Μανόλης Κωνσταντάρας
Ο Μανόλης Κωνσταντάρας του Γεωργίου και της Ευγενίας γεννήθηκε στη Λήμνο το 1938. Απεβίωσε τον Μάρτιο του 2020. Εργάστηκε στα Υπόγεια (1961-1965).
Ήρθα το ’61 στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Λοιπόν, δούλευα βοηθός με τον σ’χωρεμένο τον Γιάννη τον Καβαλέρο, το γαμπρό μου. Δούλεψα μέχρι το ’65. Είχα και τον αδερφό μου το Φώτη τον Κωνσταντάρα, ο οποίος δούλεψε πολλά χρόνια στο Μεταλλείο. Ήταν επιστάτης. Δούλευε και την Καντίνα. Μετά τον κάνανε υπάλληλο. Εργοδηγός ήτανε ο Νίκος ο Γανωτής. Όταν ήμαν εγώ, σκοτώθηκε ο σ’χωρεμένος ο Γιώργης ο Καπελέρης.
Εγώ έπαθα δηλητηρίαση με τον «Στόλα» τον σ’χωρεμένο, τον Αποστόλη Σαντοριναίο. Δουλεύαμε μαζί. Ήταν τότες…, βαρούσαμε πηγάδια από κάτω προς τα πάνω, να κάνομε ξετρυπήσεις. Ήμουν βοηθός με τον σ’χωρεμένο τον «Στόλα». Ο «Στόλας» δούλευε τότες και στα χωράφια του. Μπαίναμε, έμπαινα εγώ μέσα, 30 μέτρα, 25 μέτρα ύψος. Το οποίο, όπως ανέβηκα πάνω, όπως βαρέσανε τα φουρνέλα η 1η βάρδια, εμείς ήμαστε 2η βάρδια, πέσαν τα μπάζα που ήμουν εγώ σκαρφαλωμένος. Ανοίξαμε τον αέρα για να εξαεριστεί –πράγμα που δεν εξαεριζότανε–, πέσαν τα μπάζα και κλείστηκα μέσα στο καμινέτο. Φώναζα: «Στόλα, Στόλα!», ο Στόλας κοιμότανε αποκάτω στις γραμμές. Τον είχε πάρει ο ύπνος. «Στόλα, Στόλα, Στόλα, άνοιξέ μου! Πεθαίνω! Σκάω!». Κάποια στιγμή –ο Στόλας, απ’ τον ύπνο τον πολύ που είχε, κουρασμένος απ’ τις δουλειές του στα χωράφια– έσπασα το φρεάτιο από μέσα, τα ξύλα, κι έπεσα μες στο βαγόνι, στη γαλαρία αποκάτω. Εν τω μεταξύ, λέω: «Στόλα, βγάλε με έξω! Πεθαίνω! Έχω πάθει δηλητηρίαση!». Ο Στόλας το πήρε επιπόλαια το πράμα. Βγαίνω στη γαλαρία για να βγω έξω. Ο Ντεμένεος ερχόταν μέσα. Ήταν βάρδια. Ήταν επιστάτης. Με βρίσκει στο δρόμο, μου λέει: «Πού πας, Κωνσταντάρα;», λέω: «Πεθαίνω, έχω πάθει δηλητηρίαση». Λέει: «Ο Στόλας πού είναι;» Λέω εγώ: «Μέσα». Τηλεφωνάνε, έρχεται ο Γανωτής, με βάζουνε πάνω στη νερουλού. Δεν είχε αυτοκίνητο. Με βάλαν στη νερουλού και με πήγανε στο Μεταλλείο [στις εγκαταστάσεις]. Είχε πεθάνει πρώτα ο άλλος με δηλητηρίαση, ο Λευτέρης ο Ξυδάκης. Κι ήταν τότες ο σ’χωρεμένος ο Μενέλαος ο γιατρός, και αφού του τηλεφωνάνε, ήταν να με στείλουν στη Σύρα, αλλά λόγω της κακοκαιρίας, με πλακώνουν στο οξυγόνο, και με το οξυγόνο τη γλύτωσα κι είμαι τώρα ζωντανός! Κι εγώ σου λέω, αν ήταν σωστός κι ο «Στόλας», που είχε πείρα μες στις γαλαρίες, να πει: «Πού τον αφήνω, βοηθός μου είναι». Μετά έγινε δικαστήριο. Πήγαμε στην Τήνο. Ναι, έγινε δικαστήριο και τον αθώωσα τον «Στόλα». Γιατί του λέω: «Εγώ γλύτωσα», λέω, «αφού γλύτωσα, τι φταίει ο άνθρωπος! Εγώ είμαι τώρα στη ζωή! Εξ απροσεξίας έγινε». Και τον αθώωσα. Δεν δικάστηκε τίποτα!
