Κωνσταντίνος Παναγόπουλος
Ο Κωνσταντίνος Παναγόπουλος του Ιωάννη και της Άννας γεννήθηκε στον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας το 1936. Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός ΕΜΠ, εργάστηκε στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ ως προϊστάμενος Υπογείων εργοταξίων (1964-1966). Είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Θυμάμαι,1964-2016, πάνε 52 χρόνια! Με πιάνει ίλιγγος … Είναι κάτι που έφυγε… Δεν ξαναγυρίζει. Τόση ζωή! Τόση ζωντάνια! Τόσοι κόποι! Τόση σκέψη! Χάθηκαν; Το θέμα είναι πως τότε, οι άνθρωποι δεν φανταζόντουσαν τι θα γίνει μετά, τι θα ακολουθούσε…. Ότι η Μύκονος θα γίνει ένα τέτοιο κέντρο, όπου η οικονομία του τουρισμού θα ισοπεδώσει όλους τους τρόπους παραγωγής.
Για μένα, αυτές οι αξίες που δημιουργήθηκαν τότε, εδώ στον συγκεκριμένο αυτό χώρο του μεταλλείου της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, και είχα την ευκαιρία να προσεγγίσω, όπως, η τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικάνοι, το οργανωτικό πλαίσιο που είχαν εγκαταστήσει, η τεχνική των εργατών όπως την είδα στους χώρους του μετώπου και της φόρτωσης, τα θεωρώ πολύτιμες πραγματικότητες, παρακαταθήκη νοήματος. Κάτι που μπορούν να παρακολουθούν οι επόμενες γενιές και να εμπνέονται. Μέρος του έργου, που έγινε εδώ, θα μπορούσε να συντηρηθεί τουλάχιστον σε κάποια σημεία του, σαν ένα είδος μεταλλευτικού μουσείου. Ως πεδίο μνήμης αλλά και πεδίο έμπνευσης. Δηλαδή, θα μπορούσε ο Δήμος να συλλέξει ότι ακόμη σώζεται και βρίσκεται διάσπαρτο και απαξιωμένο, να το συντηρήσει και οργανώσει ένα μουσειακό πυρήνα για το πρόσφατο παρελθόν της κοινωνίας της Μυκόνου. Στην ουσία την καταγωγή της σημερινής Μυκόνου. Αυτό μπορεί να μην έχει αξία για τον τουρίστα, αλλά σίγουρα θα είχε αξία για την νεολαία της Μυκόνου. Οι νέοι του νησιού θα μάθουν που στηρίχθηκε η οικογένειά τους. Ποιες ήταν οι ρίζες τους και το έδαφός που τις κράτησε τους.
Αξίζει τον κόπο ακόμη και σαν θέμα προβληματισμού των ντόπιων, ακόμα και σαν σκέψη. Τι είχαν και πως ξεκίνησαν οι περασμένες δυο γενιές του νησιού, το ερώτημα αυτό και μόνο ως σκέψη λειτουργεί θετικά. Να μπορείς να εκτιμάς την καταγωγής σου. Και να ψάξεις να βρεις με ποιους άλλους τρόπους, διαφορετικούς από τους σημερινούς οι παλαιότεροι δημιουργούσαν αξίες. Να φύγει το μυαλό του ντόπιου από το εύκολο χρήμα. Δηλαδή στο χρήμα που κάποιος άλλος παράγει και κάποιοι άλλοι συντηρούνε παρασιτικές επιδιώξεις. Τα μεταλλεία δεν είναι έτσι! Δεν ξέρω πώς μπορεί να δει κανείς το μεταλλείο της Μυκόνου, αν όχι σαν νόημα με συνέχεια.
Είναι και μια καλή ευκαιρία να εξοικειωθεί η κοινωνία με το τι είναι Τεχνολογία. Η Ελλάδα, ως χώρα, δεν έχει συλλογική εμπειρία σχετικά την Τεχνολογία. Η Μύκονος με το μεταλλείο του βαρύτη έχει το προνόμιο της εξοικείωσης με την μεταλλευτική τεχνολογία, δηλαδή, με την τεχνολογία στην πρωτογενή της μορφή. Μόνο στη βάση αυτής της εμπειρίας παίρνει νόημα η κοινωνική ευαισθησία απέναντι στα περιβαλλοντικά προβλήματα. Ένας μεγάλος περιβαλλοντολόγος είχε πει ότι «την εποχή που ανακαλύφθηκε το πλοίο, ανακαλύφθηκε και το ναυάγιο.
Γεννήθηκα στον Άγιο Πέτρο και μεγάλωσα στη Βυτίνα, δύο ορεινά χωριά της Αρκαδίας. Μετά ήρθα στην Αθήνα στο Γυμνάσιο. Η οικογένειά μου είχε συνεχή επαφή με τη Βυτίνα. Παρέμενε το δεύτερο σπίτι μας. Πηγαίναμε με την πρώτη ευκαιρία. Είχαμε συνδέσει την ομορφιά της ζωής, εκεί με τα πλατάνια και το ποτάμι, το δάσος με τα έλατα, τα πανηγύρια, τα μοναστήρια… Και ξαφνικά, βρίσκομαι στη Μύκονο, γρανίτης, αέρας τρομερός, θάλασσα και κύμα, σπάνια και ταλαίπωρα δεντράκια. Όταν κατέβηκα σκεφτόμουνα πώς θα εξοικειωθώ μ’ αυτό το τοπίο, μ’ αυτόν τον χώρο.
Αυτό βάστηξε πολύ λίγο, ούτε καν τρεις μήνες. Και μετά θεώρησα τον εαυτό μου, μέχρι την ημέρα που έφυγα, Μυκονιάτη που αγαπά αυτό τον τόπο. Την χάρηκα τη Μύκονο. Ίσως τότε να ήταν μια ιδιαίτερη εποχή, να χαρεί κανείς το διάσημο αυτό νησί, τις παραλίες… Θυμάμαι, επί δύο μήνες, πήγαινα στον γέρο «Πετεινό», στον Πλατύ Γιαλό, έφτιαχνε ψαρόσουπες… Μόνοι μας πολλές φορές, ο γέρος κι εγώ. Έως ότου έρθει το μεσημέρι το λεωφορείο με κάποιους τουρίστες. Είδα τον αυθεντικό νησιώτη ολιγαρκή, διονυσιακό, έκπληκτο και αμήχανο μπροστά στην ανερχόμενη τρέλα για το χρήμα και τον τουρισμό. Και βέβαια υπήρχαν οι τουρίστες. Άλλου είδους τουρισμός την εποχή εκείνη. Τη χάρηκα τη Μύκονο πάρα πολύ. Όμως, μέσα μου, δεν ήθελα να δεθώ μ’ αυτόν τον τόπο. Τον θεώρησα σαν τόπο για ένα ταξίδι, χωρίς να είναι ο δικός μου τόπος, ο προορισμός μου.
Πήγα στη Μύκονο τον Μάιο του 1964. Είχα δουλέψει πριν σε ανθρακωρυχεία στις Σέρρες, και η Μύκονος ήταν η δεύτερή μου δουλειά, αν και όσον αφορά την συστηματική μεταλλευτική πρακτική ήταν η πρώτη. Στη Μύκονο έμεινα μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’66, οπότε πήρα υποτροφία για να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, και έφυγα. Έκανα πολλές καλές φιλίες εκεί πέρα. Ο μηχανολόγος του Συνεργείου Αντρέας Λόντος έγινε κουμπάρος μου, τον πάντρεψα και του βάφτισα το παιδί – παντρεύτηκε Μυκονιάτισσα, την Άννούλα [Κουνενή] που έχει το ξενοδοχείο «Δεσποτικό». Επίσης, ένας άλλος μηχανικός, ο Θόδωρος ο Χατζής, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί από το φοιτητικά χρόνια, δεν χαθήκαμε ποτέ, μου βάφτισε τον δεύτερο γιο. Αυτές είναι από τις φιλίες ζωής.
Αλλά και με Μυκονιάτες και Μυκονιάτισσες, την Άννα τη Φούσκη που έχει το ξενοδοχείο «Sunset» πάνω από τον Τούρλο. Ήμασταν παρέα. Κάναμε μεγάλες παρέες εκεί με ντόπιους Μυκονιάτες. Μπορώ να σου πω πολλά ονόματα, τα οποία τώρα τα έχω ξεχάσει. Αλλά, όταν πηγαίνω στη Μύκονο θυμάμαι … Βέβαια μερικοί έχουν πεθάνει, ο Θοδωρής ο Φούσκης, ο Λευτέρης… αραιώνουμε σιγά σιγά, αλλά εν πάση περιπτώσει κάποιοι υπάρχουν… Τη Μαρία τη Μάρκαρη, τον Γιάννη τον Γαλάτη, τον Γιάγκο τον Πασαλιάδη, τον Κώστα τον Ζουγανέλη. Πολλές παρέες και πολύ ωραίες παρέες. Και βέβαια με συνέχεια στην Αθήνα. Ή συναντιόμασταν όταν πήγαινα στο νησί.
Πήγα στη Μύκονο, ένα βλαχάκι απ’ τη Βυτίνα, με τις πρασινάδες, τα νερά και τα δάση. Είδα μια Μύκονο ακριβώς το αντίθετο…, αιφνιδιάστηκα δεν είχα φανταστεί, ένα τόσο δυνατό τόπο. Σε λιγότερο από ένα μήνα, με είχε κατακτήσει το νησί αυτό. Με είχε μαγέψει. Δεν ήθελα να φύγω. Έχει κάτι ο τόπος. Ο ήλιος, ο αέρας, τα στενά της Χώρας, η θάλασσα τόσο οικεία, όλα τόσο ανθρώπινα. Όπως και οι άνθρωποι, αυθεντικοί, διονυσιακοί, φιλόξενοι, να μην χορταίνεις την παρέα τους. Βέβαια εμένα με σφράγισε η δουλειά του μηχανικού, και μάλιστα αυτό που άρχισα να κάνω για πρώτη φορά στη Μύκονο, η δουλειά του μηχανικού με προεκτάσεις στα μαθηματικά. Αυτό ήτανε το μεράκι μου και αυτό ακολούθησα.
