Λουΐζος Παρασκευαΐδης

Ο Λουΐζος (Λου) Παρασκευαΐδης του Παρασκευά και της Αλίκης γεννήθηκε το 1931 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Απεβίωσε στην Αθήνα τον Μάιο του 2015. Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός ΕΜΠ, προσλήφθηκε ως μηχανικός βάρδιας και εξελίχθηκε σε προϊστάμενο παραγωγής του Μεταλλείου (τρίτος κατά σειρά Διευθυντής Μεταλλείου της ΜΥΚΟΜΠΑΡ). Ομότιμο μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, μέλος του ΔΣ του Πολυτεχνικού Συλλόγου. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έκανε ξεναγήσεις σε φίλους και γνωστούς στο Βιομηχανικό Πάρκο Λαυρίου.

Λέγομαι Παρασκευαΐδης Λουΐζος, έχω γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, μεγάλωσα όμως και σπούδασα εδώ. Έχω τελειώσει το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το καλοκαίρι του 1956 στην Αθήνα, και από τότε άρχισε η καριέρα μου, η οποία διατηρήθηκε μέχρι και το 1997, που πήρα σύνταξη.
Μόλις τελείωσα, η πρώτη μου δουλειά ήταν στις ερευνητικές εργασίες στην Πτολεμαΐδα, επί Μποδοσάκη, που γινόντουσαν οι έρευνες για τα κάρβουνα και τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια. Ήμουνα ο πρώτος Έλληνας που πήγε εκεί με μόνιμη θέση στις έρευνες, δίπλα σ’ ένα Γερμανό, ο οποίος είχε σταλεί από τον Οίκο Krupp, για να κάνει τις έρευνες, και εγώ είχα πάει για να μάθω την τέχνη, νέος.
Αποκεί, το Μάρτιο του 1957 προσελήφθην από την ΜΥΚΟΜΠΑΡ, η οποία ζητούσε μηχανικό, γιατί ήταν σε φάση ανάπτυξης, και έφτασα στη Μύκονο την 1η Μαρτίου 1957, και έμεινα μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 1964, συνεχώς, ακόμα και στρατιώτης. Τα ’χα καταφέρει με μέσα Μυκόνου και Ζουγανέληδες και σού ’πα και μού ’πες και έκανα στρατιωτικό στη Μύκονο. Ήμουνα δηλαδή στρατιώτης στη διοίκηση ΜΟΜΑ, σε κλιμάκιο ΜΟΜΑ, κάναμε το δρόμο του Πανόρμου –εγώ τον έχω ανοίξει–, ξεκινήσαμε το δρόμο που πάει προς το αεροδρόμιο από το δρόμο που πάει για τον Ορνό [από τη διασταύρωση του «Μαούνα» προς Πλατύ Γιαλό, δεν υπήρχε αεροδρόμιο τότε] –και εκεί απολύθηκα–, και ήμουνα παράλληλα και μηχανικός στην Εταιρεία.
Στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ ξεκίνησα ως μηχανικός βάρδιας, γιατί δουλεύαμε τρεις βάρδιες συνέχεια, Σάββατα και Κυριακές, – συνεχούς πυράς που λέμε. Ξεκίνησα ως μηχανικός βάρδιας, σιγά σιγά έγινα μηχανικός 1ης βάρδιας με συντήρηση και τέτοια, και τελικώς είχα αναλάβει προϊστάμενος παραγωγής του Μεταλλείου. Το Μεταλλείο εκείνη την εποχή –γύρω στη δεκαετία του ’60 – είχε τις εγκαταστάσεις Εμπλουτισμού του μεταλλεύματος, είχε τα Υπόγεια Έργα που έβγαινε το μετάλλευμα, και είχε και το Τριβείο και τη Σκάλα Φόρτωσης του μεταλλεύματος στο Λούλο. Για όλα αυτά ήμουν υπεύθυνος έχοντας από πάνω μου το γενικό διευθυντή του Μεταλλείου. Το καλοκαίρι του 1964, τον Ιούλιο, ανέλαβα γενικός διευθυντής του Μεταλλείου. Ήμουνα τότε 33 ετών και έμεινα στο σπίτι της διοίκησης της Εταιρείας, που είναι στο δρόμο για τον Ορνό [σχεδόν απέναντι από τον Μύλο του Μπόνη, σημερινό Αγροτομουσείο], και παρέμεινα μέχρι τον Οκτώβριο, όπου για λόγους οικογενειακούς –είχα παντρευτεί, είχα ήδη ένα γιο 3 ετών, ο δεύτερος ήτανε στην κοιλιά–, και όταν μίλησα: «Ποια είναι η προοπτική μου, ωραία τώρα είμαι γενικός διευθυντής, τι κάνουμε παρά πέρα;». Η απάντηση ήταν: «Όπως ξέρεις, εδώ δεν υπάρχει μεγαλύτερη θέση, άρα θα παίρνεις μιαν αύξηση μισθού, τίποτα παραπάνω. Αλλά, αν θες να πας στην Αμερική, θα ’χεις πρόοδο». Και απήντησα τότε –καλώς ή κακώς, ο καθένας παίρνει τις αποφάσεις του–, και είπα ότι «είμαι πολύ μεγάλος για ν’ αλλάξω συνήθειες και να πάω στην Αμερική», παρόλο που ’χα πάει αρκετές φορές. Κι έτσι έφυγα, γιατί μου είχανε προτείνει θέση στα τσιμέντα ΤΙΤΑΝ.
Εκεί προσελήφθην από 1ης Νοεμβρίου του 1964 και έμεινα εργαζόμενος μέχρι το τέλος του 1997, συνέχεια, έφτασα στην ανώτατη βαθμίδα, δηλαδή senior manager, ήμουνα διευθυντής διευθυντών, ήμουνα διευθυντής και είχα από κάτω 4-5 διευθύνσεις και καμμιά δεκαριά θυγατρικές εταιρείες του ΤΙΤΑΝα, λατομεία σε όλη την Ελλάδα και λοιπά, που εκεί ήμουν ή Πρόεδρος, ή Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, σε κάθε εταιρεία που ήτανε λατομείο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η καριέρα μου, ως επαγγελματίας.
