λάμπα επάνω. Στην αρχή είχαμε με ασετιλίνη κάτι λαμπάκια και τα βάναμε εδώ πάνω. Κι όλη την ώρα ήμαστε σβηστοί. Όλα τα είπαμε, θα το πούμε κι αυτό. Άμα είσαι μες στη γαλαρία και σου σβήσει η λάμπα, πώς θα βγεις όξω; Ε, άλλοι μας τά ’παν κι εμάς οι πιο μεγάλοι. Πιάναμε τη λάμπα τη βγάναμε, κατουρούσαμε μέσα στη λάμπα, τη βιδώναμε και την ανάβαμε. Και βγαίνεις όξω, αφού με το νερό ανάβει η λάμπα αυτήνη. Βράζει η ασετιλίνη μέσα και βγάζει τη σπιρτάδα και δουλεύει. Άμα δεν έχει νερό, δε’ δουλεύει, να βλέπεις να βγεις όξω! Η λάμπα είναι σαν το ποτήρι, και ξεβιδώνει, και μπαίνει η ασετιλίνη μέσα, και έχει από πάνω μια βίδα και βάνεις το νερό και τη σφίγγεις κι ανάβεις τη λάμπα και πας. Μετά φέρανε λάμπες ηλεκτρικές. Με μπαταρία. Τη σ’κώναμε στην πλάτη και το καλώδιο ερχότανε στη λάμπα πάνω στο κράνος.
Εκεί που σακιάζαμε τα τσουβάλια, το ξέχασα αυτό, είχανε φέρει κάτι ραπτομηχανές απ’ την Αμερική. Τα τσουβάλια ήτανε χάρτινα και τα ντύναμε με λινάτσα απόξω. Έπρεπε να ραφτεί το τσουβάλι απάνω. Το λοιπόν, εφέρανε εκεί 4-5 μηχανές, τ’ άλλα παιδιά εράβανε. Έρχεται μια μέρα ο Πρεζάνης, μου λέει: «Εσύ γιατί κάθεσαι και κοιτάζεις;». Λέω: «Εγώ δεν μπορώ να ράψω, με χτυπά το ρεύμα». Λέει: «Δε’ μπορεί να σε χτυπήσει το ρεύμα». Λέω: «Τώρα εσύ το λες ότι δεν μπορώ, εγώ άμα την πιάσω και με χτυπήσει το ρεύμα, θα την πετάξω, κι όπου πάει!». Λέει: «15.000 έχει, θα στη χρεώσουμε!». Λέω: «Εγώ θα την πετάξω! Στο λέου!». Πράγματις, παίρνω τη μηχανή να ράψω τα τσουβάλια και το χέρι μου πά’αινε έτσι [πέρα-δώθε]. Με χτύπησε. Της δίνω μια…
Στη Ρήνεια φορτώθηκαν 3 καΐκια μεταλλεύματος, που τα 2 βούλιαξαν.
Ερχόταν το καΐκι στο βόρειο μέρος, στα Πλυντήρια. Δε’ θυμάμαι πώς λεγότανε εκειδά το λιμανάκι πού ’χανε κάνει. Ένα στο βράχο, πιο πέρα απ’ την πομόνα. Όσο και λίγος να ήταν ο αέρας είχε φουρτούνα, έπιανε. Το μέρος αυτός είναι μες στο ‘μάτι του Βοριά’. Κι ερχόταν και ξεφορτώνανε το καΐκι ταχτικά εκεί. Δεν ήταν μια φορά. Βέβαια άλλες φορές είχε πιο βαριά πράματα, άλλες φορές πιο αλαφριά, τα πιάναμε. Ετότες, εμάζεψε όσοι εργάτες μπορούσε κι επήγαμε κάτω. Ήτανε δυο μαδέρια κοντά. Δε’ μπορούσανε δυο άτομα να πάνε τη λαμαρίνα όξω, είτε τέσσερεις να την κρατούν απ’ τις γωνιές. Κι ήπιασα εγώ και του λέω του καπτα-Γιώρη του «Μαδούπα»: «Θα τις βγάλω εγώ τις λαμαρίνες και θα με πάτε στη Χώρα ύστερα, ό,τι ώρα τελειώσω. Εντάξει;». Λέει: «Εντάξει». «Αλλά θα δώκετε κάτι παραπάνω για τον κόπο μου. Όχι το μεροκάματο μόνι». Γιατί το μεροκάματο τότες ήταν 50 δραχμές. Τα κανονίσαμε. Μπαίνω μες στο καΐκι, ετοιμάζω την πλάτη μου, γυρίζω, πιάσανε δυο από τη μια και δυο από την άλλη, μου τη ζυγίσανε απάνω στην πλάτη μου καλά. Ε, ξεκίνησα και περπατούσα σιγά-σιγά-σιγά-σιγά, γιατί πρέπει να ’χεις ισορροπία καλή. Έβγαλα την πρώτη, δυσκολεύτηκα. Λέω: «Η δεύτερη θα ’ναι πιο καλά». Και τις έβγαλα μετά όλες τάκα τάκα. Δε’ θυμάμαι, έξι ήτανε; Έξι πρέπει να ’τανε. 80 οκάδες ήτανε το βάρος της κάθε λαμαρίνας. Τις έβγαλα, έκατσα λιγάκι εκεί πέρα, ύστερα ήρθε κάποιος από πάνω απ’ τα Πλυντήρια και λέει ο καπτα-Γιώρης: «Πάρ’ τον Κυριάκο, και άντε να τον πας στη Χώρα!».