Το μεταλλείο της Μυκόνου, ήταν μεταλλείο παραγωγής βαρύτη. Κύρια χρήση του βαρύτη (κατά 80%) είναι οι γεωτρήσεις πετρελαίου. Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τεχνολογία η οποία αφορά την όρυξη βαθέων γεωτρήσεων. Ο βαρύτης χρησιμοποιείται για το μεγάλο ειδικό βάρος του (4,2 gr*/cm3) και τη χημική του σταθερότητα. Παράγεται ένας πολφός (λάσπη, drilling mud ) από βαρύτη, μπεντονίτη και νερό. Ο βαρύτης χρησιμοποιείται για το βάρος του και ο μπεντονίτης για τις θιξοτροπικές του ιδιότητες. Ο πολφός αυτός, ο οποίος κυκλοφορεί στο εσωτερικό της γεώτρησης, λόγω του βάρους του, εμποδίζει την διαφυγή των αερίων. Ταυτόχρονα διευκολύνει την απομάκρυνση των ξεσμάτων της διάτρησης του γεωτρυπάνου (η λάσπη αυτή έχει ειδικό βάρος μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των πετρωμάτων που διασχίζει η γεώτρηση) για τη συνεχή προώθηση της κοπτικής κεφαλής, ψύχει το κοπτικό άκρο του γεωτρυπάνου και στερεώνει και στεγανοποιεί τα τοιχώματα της γεώτρησης. Η παραγωγή βαρύτη από το Μεταλλείο της Μυκόνου περνούσε από Τριβείο στη θέση Λούλος όπου γινόταν και ενσάκκιση. [βιντεοσκόπηση, 22-01-2015]
Οι εγκαταστάσεις που βλέπουμε ήταν το Εργοστάσιο Εμπλουτισμού του βαρύτη. Εδώ μέσα γινότανε το πλύσιμο του μεταλλεύματος. Κατά την εξόρυξη του βαρύτη σχεδόν πάντοτε γίνεται ανάμειξη με υλικό από τα περιβάλλοντα πετρώματα ή υλικό από εγκλείσματα άλλων ορυκτών που βρίσκονται μέσα στο κοίτασμα. Τα ξένα αυτά υλικά είναι ανάγκη να απομακρυνθούν. Αυτό γίνεται στο συγκεκριμένο εργοστάσιο εμπλουτισμού. Ο διαχωρισμός και η απομάκρυνση των ξένων αυτών σωμάτων βασίζεται στην διαφορά ειδικού βάρους. Τα περιβάλλοντα πετρώματα είναι πολύ πιο ελαφρά από τον βαρύτη. Όταν το παραγόμενο από το μεταλλείο υλικό, ίσων περίπου διαστάσεων, αφεθεί να βυθισθεί σε νερό, τα τεμάχια και οι κόκκοι, του βαρύτη θα καταβυθισθούν ταχύτερα από τους κόκκους των άλλων ξένων υλικών. Στον πυθμένα της δεξαμενής θα φθάσουν πρώτα οι κόκκοι βαρύτη, στη συνέχεια οι πιθανοί μικτοί κόκκοι και τελικά οι κόκκοι στείροι βαρύτη. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός βαρύτη από τις προσμείξεις. Ένα εργοστάσιο εμπλουτισμού βαρύτη αποτελείται από συσκευές ή μηχανήματα που δημιουργούν συνθήκες καταβύθισης του προερχόμενου από το μεταλλείο βαρύτη και συνεπώς διαχωρισμού του και διατάξεις απομάκρυνσης των υλικών που έτσι διαχωρίζονται. Για να πραγματοποιηθεί η παραπάνω διαδικασία είναι απαραίτητο να έχουμε κόκκους ίσων περίπου διαστάσεων. Αυτό επιτυγχάνεται με θραύση του μεταλλεύματος, σε διαστάσεις 2-3 εκατοστών. Ο παραγόμενος εμπλουτισμένος βαρύτης μεταφερόταν στον Λούλο για λειοτρίβηση και ενσάκκιση.
Το Μεταλλείο Βαρύτη της ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν, για μένα, μεγάλο σχολείο. Σχολείο μεταλλευτικής πρακτικής. Τις σημαντικές πρωτογενείς γνώσεις, οι οποίες προκύπτουν μέσα στον χώρο της δουλειάς, τις οφείλω στο Μεταλλείο Βαρύτη της Μυκόνου. Από συναδέλφους μηχανικούς, Έλληνες και Αμερικάνους, που δούλεψα μαζί τους, από μεταλλωρύχους, ξυλόδετες, τεχνίτες, ανθρώπους της Διοίκησης και του Λογιστηρίου.
Θέλω να πω δυο λόγια για τους προϊσταμένους μου την εποχή εκείνη. Τον Νίκο Αποστολίδη, τον Λουϊζο Παρασκευαϊδη και τον Θανάση Αναστασίου.
Ο Νίκος Αποστολίδης, από τους πρωτοπόρους στην εισαγωγή των υπολογιστών και του μαθηματικού προγραμματισμού στη Μεταλλευτική, στην Ελλάδα, με οδήγησε στην σπάνια τότε σχετική βιβλιογραφία και μου έδωσε μια δική του δημοσίευση στα Τεχνικά Χρονικά με θέμα τον «γραμμικό προγραμματισμό στη μεταλλευτική». Πιθανότατα είναι η πρώτη σχετική δημοσίευση στη χώρα. Αυτή η συνεργασία σημάδεψε τη μετέπειτα επαγγελματική μου ζωή.
Ο Λουϊζος Παρασκευαϊδης ανέδειξε τη μεγάλη σημασία της πειθαρχίας στην λειτουργία του μεταλλείου και αυτό το έκανε με τον τρόπο του προσωπικού παραδείγματος. Την πειθαρχία την εφάρμοζε, ο ίδιος, πρώτα στον εαυτό του.
Η πρώτη θέση που τοποτετήθηκα, με την πρόσληψή μου στην ΜΥΚΟΜΠΑΡ, ήταν βοηθός του Θανάση του Αναστασίου. Ο Θανάσης Αναστασίου ήταν προϊστάμενος των Υπογείων Έργων της Εταιρείας. Η πρώτη δουλειά που μου ανάθεσε ήταν ο υπολογισμός των αποθεμάτων του Μεταλλείου. Τα αποθέματα του Μεταλλείου βέβαια ήταν γνωστά. Μου το εξήγησε και μου είπε ότι θα ήταν, ο δικός μου υπολογισμός, ο καλύτερος τρόπος να εξοικειωθώ με το κοίτασμα και την μέθοδο εκμετάλλευσης. Και είχε δίκαιο. Ήταν το πρώτο ουσιαστικό μάθημα συστηματικής εκμετάλλευσης υπόγειων μεταλλείων που είχα – και το οφείλω στον Θανάση.
Θυμάμαι και τις σημαντικές μου εμπειρίες από τη συνεργασία μου με τους μεταλλωρύχους και τους ξυλοδέτες. Για τους μεταλλωρύχους της ΜΥΚΟΜΠΑΡ έχω αναφερθεί σε άλλο σημείο. Εδώ θα πω δυο λόγια για τους ξυλοδέτες. Ήταν γνωστό ότι το Μεταλλείο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν, από πλευράς ασφάλειας, δύσκολο μεταλλείο. Αυτό και μόνο δείχνει τη σημασία του ρόλου που είχαν οι ξυλοδέτες. Αυτοί στην πράξη αναλάμβαβαν και το κύριο βάρος της προστασίας των υπόγειων χώρων. Στα καθήκοντα των ξυλοδετών ήταν και η κατασκευή του λουκιών που ήταν και η κύρια μέθοδος αποκόμισης του μεταλλεύματος.
Οι ξυλόδετες της ΜΥΚΟΜΠΑΡ μου έδωσαν μαθήματα Μηχανικής των πετρωμάτων, στην πράξη. Πρώτα κατά την περίπτωση ροής του εξορυγμένου μεταλλεύματος στα λούκια και στα καμινέτα, αλλά και για την περίπτωση αντοχής των πετρωμάτων και ασφάλειας των χώρων. Είχαν πλήρη και ολοκληρωμένη γνώση για τις ιδιαίτερες ανάγκες υποστήριξης για τις περιπτώσεις έργων μέσα στον γρανίτη ή στον βαρύτη ή και ακόμη για έργα που διέσχιζαν τις επαφές τους. Μου είχε κάνει εντύπωση, ο ξυλόδετης Γιάννης Γανωτής, για τη μαστοριά του στα λούκια. Επιχειρούσε τις πιο δύσκολες κατασκευές και επισκευές. Γράφω το όνομά του γιατί είχα συχνές συνεργασίες μαζί του αλλά και γιατί ήταν από τους καλύτερους.
Το Μεταλλείο χρησιμοποιούσε, ως μέθοδο εκμετάλλευσης, το «συμπτυσσόμενο μέτωπο». Πρόκειται για προηγμένη μέθοδο, αλλά με ιδιαίτερες δυσκολίες στην εφαρμογή και επομένως με ατυχήματα. Αναφορικά με την περίπτωση δημιουργίας συνθηκών ατυχήματος εκτός, από τις δυσκολίες της μεθόδου, είχαν συμβολή και τα χαρακτηριστικά του κοιτάσματος. Ζώνες χαμηλής συνοχής στην επαφή Γρανίτη-Βαρύτη, το μεγάλο ειδικό βάρος του βαρύτη και ο δύσκολα ελεγχόμενος τεκτονισμός του κοιτάσματος. Στους λόγους αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε και την ένταση που δημιουργούσε το αίτημα παραγωγικότητας που προκαλούσε ο εμπορικός ανταγωνισμός της ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Η συνεχής ένταση περνούσε και στους εργάτες. Επομένως το Μεταλλείο είχε ατυχήματα, και κάποιες φορές θανατηφόρα ατυχήματα. Από την πλευρά του μηχανικού και οι τρεις αυτοί παράγοντες παρά το γεγονός ότι αποτελούν αιτίες ατυχημάτων δεν δικαιολογούν με κανένα τρόπο τα ατυχήματα. Το πρώτο καθήκον του Μηχανικού Μεταλλείων είναι η ασφάλεια. Με συστηματική έρευνα και επίμονη προσπάθεια οι μηχανικοί της ΜΥΚΟΜΠΑΡ επιχειρούσαν την βελτίωση της ασφάλειας στο χώρο του Μεταλλείου. Από την πλευρά πάλι της Εταιρείας δεν υπήρχαν αντιρρήσεις για τις σχετικές δαπάνες. Ωστόσο το πρόβλημα της ασφάλειας έχει δυσκολίες που συνδέονται, σίγουρα με την προσπάθεια που καταβάλλεται από τη Διοίκηση και τους μηχανικούς, αλλά και την συνακόλουθη πορεία εξατομίκευσης του έργου. Αυτή η τελευταία πορεία έχει τους δικούς της κώδικες, οι οποίοι μόνο στην πράξη αποκαλύπτονται. Η διαδικασία εξατομίκευσης ενός τεχνικού έργου αποτελεί την κεντρική επιδίωξη των μηχανικών και οδηγεί στον πληρέστερο συντονισμό των μεταβλητών λειτουργίας του έργου.