Παράλληλα είχα αναπτύξει και, ας την πούμε, δημόσια δραστηριότητα, υπήρξα μέλος του Δ.Σ. του ΙΓΜΕ, του Ινστιτούτου Μεταλλευτικών Ερευνών, υπήρξα ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Τεχνολόγων Ορυκτού Πλούτου, από τα ιδρυτικά μέλη της Κίνησης Πολιτών, και κάπου 7-8 χρόνια Πρόεδρος του Συλλόγου Μεταλλειολόγων και Μεταλλουργών στην Ελλάδα. Έχω γράψει 3-4 βιβλία, σαν κι αυτά, και τελικώς, πρόσφατα, κατά τη γιορτή των 90 ετών του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων –που γιόρταζαν τα 90 χρόνια από την ίδρυση και που συμμετέχουν όλες οι μεταλλευτικές εταιρείες, ή το πλήθος οι μεγαλύτερες–, ήρθαν εδώ, καλή ώρα όπως είσαστε εσείς, γιατί δεν μπορούσα να παραστώ, και μου απένειμαν μία τιμητική πλακέτα για τη συνεισφορά μου στον κλάδο της Μεταλλείας στην Ελλάδα. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ζωή μου.
Τώρα, στη Μύκονο, υπάρχουνε πάρα πολλά γεγονότα και επεισόδια, ήτανε η εποχή που η Μύκονος δεν ήταν η σημερινή ούτε κατά διάνοια, ο κόσμος ζούσε από την κτηνοτροφία και από την αγροτική –από το κριθάρι και τα αυτά που έβγαζαν–, ήταν μονίμως χρεωμένοι στους εμπόρους και ζητούσανε το μεροκάματο πώς και πώς. Είχαμε λοιπόν μεγάλη προσφορά και πίεση και οι πρώτοι τεχνίτες και εργάτες που δούλεψαν στο Μεταλλείο, ήτανε κυρίως Μυκονιάτες, και πάρα πολλοί από αυτούς βγήκανε άριστοι τεχνίτες. Στη συνέχεια άρχισε η οικοδομική δραστηριότητα στην Αθήνα, έφυγαν οι Μυκονιάτες παρέες παρέες να χτίσουν τις πολυκατοικίες, –Καλαμαράς, Καλαφάτης [αυτό είναι όνομα παραλίας της Μυκόνου και όχι όνομα], και…, και…, και…, Νάζοι… Ήρθανε στην Αθήνα, κι αρχίσαμε να χάνουμε τους εργάτες, οπότε στέλναμε “παγανιά”, που λέμε, πότε στη Χαλκιδική που είναι μεταλλευτικός τόπος, πότε στην Ήπειρο και φέρναμε ανειδίκευτους εργάτες, τελοσπάντων γινόταν ένα μεγάλο νταλαβέρι να εξασφαλίσουμε… Γιατί είχαμε φτάσει μέχρι 380 άτομα, συνολικά, με φορτώσεις, με… – στην ακμή του Μεταλλείου.
Τελικώς, τον Δεκέμβρη του 1986 οι μεταλλειοκτήτες που είχανε τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, και που ήτανε ένας Σιώτης και ο εφοπλιστής ο Γράτσος ο Ιθακήσιος, με παρακάλεσαν, ως παλιός που ήμουνα και πεπειραμένος, να πάω να κάνω μια έκθεση εάν το μεταλλείο –γιατί έληγαν τα 30 χρόνια μίσθωσης που είχανε– μπορεί να συνεχίσει; Έχει μετάλλευμα; Είναι αξιόλογο για να σταθεί οικονομικά; Πήγα λοιπόν μες στο Δεκέμβρη –μάλιστα ήταν του Αγίου Νικολάου–, και έκανα, με τον τελευταίο Διευθυντή του εργοστασίου, τον κύριο Παπαδόπουλο, κάναμε μια περιοδεία, είδα την κατάσταση και έγραψα την Εκεί προσελήφθην από 1ης Νοεμβρίου του 1964 και έμεινα εργαζόμενος μέχρι το τέλος του 1997, συνέχεια, έφτασα στην ανώτατη βαθμίδα, δηλαδή senior manager, ήμουνα διευθυντής διευθυντών, ήμουνα διευθυντής και είχα από κάτω 4-5 διευθύνσεις και καμμιά δεκαριά θυγατρικές εταιρείες του ΤΙΤΑΝα, λατομεία σε όλη την Ελλάδα και λοιπά, που εκεί ήμουν ή Πρόεδρος, ή Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, σε κάθε εταιρεία που ήτανε λατομείο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η καριέρα μου, ως επαγγελματίας.
Όταν πήγα εγώ το 1957, τα Μεταλλεία είχανε ήδη ξεκινήσει από το 1955, που σημαίνει ότι εκείνη την εποχή υπήρχανε ελάχιστα στελέχη, υπήρχε ο Αμερικανός γενικός διευθυντής από την πλευρά της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, υπήρχε ο προϊστάμενος του Μεταλλείου, εργοδηγοί και εργάτες, εργαζόμενοι διαφόρων κατηγοριών, οι οποίοι κυρίως ησχολούντο με τη διάνοιξη στοών, γιατί το μετάλλευμα τής Μυκόνου εμφανίζεται σε 3 κυρίως φλέβες, Νο 1, Νο 2, Νο 3. Υπάρχουν και 2 μικρές παράπλευρες φλέβες, οι οποίες όμως δεν ήταν αξιόλογες. Η εκμετάλλευση γινότανε, όπου ήταν επιφανειακά εύκολο, με αποκάλυψη και επιφανειακή εκμετάλλευση, κυρίως όμως ήτανε Υπόγεια έργα, και στοές που έπρεπε να ανοιχθούν, να προχωρήσουν μέσα στο μετάλλευμα, για ν’ αρχίσει η εκμετάλλευση.
Ειδικά στη Μύκονο, η μορφή των φλεβών οι οποίες ξεκινούσαν από την επιφάνεια της γης και είχανε μια κλίση 70ο προς τη θάλασσα και βυθιζόντουσαν, εφαρμόστηκε κατά 100% η μοναδική Μέθοδος των Συμπτυσσομένων Μετώπων. Αυτό δεν έχει εφαρμοστεί σε όλη την Ελλάδα σε άλλα μέρη, γιατί δεν ήτανε κατάλληλα γι’ αυτήν την εκμετάλλευση, μόνο στο λιγνιτωρυχείο του Αλιβερίου, σε πολύ μικρό τμήμα του κάρβουνου. Ήταν μια δύσκολη μέθοδος, επικίνδυνη, αλλά οι Αμερικανοί είχαν οργανώσει πρόληψη ατυχημάτων, είχαν οργανώσει εκπαίδευση του προσωπικού, και, όσο ανειδίκευτοι κι αν ήτανε και καινούργιοι και κυρίως είχανε άγνοια του κινδύνου, ήτανε μεγαλύτερη η προσοχή για να μην έχουμε πολλά ατυχήματα. Παρόλα αυτά σε κανένα μεταλλείο δεν είναι που δεν έχουν ατυχήματα. Επί της εποχής μου, στο διάστημα ’57-’64 αντιμετώπισα 4 θανατηφόρα, εκ των οποίων τα 3 Μυκονιάτες και ένας Λημνιός, και διάφορους άλλους τραυματισμούς οι οποίοι έφταναν από κόψιμο ποδιού, χεριού και διάφορα, όχι τύφλωση, αλλά διάφορα τραύματα. Υπήρχε μόνιμος νοσοκόμος για τις πρώτες βοήθειες. Και υπήρχε και μία τηλεφωνική γραμμή, εξαιρετικά, εκείνη την εποχή, γιατί το τηλεφωνικό κέντρο έκλεινε τ’ απόγευμα για το κοινό. Η Μύκονος έμενε χωρίς τηλέφωνο τα βράδια.