Είχα πάθει κι ένα άλλο που δε’ στο ’πα εκείνη τη μέρα. δε’ μπορούσα να τα βάλω και όλα στο μυαλό μου. Φέρνανε τον μπεντονίτη από τη Μήλο. Ο μπεντονίτης ήτανε, άμα πέσει νερό, είναι σα’ σαπούνι να πατήσεις να κάνεις τσουλήθρα. Και είχα ένα γέρο μπροστά κι εγώ πίσω. Κρατούσαμε ένα ξύλο στρογγυλό που τα βάζανε για να στήσουνε το στέγαστρο εκεί στο Λούλο. Ήτανε βρεμένα, γλιστράμε και πέφτομε κάτω και οι δυο. Εγώ χτύπησα στο κεφάλι, πιο πολύ απ’ το γέρο. Ζήτησα νερό, λέει ήπια πολύ νερό, αλλά δεν το θυμόμουνα. Με φέρανε κάτω στη Χώρα, και αφού συνήρθα λιγάκι, βλέπω ότι φορούσα πιτζάμες. Λέω: «Βρε, πού είμαι; Γιατί φορώ πιτζάμες;». Δεν είχα αισθανθεί τίποτα. Και μου ’πανε ότι είχα πέσει στον Λούλο. Ότι γλιστρήσαμε και πέσαμε. Λέει: «Θυμάσαι με ποιον ήσουνα;». Λέω: «Μοναδικός ο γέρος ο Σκεπαθιανός. Ο μπαρμπα-Νικόλας. Αυτοί τις είχενε στη γέφυρα ο Πρεζάνης και τη βάφανε. Το Σκεπαθιανό και το «Γερασιμάρα», έναν άλλονε. Ε, πέρασε αυτό. Δεν πήγα πουθενά. Εδώ στη Μύκονο την ήβγαλα. Συνήρθα.
Μετά ήμουνα εγώ στη μηχανή που σάκιαζα τα τσουβάλια, αλλά πολλές φορές με παίρνανε και πά’αινα μαζί με τον Μουζούρη να βοηθώ κάτω στην πομόνα. Ήταν σαν πηγάδι που είχε κατέβει η σωλήνα, μια στρογγυλή σωλήνα. Και κάτω, μέσα στη θάλασσα, είχαμε κάνει μια πλατφόρμα απάνω στα βαρέλια κι ήστεκε. Κι όπως αγκαλιάζαμε τη σωλήνα για να πάμε κάτω, πα’αίναμε και καθόμαστε κάτω εκεί και δουλεύαμε. Και άμα ’θελε να ετοιμαστούμε να βγούμε, είχενε ανεμόσκαλα με σκοινί – σκοινένια. Ε, τώρα, στον κατεβασμό πά’αινες ωραία κάτω. Απάνω δεν ανεβαίνεις μόνο με τη σωλήνα.
Εκεί πέρα ήτανε κι ο Νίκος ο Κουρούνας – πιο πριν ήτανε χωροφύλακας στη Μύκονο. Ήτανε μια χιονιά εκείνη την ημέρα, κι είμαστε μες στο εργοστάσιο στην πομόνα, ίσαμε 7-8 άτομα. Περίπου 70 παράθυρα είχε τζαμένια. Κι ήτανε η μπουκάλα το οξυγόνο και το καζανάκι ασετιλίνη δίπλα. Φώναζε ο Αντώνης ο Μουζούρης που ήθελε το εργαλείο ν’ ανάψει: «Βρε, βάλτε φωτιά! Ανάψετέ μου, και μετά λέτε τα δικά σας». Ο Κουρούνας έλεγε: «Όχι, κάτσετε να πούμε την ιστορία». Καμιά φορά, με τα πολλά, ανάβουν το οξυγόνο, και κάνει απορρόφηση το καζανάκι η ασετιλίνη, και ήτανε στην πόρτα, δεν μπορούσαμε να βγούμε από την πόρτα. Απ’ τα παράθυρα βγήκαμε ύστερα κι εφύγαμε. Βρε παιδιά, για νά’ βρισκες ένα τόσο κομματάκι τζάμι απόξω δεν υπήρχε πιθανότητα. Ευτυχώς δεν επάθαμε ζημιά. Καναδυό επάθαν’ τ’ αφτιά τωνε.