Ήταν 17 Ιουλίου του 1964. Η πρώτη ημέρα μου δουλειάς στην Εταιρεία. Μου είχαν πει να περιμένω το αυτοκινητάκι του μεταλλείου στη Μαντώ (για να φθάσω στο μεταλλείο) γύρω στις 6 το πρωί. Το αυτοκινητάκι δεν ήρθε. Τελικά κατά τις 11 έρχεται, ο οδηγός: «Κύριε Παναγόπουλε, ελάτε μαζί μας, πάμε στο Μεταλλείο, είχαμε θανατηφόρο ατύχημα! Πέθανε ο Γιώργος ο Καπελέρης!». Η πρώτη μου εμπειρία, για το τι σημαίνει ο θάνατος μεταλλωρύχου (επιστάτη) την ώρα της δουλειάς (του μεροκάματου), μέσα στο Μεταλλείο, τις μέρες εκείνες. Από την πλευρά της διοίκησης άρχισαν ανακρίσεις στην Αστυνομία. Το ερώτημα ήταν να προσδιορισθεί ο υπεύθυνος ή οι υπεύθυνοι. Οι συνδικαλιστές ταχύτατα αποφάσισαν ότι, ένοχοι είναι όλοι οι μηχανικοί και η Εταιρεία. Τελικά η Αστυνομία αποφάσισε για πιθανούς ενόχους τους Παρασκευαΐδη, Αναστασίου, Αποστολίδη, ως υπεύθυνους μηχανικούς αλλά και ως εκπροσώπους της διοίκησης, δεν θυμάμαι άλλους και στο τέλος έβαλαν κι εμένα! Πριν αρχίσω ακόμα να δουλεύω βρέθηκα κατηγορούμενος για το θάνατο εργαζόμενου. Αναρωτιόμουνα: «Την πρώτη μέρα που ήρθα (στην πραγματικότητα δεν είχα αρχίσει να δουλεύω), πως θα μπορούσα να φταίω;». Την απάντηση μου την έδωσε ο δικηγόρος της Εταιρείας. «Μη στενοχωριέσαι, μη διαμαρτύρεσαι, έτσι λειτουργεί η διοίκηση. Για μας που επιδιώκουμε την αθώωση όλων σας μας συμφέρει. Όσο πιο πολλοί είσαστε κατηγορούμενοι και μάλιστα μερικοί προφανώς αθώοι, τόσο το καλύτερο. Δημιουργείτε όγκος κατηγορουμένων και οι δικαστές αισθάνονται άσχημα να έχουν μπροστά τους 10 πχ μεταλλειολόγους για καταδίκη! Δεν έχουν έναν, που θα ’ταν εύκολο να φορτωθεί το ατύχημα! Μη σε ανησυχεί, καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι, μην ξεχνάς πάλι, ότι μπορούμε να σε αθωώσουμε ό,τι ώρα θέλουμε!».
Από την άλλη μεριά, η Εταιρεία προσέγγισε την οικογένεια του θύματος, θυμάμαι την επιμονή του δικηγόρου να ικανοποιηθούν όλα τους τα αιτήματα. Υποστήριζε ότι αυτό δεν θα είχε σημασία μόνον για ευνοϊκή αντιμετώπιση από το δικαστήριο, αλλά και για το ηθικό των εργαζομένων και των οικογενειών τους, για τους οποίους το ατύχημα αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα στο τρόπο ζωής τους.
Ο ίδιος ο Γιώργος Καπελέρης ήταν εργάτης πολύ έμπειρος. Ήταν επιστάτης. Είχε πάει στη θέση, για την οποία ήταν υπεύθυνος και στην οποία τελικά σκοτώθηκε, είχε δει στην οροφή της στοάς, τη χαλαρή σύνδεση του βαρύτη στην οροφή, και είπε, όπως άκουσα στους εργάτες: «Βρε παιδιά, πώς δουλεύετε εδώ από κάτω; Πρέπει να το καθαρίσουμε!». Πήγε να ξεσκαρώσει, αλλά το υλικό κατέρρευσε και τον πλάκωσε.
Οι συνδικαλιστές επέμεναν στις αρχικές τους απόψεις, όλη η διοίκηση είναι υπεύθυνη. Πήγαμε ως κατηγορούμενοι στη Σύρο δύο φορές. Την πρώτη φορά οι δικαστές άκουγαν. Διατύπωσαν λίγες ερωτήσεις. Τη δεύτερη φορά έγινε λεπτομερής συζήτηση, για τον τρόπο δουλειάς και τις συγκεκριμένες συνθήκες του ατυχήματος. Μου έκανε εντύπωση ότι η δικαστές και ο εισαγγελέας δεν ήθελαν να δουν σχήματα και σκαριφήματα του χώρου και των καταστάσεων που οδήγησαν στο ατύχημα. Τους ενδιέφεραν μόνον οι λεκτικές περιγραφές. Τελικώς αθωώθηκαν όλοι. Και εγώ. Το δικαστήριο δεν πείστηκε αν οι συνθήκες που οδήγησαν στο ατύχημα ήταν δυνατόν να προβλεφθούν.
Όμως, υπάρχει συνέχεια. Ύστερα από κάποιο διάστημα ο εργοδηγός του μεταλλείου, ο Νίκος ο Γανωτής, μου ανέφερε ότι στην Σ150 και συγκεκριμένα στις επάνω στοές, το προσωπικό δεν δεχόταν να δουλέψει τη 3η βάρδια. Στη θέση αυτή είχε σκοτωθεί ο Γιώργος Καπελέρης. Έλεγαν, ότι έβγαινε το φάντασμα του μακαρίτη και ακούγανε τα βήματά του. Αυτό, το πίστευαν σχεδόν όλοι ακόμα και ο εργοδηγός. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά δεν με άκουγαν. Δεν απέρριπταν μόνο τις εξηγήσεις που τους έδινα αλλά και τη πηγή αυτών των εξηγήσεων. Από την άλλη μεριά η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Πήρα μιαν απόφαση και την είπα στον Νίκο τον Γανωτή: το επόμενο βράδυ κατά την 3η βάρδια θα πάω στη θέση του ατυχήματος και θα μείνω όλη τη νύχτα. Θα πάμε μαζί το βράδυ κατά τις 10, θα με αφήσει εκεί, στη θέση του ατυχήματος και θα έρθει το πρωί κατά τις 6 να με πάρει. Προσπάθησε να αποτρέψει, ανέφερε κάποιους αόριστους κινδύνους και τελικά ότι δεν άξιζε, για τη συγκεκριμένη θέση και για τη 3η βάρδια να γίνεται τέτοιο θέμα. Πράγματι το επόμενο βράδυ κατά τις 10, μαζί με τον Νίκο φθάσαμε στη θέση που έβγαινε το φάντασμα του Καπελέρη. Προσπάθησε και πάλι να με αποτρέψει, δεν κατάφερε τίποτα, χωρίσαμε και έφυγε. Έμεινα μόνος. Μου είχε αφήσει δύο λάμπες ηλεκτρικές, την μία εφεδρική, να μη μείνω στο σκοτάδι από μπαταρία. Είχα μαζί μου δύο μεταλλευτικά περιοδικά να διαβάζω, ήμουνα καλά ντυμένος και ήλπιζα να κοιμηθώ στη γωνία της στοάς. Έκατσα κάτω με την πλάτη στο τοίχωμα της στοάς, χάζεψα λίγο τα περιοδικά και μετά σκέφτηκα να σβήσω τη λάμπα, μου φάνηκε πως δεν την χρειαζόμουνα. Απόλυτο σκοτάδι. Η άνεση που αισθανόμουνα μέχρι εκείνη τη στιγμή κλονίστηκε λίγο. Συνειδητοποίησα για πρώτη φορά, ότι το σκοτάδι δεν είναι πάντα το ίδιο. Ήμουνα 150 μέτρα μέσα στη γη, με τις αισθήσεις χαμένες. Σκεπτόμουνα ότι η λάμπα ήταν στα πόδια μου και ότι σε κάθε περίπτωση το πρωί θα με έβρισκαν οι συνεργάτες μου. Όμως άλλο να σκέπτεσαι και άλλο να αισθάνεσαι. Άλλο το σκοτάδι του δωματίου ή ακόμη και της στοάς που δουλεύει και άλλο το σκοτάδι της μοναξιάς και του κενού σε βάθος 150 μέτρων. Βέβαια δεν ανησυχούσα, καταλάβαινα πολύ καλά τι μου συμβαίνει. Κατά βάση με ικανοποιούσε αυτή η εμπειρία, ένα άλλως είναι, άλλως έχειν· προς στιγμή θυμήθηκα το «πολλαχώς του είναι» του Αριστοτέλη. Τις σκέψεις αυτές τις διέκοψαν κάποια αχνά βήματα, που φάνηκε πως άκουσα. Πραγματικά ήταν βήματα από μακριά, που δυνάμωναν. Αλήθεια, άκουγα βήματα που πλησίαζαν. Λοιπόν τα βήματα του Καπελέρη ήταν αληθινή ιστορία; Ανησύχησα, ήταν κάποιο κακόγουστο αστείο; κάποια γελοία φάρσα; ή κάποιου είδους κακόβουλες επιδιώξεις; Σε λίγο είδα φώτα και άκουσα φωνές. Ήταν ο Νίκος ο Γανωτής με δύο άλλους μεταλλωρύχους. Τι είχε γίνει. Ο Γανωτής αφού με άφησε στη στοά βγήκε από το μεταλλείο και πήγε πήγε σπίτι του. Είχε σπίτι στις εγκαταστάσεις του μεταλλείου όπου έμενε με την οικογένειά του. Ανήσυχος μπήκε στο σπίτι και άρχισε να λέει της γυναίκας του αυτό που έγινε. Αυτή μόλις το άκουσε έβαλε τις φωνές. Τι είναι αυτό που έκανες; Πως άφησες τον άνθρωπο μόνο του με το φάντασμα. Αυτός είναι νέος και κάνει κουταμάρες, δεν ξέρει. Εσύ πως μπόρεσες να τον αφήσεις μόνο του μέσα στη νύχτα. Μην κάθεσαι καθόλου, τρέξε βρες και κάποιον άλλον, να πάτε να φέρετε τον άνθρωπο εδώ, δεν κάνει να μείνει τη νύχτα στη στοά του πεθαμένου. Περίπου αυτά έγιναν όπως μου είπαν. Έλα, μου λένε, να βγούμε από δω, δεν χρειάζεται να μείνεις άλλο. Βγήκαμε και σε λίγο πηγαίναμε σπίτια μας, όλοι πιο ήσυχοι: ο Γανωτής και οι άλλοι δύο, επειδή το φάντασμα, μέσα σ’ όλη τη φασαρία, ούτε παρουσιάστηκε, ούτε περπάτησε, κι εγώ επειδή έμαθα κάτι από το σκοτάδι. Αυτά έχουν μείνει, από τα χρόνια εκείνα, στη μνήμη μου για τον Γιώργο Καπελέρη.