Η Εταιρεία ζήτησε –τα γράφω μέσα– και είχε μία μοναδική γραμμή που περνούσε Αθήνα, Κέντρο Μυκόνου, το σπίτι μου που ήτανε τα Γραφεία –τα παλιά Γραφεία στη Μύκονο, της Μαρουλίνας το σπίτι, πίσω από το ξενοδοχείο ΛΗΤΩ–, και αποκεί ανέβαινε στην Κοινότητα της Άνω Μεράς κι έφθανε στο Μεταλλείο. Ποια ήτανε η χρησιμότητα της: Ατύχημα συνέβαινε; Έπρεπε να ειδοποιήσουνε, να πάμε με γιατρό, εκτός από τον νοσοκόμο. Αρρώσταινε; Να πάει γιατρός απάνω, να τον πάω εγώ με το τζιπ απάνω. Ζημιά στο Μεταλλείο; Πρόβλημα λειτουργίας, κάτι χάλαγε, κάτι η φόρτωση σταμάταγε, τι έγινε, έπρεπε να τρέξω, με ειδοποιούσανε να τρέξω μες στη νύχτα ασχέτως βάρδιας και να δώσω λύση. Παράλληλα όμως, από την Κοινότητα Άνω Μεράς πάρα πολλές φορές με ξυπνούσανε για να με παρακαλέσουνε να πάω να πάρω το γιατρό από το σπίτι του –ο Μενέλαος Αποστολόπουλος ήταν ο γιατρός τότε εκείνη την εποχή–, να πάω να πάρω το γιατρό με το τζιπ που είχα, να ανεβούμε στην Άνω Μερά, να δει τον παθόντα, τι ανάγκη είχε, κι άκουγες: η γυναίκα μου γεννάει, ο άλλος χτύπησε ή ο άλλος ήρθε μεθυσμένος. Και πολλές φορές, μέχρι να φτάσουμε απάνω, είχε συμβεί και δεύτερο περιστατικό. Πολλές φορές, καταλαβαίνεις, ξενυχτούσαμε απάνω με τον γιατρό, τον έφερνα κάτω, να ξαναπάω εγώ την άλλη μέρα στη δουλειά.
Το Μεταλλείο ξεκίνησε έχοντας αναπτύξει τις στοές πλέον, για παραγωγή, έχοντας εγκαταστήσει το Πλυντήριο του μεταλλεύματος στο Τηγάνι [λάθος, Αλωνάκι], που έδιωχνε το σκάρτο υλικό για να κρατήσει το καλό, και τους σπαστήρες και όλα αυτά τα σχετικά, και είχε και τη Σκάλα Φόρτωσης κάτω στο Λούλο. Αργότερα, αρχές της δεκαετίας του ’60, εκτός από τη Σκάλα Φόρτωσης, δημιουργήθηκε στον ίδιο χώρο, στον Λούλο, και Τριβείο. Αυτό σημαίνει ότι το μετάλλευμα που έφευγε υπό μορφή χαλικιού για τις διάφορες χρήσεις προς τον Περσικό Κόλπο και στην Αμερική, στη Νέα Ορλεάνη, άρχισε να αλέθεται, να γίνεται σακιά και να πουλιέται σε διάφορες εταιρείες ανά τον κόσμο που είχαν ανάγκη για τις γεωτρήσεις πετρελαίου. Γιατί ο βαρύτης χρησιμοποιείται κυρίως στις γεωτρήσεις πετρελαίου και στο βαρύ μπετόν που λένε. Δηλαδή κάνουν –επειδή είναι πολύ βαρύ το υλικό του, εξού και το όνομά του–, επενδύουν τους σωλήνες ώστε να βυθίσουν, στο βυθό του Περσικού Κόλπου ας πούμε, για να μη τους σηκώνει η άνωση, τους βάζουνε βαρύ μπετόν γύρω γύρω, για να τους προστατέψουν. Επιπλέον ο βαρύτης είναι και εναντίον της ραδιενέργειας, δηλαδή στο Δημόκριτο που έχουμε ένα μικρό αντιδραστήρα, γύρω γύρω έχει ένα παχύ στρώμα από βαρύτη, ο οποίος σε περίπτωση απώλειας, θα απορροφήσει σε πρώτη φάση τη ραδιενέργεια, για να μη διαχυθεί.
Έγινε λοιπόν και το Τριβείο, μπήκανε μέσα…, μπήκανε ξηραντήρια, αλλά έγινε κι ένα άλλο είδος απόβασης πλέον, της Μυκόνου στη Μήλο. Διότι εκεί μισθώσαμε ορυχεία, πολύ ωραία, μπεντονίτη, ένα άλλο υλικό που χρησιμοποιείται επίσης στις γεωτρήσεις πετρελαίου. Στείλαμε ένα γεωλόγο τον κύριο [Κώστα] Δούνα –ο οποίος δούλευε στη Μύκονο–, ως διευθυντή στη Μήλο, και αρχίσαμε πλέον με καΐκια και διάφορα motorship να κουβαλάμε από τη Μήλο στο Λούλο, που είχαμε κάνει κι ένα σκαλάκι εκφόρτωσης, να το κατεργαζόμαστε, να το αλέθουμε, να το κάνουμε σακιά, και να πηγαίνει κι αυτό στους πελάτες, υπό μορφήν ενσακισμένου.
Αυτή ήτανε και η ολοκλήρωση του Μεταλλείου. Δηλαδή, Στοές, Πλυντήριο Εμπλουτισμού, Τριβείο, Φόρτωση. Συμπληρωματικές εγκαταστάσεις και βελτιώσεις γινόντουσαν πάντοτε, είχαμε πάντοτε ιδιοπαραγωγή ρεύματος, και είχαμε επίσης μερικούς θαλάμους, όπου έμεναν μόνιμα απάνω στις εγκαταστάσεις εργαζόμενοι γιατί ήταν εργένηδες, –στρατιωτικοί θάλαμοι ας πούμε–, έμενε ο εργοδηγός με την οικογένεια του. Και αυτές ήταν εγκαταστάσεις που τις είχε και τις συντηρούσε η Εταιρεία.