Έκανα και στο Ζυγιστήριο. Επερνούσαν τ’ αυτοκίνητα, τα ζύγιζα, κι εκαθόμουνα και στο τηλέφωνο. Αλλά δεν εμπορούσα να μείνω κιόλας εκεί, γιατί ερχόταν οι μεγάλοι… Σου λέει: «Ποιος είναι στο Ζυγιστήριο;». «Ο Κυριάκος». Πας ήξερα γράμματα; Ε, καλά εντάξει. Ήξερα να γράψω τα νούμερα. Έκανα εκεί κάνα χρόνο, αλλά πήγαινα-ήφευγα, πήγαινα-ήφευγα. Ήμουνα μέσα στα Πλυντήρια στο Χημείο. Ήπαιρνα από πάνω απ’ τα λουριά το ψιλό, ήπαιρνα χοντρό και είχαμε ‘τηγάνια’ και μάτια με ρεύμα και τα ’βαζα απάνω και τα τηγάνιζα για να στεγνώσει, να το αλέσω, να βάλω μες στο μπουκάλι πόσα γραμμάρια έπρεπε. και να δω τα νούμερα. Μου ’χανε ένα χαρτί γραμμένα, κι ήβλεπα του χαρτιού με του μπουκαλιού, και τα ’γραφα και τα ’βαζα εκεί. Αλλά δεν μπορούσα να κάτσω και στο Χημείο με Δημοτικού χαρτί. Στον Πρεζάνη έμενα, δε’ μου μιλούσε ο άνθρωπος, γιατί πολλές φορές ήθελε να μείνω και πιο ξεκούραστος για να κάνω τις πιο βαριές δουλειές.
Μετά, αφού μπήκε μπροστά το εργοστάσιο στο Λούλο, κι εδούλευενε, εδουλεύαμε περισσότερο τον βαρύτη. Μετά φέρανε και τον μπεντονίτη. Ήτανε το ξηραντήριο από πάνω. Τροφοδοτούσε με το φορτωτάκι, δούλευε ο φούρνος, το στέγνωνε, κι ήπεφτε κάτω στο Τριβείο, το άλεθε, και το ’κανε αλεύρι, σαν πούντρα. Αλλά η θερμοκρασία η έξω με τη μέσα στη σωλήνα –ήτανε πιο φαρδύ απ’ του βαρελιού το μέγεθος–, με το κρύο απόξω, ζέστη μέσα, έπιανε η σωλήνα κι εστένευε, και δεν το πήγαινε το πράμα αλεσμένο απάνω εκεί που θέλαμε. Μιλάμε ήτανε ένας ανεμιστήρας κάτω –το κάθε φτερό ήτανε πιο πολύ από μια οργιά– και γύριζε αυτό και το πήγαινε ο αέρας απάνω απ’ το εργοστάσιο κι ήπεφτε σε σελό. Εν τω μεταξύ τότες έλεγε ο Πρεζάνης: «Πώς θα τα κάμομε;» – φωνές και στεναχώριες. Είχα πάει μαζί απάνω στον κυκλώνα εκεί που το πάγαινε κι ήπεφτε. Λέω: «Κύριε Πρεζάνη, θα το φτιάξομε. Μη στεναχωριέσαι! Άμα είμαι κοντά σου, θα γίνει η δουλειά». «Και πώς θα τα κάμομε; Και πού θα πάμε;». Τέλος πάντω’, λέω: «Φέρτε μου ένα σκοινί», – γιατί ήτανε καμιά εξηνταριά-εβδομήντα μέτρα η σωλήνα αυτή. Αποκάτω 10 μέτρα, κι απάνω ύστερα πά’αινε 40 μέτρα. Ε, δε’ μπορεί να ’ναι και τσίμα-τσίμα το σκοινί. Ήθελα κι ένα περιθώριο για να δεθώ. Πάνε, φέρνουνε το σκοινί, ανοίγουμε ένα παράθυρο που είχενε βιδωμένο, και ξεκινώ. Εδέθηκα τώρα εγώ με το σκοινί εδώ στα μπούτια. Κι ένα άλλο σκοινάκι γύρω στο θώρακα για να μη γείρω με το βάρος μου, γιατί κολλούσε το “σαπούνι” απάνω μου . Την πρώτη μέρα έκαμα πολλή ώρα να τελειώσω. Κουράστηκα σε αφάνταστο σημείο – τα σκοινιά με κόψανε στα μπούτια περισσότερο. Εν τω μεταξύ είχαμε συμφωνήσει με τον Πρεζάνη, τ’ αφεντικό, να την καθαρίζω τη σωλήνα και να φεύγω. Να παίρνω το μεροκάματό μου και να μου δώσουν έξτρα και 500 δραχμές. «Εντάξει;». «Εντάξει!». Έπειτα όμως εγώ, στη δεύτερη δόση, είχα κάνει ένα καθισματάκι, με δυο τρύπες να περνούν τα σκοινιά και καθόμουνα απάνω, και το άλλο σκοινί στην αμασχάλη κι ένα μυστρί που έξυνα γύρω-γύρω-γύρω-γύρω. Αυτό έφευγε κι επήγαινε κάτω, κι ήτανε άλλοι α’θρώποι από κάτω και τα μαζεύανε, να το ξαναπάνε πάλι πίσω, να στεγνώσει για να το αλέσει. Μετά από το δεύτερο σωλήνα επήγαινα ρολόι. Μπορώ να σου πω ότι σε δυο ώρες ήμουνα κομπλέ.