Και όμως υπάρχει και άλλη συνέχεια. Το Σεπτέμβριο του 2017 σε ημερίδα για το μεταλλείο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, με πλησίασε μια κυρία από το κοινό και μου είπε: «κ. Παναγόπουλε είμαι κόρη του Νίκου Γανωτή, σας θυμάμαι ως μηχανικό στο μεταλλείο, ήμουνα τότε 11 ετών. Σας θυμάται και η μητέρα μου, μου μίλησε για σας δεν μπορούσε να έρθει. Μου είπε και την ιστορία με το φάντασμα του Καπελέρη, έχετε χαιρετισμούς». Ακριβώς 53 χρόνια μετά.
Υπήρχαν και άλλοι νεκροί, από ατυχήματα στο μεταλλείο. Θυμάμαι τον Καβαλέρο από τη Λήμνο, νέος δυνατός, μάστορας μεταλλωρύχος, με μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Έχασε τη ζωή του από ατύχημα. Είχα φύγει από μεταλλείο. Έμαθα μετά ότι πέθανε και λυπήθηκα πολύ τον ήξερα καλά και στη δουλειά. Ξέρεις, λυπάσαι ξεχωριστά για κάποιον που πεθαίνει στο μεροκάματο, αλλά για κάποιον που ξέρεις πόσο καλός μάστορας ήταν, πόσο κουράγιο είχε, η λύπη είναι μεγαλύτερη, αν αυτό έχει σημασία…
Οι εργάτες της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, ήταν από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Υπήρχαν εργάτες από τον Μαντέμ Λάκκο, την Κύμη, το Αλιβέρι, το Τσαγκλί , το Μαντούδι τη Λήμνο. Οι περισσότεροι είχαν εμπειρίες από μεταλλεία της περιοχής τους. Πολύ καλοί, ορύκτες (μιναδόροι), ήταν αυτοί είχαν δουλέψει στο Μαντέμ Λάκκο και τη Λήμνο. Πολύ καλοί ξυλοδέτες ήταν όσοι είχαν δουλέψει στο Αλιβέρι, στη Κύμη και στο Μαντούδι. Στα μεταλλεία αυτά, τα πετρώματα ήταν χαλαρά και απαιτούσαν υποστηλώσεις με ιδιαίτερες απαιτήσεις. Επρόκειτο για μάστορες στην ξυλοδεσία, οι οποίοι κατάφεραν, στο μεταλλείο της Μυκόνου, να λειτουργείσει αποτελεσματικά, το σύστημα φόρτωσης με λούκια, τουλαχιστον για το πρώτο μισό της ζωής της ΜΥΚΟΜΠΑΡ.
Υπήρχαν όμως και πολύ καλοί εργάτες Μυκονιάτες, που άφησαν εποχή. Ένας από αυτούς ήταν, ο «Στόλας»! Αυτός έκανε μια από τις πιο δύσκολες δουλειές του μεταλλείου. Επρόκειτο για τα ανερχόμενα πηγάδια. Τα πηγάδια αυτά ένωναν τις δύο οριζόντιες στοές, οι οποίες εξυπηρετούσαν την περιχάραξη του κοιτάσματος. Η όρυξη των πηγαδιών ξεκίναγανε από τα κάτω προς τα πάνω. Ο Στόλας κρατιώτανε από ένα σκοινί και πατούσε σε σρογγύλια. Έχω αναφερθεί, σε άλλο σημείο, με λεπτομέρειες στον τρόπο δουλειάς του. Έχω στο νου μου αυτόν το άνθρωπο, όπως τον είχα δει, πάνω σε ένα στρογγύλι με το αερόσφυρο στα χέρια του, να ορύσσει ανερχόμενο πηγάδι 40 μέτρων.
Με εντυπωσίαζαν και οι μεταλλωρύχοι και οι ξυλοδέτες. Ήτανε ο τρόπος που κέρδιζαν την μαστοριά τους. Είχαν καταλάβει, ότι τα μυστικά της δουλειάς είχαν πηγή το ίδιο το κοίτασμα. Τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του. Τους άρεσε να μου τις εξηγούν , ακόμη πιο πολύ, όταν είχαν δώσει λύσεις που δεν μπορούσα να σκεφτώ. Βέβαια, κάποιοι είχαν εμπειρίες από τα κοιτάσματα της περιοχής τους. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Ήθελε να δεις το πέτρωμα από κοντά·πώς είναι, να καταλάβεις πώς συμπεριφέρεται, να έχεις με τον τρόπο σου πειραματιστεί. Έμαθα από τους μεταλλωρύχους της ΜΥΚΟΜΠΑΡ πολλά για τα πράγματα της δουλειάς μας. Νομίζω ότι στο μεταλλείο αυτό απέκτησα έναν αέρα της δουλειάς, τον οποίο τον αξιοποίησα σ’ όλες μου τις δουλειές μετά.
Το μεταλλείο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ είχε εξαιρετικές επιδόσεις για την εποχή, σε διεθνή κλίμακα, δηλαδή, οι δείκτες παραγωγικότητας: η παραγωγή ανά εργάτη, ανά εργαζόμενο, ήταν πολύ υψηλή. Ήταν από τις κορυφαίες στον κόσμο, για τη συγκεκριμένη μέθοδο! Είχε οργανωθεί σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της ιεραρχημένης δομής. Υπήρχε ο Γενικός Διευθυντής, οι Προϊστάμενοι Μηχανικοί, οι Εργοδηγοί, οι Επιστάτες, οι Επικεφαλής. Ήταν φανερή η λογική της παραγωγικότητος. Κυρίαρχο αίτημα του αμερικάνικου τρόπου δουλειάς. Ο καθένας ήξερε τη δουλειά του βέβαια. Ανάλογα η ευθύνη ήταν διαβαθμισμένη. Ήτανε ένα μεταλλείο που λειτουργούσε η αξιοκρατία. Δύσκολο μεταλλείο. Με πολλά ατυχήματα και με βαριά δουλειά, αλλά αυτοί που δουλεύανε αποτελεσματικά ξεχώριζαν εύκολα. Και βεβαίως οι μηχανικοί.
Θυμάμαι μια φορά… Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει σιγά σιγά στο εσωτερικό του μεταλλείου, το εργατικό κίνημα, σε συνδυασμό με τις αριστερές του προεκτάσεις. Αυτό άρχισε να διαδίδεται και στην κοινωνία της Μυκόνου. Ορισμένοι καλλιεργημένοι άνθρωποι της Μυκόνου –που δεν δουλεύαν στο Μεταλλείο, ο γιατρός, ο φαρμακοποιός και άλλοι επιστήμονες– μας έλεγαν «βγάζετε την ψυχή των ανθρώπων κι εσείς είσαστε μια χαρά, έτσι. Πηγαίνετε στα καλά εστιατόρια, έχετε… τη βίλα της Εταιρείας, περνάτε τα βράδια εκεί πολύ ωραία, μια ξεχωριστή ζωή και μια διάκριση, αν θέλεις». Ταυτόχρονα υπήρχαν και συχνά τα ατυχήματα στο μεταλλείο –κι ο γιατρός τα ήξερε πολύ καλά– είχε έτσι σχηματισθεί η εντύπωση ότι στο μεταλλείο υπήρχαν οι εργάτες που εμείς τους “βγάζουμε την Παναγία στη δουλειά” ενώ εμείς οι μηχανικοί είμασταν σε απόσταση και απολαμβάναμε τα προνόμια της καθιστικής δουλειάς. Ο γιατρός του νησιού σε αντιστάθμισμα αυτών των εντυπώσεων ασκούσε μια φανερή φιλεργατική πολιτική πολύ πέραν των κανονισμών. Με το παραμικρό έδινε άδειες για ασθένειες ή μικροατυχήματα που δεν μπορούσε να δικαιολογηθούν, χορηγούσε θεραπείες, υπέγραφε αιτήματα για προνομιακές απασχολήσεις έκανε διάφορα κόλπα για τη διευκόλυνση των εργαζομένων, φανερά πράγματα, δεν ήθελε φιλοσοφία. Η διοίκηση του μεταλλείου, δεν θυμάμαι να του ζήτησε ποτέ εξηγήσεις για αυτά. Αυτό που όμως ενοχλούσε ήταν η αντιπαράθεση των συνθηκών δουλειάς των εργαζομένων με τις συνθήκες δουλειάς των μηχανικών. Λοιπόν, και μια φορά σε μια τέτοια κουβέντα μαζί του, του λέω: «Δεν έρχεσαι μια μέρα να πάμε να δεις τι κάνω εγώ όλη την ημέρα!». «Βεβαίως», μου λέει, «θα ’ρθω!». Ήρθε, δεν μπόρεσε να με ακολουθήσει, παρά μόνο στο ένα τέταρτο της δουλειάς μου. «Κατάλαβες», του λέω, «τώρα, πώς βγαίνει ο μισθός μου;». Ήτανε ένα σοκ, νομίζω, και γι’ αυτόν αλλά και για πολλούς. «Δεν είναι αλήθεια να νομίζεις ότι μηχανικός του μεταλλείου δίνει εντολές, και κάθεται στο γραφείο». Δεν ήταν έτσι τα χρόνια εκείνα. Εμείς πηγαίναμε, σχεδόν κάθε μέρα –αν δεν πήγαινε ο ένας, θα πήγαινε ο άλλος- σε κάθε μία θέση εργασίας του μεταλλείου. Εκεί δινόταν η μάχη πρώτα για την ασφάλεια των εργαζομένων και για την παραγωγή. Βέβαια, σιγά σιγά τα πράγματα αρχίσανε να αλλάζουν.