Μετά δουλεύαμε και στο Λούλο. Πηγαίναμε, φορτώναμε τσουβάλια. Όσοι δουλεύανε στο Λούλο, όλοι πεθάνανε από χαλίκωση. Ήταν ο Δέτσης ο Θεοχάρης, ήταν ο «Λάτος» ο Μιχάλης, ήταν τ’ αδέρφια Ντεμένεος και Σπύρος Κοντιζάδες, της «Μακριάς». Αυτοί πεθάνανε από χαλίκωση όλοι.
Εν τω μεταξύ κάναμε και κάποιες απεργίες για να κερδίσομε κάποιες ώρες. Ήταν πρόεδρος ο Μόσχος ο Κουμαντσιώτης, ο Πιπεργιάς ο Δημήτρης γραμματέας, εγώ έτυχε να είμαι τότες μέλος. Λοιπόν, το φινάλε, δεν πήραμε μία, και πλερώσαμε τότες 50 δρχ. για τον δικηγόρο τον Βαρθαλίτη. Το οποίο, είχε βγει μια βρόμα ότι βγήκε η απόφαση, κερδίσαμε μία ώρα, η οποία αυτή η ώρα χάθηκε. Ούτε λεφτά είδαμε ούτε τίποτες. Πάνε προς πίστεως και πατρίδος.
Ασφάλειες είχαμε. Ήτανε η Εταιρεία, ας πούμε, καλή σ’ αυτά τα πράγματα. Μας πλέρωνε. Λέγανε πριμ. Όταν έβγαζες Παραγωγή, σε βάζαν πριμ, το οποίο δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε. Μετά έδωσε αργολαβίες. Γι’ αυτό σκοτώθηκε ο σ’χωρεμένος ο Καβαλέρος. Αυτό τους έφαγε… «Άντε να βγάλομε, άντε να βγάλομε!», δεν το υπολογίζανε. Δεν έχω, ας πούμε, κακιά πείρα απέναντι στην Εταιρεία, ήταν σωστή. Απλώς εμείς ήμασταν λιγάκι αρπακόλληδες. Δεν προσέχαμε, ας πούμε… Ο μόνος που ήταν λιγάκι… κάτι ρουφιάνοι, αυτοί δουλεύαν στην επιφάνεια. Ο γιος του ζει τώρα. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Αλλά μην τα γράφεις αυτά…
Αυτά έχω να πω. Αποκεί και πέρα έφυγα εγώ. Το Μεταλλείο είχε ανοίξει το ’54. Εγώ είχα τον αριθμό 140 (1140). Ο «Στόλας» είχε το 2. Τα θυμάμαι όλα αυτά κατά γράμμα. Παίρναμε 150 δρχ. μεροκάματο στις γαλαρίες. Αλλά έφυγα το ’65, πήγα στην Αθήνα, δημιούργησα την οικογένειά μου, και είμαι τώρα μαγαζάτορας!
Τώρα, για τον Καβαλέρο τον σ’χωρεμένο… Δουλεύανε μαζί με τον Βαγγέλη τον Γεωργίου. Εν τω μεταξύ ο Καβαλέρος είχε πάθει κι άλλο ατύχημα, πιο μπροστά: Τραβούσαν από κάτω το μετάλλευμα, μες στα βαγόνια, το οποίο είχε κάνει «παΐδα» μέσα. Και τραβούσανε κι είχε μείνει κούφιο από κάτω, κι όπως πήγε να περάσει, ο σ’χωρεμένος ο Καβαλέρος αποπάνω, δεν ήξερε, βούλιαξε αυτό και τον πήρε μέσα. Τον σκέπασε. Τον πήραν, τον πήγαν…, –εγώ ήμουν στην Αθήνα–, τον φέρανε εδώ στο Ελληνικό, στη Βούλα. Και γλύτωσε. Ταλαιπωρήθηκε αρκετά.