Πέρασα καλά μαζί τωνε. Ήμουνα στη μηχανή. Ερχότανε βαπόρι στις 12 η ώρα τα μεσάνυχτα, έδενε εκεί στο Λούλο, παίρναν τον Πρεζάνη τηλέφωνο: «Το βαπόρι ήρθε». Χτύπαγε την πόρτα: «Κυριάκο, σήκω!». Μ’ έπαιρνε κι επα’αίναμ’ απάνω, να πιάσω εγώ να σακιάζω για να ρίχνουνε στο βαπόρι. Δούλευα εκεί, και στην αρχή βέβαια δεν ήπιανα 8.000 τσουβάλια που σου έχω πει. Αλλά μετά από κάνα μήνα, ενάμιση, δε’ μ’ έπιανε ά’θρωπος στο γέμισμα. Δεν επρολάβαιναν να μου φέρουν τη ντάνα με τα πενήντα σακιά εκεί, και τά ’πιανα, και σούρτα-φέρτα, με το σωλήνα που ήτανε πάνω το κάθισμα, πήγαινα μια δεξιά, μια αριστερά. Δεν ήτανε σταθερό το κάθισμα. Σε δυο σωλήνες απάνω ήτανε κι επορπατούσε. Δούλευα σκληρά κι έπαιρνα και πριμ, σύμφωνα με τα τσουβάλια που έβγαζα. Ο «Λάτος», ο Νικόλας, τώρα τελευταία ήπιασε γύρω στις 5.000. Δεν είχενε περάσει παραπάνω από 5.000 το 8ωρο κανένας. Εγώ –το’χανε να το κάνουνε– βλέπανε πώς το δουλεύω, δεν μπορούσανε να με πιάσουνε, να βγάλουνε τόσα σακιά. Έβγαζα 8.000 τσουβάλια στο 8ωρο, και τους άφηνε και 10 λεπτά στην κάθε ώρα να κάνουν ένα τσιγάρο.
Κι εδουλέψαμε ωραία. Δουλέψαμε καλά. Αλλά σκόνη. Σκόνη πάρα πολλή. Μπροστά σου δεν έβλεπες, ήταν κι ο αέρας… Δε’ φορούσα ούτε μάσκα ούτε τίποτα. Αφού με την αναπνοή γέμιζε η μάσκα. Τι να την κάνω; Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Άλλη φορά δούλευα στο Λουρί απάνω να μετράω τα τσουβάλια. Δεν εκουβάλαγα ποτές εγώ να πιάσω από την Αποθήκη να βάνω… Τους τα ’χα πει: «Εγώ δεν πιάνω! Εγώ θα γεμίζω και θα βάζουν οι άλλοι». Οι άλλοι εβάζανε όμως απάνω στη μηχανή γιατί δεν ήτανε κουρασμένοι. Αλλιώς δούλευα εγώ, αλλιώς δούλευαν αυτοί. Ήταν πολλοί που δουλεύανε: Ο Γιάννης ο Σκουλάξινος ο «Αντωναράς» του Ζαννή ο αδερφός, ο Χαραλάμπης ο Χειμωνάς ο «Μποντίκας», ο Νικόλας ο Μονογυιός ο «Λάτος», ο Γιάννης ο Κοντιζάς ο «Γλύ’σης», που πέθανε τώρα πρόσφατα, κι ο αδερφός του ο Μανόλης. Στη μηχανή δεν εδουλεύανε άλλοι, εμείς εδουλεύαμε.
Απ’ τον Πιάτυ (= Πλατύ) Γιαλό ερχόντανε χωριανοί να ξεφορτώσουνε το βαποράκι που ερχότανε στο λιμανάκι από κάτω. Γιατί δεν υπήρχε μέσον πώς να το ξεφορτώσουνε, το ξεφορτώνανε με ’σιμπίλια το χύμα υλικό, τον ακατέργαστο μπεντονίτη. Αλλά τους ήπαιρνε και στο εργοστάσιο που ερχόταν το βαπόρι για να φορτώσουνε τα έτοιμα σακιά. Τα χάρτινα σακιά τα βάζανε και σε λινάτσα και τα ράβανε. Είχενε δυο-τρεις που τα ράβανε.
Ήμαστε μια μέρα μαζί με τον Πρεζάνη εκεί, καθόμουνα εγώ κι επερίμενα να πάω στη μηχανή να δουλέψω. Μου λέει: «Εσύ, γιατί δεν πιάνεις τη μηχανή να ράψεις;». Λέω: «Κύριε Πρεζάνη, με χτυπάει το ρεύμα». Λέει: «Για πιάσε, δοκίμασε!». Λέω: «Άμα με χτυπήσει το ρεύμα, θα την πετάξω!». Την είχανε φέρει απ’ την Αμερική τη μηχανή. 10.000 δολάρια μου ’πε τότες πως έχει. Λέω: «Δε’ με κόφτει όσα και λεφτά να ’χει, εγώ άμα με χτυπήσει το ρεύμα, θα την πετάξω, κι όπου πάει!». Πράγματις, πάω το πρώτο τσουβαλάκι να ράψω, άρχισε μούδιαζε το χέρι μου, μέχρι που το ηστάνθηκα δυνατά. Την πέταξα, δεν την ξανάπιασα. Την πέταξα! Έφυγε απ’ τα χέρια μου αποδώ μέχρι εκεί απέναντι. Δε’ μου χρέωσε ποτέ τίποτα. Τόσα και τόσα τους δούλευα.
Κοντά στην Αγία Βαρβάρα έχουνε βάλει και μια πλάκα κι έχουνε γράψει αυτούς που έχουν σκοτωθεί κι αυτούς που έχουν πεθάνει απ’ τα πνευμόνια τους. Ο σ’χωρεμένος ο «Στόλας», επέθανε στο σπίτι του, αλλά είχε την πάθηση. Ο Γεωργίου ο Βαγγέλης –εγώ τότες ήμουνα στην Αθήνα που σκοτώθηκε αυτός– τον μαζέψανε κομμάτια-κομμάτια, όχι ολόκληρο το πτώμα του.