Σ’ όλα σχεδόν τα μεταλλεία, έτσι και στο Μεταλλείο της Μυκόνου, είχε δημιουργηθεί η ελίτ των μεταλλωρύχων. Ήταν οι εργαζόμενοι που ξέρανε πάρα πολύ καλά τη δουλειά. Αυτοί που δούλευαν στο μέτωπο. Αυτοί που αντιμετώπιζαν τη φύση μετωπικά. Οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής. Οι πρωταγωνιστές της παραγωγής που δικαιολογούσε την εργασία όλων των άλλων. Και βεβαίως μπορούσαν να οργανώνουν όλη τη δουλειά του 8ώρου. Με τρόπο προσαρμοσμένο στις συνθήκες του συγκεκριμένου χώρου. Κάτι που δεν μπορεί να πει κανένα βιβλίο, κανένας μηχανικός. Είναι θέμα εμπειρίας που προκύπτει από το πόσο καλά ανταποκρίνεσαι στη Φύση. Και πόσο οικειώνεσαι, πόσο την ξέρεις, ώστε να την παρακολουθείς και όχι να τη βιάζεις. Αυτή λοιπόν ήταν η ελίτ του μεταλλείου, οι μεταλλωρύχοι. Έτσι τους αναγνώριζε και η διοίκηση. Ήταν αναγνωρίσιμοι απ’ όλους. Και οι ίδιοι αισθανόντουσαν ότι είχαν αυτή την αναγνώριση, ένα ιδιαίτερο προνόμιο. Δεν δεχόντουσαν, να πάνε να φορτώσουνε στον Λούλο, τα καράβια όταν υπήρχε ανάγκη, αν δεν ήταν μαζί ο μηχανικός του ορυχείου, ο δικός τους μηχανικός. Αν δεν ήταν ο Παρασκευαΐδης, αν δεν ήταν ο Αναστασίου, αν δεν ήταν ο Χατζής. Όχι ο μηχανικός του Λούλου. Τέτοιες ήταν οι σχέσεις τους …
Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, είχε τα βασικά χαρακτηριστικά των αμερικάνικων εταιρειών. Κυρίαρχο ήταν το πνεύμα του ενδιαφέροντος για τη μαστοριά της δουλειάς. Το καθήκον να ’σαι μάστορας. Δηλαδή, έβρισκαν, ως συστατική αξία, την ορθή τεχνική της δουλειάς. Ήταν γιαυτούς αξία καθολική. Γι’ αυτό υπήρχαν άφθονα περιοδικά που αφορούσαν τον κλάδο, τις τεχνολογίες, την πληροφόρηση, τις ανακαλύψεις που διευκόλυναν τη δουλειά. Και πάντα υπήρχε η διάθεση να παραγγείλουμε κάτι καινούργιο, να το δοκιμάσουμε κι εμείς. Υπήρχε, δηλαδή, αυτή η συνεχής επαφή με αυτό που λέμε εκσυγχρονισμό. Για μένα ήτανε σχολείο μαστοριάς. Εκεί έγινα μηχανικός. Για μένα η Μύκονος ήταν, όχι μόνο ένα μεταλλείο που έμαθα τη δουλειά –σίγουρα έμαθα τη δουλειά–, ήταν και η ουσιαστική επαφή με τους Αμερικάνους συναδέλφους. Άλλες νοοτροπίες. Έβλεπες, να έχουν ενσωματώσει στην όποια σκέψη τους την έννοια της παραγωγικότητας σαν αίτημα, κυρίαρχο αίτημα, για έναν μηχανικό. Ένας ορθολογισμός εντυπωσιακός, λύσεις πρακτικές, άμεσες. Βέβαια, υπήρχε και μια εντυπωσιακή μανία για την επιτυχία. Δεν τους ενδιέφερε το λάθος ως παράλειψη ή ανεπάρκεια –σου έλεγε “it is my fault”, δεχόντουσαν να κάνουν λάθος–, δεν δεχόντουσαν με τίποτα την αποτυχία. Και αυτή την πολιτική την αναδείκνυαν. Και κι εμείς οι Έλληνες ακολουθούσαμε, σε κάποιες περιπτώσεις, αυτή την τακτική αποδοχής του λάθους και μάχης κατά της αποτυχίας. Είχαμε κι εμείς επιδόσεις, που τους εντυπωσίαζαν.
Θυμάμαι μία-δύο ιστορίες…, κυρίως μία που τα λέει όλα. Ο μεγάλος διευθυντής της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, ο τελικός προϊστάμενος –προϊστάμενός, όχι μόνο του μεταλλείου αυτού αλλά και των άλλων μεταλλείων της Εταιρείας αυτής– ήταν ένας Αμερικάνος, ονομαζόμενος Tobler. Αυτός κατά διαστήματα έκανε επιθεώρηση. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε παιδεία μηχανικού, δεν ήταν μηχανικός. Είχε ξεκινήσει από μπαζαδόρος, από εργάτης μεταλλείου κι είχε εξελιχθεί με τον τρόπο της πρακτικής της εργασίας. Είχε φθάσει να διοικεί 25 μεταλλεία της εταιρείας DRESSER. Η DRESSER ήταν η μητρική εταιρεία της ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Ήταν, πράγματι, ένας ταλαντούχος άνθρωπος, που έμαθε τη δουλειά στην πράξη. Και κάθε φορά που ερχόταν, ήτανε μια δοκιμασία για όλους στο Μεταλλείο. Είχε ταχύτατη αντίληψη και την αίσθηση του μηχανικού, που διακρίνει αυτό που μπορούσε να γίνει από αυτό που δεν μπορούσε. Του ήταν πολύ εύκολο να οικειωθεί τις συνθήκες δουλειάς της ΜΥΚΟΜΠΑΡ πέραν του ότι ήταν ενήμερος για τα κύρια μεγέθη της λειτουργίας του μεταλλείου. Το καθήκον, στις επισκέψεις του στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, ήταν να ορίσουμε, από κοινού, την παραγωγή του έτους. Ο ορισμός ήτανε δεσμευτικός ως προς το μέγεθος και την ποιότητα της παραγωγής. Με βάση την παραγωγή αυτή, θα ρύθμιζε τις πωλήσεις. Θα κανόνιζε το πρόγραμμα για τις ναυλώσεις και φορτώσεις πλοίων, με συγκεκριμένες ποσότητες και σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Αν δεν μπορούσαμε να πετύχουμε την παραγωγή, ήτανε μια μεγάλη ζημιά. Δεν ήταν απλό πράγμα να προσεγγίσει πλοίο για φόρτωση και να μη υπάρχει η ποσότητα βαρύτη που είχε συμφωνηθεί. Πολύ μεγάλη ζημιά!
Κι έτσι, ο Tobler είχε αυτή τη μεγάλη ευθύνη, αλλά και την εμπειρία χρόνων. Μου έλεγαν λοιπόν –επειδή εγώ ήμουνα τότε προϊστάμενος του Μεταλλείου– την εποχή που επρόκειτο να ’ρθει ο Tobler, να προσέχω. «Ο άνθρωπος είναι αυστηρός, είναι δύσκολος. Πρόσεχε πώς θα του φερθείς, θα εξαρτηθούν πολλά από τον τρόπο που θα συνεργαστείτε οι δυο σας. Τον περίμενα στο λιμάνι. Τον είδα να φθάνει ένας ψηλός, δυνατός, ένας κλασικός μεγαλόσωμος Αμερικάνος. Βγήκαμε το πρώτο βράδυ, να φάμε έξω, καθυστερήσαμε τη νύχτα. Πήγαμε αργά στο σπίτι. Όμως το πρωί, ήταν πρώτος στη δουλειά! Έξι η ώρα ήταν εκεί, πριν πάω εγώ στο Μεταλλείο.
Κάτσαμε μαζί στο γραφείο μου για να καταρτίσουμε το πρόγραμμα παραγωγής του επόμενου έτους. Η μέθοδος ήταν απλή. Παίρναμε μία μία θέση παραγωγής και ανάπτυξης μεταλλείου. Αν επρόκειτο για θέση παραγωγής δοκιμάζαμε τις εκτιμήσεις μας για τις δυνατότητες της θέσης. Κύριοι παράγοντες ήταν ο ρυθμός παραγωγής και το πρόγραμμα συντήρησης. Οι εκτιμήσεις έπαιρναν τη μορφή συγκεκριμένων μεγεθών: τόσοι τόνοι ανα ημέρα, ανά μήνα, για το έτος. Η τάδε θέση τόσο, η τάδε θέση τόσο. Το άθροισμα ήταν ένα πρώτο μερικό αποτέλεσμα. Αν επρόκειτο για θέση ανάπτυξης διατυπώναμε θεμελιωμένες προβλέψεις για την εξυπηρέτηση των έργων παραγωγής. Με βάση το πρόγραμμα αυτό μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την παραγωγή των νέων θέσεων που θα προέκυπταν κατά τη διάρκεια του έτους από την προώθηση των έργων του μεταλλείου. Το άθροισμα της ετήσιας παραγωγής κάθε θέσης θα ήταν η παραγωγή του μεταλλείου για το επόμενο έτος.
Μετά από αυτό παίρναμε μία μία όλες τις προηγούμενες θέσεις και υπολογίζαμε τις απαιτήσεις σε εξοπλισμό και στελέχωση κάθε μιας για την επιτυχία της παργωγής που είχαμε εκτιμήσει. Για κάθε θέση, τι χρειαζόταν; Παραπάνω μηχανήματα; Πιο πολύ προσωπικό; Κάποια υλικά αναβαθμισμένης ποιότητας; Όταν τελειώσαμε τους υπολογισμούς, φτάσαμε σε παραγωγή βαρύτη για το επόμενο έτος πολύ μεγαλύτερη από την παραγωγή του έτους που έτρεχε. Με ρωτάει: «Τι λες, μπορεί να πετύχετε αυτή την παραγωγή;». «Γιατί όχι;», του λέω, «βλέπεις κάποιο λάθος;». «Όχι!», μου λέει, «Θα προτείνω όμως να συμφωνήσουμε στο μισό αυτής της εκτίμησης». Τά ’χασα. Λέω: «Γιατί;». Μου λέει: «Ξέρεις πόση πείρα έχω. Αυτά που λέμε μας φαίνονται λογικά, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να συμβεί». Μα έτσι, αυτή η διάθεση να εκλογικεύσουμε και να αντισταθμίσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο την πιθανή αστοχία της δουλειάς να μην έχουμε μετάλλευμα σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που είχαμε αναλάβει, μου προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μου έδειχνε το βάρος της ευθύνης σε αντιπαράθεση με την εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των εκτιμήσεών μου. Είχα μπροστά μου τα καθήκοντά μου, ως προϊστάμενος του Μεταλλείου και τις μεταβλητές που έπρεπε να χειρίζομαι.
Τελικά, από τον άνθρωπο αυτό έμαθα πολλά πράγματα. Και όχι μόνο επινοήσεις και τεχνάσματα πάνω στη δουλειά, αλλά και τη γενική φιλοσοφία της πρακτικής ενός μεταλλείου που λειτουργεί ως βιομηχανία, στη διεθνή αγορά.