Εκείνη την εποχή, όπως είπα, η Μύκονος ήτανε μια γεωργική, κτηνοτροφική περιοχή. Το ρευστό δεν υπήρχε, ήτανε στενό. Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ πλήρωνε μετρητοίς και πολύ καλά ημερομίσθια. Ήτανε λοιπόν κάτι που όλοι το ζητούσανε –όσοι μπορούσανε, είχανε και μπράτσα και δυνάμεις– να εργαστούν εκεί, και έδωσε πολύ ψωμί όχι μόνο στους άμεσα εργαζόμενους… Γιατί, να σκεφτείτε, υπήρχανε τα πούλμαν του Ζουγάνε που κουβαλούσαν το προσωπικό, υπήρχαν εργολάβοι οι οποίοι –όπως ήταν ο Ξυδάκης– που έκαναν εργολαβίες εξωτερικές, δηλαδή ερχόντουσαν με το συνεργείο τους και κάνανε μια εκσκαφή για να βγάλουνε βαρύτη. Όλ’ αυτά ήτανε εξωτερικοί συνεργάτες. Υπήρχανε τα καΐκια του «Μαδούπα» και του καπτα-Γιάννη, που κουβαλούσανε όλα τα εφόδια που ήθελε το Μεταλλείο από τον Πειραιά  –ήταν ήρωες αυτοί με τα μικροκάραβα, ειδικά. Απ’ τον Πειραιά στη Μύκονο! Πετρέλαια, δυναμίτες, ανταλλακτικά, μηχανήματα, ό,τι εξαρτήματα χρειαζόντουσαν τα κουβαλούσανε αυτά. Δηλαδή, ο πυρήνας των 200 –μετά που έφτασαν τους 380– ατόμων, ήτανε ο πυρήνας. Ήτανε πολλοί περισσότεροι οι συνεργαζόμενοι, άρα ήτανε ένας οικονομικός παράγων απάνω στη Μύκονο που έδινε χρήματα, χωρίς να υπάρχει άλλη τέτοια δραστηριότητα, όχι μεταλλευτική, άλλη μια εταιρεία, ας πούμε, να έχει. Δεν υπήρχε άλλη εταιρεία, η μόνη εταιρεία που υπήρχε ήταν η ΔΕΗ του Ζουγανέλη κι αυτή.
Αποκεί και πέρα, η άλλη επίπτωση που είχε είναι ότι μέσα από το Μεταλλείο αναδείχθηκαν καλοί χειριστές, αναδείχθηκαν καλοί μαστόροι, γιατί χτίζανε κτήρια και λοιπά, και ήταν οι πρώτοι που φύγανε και ήρθανε στην Αθήνα την εποχή που χτιζότανε η Αθήνα, κάτω στους Αγίους Αναργύρους και σ’ αυτή την περιοχή, στην Αγίου Μελετίου και λοιπά. Αυτή ήταν η δεύτερη επίπτωση, ότι βγήκαν άνθρωποι που έμαθαν τέχνη, όπως ήταν ο πατέρας της Δήμητρας , που από απλός οδηγός ήταν ο καλύτερος γκρεϊντερίστας που είχαμε στο Μεταλλείο, και άλλοι που είχαν έρθει. Είναι η δεύτερη επίπτωση ότι έδωσε ορισμένες ειδικότητες και τους έβγαλε από απλούς αγρότες, ή απλούς κτηνοτρόφους, να γίνουνε τεχνίτες και να μπορέσουν να ακολουθήσουν κάποιο άλλο επάγγελμα.
Επίσης είχε μεγάλη επίδραση σε κοινωνικές, ας τις πούμε, παροχές. Κάποιος σύνδεσμος, κάποια Κοινότητα, κάποιος… Τι ήθελε, κάποια βοήθεια, την παρείχε η Εταιρεία, όπως ήταν η διάνοιξη δρόμων σε διάφορες περιοχές, όπως ήταν η ενίσχυση σε κτίσματα, είχε συμβάλλει στο Κοινοτικό κτήριο της Άνω Μεράς, και σε διάφορα άλλα που ζητιόντουσαν. Υπήρχε ο ηγούμενος της μονής Άνω Μεράς, ο Δωρόθεος Στέκας, ο οποίος, όλο και συνεχώς για λογαριασμό της Παναγίας, κάτι ζητούσε για το μοναστήρι και τα έργα του. Αυτή σε γενικές γραμμές ήτανε…
Πέραν όμως αυτού, δημιουργήθηκε λόγω της ΜΥΚΟΜΠΑΡ και των στελεχών, μία, ας την πούμε, κάπως, ανώτερη τάξη. Δηλαδή υπήρχε ο δικηγόρος, υπήρχε ο συμβολαιογράφος, υπήρχανε οι γιατροί –οι ελάχιστοι της Μυκόνου–, οι οποίοι αυτοί σαν παρέα έδιναν ένα τόνο κάποιας μορφής γιορτών, κάποιας μορφής κοινωνικών σχέσεων, στο Δήλος το ξενοδοχείο, χορούς και τέτοια, και ήτανε μια αλλαγή από την –ξέρεις– τη συνήθη νησιωτική ζωή. Όχι τώρα τα τρελά της Μυκόνου, που είναι άλλο πράμα. Ένα νησί ήσυχο που κοιτούσε να βγάλει το μεροκάματο του και να ζήσει. Δεν υπήρχε τότε… Ο Τουρισμός περιοριζόταν μόνο σε μερικούς επώνυμους Αθηναίους και Αθηναίες –τους θυμάμαι έναν έναν–, που ερχόντουσαν, γλεντούσαν με τον τρόπο τους, με τους Μυκονιάτες εκεί, αλλά ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Και περνούσαν ορισμένες φυσιογνωμίες όπως ήταν διάσημοι ηθοποιοί, διάσημοι συγγραφείς, ο Γιεχούντι Μενουχίν, βιολιστής, και διάφορες τέτοιες προσωπικότητες, αλλά ήτανε μεμονωμένες και αξιόλογες. Μετράγανε. Να μη μιλήσω για σήμερα, γιατί ντρέπομαι…
Έχω γράψει για διάφορα περιστατικά, την περίπτωση ενός ναρκομανούς, ο οποίος, από στερητικό σύνδρομο, ένα βράδυ και ενώ είχε έρθει ζητώντας δουλειά και ήταν απλός μπαζαδόρος, τα ’κανε λίμπα, και περιγράφω όλη την ιστορία… Το ότι με ειδοποιήσανε να πάρω τον Αστυνόμο και να πάω απάνω, γιατί τα ’χε κάνει λίμπα και δεν μπορούσανε τόσοι άνδρες… Και βάζω τις φωνές από το τηλέφωνο και λέω: «Καλά, εσείς τόσοι άνδρες εκεί, και δεν μπορείτε να του δώσετε μια μπουνιά, κάτι, μ’ ένα αυτό στο κεφάλι, να τον δέσετε, να τον ηρεμήσετε;». Πάω στην Αστυνομία, μου λέει: «Εγώ δεν έρχομαι, να τον φέρετε εδώ». Τι να κάνω, παίρνω το τζιπ, πάω απάνω, βάζω τις φωνές, τον είχανε δέσει εν τω μεταξύ, τον βάζουμε μέσα, τον πάμε κάτω στην Αστυνομία, έρχεται ο γιατρός να του κάνει ένεση ηρεμιστική. Δεν μπορείτε να φανταστείτε άνθρωπο –πρώτη φορά το ’δα –, να τινάζεται και να μην μπορεί να του κάνει την ένεση. Του ’σπασε η μια ένεση. Τελικώς τον ηρεμήσανε, την άλλη μέρα τον πήρανε με το καράβι, τον πήγανε στη Σύρο, τον δικάσανε, στα Λαζαρέτα…