Εγώ δούλευα στη Βαθιά Λαγκάδα κι επηγαίναμε μια βδομάδα ο καθένας γιατί ήτανε δύσκολο τελευταία το φελόνι. Στο Μ1, μόλις πιάνεις την ανηφόρα, αυτή ήτανε φόβος-τρόμος. Άμα σου λέγανε να πας, προτίμας να φύγεις, να μην πας. Γιατί όπως ήτανε η γαλαρία έτσι, οριζόντια, που είχανε κάνει τα λούκια από κάτω, το φελόνι είχε κλίση. Από πάνω ήτανε άγονο, από κάτω του άγονο. Βάζαμε φουρνέλα, αυτό έπεφτε. Είχε και πηλό μέσα κι έπεφτε. Και φοβόταν ο κόσμος πάρα πολύ στο Μ1. Είναι η πρώτη όπως πάμε για να πάμε στα Πλυντήρια στο δεξί μας χέρι, ψηλά. Εκεί είναι το Μ1. Κι έχει άλλη από κάτω ίσα ίσα με τη θάλασσα. Απέξω είναι ίσα ίσα με τη θάλασσα και τη δουλεύανε κι ήταν κι εκείνο δύσκολο. Δεν εμπορούσανε να το βγάλουνε εύκολα το μετάλλευμα.
Στη Βαθιά Λαγκάδα εκάνανε ένα πηγάδι, μπορεί να το ’χανε πάει και είκοσι μέτρα, και δεν είχανε βρει τίποτα. Στεγνό. Δεν πιστεύω να ’ναι 80 μέτρα, αλλά είναι βαθύ. Εμπήκε νερό που κόντευε να τις πνίξει κιόλας τις α’θρώποι που ήτανε μέσα. Εβγήκανε δηλαδή του σκοτωμού, να προλάβουνε. Αποκεί και πέρα δεν εμπορέσανε να το σταματήσουνε το νερό. Έβγαζε η πομόνα από μέσα νερό τόσο , και δεν προλάβαινε. Όμως, αν είχανε πάει το πηγάδι στα 50 μέτρα, μπορώ να πω ότι τα 20 μέτρα ήταν κάτω από τη θάλασσα, και τα 30 ήταν το υψόμετρο που ’χαν ξεκινήσει για να πάει. Δεν το τελειώσανε. Εκεί ήτανε ο Γιάννης ο Πλουμιστός ο «Κριός», ο αδερφός του ο Κωσταντής, ο Λοΐζος. Είχανε δουλέψει στην αρχή του πηγαδιού. Μετά που βλέπανε τα ζόρια, φεύγανε. Δεν εγουστάρανε να πάνε.
Τον Καρβουνιάρη θυμάμαι που σκοτώθηκε στη Βαθιά Λαγκάδα. Έφυγα εγώ το Σάββατο, τελείωσε η βάρδια μου, κι επήγε ο Καρβουνιάρης τη Δευτέρα, κι ήταν ο τυχερός. Το πρώτο ατύχημα ήτανε.
Στον Λούλο, κάνανε μία γέφυρα που θα το ξεφορτώνανε με γερανό και βάζανε το φορτίο που θα σήκωνε, δοκιμή, και πέφτει η γέφυρα, εχτύπησε ο Πρεζάνης κι ο «Κοντολέων», ο Ντρουφάκος ο Ηλίας. Του είχε φύγει το δέρμα απ’ το μισό κεφάλι του κι είχε φτάσει στ’ αφτί. Ένα δάχτυλο χοντρό ήτανε το δέρμα του. Είχε μείνει σκέτο το καύκαλο. Και ήρθανε μηχανήματα από τη Σύρο και βγάλανε ακτινογραφίες κ.λπ., το ράψανε, εδώ στη Μύκονο, δεν έφυγε να πάει στην Αθήνα. Ο Πρεζάνης δεν είχε χτυπήσει πολύ.
Στο Τηγάνι εμέναμε σε σκηνές χειμώνα-καλοκαίρι. Δουλεύαμε στις γαλαρίες και το βράδυ κοιμόμαστε στις σκηνές. Ούτε ένας ούτε δυο. Ήμαστε πολλοί α’θρώποι. Ήταν πολλές οι σκηνές. Ήταν ένας, ο Γιάννης ο Ασημομύτης, «Γύφτο» τον ελέγανε, κι είχε ένα μπαραγκάκι, το χαρκιδιό του ήτανε εκεί. Εσχολάσαμε τώρα εμείς στις 11 η ώρα τη νύχτα, από το 2 κι επήγαμε να πάμε στο Τηγάνι να κοιμηθούμε. Ο καιρός ψιχάλιζε, και βοριάς πάρα πολύ δυνατός και κάτι αστραπές, ήβλεπες σαν να ’τανε μέρα την ώρα που άστραφτε. Για μια στιγμή, όπως ήμαστε μέσα στη σκηνή, εγώ, ο Γιώρης ο αδερφός μου κι ο «Στόλας», κάνει μια έτσι η σκηνή προς τα κάτω και σηκώνεται, πανταπάει η σκηνή… Μας την παίρνει κι εμείναμε μες στην παραγκαιριά έξω, γδυμνοί. Αφού μείναμε μες στην παραγκαιριά, τώρα πού να πάμε; Κοιτάζαμε όταν άστραφτε κατά πού να πάμε. Να βαδίσομε σ’ ένα μέρος να βρούμε μια άκρια. Τέλος πάντω’, με τα πολλά, βλέπομε την παράγκα. Λίγο-λίγο-λίγο-λίγο επήγαμε στην παράγκα, εμπήκαμε μέσα, δεν την είχε και κλειδωμένη ο ά’θρωπος με κλειδιά, αλλά την πιάσαμε και δεν εξαναβγήκαμε αποκεί. Μέναμε μες στην παράγκα.