Μετά, εκεί, τον έτρωγε το Μεταλλείο! Του λέω: «Βρε σύ, Γιάννη», Θεός σ’χωρέσ’ τον, του λέω, «παράτα τα και φύγε!». Αλλά ήταν ψύχραιμος. Το ’λεγε η καρδιά του. Δεν φοβόταν. Κι ήταν με τον σ’χωρεμένο τον Γεωργίου –κι οι δυο σ’χωρεμένοι–, και βαρούσανε ε-ξ-ό-φ-λ-η-σ-η! Δηλαδή, βαρούσαν το πιστόλι για να κάνουν…, να πέσει ο βαρύτης, να τον τραβήξουν αποκάτω. Αυτό είχε πηλό μέσα το κομμάτι. Κι όπως βαρούσαν τα μακάπια, ήταν 30-40 μέτρα βιδωτά μέσα αυτά, είχε πάρει αέρα, και την ώρα που πάει…, κρατούσε ο γαμπρός μου το πιστόλι, και πάει ο Γεωργίου, σ’χωρεμένος κι αυτός, να βγάλει το μακάπι να βιδώσει άλλο. Εκείνη την ώρα έπεσε το βουνό και τους σκότωσε και τους δυο. Αυτό ήταν το φινάλε.
Τους έδωσαν βέβαια κάτι λεφτά η Εταιρεία, η οποία, μετά πήγα μάρτυρας εγώ… Μετά δεν τον αποζημίωναν… Βάλαν κάτι μαρτύροι ότι ο Καβαλέρος ήθελε ν’ αυτοκτονήσει. Το οποίο, πήγαμε στην Αθήνα που ήταν τα Γραφεία, εγώ κι ο σ’χωρεμένος ο Γιώργος ο Γεωργίου, ο γιος του Βαγγέλη του Γεωργίου που σκοτώθηκε μαζί με τον Καβαλέρο. Ο αδερφός μου ήταν επιστάτης στα Μεταλλεία. Ήταν της Εταιρείας όμως ο αδερφός μου μάρτυρας! Ας ήταν γαμπρός του! Ας ήταν αδερφός μου! Είχανε μέσα δικηγόροι, βέβαια, η Εταιρεία, λέει: «Κοιτάξτε να δείτε, όπως έχομε διαπιστώσει, πήγαινε φιρί φιρί να σκοτωθεί. Δεν πρόσεχε τη ζωή του!». Λέω, κείνη την ώρα, εγώ: «Δε’ μου λες, κύριε τάδε, πόσα λεφτά βγάζετε αποζημίωση;». Μου είπε, τότε, εκατό-διακόσες χιλιάδες, –θα σε γελάσω–, ελληνικά λεφτά, όχι ευρώ. Ήτανε στον ένατο όροφο. Ανοίγω το παράθυρο, – ο Γεωργίου, παιδάκι αυτός, ο αδερφός μου δεν εμίλησε καθόλου. Ανοίγω το παράθυρο στον ένατο όροφο, του λέω: «Αν είσαι άντρας, πήδα! Πήδα, θα σου δώσω εγώ εκατό πενήντα χιλιάδες! Θα σου δώσω ένα εκατομμύριο –δεν έχω–, να αυτοκτονήσεις για να πάρεις λεφτά!». Μετά ήρθανε στη Μύκονο και λένε: «Άκου λέει, κουβέντα που είπε ο Κωνσταντάρας ο Μανόλης στην Εταιρεία!». Και έγινε σούσουρο. Κι όμως, μου βγάλαν το καπέλο τους μετά. Και μετά μ’ είπαν «Μπράβο σου!». Εν πάση περιπτώσει, τους είπα αυτά που έπρεπε να πω και τελείωσεν, ας πούμε. Δώσαν κατιτίς στην αδερφή μου, αλλά τι να το κάνεις; Έχασε τον άντρα της; Τρία παιδιά είχε…
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 12-06-2015]