Την επόμενη μέρα τον συνόδευσα στο καράβι να φύγει. Τον χαιρέτησα και μου λέει: «Θέλεις να κάνεις κάτι που να ενδιαφέρει;». «Ναι!», λέω, «αλλά τι;». «Bigger units!», είπε και έφυγε. «Mεγαλύτερες μονάδες!». Έφυγα, πήγα στο σπίτι, προσπαθούσα να σκεφτώ, τι εννοούσε. Την άλλη μέρα, λέω και στους άλλους συναδέλφους: «Μου είπε bigger units». Bigger units, σημαίνει μεγαλύτερα βαγόνια, μεγαλύτεροι φορτωτές, μεγαλύτερη ντιζελάμαξα. Αυτό σημαίνει για το Μεταλλείο μας: μεγαλύτερες στοές, μεγαλύτερα πηγάδια, μεγαλύτερα ανοίγματα. Θα ανοίγαμε μεγάλες δουλειές. Πράγματι, αυτές οι σκέψεις με αναχαίτισαν. Αλλά πάλι έλεγα μέσα μου: «Αυτός ο άνθρωπος ήξερε πολλά πράγματα και είχε ποικίλες μεταλλευτικές εμπειρίες. Δεν μπορεί να είπε κουταμάρες!». Κι έκατσα μια μέρα, ένα Σαββατοκύριακο και έκανα υπολογισμούς: «Ενώ είχαμε βαγόνια, δύο τόνων, να πάρομε βαγόνια τεσσάρων ή τριών τόνων. Να διευρύνουμε, ανάλογα όλες τις στοές. Να αναβαθμίσουμε τις σιδηρογραμμές και να προμηθευτούμε ισχυρότερη ντιζελάμαξα, κ.τ.λ.». Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαμε να πετύχουμε αύξηση της παραγωγής περίπου κατά το ένα άλλο μισό. Όση παραγωγή είχαμε συν το μισό της. Τότε είδα με έκπληξη: Ότι μπορούσε ν’ αποσβεστεί όλη η δαπάνη, που θα γινότανε για το λόγο αυτό, μέσα σε 6 μήνες. Πώς αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε μέσα σ’ ένα μεταλλευτικό χώρο να δει, με μία ματιά, αυτό που μπορούσε να γίνει;
Για την επαγγελματική πορεία ενός νέου μηχανικού, έχει σημασία, ποια ήταν η πρώτη του δουλειά. Αν πρόκειται για υπόγειο μεταλλείο, όπως η περίπτωση της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, έχει σημασία ο τρόπος οργάνωσης, η επικοινωνία με τη διοίκηση, μεγέθη όπως η παραγωγικότητα (τόνοι ανά εργαζόμενο) ανάλογα με την εφαρμοζόμενη μέθοδο, την κλίμακα της εκμετάλλευσης και σε αντιστοιχία με τους δείκτες ασφάλειας. Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ως προς τα στοιχεία αυτά, όπως θυμάμαι από τις σχετικές εκτιμήσεις, είχε προσεγγίσει επιδόσεις που τη τοποθετούσαν σε πολύ καλές θέσεις αναφερόμενοι πάντα στον ελληνικό χώρο. Για τις επιδόσεις αυτές, μεγάλη ήταν και η συμβολή εργαζομένων από άλλα μεταλλεία. Κατά κανόνα οι εργάτες οι οποίοι εγκτατέλειπαν άλλα μεταλλεία για να έρθουν στο μεταλλείο της Μυκόνου ήταν έμπειροι και επαρκώς ειδικευμένοι. Είχε σημασία και το μεταλλείο στο οποίο είχαν εργασθεί. Οι μεταλλωρύχοι από το Μαντέμ Λάκκο, την Εύβοια και τη Μήλο ήξεραν τη δουλειά και σχετικά γρήγορα επιτύγχαναν πολύ καλές επιδόσεις. Ξεχώριζαν επίσης οι ξυλόδετες από την Κύμη και το Τσαγκλί . Ακριβώς επειδή ήξεραν πολύ καλά τη δουλειά τους μπορούσαν να συνεργάζονται, με αποτέλεσμα να αλληλοσυμπληρώνονται και να επιτυγχάνουν αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας.
Από την άλλη μεριά ο αμερικάνικος τρόπος οργάνωσης με επίκεντρο την παραγωγικότητα προσανατόλιζε τις μεταβλητές τις παραμέτρους (συντήρησης και προμηθειών) στο συγκεκριμένο πρόγραμμα παραγωγής. Για μένα, το μεταλλείο αυτό, το έχω πει και άλλη φορά, ήταν μεγάλο σχολείο για την επαγγελματική μου κατάρτιση. Από τη μια μεριά έμαθα να μαθαίνω από τους εργάτες. Από την άλλη μου δόθηκε η ευκαιρία να αποβάλω τον πρόχειρο ιδεολογικό αντιαμερικανισμό, της εποχής της εφηβείας, ο οποίος μου έκρυβε το νομοτελειακό περιεχόμενο της τεχνικής.
Μ’ αυτή την έννοια λέω ότι, αυτό το μεταλλείο είχε δύο πολύ μεγάλα χαρίσματα. Από τη μια μεριά, τη μαστοριά στο πλαίσιο της καθημερινής δουλειάς, και από την άλλη τους κώδικες τις βιομηχανικής μονάδας της εποχής του.
Το Μεταλλείο τα χρόνια εκείνα, είχε κυρίαρχη θέση, στην κοινωνία της Μυκόνου. Οι νέοι, αν δεν έφευγαν για την Αθήνα, δεν είχαν πολλές δυνατότητες για επαγγελματική απασχόληση. Κάποια ισχνή οικογενειακή κτηνοτροφία ή το ψάρεμα. Ο τουρισμός ήταν περιορισμένος. Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν ευκαιρία, σταθερή δουλειά, σχετικά καλό μεροκάματο, δυνατότητες εκπαίδευσης σε ειδικότητες οδηγού, χειριστή ποικίλων μηχανημάτων, ηλεκτρολόγου, τεχνίτη. Παράλληλα υπήρχε και το υπαλληλικό προσωπικό. Και στην περίπτωση αυτή υπήρχαν ευκαιρίες απασχόλησης, αλλά και εκπαίδευσης. Λογιστές, αποθηκάριοι, διοικητικοί υπάλληλοι και βεβαίως εργολάβοι για ποικιλία έργων και υπηρεσιών.
Θα σου πω κι ένα καλαμπούρι. Την ημέρα που έφευγα για να πάω στη Γαλλία –είχα πάρει υποτροφία, ήτανε Σεπτέμβριος που άρχιζε το νέο εκπαιδευτικό έτος–, ε, να χαιρετίσω… Είχαμε σας λέω με τα παιδιά των Υπογείων, είχαμε γίνει πάρα πολύ καλοί φίλοι, με τους εργάτες, με μεγάλη, έτσι, πολλή εμπιστοσύνη. Κι αποφάσισα να κάνω ένα τραπέζι βραδυνό σε όλους. Ε, βεβαίως δε’ χωράγαμε σε μία ταβέρνα. Λέω σε τρεις-τέσσερεις-πέντε ταβέρνες, πήγα κι είπα, παιδιά… Ήρθανε τα παιδιά απ’ το Μεταλλείο, όλοι οι εργάτες, ε; και ήτανε δυο-τρεις ταβέρνες, στις οποίες όλη νύχτα τρώγαμε. Εγώ είχα ετοιμάσει τις βαλίτσες μου, αλλά το πρωί θα ’φευγα. Και βεβαίως δεν υπήρχε θέμα να κοιμηθώ. Είχα ετοιμάσει βαλίτσες, είχα χαιρετήσει τους φίλους και έφευγα πρωί που έβγαινε ο ήλιος, ερχόταν το καράβι και με το γλέντι, που ’χε γίνει όλο το γλέντι με τους μεταλλειώτες . Οπότε, δυο-τρεις μου λένε – ήταν κι από άλλα μέρη, ήταν από τη Θεσσαλία κάπου, ήτανε κάποιοι: «Βρε, Κώστα», λένε, «δώσ’ μας τη διεύθυνσή σου!». Λέω: «Παιδιά, εγώ θα πάω στη Γαλλία να σπουδάσω. Ένα χρόνο θα λείπω. Θα γυρίσω και μένω στο Χαλάνδρι». Έμενα στην πλατεία, Ηρώδου Αττικού 2. Στην πλατεία Δούρου. Έδωσα λοιπόν τη διεύθυνση: Κώστας Παναγόπουλος, Ηρώδου Αττικού 2, Χαλάνδρι. Και το τηλέφωνο.
Έφυγα! Σπούδασα! Γύρισα! Τον επόμενο Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, έτσι; Και έψαχνα να βρω δουλειά. Και σκεπτόμουνα διάφορα. Και ήτανε κι ο πατέρας μου – ζούσε. Κι η μητέρα μου. Μας είχανε φέρει και κρασί από το χωριό, απ’ τη Βυτίνα. Στην πλατεία Χαλανδρίου σου λέω εγώ τώρα. Οπότε κάποια στιγμή με παίρνει τηλέφωνο ένας: «Κουστάκη!», αυτοί μιλάγανε και τη γλώσσα τη Θεσσαλική.
–Κουστάκη, έλα ρε, η Μήτσους είμαι.
–Βρε Μήτσο, τι γίνεται; Πού ήσαντε;
–Κάτου απ’ του σπίτι, ρε!
Σε μένα κάτω απ’ το σπίτι, ε;
–Τι στο διά’ολο! Ανεβείτε πάνω!, λέω, – διώροφο το σπίτι το δικό μου.
–Εντάξει, ανεβαίνουμε!
Λέω στη μάνα μου:
–Τηγάνισε κάνα λουκάνικο!
–Πατέρα, φέρε το κρασί απ’ έξω! Έχουν έρθει κάτι φίλοι από το Μεταλλείο της Μυκόνου, να περάσουμε το βράδυ.
Τώρα, αυτό να φανταστείς, το βράδυ, πρέπει να ήταν η ώρα δέκα, δέκα και μισή. Εννέα έφτανε στον Πειραιά το καράβι. Σε 4-5 λεπτά:
–Κουστάκη!, –ξανά τηλεφώνημα–, η τσουλιάς δεν μας αφήνει ν’ ανέβουμε!
–Ο τσολιάς; λέω. Βρε, πού είσαστε; λέω.
Λέει:
–Κάτου απ’ του σπίτι!
–Ανεβείτε πάνω, κι αφήστε τις μαλακίες!
Μου λέει η μάνα μου:
–Τι συμβαίνει;
–Δεν τους αφήνει, λέω, ένας τσολιάς ν’ ανέβουν επάνω.
–Είσαι καλά, μου λέει. Πού υπάρχουν τσολιάδες;
–Ξέρω ’γώ; Έτσι μου είπε.
Είχανε πάει Ηρώδου Αττικού 2. Στην Ηρώδου Αττικού 2 είναι η Βασιλική Φρουρά και υπάρχει ένας τσολιάς από κάτω. Είχανε έρθει λοιπόν με δύο ταξί, είπανε στον ταξιτζή «Ηρώδου Αττικού 2», λέει ο ταξιτζής «ξέρω». Δεν διάβασε το «Χαλάνδρι», από κάτω.
–Ξέρω, παιδιά, λέει, μη σας νοιάζει, θα σας πάω απ’ έξω!
Πάει και τους αφήνει έξω από την Ανακτορική Φρουρά. Τότε, παλιά, είχε ένα σπιτάκι μ’ ένα μπαλκόνι εκεί, τώρα τό ’χουνε… Πάνε εκεί λοιπόν, βλέπουνε τον τσολιά, να πούμε, να φυλάει… Εν τω μεταξύ, βλέπει κι ο τσολιάς… Είχανε φέρει λούζα, μού ’χανε φέρει ροφό… Κατεβήκανε οι άνθρωποι…
–Θέλουμε τον Κουστάκη!