Το Σαββατοκύριακο κατεβαίναμε στη Χώρα, να εφοδιαστούμε με τρόφιμα, να τη βγάλουμε όλη τη βδομάδα. Δεν είχαμε δρόμο να μας πάει ώς εκεί. Αργότερα, τα φορτηγά μας αφήνανε στης «Μπάραινας» κι εμπαίναμε σταυρωτά κι εβγαίναμε στης «Μακελίνας». Αποκεί περνούσε το φορτηγό και μας πήγαινε στα Πλυντήρια, στο Λούλο, στο Τηγάνι.
Εγώ πάντως, κάνα χρόνο θα την ήβγαλα εκεί στο Τηγάνι. Μετά κάνανε στα Πλυντήρια τα σπίτια κι εμένανε κι εκεί. Στην αρχή πάλι παράγκες και σκηνές. Τα σπίτια λίγα λίγα τα κάνανε μετά. Ο Γιάννης ο Σιδερής ήταν ο εργολάβος. Ήταν και κουμπάρος μου. Είχε βαφτίσει την κόρη μου τη μεγάλη. Τότες ήταν μωρό, και του λέω του μαστρο-Γιάννη: «Μαστρο-Γιάννη, έχω ένα μωράκι. Είσαι να μου το βαφτίσεις;». Χάρηκε ο ά’θρωπος και μου το βάφτισε.
Σχετικά με τις απαλλοτριώσεις, γρινιάζανε προς το Λούλο, αποκεί μεριά. Μέσα ’κεί δεν ήταν και πολύ καλά χωράφια, ήταν όλο παραγκαιριές. Όταν κόψαν τις δρόμοι, τα λεφτά τα βάζανε σ’ ένα ταμείο για να πάρει ο άλλος τα λεφτά του. Ο δρόμος έγινε όμως. Από τα Πλυντήρια ώς το Λούλο. Και ήτανε ο σ’χωρεμένος ο πατέρας σου, κι εδούλευε το γκρέιντερ κι ήφτιαχνε το δρόμο σούρτα-φέρτα, σούρτα-φέρτα εκεί, τον ήκανε ακόνι. Θεός σ’χωρέσ’ την ψυχή του, ο καημένος ο Παναγιώτης. Ένας ήτανε. Άλλος δε’ μπορούσε να δουλέψει έτσι. Δεν ήπιανε και κανένας. Ήτανε ο μοναδικός που το δούλευε το γκρέιντερ. Φορτωτές δουλεύανε κι άλλοι, αλλά το γκρέιντερ δεν το ’πιανε κανένας. Ήτανε ο πατέρας σου ο μοναδικός Παναγιώτης, ο «Λωλάδας». Τέλος πάντω’, φύγανε πολλοί α’θρώποι. Τώρα έρχεται η σειρά μας αλλά τι να κάνομε, ό,τι θέλει ο Θεός.
Πολλές φορές εγίνανε απεργίες, αλλά μία το ’64 ήτανε γερή. Εμείς ήμαστε με τα πόδια,. Τον δρόμο τον ανεβαίναμε όπως φεύγει απ’ τα Πλυντήρια για να πάει “μέσα”, προς το Τηγάνι, είναι μια κατηφόρα ο δρόμος, κι ύστερα είναι η πιο μεγάλη ανηφόρα ν’ ανεβεί για να πάει κάτω. Κι ήμαστε στην ανηφόρα εκεί και ήρθανε οι απεργοσπάστες να περάσουν με το λεωφορείο. Είχαμε το Σωματείο ετότες, ο Μοσχόπουλος πρόεδρος, ο Πιπεργιάς γραμματέας; Λέει: «Δε’ θα περάσετε!». «Θα περάσομε και θα πείτε κι ένα τραγούδι!». Λέει ο πρόεδρος: «Επιχειρήσετε, και τότες θα δούμε αν περάσετε!». Εμείς ήμαστε απόξω 50, ήτανε μες στο λεωφορείο 5, για να πάνε να δουλέψουνε. Όλο επικεφαλήδες ήτανε – οι επιστάτες. Ξεκινούνε να κάνουνε τον ανήφορο, βγαίνουνε μες στη μέση του δρόμου οι α’θρώποι, του λέει το Σωματείο: «Σβήσε τ’ αυτοκίνητο και φύγετε! Ειδαλλιώς, την κατηφόρα τη βλέπετε; Στη θάλασσα θα πάτε αποδώ! Με το λε’φορείο!». Φωνάζανε οι απεργοσπάστες μέσα, κι ήτανε η κλίκα… Πιάνουν το λε’φορείο απ’ τη μούρη, και το σηκώνουν και το γυρίζουν με τη μούρη κάτω. Εγώ εκείνη την ώρα, μια μαχαιριά να μου ’δινες στην καρδιά μου, δε’ θα ’βγαζα αίμα. Λέω: «Λες, να ’χομε εδώ τέτοια επεισόδια;». Αλλά ευτυχώς, όπως το ’χανε γυρίσει προς τη θάλασσα το γυρίσαν κι επήγε πίσω. Δεν εδουλέψανε.
