Μάρκος Νάζος
Ο Μάρκος Νάζος του Αθανασίου και της Ντομαζίνας γεννήθηκε το 1943 στη Μύκονο. Εργάστηκε στο Πλυντήριο και στον Λούλο στη Φόρτωση.
Στο Μεταλλείο εγώ ήμουνα με τις κοπέλες στο Πλυντήριο. Εννιά με δώδεκα κοπέλες κάθε βάρδια. Θυμάμαι που ήτανε οι τρεις «Μαύραινες», Ελένη, Μαρία και Δήμητρα. Ήτανε η Αρετή που είχε τον ξάδερφό μου το Μάρκο, ήτανε μια Νικολέτα, ήτανε του «Σύννεφου» η αδερφή η Σταυρούλα… Οι πιο πολλές κοπέλες ήταν Ανωμερίτισσες. Διαλέγανε τις πέτρες – το άγονο.
Ήμουνα ψηλά στο Σπαστήρα τροφοδότης. Και τι; 14 χρονώ’ παιδάκι. Γεννημένος το ’43, δηλαδή το ’57. Άμα ήτανε το πράμα καλό και περνούσε, δεν είχα δουλειά. Μια φορά, βρίσκω ένα κομμάτι πηλό και κάνω έναν κούκλο. Του κάνω και το μαντζαφλάρι του και κατεβαίνω κάτω και τονε βάνω απάνω στο Λουρί που πάγαινε, τη νύχτα τώρα… Τρεις βάρδιες συνέχεια δούλευε το Πλυντήριο. Εγώ ήμουνα 40-50 μέτρα ψηλά. Είχενε ένα δωματιάκι με τζάμια, κι εμπαίναμε μέσα άμα δεν είχαμε δουλειά στο Σπαστήρα – σαν σκοπιά. Όπως το ’βαλα εγώ πάνω στο Λουρί, το βλέπει η μια κοπέλα και μου το πετά ξανά απάνω. Χαμός έγινε… Το ’χαμε αυτό. Οι «Φασουλάδες», οι «Ντρουβάδες»… Άμα κατεβαίνανε οι Ανωμερίτες κάτω, ετσακωνόντανε. Ανεβαίνανε οι Χωραΐτες απάνω, τα ίδια. Εφα’ωνόμαστε…
Εγίνανε τρία κακά συνεχόμενα την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας, μεγάλη η χάρη Της, δε’ θυμάμαι ακριβώς. Πιο κάτω από το Πλυντήριο ήταν η κομπρεσέρα, σε τάκοι απάνω σφηνωμένο – το θυμάμαι κι ανετριχιάζω. Την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας εφύγαν οι τάκοι κι έλυσε κι εξαφανίστηκε το κομπρεσέρ. Το οποίο, για να φτάσεις στη θάλασσα αποκεί που στέλνει νερό η αντλία, πρέπει να κάνεις το φίδι. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάει. Κι όμως επήγε κι εφέραν κι απ’ την Αμερική δύτες –βαρύ πράμα, μεγάλο κομπρεσέρ–, εχάθηνε, δεν το βρήκαν. Τον άλλο χρόνο, τρία άτομα εσκοτωθήκανε. Γι’ αυτό λέει την κάμανε, κι αρχίσανε να τη γιορτάζουνε και δεν δουλεύανε. Το τρίτο δεν το θυμάμαι.
Είχα κάνει και με τη νερουλού. Επα’αίναμε στου «Κριού» το πηγάδι, στη Μαού, κι εφορτώναμε νερό – εγώ ’μουνε πιτσιρίκος. Δεν έκατσα πολύ, σαν πιτσιρικάς. Μετά πήγα στην Αθήνα. Ξαναγύρισα. Μετά, μεγάλος, επά’αινα για το καλό μεροκάματο. Επά’αινα στο Λούλο στις Φορτώσεις. Καράβια μεγάλα φορτώνανε τα ’σουβαλάκια από τη μπούμα. Αρρωστημένη δουλειά. Άμα δεν είχες πιάσει το ’σουβαλάκι, κι ερχότανε τ’ άλλο και σκούσε απάνω του, τότε… δεν έβλεπε ο ένας τον άλλονε, από αυτή τη βλαβερή σκόνη. Ο μπεντονίτης στο Λούλο ερχόταν από τη Μήλο. Άμα βρεχόταν, γινόταν σαν σαπούνι. Το φορτώνανε, το στεγνώνανε και πάλι ξαναέφευγε. Όταν πηγαίναμε στο Λούλο στη φόρτωση, δουλεύαμε 3-4 οχτάωρα συνεχόμενα. Μου ’βανε η μάνα μου μαζί καμιά δεκαπενταριά βραστά αβγά και, σ’ ένα καφεκούτι, καφέ ωμό ανακατεμένο με ζάχαρη. Έβανα λι’άκι στο στόμα για να κάνω ’σιγάρο. Δεν εκάναμε διάλειμμα… Τέσσερα 8ωρα πετούσανε οι γέροι! Κάτι γέροι… Ο Θεός σ’χωρέσ’ τωνε! Ο Δημήτρης Θεοχάρης, ο Γιάννης Θεοχάρης, ο Βασίλης Θεοχάρης, ο Γιαννούλης Θεοχάρης, αυτοί ήτανε οι «Κακογιαννούληδες». Και βλέπεις τώρα κάτι τριαντάρηδες και λένε: «Ωχ!, πονάει η μέση μου». Ήθελες να κάμεις ένα ’σιγάρο και δε’ μπορούσες.
Καλά ήτανε, μάνα μου, τα λεφτά, γιατί παίρναμε το τσεκ κάθε μήνα κι ήτανε ωραία. Τα πρώτα λεφτά ήτανε! Είχανε έρθει α’θρώποι απ’ όλη την Ελλάδα κι εδουλέψανε κι εβολευτήκανε εδώ. Ορισμένοι επαντρευτήκανε κι επιαστήκανε. Κι ο Λημνιός που ’χει την ψησταριά· και τα καφενεία στο Γιαλό επιάσανε – ο Μπακόγιας, ο Κατσιρμάς…
Εγώ έχω κάνει πολλές δουλειές. Ερχόμουνα σ’ όλες τις αμμουδιές κι εφορτώναμε άμμο 3-4 καΐκια την εβδομάδα. Και στον Πάναρμο, και στη Φτελιά. Ήτανε το μεροκάματο στην οικοδομή 80 δραχμές και στα καΐκια δυο κατοστάρικα. Γι’ αυτό και δεν έχω ασφάλιση
Βαριά δουλειά. Φορτώναμε ’σιμπίλια και τα παγαίναμε κατευθείαν μες στο καΐκι από τη νάμμο απάνω, με μαδέρια. Όπου δε’ μπορούσε να ζυγώσει το καΐκι κοντά, με σιδερένια βάρκα και ξανά με το φτυάρι. Τώρα βλέπεις οι Αλβανοί φορούνε γάντια. Με τα γάντια δουλεύουνε.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 09-07-2017]