Περνάει λίγος καιρός, με παίρνει και μου λέει: «Αφεντικό, έχω αφήσει εκεί κάτι κασέτες και κάτι πράματα δικά μου. Κάνε μου τη χάρη να μου τα στείλεις». Τα μαζεύω, οι κασέτες ήταν μία και μία, μπουμπούκια, ό,τι χασικλίδικο και αυτό, δεν μπορείς να φανταστείς. Βάζω και ένα φακελάκι με ένα ποσό και του τα στέλνω. Περνάει κάνας μήνας, και με παίρνει ο Αστυνόμος. Μου λέει: «Ξέρεις, γύρισε ο Δημήτρης!», δε’ θυμάμαι πώς τον λέγανε. «Ε, και τι μου το λες εμένα; Εμένα μου το λες, που γύρισ’ ο Δημήτρης; Τι να κάνω;». Μέχρι να τα πει αυτά, ο Δημήτρης είχε φτάσει απάνω, στο Μεταλλείο. Μου λέει: «Αφεντικό, έκανα λάθος, αλλά τώρα πεινάω, έχω ανάγκη από δουλειά, κι αυτά…». Του λέω: «Κοίταξε να δεις, δεν μπορούμε αυτή την στιγμή να προσλάβουμε, γιατί είμαστε φουλ, αλλά πάρε αυτά και πήγαινε να βρεις κάπου κάτω δουλειά στην αυτή και…». Και έκτοτε εξαφανίστηκε.
Το πιο σοκαριστικό για μένα όμως είναι ότι –ε, υπήρχανε σκληρές συνθήκες, υπήρχανε διάφορα–, όταν είχαμε το πρώτο θανατηφόρο. Εκεί ήτανε πάγος πραγματικά, διότι ο άνθρωπος αυτός [Κώστας Καρβουνιάρης], που καταγότανε από τη Λήμνο, ήτανε πιστολαδόρος, πήρε τις εντολές από τον εργοδηγό να πάει να δουλέψει στην τάδε θέση μαζί με το βοηθό του, και κάποια στιγμή εκεί που δούλευε ξεκόλλησε μια μεγάλη πλάκα από μετάλλευμα, τον καταπλάκωσε, κι εκεί έμεινε. Τέλος πάντων, ειδοποιήθηκαν, τον φέρανε στην Καντίνα που λέμε, εκεί στο νοσοκομείο, και με ειδοποιούν έτσι κι έτσι. Λέω: «Ρε, παιδιά, φέρτε τον κάτω, να δούμε τι θα κάνουμε». Ο άνθρωπος δεν είχε κανέναν συγγενή, και μέχρι μετά την ταφή του, κανείς δεν εμφανίστηκε. «Εμείς, λέει, να τονε φέρουμε;». Ο εργοδηγός, τώρα! Ένα θηρίο, Ευβοιώτης [Νίκος Γανωτής].«Άντε, Παρασκευαΐδη!», εγώ τώρα. Καβαλάω το τζίπ, πάω απάνω. Τον είχανε εκεί σε ένα χώρο. Λέω αυτός ήταν συνάδερφος μας, μέχρι προ ολίγων ωρών μιλούσαμε μαζί. Σκοτώθηκε, ωραία! Και φοβόσαστε να τον πάρετε; Τον βάζουμε στο τζιπ και τον κατεβάζω κάτω, βρίσκω τον παππά και λοιπά, και λοιπά… Και ήτανε η παγωμάρα που έπεσε στο Μεταλλείο, γιατί ήτανε η πρώτη φορά που είχαμε τέτοιο αυτό [περιστατικό], και θα το πω κι αυτό, ευτυχώς που δεν ήτανε Μυκονιάτης, διότι όταν σκοτώθηκε ο πρώτος Μυκονιάτης [Αλέκος Πολυκανδριώτης], ήτανε μεγάλο το δίλημμα, αν εμείς ως στελέχη έπρεπε να πάμε στην κηδεία του ή θα μας λυντσάρουν, γιατί η οργή των συγγενών και του κόσμου… Δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο κόσμος σου λέει «σκοτώθηκε», δεν κοιτάει ποιος φταίει-ποιος δεν φταίει, τι… Εν πάση περιπτώσει, δικάζει αυτόματα. Τελικώς αποφασίσαμε και πήγαμε στην Άνω Μερά που έγινε η κηδεία, δεν έγιναν φασαρίες, άλλο από τα συνηθισμένα.
Αυτά είναι από τα σοβαρά διλήμματα, που όταν σπουδάζουμε δεν τα αντιμετωπίζουμε, αυτά έρχονται στην πορεία της δουλειάς, όπως τυχαίνουνε. Και δεν είσαι και από ατσάλι, ούτε μαθημένος σαν τον χειρουργό που παίρνει και κόβει και δεν τρέχει τίποτα. Αυτά.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τα ατυχήματα είχαν να κάνουν με την παραγωγή, με το κυνήγι της παραγωγής και στόχο; Ή είναι από την φύση της δουλειάς ότι υπάρχει ανθρώπινο λάθος, και στα μεταλλεία ουσιαστικά ένα μικρό ατύχημα που στις άλλες δουλειές δεν θα…
Για κάθε ατύχημα υπάρχει κάποιος λόγος. Στα δύο μυκονιάτικα ατυχήματα, υπάρχει, θα έλεγα αμέλεια. Δηλαδή ο ένας, ο οποίος βρισκότανε μέσα σε ένα καμινέτο –καμινέτο είναι ένα κατακόρυφο πηγάδι με σκάλες που επικοινωνεί με την επιφάνεια για αερισμό–, και κάτι έδενε, σωλήνα νερού ο οποίος είχε σπάσει, κι εδούλευε. Ο εργοδηγός περνάει και του λέει: «Ξυδάκη!», νομίζω τον λέγανε, «Κοίταξε, έχεις ρολόι;». «Έχω!». «Στις 3 παρά τέταρτο θα πέσουν τα φουρνέλα, δυόμισι η ώρα να είσαι στην επιφάνεια!». Είχε ν’ ανέβει 10 μέτρα σκαλοπάτια, να βγει στην επιφάνεια. Χωρίς άλλη συνεννόηση, ο εργοδηγός δίνει εντολή: «Ρίξτε τα φουρνέλα!». Φεύγουνε τα αέρια από τους δυναμίτες κι αυτά, περνάνε μέσα απ’ το καμινέτο, αυτός [Λευτέρης Ξυδάκης] είχε ξεχαστεί εκεί, εισέπνευσε τα αέρια, βγήκε απάνω και μετά από λίγες ώρες πέθανε. Φταίνε και οι δύο για μένα. Πρώτον, διότι, αφού σου λένε: «Παρά τέταρτο, βγες έξω!», άρα σε ειδοποιήσανε, και δεύτερον, αν είχε λίγο υπομονή ο εργοδηγός θα ’λεγε: «Ρε, Λευτέρη, είσαι ακόμα μέσα;». Μπορεί να σωνότανε. Αυτό είναι ένα [περιστατικό] που δείχνει σε ποια μεριά να ρίξεις το βάρος.