Εν τω μεταξύ υπήρχε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τότε. Ήταν η Χούντα που σας λέω, το ’67, αλλά δεν είχε φύγει ο βασιλιάς. Ήταν το διάστημα που υπήρχε η Χούντα, υπήρχε κι ο βασιλιάς. Λέει ο άνθρωπος εκεί, ο τσολιάς:
–Ποιον Κωστάκη, λέτε, ρε παιδιά;
–Τον Κουστάκη! Του τηλεφωνήσαμε.
Λέει κι αυτός «τι να κάνω;». Παίρνει τον αξιωματικό υπηρεσίας, λέει:
–Περιμένει ο βασιλιάς κανέναν άνθρωπο;
Λέει:
–Όχι!
–Έχουνε έρθει, λέει, εδώ κάποιοι απ’ τη Μύκονο, με δώρα και με τέτοια…
–Έχει γούστο, λέει, να κάνουμε καμμιά κουταμάρα…
Εν τω μεταξύ, πάει ο… Ήτανε ένας συνταγματάρχης εκεί, ήτανε επί της υπηρεσίας. Πάει εκεί, λέει:
–Πού είσαστε, ρε παιδιά, και τα λοιπά…
Λέει:
–Στον Κουστάκη τηλεφωνήσαμε τώρα, –ήτανε στο δεύτερο το τηλεφώνημα–, ν’ αφήσουμε, λέει, τις κουταμάρες και ν’ ανέβουμε πάνω – είχα πει εγώ.
Οπότε ξαναγίνεται και το τρίτο-τέταρτο τηλεφώνημα, οπότε μου μπήκε η ιδέα, λέω δεν θα ’ναι εδώ! Και βγήκα στο μπαλκόνι και δεν υπήρχε ψυχή έξω. Χαλάνδρι, βράδυ τώρα, 11 η ώρα!
–Παιδιά, λέω, δεν είσαστε εδώ! Σιγά σιγά, λέω, φύγετε με τρόπο, πάρτε ένα ταξί και ελάτε Χαλάνδρι!
Ιστορία κι αυτή! Είδες καμμιά φορά η πραγματικότητα φτιάχνει κάτι πράγματα… Πού να το φανταζόσουνα! Μερικές φορές το ’χω διηγηθεί αυτό, μου λένε «ψέματα είναι!». Λέω, τι ψέματα, εδώ είναι άνθρωποι αληθινοί…».
Ο Νίκος Γανωτής ήταν, ο εργοδηγός του Μεταλλείου, στα χρόνια τα δικά μου. Ήταν άνθρωπος γεννημένος για Εργοδηγός Μεταλλείου. Διέθετε τη συσσωρευμένη συλλογική εμπειρία την οποία του είχε προσφέρει ο τόπος καταγωγής του, ως τόπος μεταλλευτικής δραστηριότητας (Κύμη, Αλιβέρι). Ήξερε να διοικεί, να κουμαντάρει,… Κατάφερνε να είναι πάντα και στο πλευρό των εργατών και των μηχανικών. Εμένα με βοήθησε πολύ στη καθημερινή πρακτική της δουλειάς. Από παιδί ξεκίνησε να δουλεύει σε μεταλλεία, δεν ήτανε σπουδασμένος, είχε πάρα πολύ καλή γνώση για τις περισσότερες δουλειές του μεταλλείου, αλλά και καλή γνώση της ψυχολογίας των εργατών. Ήξερε να τους υποστηρίζει ακόμα κι αν ήταν λάθος. Ήξερε τελικά να τους έχει, κατά κάποιο τρόπο, με το μέρος του. Και βέβαια υπολόγιζε τους Ευβοιώτες, αφού ήταν Ευβοιώτης. Προσπαθούσε να τα κουμαντάρει όλα. Βοήθαγε τους Ευβοιώτες, με έξυπνο τρόπο όμως. Εμένα μου άρεσε ο Γανωτής. Πολλές φορές μπορεί κι εγώ να τον είχα στενοχωρήσει για ορισμένα πράγματα, αλλά μέσα μας, είχαμε μια αμοιβαία εκτίμηση. Στο μεταλλείο ξέρεις, όταν γίνει ένα λάθος, δεν κρύβεται. Πρέπει να έχεις την ευθύνη, δεν μπορείς, να την μεταθέσεις σε άλλους. Είναι τόσο έντονο! Τόσο πραγματικά πραγματικό, που δεν χωρούν ελιγμοί! Ο Νίκος ο Γανωτής ήταν πάντα αγαπητός. Θυμάμαι μια φορά είχα βρεθεί στο Μεταλλείο με κακοκαιρία, έβρεχε, χιόνιζε(;) με φώναξε στο σπίτι του, μου φτιάξανε μακαρονάδα…».
Θυμάμαι τον Γιάννη τον Γανωτή. Από την Εύβοια, ξυλοδέτης. Ο ξυλόδετης από τους καλύτερους. Οι ξυλόδετες στο μεταλλείο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ έκαναν δυο δουλειές. Το Μεταλλείο, παρόλο που ως κύριο πέτρωμα είχε τον γρανίτη πέτρωμα αντοχής και συνεκτικό, σε πολλά σημεία του κυρίως στις επαφές του γρανίτη με τον βαρύτη παρουσίαζε ζώνες με χαλαρές και επικίνδυνες για κατάρρευση οροφές. Οι ζώνες αυτές απαιτούσαν προσεκτική και πολύ καλή ξυλοδεσία, για να είναι ασφαλή τα υπόγεια έργα. Αυτό ήτανε η μια δουλειά των ξυλοδετών. Η άλλη ήτανε τα λούκια φόρτωσης του μεταλλεύματος. Τα λούκια του Μεταλλείου της Μυκόνου ήτανε μια από τις μεγάλες καινοτομίες για τον ελληνικό χώρο. Δεν ξέρω αν υπήρχανε σε άλλο μεταλλείο στη χώρα. Τα λούκια του μεταλλείου της ΜΥΚΟΜΠΑΡ τα έχω περιγράψει και ως προς την κατασκευή τους και ως προς τη λειτουργία τους, σε άλλο σημείο. Επρόκειτο για ξύλινες κατασκευές που εξυπηρετούσαν τη φόρτωση του μεταλλεύματος στα βαγόνια. Αυτό που θέλω εδώ να πω είναι η μεγάλη ευαισθησία της ποιότητας της κατασκευής των λουκιών στην αποτελεσματικότητα της φόρτωσης. Λίγο να ξέφευγε η κατασκευή από τις προδιαγραφές η λειτουργία γινόταν προβληματική. Ή φράκαρε η ροή του μεταλλεύματος ή δεν μπορούσε να ελεγχθεί. Σκέψου, να έχει φρακάρει, ν’ ανοίγεις το λούκι και να μην πέφτει τίποτα. Και ξαφνικά πέφτει όλο το μετάλλευμα να καταστρέφει το λούκι και να κλείνει τη στοά. Και ήτανε μαστοριά του ξυλόδετη που μέτραγε. Θυμάμαι όταν υπήρχε βλάβη σε λούκι, φωνάζαμε τον Γιάννη τον Γανωτή. Τα θυμάμαι σαν τώρα!
Είναι κάποιες ιστορίες για ένα επιστάτη των εξορύξεων στην επιφάνεια, τον θυμάμαι με το παρατσούκλι του, όλοι τον έλεγαν «Κινέζο». Έπινε και μέθαγε. Μια φορά ξεκίνησε με το καράβι από τον Πειραιά, πέρασε από την Μύκονο και το πλοίο έφτασε στη Θεσσαλονίκη, κοίταγε κατάπληκτος το λιμάνι που δεν έμοιαζε με τη Μύκονο. Θυμάμαι ακόμη που το διηγείτο αυτό ο Αναστασίου, δεν ήμουνα μπροστά. Ο «Κινέζος» έβαζε φουρνέλα και στην επιφάνεια. Στην επιφάνεια, όταν βάζεις φουρνέλα, υπάρχει ένας αυστηρός κανονισμός. Αφού βάλεις τα φουρνέλα, πριν τα συνδέσεις με τη θρυαλλίδα, έχεις σιγουρευτεί για την ασφάλεια της θέσεις και των εργαλείων όλα τα εργαλεία, διώχνεις τους ανθρώπους που είναι κοντά σου – τους λες να πάνε 100-150 μέτρα απόσταση –, και μετά ανεβαίνεις στο διπλανό ψηλότερο σημείο στην επιφάνεια, να φαίνεσαι, και φωνάζεις τρεις φορές: «Βάρδα φουρνέλο!», με όλη σου τη φωνή. Το λες και μετά πηγαίνεις να ανάψεις τα φουρνέλα. Ο Θανάσης ο Αναστασίου τον πέτυχε μια μέρα που είχε βάλει τα φουρνέλα, είχε διώξει τον βοηθό του, κι έπρεπε να εφαρμόσει τον κανονισμό. Ν’ ανέβει στο βουνό, να φωνάξει. Αλλά δεν υπήρχε και ψυχή εκεί κοντα, τέλεια ερημιά. Οπότε, λέει χαμηλόφωνα: «Βάρδα φουρνέλο, μία! Βάρδα φουρνέλο, δύο! Βάρδα φουρνέλο, τρεις!», και άρχισε ανάβει τα φουρνέλα. Έκανε το καθήκον του. Θεωρούσε γελοίο να ουρλιάξει, όταν δεν υπήρχε ψυχή πουθενά. Ο κανονισμός έτσι έλεγε: Είτε υπάρχει ψυχή είτε δεν υπάρχει, πρέπει να βάλεις τις φωνές. Το ’κανε να το ακούσει ο εαυτός του
Απ’ όσο ξέρω την ιστορία των μεταλλείων ε, είναι νομίζω πρώτη φορά στην Ελλάδα που γυναίκα, σπουδάστρια μεταλλειολόγος του ΕΜΠ, επισκέφτηκε, επισήμως μαζί με τον μηχανικό του μεταλλείου, τον Θόδωρο τον Χατζή, μεταλλείο εν ενεργεία. Όχι, μια βόλτα, αλλά κανονική επίσκεψη στα υπόγεια! Πρώτη φορά ήτανε στη Μύκονο το 1965. Ο Χατζής ήταν τυχερός, τους επόμενους τρεις μήνες δεν έγινε ατύχημα. Η παράδοση που ήθελε την παρουσία στα υπόγεια γρουσουζιά, άρχισε να κλονίζεται.
Περπατάς στον δρόμο, και βλέπεις μια πέτρα. Την κλοτσάς γιατί είναι εμπόδιο. Επομένως, τη βλέπεις σαν εμπόδιο. Αν την έπιανε ένας γεωλόγος, θα έψαχνε να δει τι είναι. Ένας άλλος, που χάλασε το αυτοκίνητό του, θα την έπαιρνε να τη βάλει σφήνα, να μην κυλήσει τ’ αυτοκίνητο. Ένα απλό πράγμα, καθημερινό, μπορείς να το κοιτάξεις από χίλιες πλευρές, και αντίστοιχες χρήσεις.