Η πιο μεγάλη απεργία ήταν αυτή, 18 μέρες είχαμε κάμει ετότες. Τις θυμάμαι, δα… Ζητούσαμε λεφτά και καλύτερες συνθήκες εργασίας, γιατί ήτανε ανθυγιεινά πάρα πολύ. Ήμπαινες στεγνός κι ήβγαινες βρε’μένος. Και επίφοβα δουλεύαμε. Δεν ήτανε να πεις ότι ήμπαινες μέσα κι εδούλευες σε μια ευθεία γαλαρία που δεν έχει φόβο να πέσει να σε πλακώσει. Ε, φωνάζανε, γρινιάζανε… Ο Πρεζάνης τα βόλευε, ας πούμε. Αλλά τότες ήρθε κι ο Αμερικάνος ο Martin εκεί. Εγώ έφυγα κιόλας από κείνη την απεργία και δεν ξαναπήγα. Έφευγα· μπορεί να ’φευγα ένα μήνα, ύστερα πήγαινα πάλι γιατί με θέλανε. Αλλά η απεργία ήταν απεργία. Και στο Λούλο δούλευα εγώ “γραμμή”. Καλά. Το ’64 έφυγα για πάντα κι επήγα στην Αθήνα.
Το ’55 πιάσανε δουλειά. Το ’55-’56 πήγα εγώ. Είχα 109 αρθιμό. Βάλανε μετά 100 νούμερα απάνω και είχα εγώ 209. Αλλά είχανε και μικρά νούμερα. Δεν πήγα απ’ την αρχή εγώ βέβαια. Ο αδερφός μου ο Γιώρης είχενε μικρό νούμερο. Κι ο «Στόλας», και άλλοι, γιατί ήτανε από την αρχή. Ο Γιάννης ο «Γύφτος» είχενε το 5, γιατί ήτανε στη στεριά και ήφ’ιαχνε κασμάδες. Ο μπαμπάς σου δε’ δούλεψε στα Υπόγεια μέσα. Ήτανε οδηγός στην αρχή στο τζιπ και πηγαινόφερνε τ’ αφεντικά στα Μεταλλεία. Δούλεψε σε φορτηγό, σε φορτωτές… Το γκρέιντερ ήτανε η περισσότερή του δουλειά.
Μας είχανε κάνει μάθημα, κουβεντιαστά, «δυο αδέρφια, δυο ξαδέρφια, συγγενείς δηλαδή, απαγορευότανε». Να δουλεύω εγώ τώρα με τον αδερφό μου το Γιώρη, που ήτανε ένας μιναδόρος από τους πρώτους κι ήβγαζε λεφτά! Ε, όποιος βοηθός επήγαινε μαζί του, ήπαιρνε λεφτά ζωντανά. Απαγορευότανε όμως να δουλέψω εγώ μαζί του. Γιατί, κάτι να γινότανε, σκοτωνότανε και τα δυο αδέρφια. Σου λέει: «Γιατί να σκοτωθούνε δυο αδέρφια;».
Ο Ξυδάκης ο καημένος, τον ήπιασε μέσα η κάπνα, κι εβγήκε όπως είναι το λεμόνι. Τον θυμάμαι δα, σαν να ’ναι ίδια ώρα. Καθότανε στην Καντίνα απέξω σε μια πεζούλα και δεν έκαναν τίποτα να τον πάνε στη Χώρα ούτε να ’ρθει γιατρός εκεί να του δώκει πρώτες βοήθειες, τίποτα! Το πήραν αψήφιστα αλλά ο ά’θρωπος είχε δηλητηριαστεί. Δεν εμπόρεσενε να αντιμετωπίσει τη δηλητηρίαση αυτή και κατήντησε να πεθάνει τσάμπα και βερεσέ. Που αν τον κατεβάζανε στη Χώρα, να τον πάνε σ’ ένα γιατρό, να του βάλουνε οξυγόνο, θα τον σώζανε. Είχαμε γιατροί. Ήτανε ο Αμερικάνος, ήτανε ο Αθανάς ο Προυσάλογλου, ο Μενέλαος. Του νοσοκόμου ήτανε το λάθος. Και των αφεντικών. Γιατί να μην πούνε: «Πάρτε τον και πηγαίνετέ τον κάτω στο γιατρό»; Δεν ήτανε αμαρτία; Άλλο να χτυπήσεις και να πας μια κι όξω, άλλο… Άδικα πήγε το παιδί.