Το άλλο ήταν ακόμη πιο τραγικό – και αυτός Μυκονιάτης [Αλέκος Πολυκανδριώτης]. Οι στοές είχανε κατά μήκος λούκια τα οποία εξείχαν μέσα στη στοά, άφηναν τον συρμό με τα βαγόνια να περνάει για να φορτώσει από τα λούκια το μετάλλευμα, αλλά καμμιά φορά, είτε από δυναμίτη είτε από κανένα μεγάλο όγκο που έπεφτε μέσα από το μέτωπο, σπάγανε. Είχε ένα λούκι, λοιπόν, κρεμάσει, όπως λέμε, μέσα στη στοά και δεν επέτρεπε τον συρμό να πάει πιο μέσα, αλλά έπρεπε να αδειάσει για να μπορεί να επισκευαστεί. Να αδειάσει για να σταματήσει να ρέει, ας πούμε, γιατί του βάλαμε φραγμό. Ήτανε 2η βάρδια, στην ίδια στοά που σκοτώθηκε ο πρώτος, αλλά από την απέναντι μεριά, και ο χειριστής πηγαινοερχότανε μαζί με τον βοηθό του με την μηχανή να φορτώνει, να βγαίνει έξω ν’ αδειάζει το μετάλλευμα, έως ότου σταματήσει η ροή από το σιλό. Κάποια στιγμή φαίνεται, αφηρημένος, δεν σταματάει το συρμό κάτω από το χαλασμένο το λούκι, αλλά προχωράει και όπως ήταν όρθιος πάνω στη Diesel, έρχεται και χτυπάει το συκώτι του. Χτυπάει πάνω στο χαλασμένο λούκι, τρέχει ο βοηθός, φωνάζει. Να μην σ’ τα πολυλογώ, να κάνει μία φουρτούνα του κερατά. Ο γιατρός τον είδε βέβαια, ήτανε σε σοβαρή κατάσταση, να τον πάμε στη Σύρο. Είχε φουρτούνα που δεν έφευγε όχι καΐκι, ούτε υποβρύχιο. Τελικώς βρέθηκε ένα ρυμουλκό, δεν έπαιρνε από την πόρτα το φορείο και λοιπά, τέτοιες ιστορίες… Πήγε, αλλά δεν γύρισε. Κι αυτό ήτανε μια στιγμή αμέλειας, που δεν μπορείς να το προβλέψεις αυτό τώρα. Όταν έχεις κάνει 10-15 δρομολόγια, και ξέρεις γιατί το κάνεις. Κάτι σκέφτηκε, κάτι του ξέφυγε, κάτι δεν έπιασε; Δεν μπορεί να ξέρεις. Αυτό ήτανε το τρίτο, και το τέταρτο ήτανε το πιο χαζό από όλα, και ήτανε εργοδηγός…
Υπάρχει μία μέθοδος, που όταν το μετάλλευμα δεν κατεβαίνει από τον θύλακα που έχει γίνει, από τον θάλαμο, βάζεις στην άκρη του μια τροχαλία με έναν κουβά και με σύρμα από μακριά δουλεύεις και κάνεις εκσκαφή. Είχαμε κάνει μια τέτοια εγκατάσταση, 3η βάρδια ήτανε, και δούλευε καιρό αυτή, και άδειαζε. Κάποια στιγμή σταμάτησε να αδειάζει, να φέρνει μετάλλευμα. Και ήταν ο επιστάτης βάρδιας, όπως τον λέγαμε, ένας Ευβοιώτης [Γιώργος Καπελέρης], και κάνει τη βλακεία, και περνάει μέσα από… Α, το μετάλλευμα ερχόταν κι έπεφτε σ’ ένα λούκι, για να πάει παρακάτω, να βγει απ’ τη στοά. Κάνει την κουταμάρα και περνάει γυμνός, με το κράνος του βέβαια, χωρίς καμμιά άλλη αυτή, για να πάει μέσα να δει, και την ώρα που πλησιάζει σε κάποιο βάθος στο χώρο αυτόν, αρχίζει το μετάλλευμα να καταρρέει μόνο του, και να τον κυνηγάει, πώς κυνηγάει το νερό, το ποτάμι, τον άνθρωπο; Τρέχει προς τα πίσω, και ο φουκαράς φτάνει στο πηγάδι, αν ήταν αυτό, εδώ ήτανε που είχε μπει, τρέχει φτάνει το κεφάλι του εδώ, και το μετάλλευμα τον πλακώνει στο υπόλοιπο σώμα. Κι έσκασε. Απαγορευότανε διά ροπάλου να γίνει αυτή η είσοδος μέσα ’κεί, και πού; Από τον υπεύθυνο, τον επιστάτη!