Τότε εγώ δεν το καταλάβαινα αυτό με τα μηχανήματα των μεταλλείων και είχα την ιδέα, ότι τα μηχανήματα πρέπει να δουλεύουν με την μεγίστη απόδοση. Όπως καταλαβαίνουμε, τα μηχανήματα των μεταλλείων δεν δουλεύουν με την μεγίστη απόδοση, κοιτάνε να είναι γερά – άλλα πράγματα. Αυτό το γεγονός θέλω να μου πεις αν το θυμάσαι. Μία εποχή, εκεί στη Μύκονο, κάποιος παλιός είπε ότι είχε κλειστεί μια ντιζελάμαξα μέσα σε μπάζα. Και ψάξαμε και τη βγάλαμε. Ξεμπαζώσαμε – κάπου είχε βουλιάξει κι είχε μείνει μέσα κάπου 10 χρόνια είπανε. Εγώ το άκουσα αυτό το πράγμα και λέω: «Τώρα αυτό που το βγάζουμε, μετά 10 χρόνια…». Κι ένας αποκεί, του Συνεργείου του Κολτσάκη, λέει: «Να το βάλουμε μπρος, κ. Παναγόπουλε;» – ήτανε εκεί κάποιοι που το περιεργάζονταν, εσύ, ο Θανάσης. «Μπαίνει;», «Δεν μπαίνει!», λέγαμε. Εγώ έλεγα: «Τι λένε τώρα; Ας το βάλουμε κάπου να το βλέπουμε…». Και μέσα σε μια ώρα το βάλανε μπρος. Και τρελάθηκα. Και κάποιος μου εξήγησε, ή εσύ ή ο Θανάσης, ότι τα μηχανήματα αυτά είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να μην μένουν ποτέ, να μη χαλάνε ποτέ, και να υφίστανται κακουχίες εις βάρος της απόδοσης, ενδεχόμενα, της ταχύτητος, του φορτίου, κ.τ.λ. Μετά το πρόσεχα παντού. Και τα σφυριά, όλα… Δεν είχαν αποδόσεις τα μηχανήματα αυτά, αλλά ήτανε φοβερά μηχανήματα.
Ο «Στόλας» ανέβαινε το καμινέτο με το σκοινί. Γιατί αυτός είχε ξύλα (στρογγύλια) σε διαστήματα 3 μέτρων, στο ύψος, περίπου – δηλαδή πάταγε στο ένα ξύλο κι ήτανε άλλο ένα μέτρο επάνω το άλλο, και είχε κι ένα σκοινί στη μέση, που ήταν δεμένο με το τελευταίο στρογγύλι. Λοιπόν, αυτός το άρπαζε με το ’να χέρι το σκοινί, με τ’ άλλο το σφυρί, σάλτερνε, ξανασάλτερνε, κι ανέβαινε απάνω. Και έλεγα: «Πώς το κάνει;». Κι επιχειρούσα εγώ να το κάνω χωρίς να ’χω σφυρί στα χέρια μου. Αν είχα και σφυρί, δεν θα μπορούσα να πιάσω το σκοινί. Και μια φορά, ανέβηκα περίπου 30 μέτρα – ήταν τρύπιο το καμινέτο, το ’χε ξετρυπήσει ο «Στόλας», και μου λέει ο Θόδωρος: «Ρε συ, θα σκοτωθείς!», και πήγε αποπάνω. Κι εγώ πλέον δεν μπορούσα να κατέβω κάτω, ήτανε αδιέξοδο. Λέω: «Δεν αντέχω άλλο…». Μου λέει: «Κάνε ένα κουράγιο να βγεις έξω, γιατί πώς θα κατέβεις; Θα σου φύγουν τα χέρια απ’ την κούραση!». Με χίλια βάσανα βγήκα. Και μετά σκεφτόμουνα, πώς ο άνθρωπος αυτός; Εγώ ήμουνα 27 χρονών παιδί. Ήταν φαινόμενο! Γιατί έκανε αυτή τη δουλειά που εγώ δεν μπορούσα να την κάνω, και μαζί μ’ αυτό το πράγμα άνοιγε και φουρνέλα; Έβαζε και δυναμίτη και κατέβαινε; Τι λες τώρα;
Τα είχε η δουλειά μας αυτά. Ήθελε και λεβεντιά και σωματική… Εγώ θυμάμαι μια φορά που είχε δώσει ο Προυσάλογλου (γιατρός), κάτι καταχρηστικές άδειες σε ορισμένους, για να την κοπανίσουνε στην πραγματικότητα, και κάπως το ’χα σχολιάσει, και με τον Χατζή το ’χαμε πει, το έμαθε και μου μίλησε κάπως άσχημα, – στη Χώρα μέσα. Έλεγε δηλαδή στις παρέες του, το οποίο το ’πε και σε μένα μετά, ότι βγαίνει η Παναγία στους εργάτες για να βγει ο βαρίτης, κι οι μηχανικοί παίρνουν μεγάλους μισθούς και κάθονται στο γραφείο και χαζεύουνε – μια τέτοια λαϊκίστικη διατύπωση. Και του μίλησα. Του λέω: «Κάνεις λάθος! Εμείς, αναλογικά με τη δουλειά που παίρνουμε και τις ευθύνες που έχουμε, παίρνουμε λίγα λεφτά σε σχέση με τα λεφτά που παίρνουνε ορισμένοι μιναδόροι» –που είχανε καλά μεροκάματα και πριμ. «Έλα μια μέρα επάνω, να δεις τι κάνουμε! Και να σε πάω δεις την καθημερινή μου δουλειά, την καθημερινή δουλειά του Χατζή, και όλων μας. Και ήρθε μια μέρα –για άλλο λόγο– στο Γραφείο μου και του λέω: «Θέλεις να πάμε μια βόλτα;». Εγώ δεν είχα ξεκινήσει τη βόλτα ακόμα. Λέω: «Η καθημερινή δουλειά η δικιά μου ή του Χατζή, ή ο ένας ή ο άλλος πρέπει να κάνουμε ένα πράγμα. Να γυρίσουμε σ’ όλες τις θέσεις εργασίας. Τώρα, τι θα πούμε, τι θα κάνουμε, πόσο θα μείνουμε, είναι άλλο θέμα. Αλλά το πρόγραμμα λέει αυτό. Δηλαδή, αν κάτι γίνει, θα πούμε στον Χατζή: Εσύ πήγες, Θόδωρε, εκεί το πρωί; Είχες δει κάτι; Δεν είχες δει; Άρα δεν φαινότανε. Πέρασε ο Γανωτής; – αρχίζαμε και μετά ρωτάγαμε και για τους άλλους. Αλλά εκ των ων ουκ άνευ είναι αυτό. Έρχεσαι λοιπόν στη βόλτα τη δική μου; Και δεν θα πάμε σε πολλά, εγώ θα πάω μόνο στη γαλαρία 150». Η 150 ήτανε αυτή που είχε το σιλό έξω κι αδειάζαν τα βαγόνια. Εκεί είχαμε και τα αρκετά προβλήματα, παρόλο που η πολλή παραγωγή ήταν στη Σ 40 και στη Σ 1 κάτω. Λοιπόν πάμε σιγά σιγά, σταματάμε με το τζιπάκι κι αρχίζουμε κι ανεβαίνουμε εκείνες τις περίφημες σκάλες από πάτωμα σε πάτωμα. Δεν μπόρεσε να φτάσει μέχρι πάνω… Γιατί εγώ άφησα τ’ αυτοκίνητο κάτω κι είπα σε κάποιον: «Φέρτε το επάνω που θα βγούμε», γιατί θα βγαίναμε επιφάνεια εμείς πλέον. Δεν μπόρεσε. Τον έπιασε η αναπνοή… Είπαμε σε κάποιους να φέρουν το αυτοκίνητο πάλι κάτω, και φύγαμε. Και πάμε στο Γραφείο. Του λέω: «Αυτό που κάναμε μαζί, είναι περίπου το 1/10 της καθημερινής μας δουλειάς, του Χατζή κι εμένα, και χωρίς να σου βάλω μέσα το άλλο, το ψυχικό. Διότι αν γίνει ατύχημα, εμείς είμαστε υπόλογοι. Όχι μόνο στον δικαστή, στον εαυτό μας. αν ένα παιδί σπάσει το πόδι του, δεν σου λέω πολλά πράγματα… Και έχω αυτό το άγχος. Διότι πάω και κοιμάμαι το βράδυ και στο μυαλό μου είναι η 3η βάρδια. Έκανε τη συντήρηση; Θα καθαρίσουνε; Αυτά είναι στο μυαλό μου, που λέτε για γκόμενες και τουρίστριες. Ξέρεις πού μπλέκει το μυαλό το δικό μας; Μην νομίζεις ότι αυτά που βλέπεις έξω τα προεκτείνεις παντού. Φεύγεις από τη δουλειά σου, αλλά στο μυαλό σου έχεις τη δουλειά». Παρόλο που όλη η Μύκονος γλένταγε, εσύ να λες: Εγώ τι κάνω τώρα; Πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου, να είμαι σπίτι, να έχω έγνοιες: δεν είπα στον Γανωτή αυτό, δεν κάναμε εκείνο, δεν κάναμε το άλλο, κι έξω απ’ το σπίτι μου να γίνεται ο χαμός. Του λέω: «Κατάλαβες τώρα;». Λέει: «Έχεις δίκιο! Αλλά, οι εργάτες…». «Βρε, δε σου λέω για τους εργάτες. Εντάξει, υποφέρουνε οι εργάτες. Αλλά ποιος είναι δίπλα τους; Εσύ είσαι δίπλα τους; Εγώ είμαι δίπλα τους! Κι ο Χατζής είναι όλη μέρα μαζί μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αν δεν τους πονάμε εμείς, τους πονάς εσύ κι οποιοσδήποτε άλλος;». Δεν είναι κατανοητά αυτά. Ήταν ωραία η κουβέντα. Αλλά έδειξε και διάθεση να καταλάβει όμως.
Εμάς αυτό που μας κινητοποιούσε ήταν οι ευθύνες. Είτε για την ασφάλεια των εργαζομένων, είτε για να γίνει η δουλειά. Δεν μπορείς να έχεις στα χέρια σου μια δουλειά και να μην τελειώσει, να μην έχεις αποτέλεσμα.
Τότε πήγα εγώ στη Σέριφο, για ασκήσεις. Εγώ έκανα τη διπλωματική μου στον Φραγκίσκο, και με φώναξε ο Φραγκίσκος να πάω στη Σέριφο για να κάνω τη διπλωματική μου.
[αποσπάσματα από μαρτυρίες 2015-2018: ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου (2016/2017/2018) – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης (2015/2016)]