Ο «Λάτος», μπορεί τώρα να δουλεύαμε μια βάρδια μαζί, κι εμένα με κρατούσανε υποχρεωτικά να δουλέψω και 3η βάρδια. Τού ’λεγα: «Νικόλα, άντε απ’ το σπίτι πέρασε, και πες ότι θα κάμω κι άλλη βάρδια». Ένα πακέτο τσιγάρο, στο «Λάτο». Ή μεσημέρι ήτανε που ’θε’ να σκολάσω στις 3 να ’μαι στις τρεισήμισι στη Χώρα είτε στις 11 το βράδυ, με εξυπηρετούσε. Ετύχαινε στο Λούλο εγώ να κάνω και τρεις βάρδιες. Δε’ με στεναχωρούσε! Δεν κουραζόμουνα! Δούλευα. Ήταν καλός ά’θρωπος ο «Λάτος», ο Θεός σ΄χωρέσ’ του.
Το κράνος είχε μια θήκη επάνω κι είχαμε κάτι λαμπάκια τόσα όσο είναι το μισό ποτήρι κι απάνω είχε κάτι σαν εμαγέ κι εχτύπανε το φως και ήβλεπες μες στη γαλαρία. Ε, άμα είσαι μες στη γαλαρία και σου σβήσει –γιατί αφού του βάζεις το νερό, δεν κρατάει όλη τη βάρδια– πώς θα βγεις, αν είσαι 100 μέτρα μες στη γαλαρία; Η μόνη λύση ήτανε να κατουρήσεις μες στη λάμπα. Κι είχενε απάνω πέτρα με αναπτήρα, κι αφού κατουρούσαμε μες στη λάμπα, το κλείναμε, το ανάβαμε και πα’αίναμε στη δουλειά μας. Γιατί δεν υπήρχε το νερό μέσα στις γαλαρίες να βάλεις. Και το ’χαμε βρει βολικό. Μετά φέρανε λάμπες με μπαταρία που σηκώναμε στην πλάτη. Αυτή κράτανε σ’ όλη τη βάρδια. Και το βράδυ τις παραδίναμε και τις ξαναφορτίζανε να τις πάρει την επομένη η άλλη βάρδια.
Ο «Στόλας» είχε πάντα βοηθό τον «Κωσταντάρα». Του ’λενε να βάλει το αφτί του στο λάστιχο για να του πει τι να κάμει – από 20 μέτρα ψηλά που ήταν. Ο «Στόλας» για να τον πειράξει, κατούρανε στο λάστιχο, φώναζε ο «Κωσταντάρας»: «Βρε, νερό έρχεται, κλείσε το νερό!». «Βρε συμπέθερε, κρίμας, ξέχασα να το κλείσω! », έλεγε ο «Στόλας. Εκάνανε αστεία μέσα στο φορτηγό που μας μετάφερε ο Ζαννής ο «Αντωναράς». Οι σωλήνες που ήτανε σκεπή στο αυτοκίνητο και κρατούσανε το μουσαμά ήτανε ¾ της ίντσας χοντρές. Του είχε κάνει τόσο μαρτύριο τη ζωή του «Κωσταντάρα, που σηκώνει το χέρι του και του ρίχνει μια γροθιά και την τρώει η σωλήνα κι εστράβωσε· η σωλήνα με μια γροθιά! Φαντάσου να την ήτρω’ε ο «Στόλας». Ήτανε γεροί· και οι δυο αυτοί.
Κι ο Χιονίδης ήριξε μια γροθιά στον Κατσιρμά, που είχενε και το καφενείο. Έμενε στο γεφυράκι ο Κατσιρμάς, πριν να φτάσεις στου «Σουσουριά» το μάγγανο. Η στάση ήτανε να κατέβει στου «Μπρίλου», να πάει ο Κατσιρμάς στο σπίτι του. Ο Κατσιρμάς θεώρησε καλό να πάει στο γεφυράκι – χωρίς να είναι στάση εκεί. Και βγαίνει ο Χιονίδης έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο και του λέει: «Πρώτη σου και τελευταία σου φορά είναι που σε κατεβάζω εδώ!». Και του ρίχνει ένα γροθίδι και του ’σπασε τη μασέλα με μια γροθιά ο Χιονίδης του Κατσιρμά. Και από τότες δεν ξαναζήτησενε να κατεβεί εκεί ο Κατσιρμάς για να μην πορπατεί. Ο Χιονίδης ήταν καλός. Ήτανε στα νερά, σε πετρέλαια, με το φορτηγό. Υπήρχανε δουλειές καλές, δουλειές κακές. Μεταλλεία ήτανε. Όπως και να το κάνεις, επίφοβα.
Τα Μεταλλεία βοηθήσανε. Δούλεψε πολύς κόσμος. Γιατί στραβά-κουτσά, έπαιρνες λεφτά. 50 δραχμές; 50! Που ήταν και τα πιο πολλά. Εδούλεψε πολύς κόσμος! Και ξένοι· από το Μαντέμ-Λάκκος, την Εύβοια. Και Μυκονιάτες πάρα πολλοί. Δουλεύανε και Ανωμερίτες πολλοί, κι απ’ τη Χώρα. Αλλά, υγρά μέσα, πολύ ανθυγιεινά. Λίγο ώς πολύ κάτι άφηκε. Εγώ έχω τον ένα πνεύμονα· τότες αποκεί χαλασμένος είναι. Τα Υπόγεια ήτανε η πρώτη πιο επίφοβη δουλειά. Αλλά και ο Λούλος με τη σκόνη που αλέθανε το μετάλλευμα, κι εκεί ήτανε δύσκολα.
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 23-06-2017]