Κάθε περίπτωση είναι ειδική, είναι μέσα στο παιχνίδι –όπως σε όλες τις αυτές, και στα αυτοκίνητα υπάρχουν ατυχήματα κι αυτά–, αλλά στο μεταλλείο θέλει πάρα πολλή προσοχή και αυτοσυγκέντρωση. Έτσι και χάσεις λίγο την προσοχή σου, μπορεί να ’ναι μοιραίο. Και έλεγα, –να το πω κι αυτό στο τέλος–, ότι στο Μεταλλείο, αυτό που έλεγα πάντα όταν έκανα μαθήματα πρόληψης ατυχημάτων, ήταν ότι: «Παιδιά, φοβάμαι τον άπειρο γιατί δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει ώσπου να μάθει, και τον πεπειραμένο». Ο άλλος, αυτός που έχει κάποια πείρα έχει μάθει και προσέχει πιο πολύ, ο άπειρος δεν ξέρει μέχρι που να μάθει και άρα είναι επικίνδυνος, και ο πεπειραμένος, γιατί λέει: «Α, εγώ; Τόσο καιρό κάνω αυτή τη δουλειά!». Υπάρχει… Δεν ξέρω αν ζει ο «Στόλας», πήγαινα και έβλεπα το βράχο ότι ήταν έτοιμος να ξεκολλήσει δίπλα του και αυτός ντουφεκούσε να προχωρήσει, τρυπούσε να προχωρήσει, και του ’λεγα: «Ρε, Αποστόλη, γιατί δεν το γκρεμίζεις αυτό, να φύγει αποδώ; Θα πέσει μέσα!». «Ω, αφεντικό, να πήγαινα στα χρόνια του». Και κάποια φορά, ξεκόλλησε μια μέρα και του ’σπασε το πόδι. Αυτός ήτανε τόσο εξοικειωμένος, που σου λέει: «Τώρα…». Καλά είμαστε μέχρι εδώ; Αν σας ικανοποίησα, χαίρομαι.

Ο ναρκομανής
Κατά διαστήματα έφταναν στο Μεταλλείο διάφορα άτομα, ζητώντας εργασία, αφού ήταν γνωστό ότι είχαμε ανάγκη από εργατικά χέρια. Μια μέρα εμφανίζεται ένας νέος άντρας, ζητώντας δουλειά. Έδειχνε κακοπαθιασμένος, χωρίς ειδικότητα και όταν του προτείναμε να εργαστεί ως μπαζαδόρος, δέχτηκε χωρίς αντίρρηση. Έγιναν τα σχετικά και άρχισε να εργάζεται σε βάρδιες στο Μεταλλείο, μένοντας στον οικισμό των εγκαταστάσεων, σε θάλαμο εργαζομένων. Ένα βράδυ, όχι πολύ αργά, μου τηλεφωνεί έξαλλος ο εργοδηγός, ο Νίκος ο Γανωτής, και μου λέει, ότι αυτός, ο νέος εργαζόμενος, είχε γίνει άγριο θηρίο, έσπαγε μέσα στην Καντίνα ό,τι έβρισκε μπροστά του και δεν μπορούσαν να τον συγκρατήσουν. Ζήτησε, λοιπόν, να πάω επάνω μαζί με την Αστυνομία για να τον συλλάβουν. Αγανάκτησα και τους είπα ότι θ’ αποταθώ στην Αστυνομία, αλλά είναι ντροπή, τόσοι άντρες εκεί πάνω να μη μπορούν να τον ακινητοποιήσουν και να τον δέσουν γερά. Πάω στην Αστυνομία, βρίσκω τον Αξιωματικό Υπηρεσίας και του ζητώ να πάμε μαζί και να τον φέρουμε κάτω στο Τμήμα. Η απάντηση ήταν: «Εγώ δεν πάω εκεί. Να μου τον φέρετε εδώ εσείς». Πάω πάνω στο Μεταλλείο και διαπιστώνω ότι επιτέλους, αφού είχε κάνει ένα σωρό ζημιές, κατάφεραν και τον έδεσαν παρά την ισχυρή αντίσταση που είχε προβάλει. Διαπίστωσα ότι ήταν περίπτωση ναρκομανούς, που είχε «πέσει» σε στερητικό σύνδρομο. Τον βάλαμε στο αυτοκίνητο, έτσι δεμένο, φτάσαμε στο Τμήμα και εκλήθη ο γιατρός, Μενέλαος Αποστολόπουλος, για να του κάνει ηρεμιστική ένεση. Ήταν τέτοια η αντίδρασή του, που, αν και γερά δεμένος, χτυπιόταν και δεν μπορούσε ο γιατρός να του κάνει την ένεση. Τελικώς τα κατάφερε, και έτσι μετά από λίγο ηρέμησε, τον αφήσαμε και φύγαμε, αφού πια ήταν στα χέρια της Αστυνομίας. Την άλλη μέρα, με συνοδεία τον έστειλαν στη Σύρο και η υπόθεση σχεδόν ξεχάστηκε. Πέρασε ένα μικρό διάστημα και δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον ίδιο, που μου έλεγε ότι ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Σύρου. Με παρακάλεσε δε να φροντίσω να του στείλω εκεί ό,τι δικό του είχε αφήσει στον θάλαμο και κυρίως τους δίσκους με διάφορα τραγούδια. Του είπα ότι θα φροντίσω άμεσα. Πράγματι, μαζέψαμε τα λίγα πράγματα που είχε αφήσει και τους δίσκους, που ήταν αρκετοί. Ανάμεσά τους ήταν τα πιο βαριά ρεμπέτικα και χασικλίδικα τραγούδια. Στο δέμα έβαλα και ένα μικρό ποσό με χρήματα και τα στείλαμε στη Σύρο. Κάποια μέρα, μετά από καιρό, με ειδοποιούν ότι εμφανίστηκε στο Μεταλλείο, ζητώντας δουλειά. Τον έφεραν στο γραφείο μου και με τρόπο του είπα ότι αυτή την εποχή είχαμε δυσκολίες και ήταν αδύνατον να κάνουμε προσλήψεις. Τελικά του πρόσφερα άλλο ένα μικρό ποσόν, το πήρε, με ευχαρίστησε, και έφυγε, άγνωστο για πού. Δεν άκουσα ξανά για το θλιβερό αυτό άτομο, μέχρι που έφυγα από τη Μύκονο.

Η θερμοκοιτίδα
Στο Μεταλλείο είχε προσληφθεί μόνιμος νοσοκόμος, που διέμενε μαζί με τη σύζυγό του σε οίκημα της Εταιρείας, στην περιοχή των εγκαταστάσεων, στον οικισμό. Καθήκον του ήταν η παροχή Α΄ βοηθειών σε διάφορα μικροατυχήματα στους εργαζομένους και η άμεση ειδοποίηση γιατρού σε σοβαρές περιπτώσεις. Εάν δεν υπήρχαν τέτοια περιστατικά, το πρωί ασχολείτο με βοηθητικές εργασίες στα Γραφεία. Μια μέρα, πρωί, τον ειδοποιούν να τρέξει στο σπίτι του, γιατί η γυναίκα του είχε γεννήσει την ώρα που είχε πάει στην τουαλέτα. Το παιδί είχε γεννηθεί πρόωρα και ζύγιζε, αν θυμάμαι καλά, μεταξύ 1.200 και 1.500 γραμμαρίων. Κλήθηκε ο γιατρός, ο Μενέλαος Αποστολόπουλος από τη Χώρα, και στο μεταξύ ο νοσοκόμος είχε φροντίσει για τη σύζυγό του και το νεογνό – ένα τόσο δα, μικρό αγοράκι. Ο γιατρός εξέτασε το μικρό και έδωσε οδηγίες για να φτιαχτεί πρόχειρη θερμοκοιτίδα. Τα υλικά ήταν: μια χαρτόκουτα από γάλα ΝΟΥΝΟΥ που γέμισε με βαμβάκι, και μέσα σ’ αυτήν τοποθετήθηκε το μωρό. Ο ηλεκτρολόγος κρέμασε πάνω από την κούτα μια λάμπα 1.000 Watt για τη θέρμανση και ο Γενικός Διευθυντής του Μεταλλείου Dan Martin, έδωσε εντολή μια από τις γεννήτριες του Μεταλλείου να δουλεύει και τη νύχτα, για όσο διάστημα χρειαστεί. Το μωρό πήγαινε καλά, οι γονείς του όμως ήθελαν να το βαφτίσουν μόλις έκλεισε τις 40 μέρες. Το μυστήριο έγινε στο μικρό δωμάτιο που ήταν η θερμοκοιτίδα, με την παρουσία πολλών εργαζομένων στο Μεταλλείο. Τελικά το αγοράκι αναπτυσσόταν κανονικά και ξεπέρασε τη δύσκολη περίοδο, χάρη στη φροντίδα των γονιών του και του γιατρού.
Κάποτε έφυγα από τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ και εργαζόμουν στα Κεντρικά Γραφεία της Εταιρείας ΤΙΤΑΝ. Μια μέρα εμφανίζεται στο γραφείο μου ο νοσοκόμος, και τον συνόδευε ένας νέος άντρας γεροδεμένος και ψηλός. Μετά τα γνωστά, μου λέει ο νοσοκόμος: «Αυτός είναι ο γιος μου, που γεννήθηκε στα Μεταλλεία, στη Μύκονο». Δεν πίστευα στα μάτια μου. Συγκινήθηκα, γιατί θυμήθηκα τις δύσκολες εκείνες μέρες. Είχε γίνει καπετάνιος και γύριζε όλον τον κόσμο. Ποιος; Το νεογνό της πρόχειρης θερμοκοιτίδας, που ο Θεός ήθελε και του χάρισε τη ζωή…

Μια ειδική τηλεφωνική γραμμή στη Μύκονο
Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, ως Μεταλλευτική Εταιρεία που εργαζόταν σε τρεις βάρδιες, ζήτησε και της εγκρίθηκε να έχει τηλεφωνική σύνδεση και κατά τις ώρες που το τηλεφωνικό κέντρο της Χώρας δεν λειτουργούσε για το κοινό – μετά από κάποια ώρα το απόγευμα. Η γραμμή αυτή ερχόμενη από την Αθήνα, περνούσε από το Κέντρο του ΟΤΕ της Χώρας, από εκεί περνούσε από τα Γραφεία της ΜΥΚΟΜΠΑΡ –που ήταν εγκατεστημένα στο σπίτι της Μαρουλίνας Χανιώτη-Pphifer πάνω απ’ το ξενοδοχείο «Λητώ»–, μετά μέσα από το Κοινοτικό Κατάστημα της Άνω Μεράς, και τέλος έφθανε στις εγκαταστάσεις του Μεταλλείου στη ΒΑ πλευρά της Μυκόνου, στη θέση «Αλωνάκι». Αυτή η γραμμή ήταν πολύτιμη, αφού μπορούσε να σώσει ζωές σε περιπτώσεις ατυχημάτων των εργαζομένων ή οποιασδήποτε γενικά ανάγκης προέκυπτε και ήταν απαραίτητη η αντιμετώπισή της από γιατρό. Ωστόσο, να πούμε ότι για την παροχή των πρώτων βοηθειών, έμενε νοσοκόμος μόνιμα στον οικισμό των εγκαταστάσεων του Μεταλλείου. Εκτός όμως από αυτές τις περιπτώσεις υπήρχαν και άλλα θέματα που έπρεπε να προστρέξει ο υπεύθυνος μηχανικός του Μεταλλείου για την επίλυσή τους, όπως π.χ. μια σημαντική βλάβη σε κάποιο ζωτικό σημείο της εγκατάστασης. Όταν, λοιπόν, τα Γραφεία της Εταιρείας μεταφέρθηκαν και αυτά στον οικισμό των εγκαταστάσεων του Μεταλλείου, εγκαταστάθηκα εγώ στο σπίτι της Μαρουλίνας – ήμουν τότε υπεύθυνος μηχανικός παραγωγής του Μεταλλείου. Κάποιες φορές, βράδυ, χτυπούσε το τηλέφωνο και με ενημέρωναν από το Μεταλλείο για κάποιο συμβάν. Εάν χρειαζόταν και ιατρική βοήθεια, ξεκινούσα με το τζιπ, να ξυπνήσω τον γιατρό –τον Μενέλαο Αποστολόπουλο– να τρέξουμε στο Μεταλλείο για βοήθεια, να γυρίσουμε πίσω στη Χώρα να πάει ο γιατρός σπίτι του, και το πρωί να ξεκινήσω πάλι για τη δουλειά στο Μεταλλείο. Στις άλλες περιπτώσεις ανέβαινα μόνος μου, και αρκετές φορές δεν επέστρεφα στη Χώρα, αλλά έμενα συνέχεια στο Μεταλλείο για την άλλη μέρα. Η γραμμή αυτή όμως, αρκετά συχνά, εξυπηρετούσε και άλλες περιπτώσεις που δεν αφορούσαν το Μεταλλείο. Χτυπούσε το τηλέφωνο μέσα στη νύχτα και κάποια φωνή γεμάτη αγωνία με παρακαλούσε να πάρω τον γιατρό από τη Χώρα και να πάμε στην Άνω Μερά, γιατί υπήρχε κάποιος σοβαρά ασθενής ή γεννούσε κάποια γυναίκα. Αυτά τα τηλεφωνήματα γινόντουσαν από το Κοινοτικό Κατάστημα της Άνω Μεράς. Επανάληψη λοιπόν της ίδιας διαδικασίας, παροχή ιατρικής βοήθειας και επιστροφή στη Χώρα, κάποια ώρα, ανάλογα με την περίπτωση. Μερικές φορές, έως ότου φτάσουμε με το γιατρό, είχε εμφανιστεί και δεύτερο περιστατικό, που χρειαζόταν και αυτό αντιμετώπιση, από τον πάντα πρόθυμο και αγαπητό στο νησί, γιατρό. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, έως ότου η εξέλιξη άλλαξε ριζικά την κατάσταση. Όμως εκείνη την εποχή, η έκτακτη αυτή γραμμή τηλεφώνου διαδραμάτισε το ρόλο της σε πλήθος περιπτώσεων, που χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν έγκαιρα!

[συνέντευξη-βιντεοσκόπηση: Δ. Καλαφάκης, 22-01-2015]