Μαρία Λοΐζου

Η Μαρία, κόρη του χειριστή μηχανημάτων οδοποιίας Παναγιώτη Λοΐζου («Λωλάδα») και της Ειρήνης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1952. Εργάστηκε ως υπάλληλος Γραφείου (1971-1975).

Είμαι η Μαρία Λοΐζου, κόρη του Παναγιώτη Λοΐζου. Δούλεψα κι εγώ 4 χρόνια στο Μεταλλείο. Θυμάμαι, πήγα 31 Μαΐου του ’71 μέχρι τον Οκτώβριο του ’75. Δεν ήμουνα πολλά χρόνια, αλλά ένιωσα ότι είμαι μια ζωή εκεί πέρα. Έχω πολλές αναμνήσεις. Συγκινούμαι κιόλας… Είναι μέσα στα όνειρά μου, πάντα, όλη αυτή η διαδρομή που έκανα να πάω στο Μεταλλείο. Ξεκινούσαμε με τον πατέρα μου από τον Μπάσουλα , κατεβαίναμε στου Ζουγάνε την ταβέρνα, απέξω εκεί, και περιμέναμε το λεωφορείο. Όταν ήτανε χειμώνας, ήτανε σκοτάδι. Το καλοκαίρι πάλι, πολλές φορές, ξεκινούσα από το σπίτι πιο νωρίς με τα πόδια και συναντούσα το λεωφορείο στο δρόμο της Μαούς – για να κάνω και περπάτημα, αφού καθόμουνα όλη μέρα στο Γραφείο. Θυμάμαι όταν γυρίζαμε το μεσημέρι, τον σεβασμό που μας είχανε οι εργαζόμενοι· μας κρατούσανε τα πρώτα καθίσματα στο λεωφορείο και μας τα φύλαγαν, δεν καθότανε άλλος σ’ αυτή τη θέση. Ήμαστε δύο γυναίκες, δύο κορίτσια μέσα σε όλο το προσωπικό, εγώ κι η Αρτεμούλα Κουσαθανά-Τριανταφύλλου στα Γραφεία, και όλο το προσωπικό ήταν άντρες.
Ο πατέρας μου ήτανε, όπως σας είπα, ο Παναγιώτης ο «Λωλάδας». Ήτανε χειριστής σ’ όλα τα μηχανήματα, άνοιγε και συντηρούσε τους χωματόδρομους όλου του νησιού, και ήμουν πολύ υπερήφανη γι’ αυτόν. Καλοσυνάτοι όλοι, απέναντι στον πατέρα μου κι απέναντι μου. Όλοι οι άνθρωποι ακούραστοι, παρόλο που ήτανε η δουλειά έτσι δύσκολη και κουραστική, αλλά τους έβλεπες – δεν ξέρω, τα μάτια μου ήταν τότε πιο… Τους έβλεπα τότε όλους τους ανθρώπους με χαρά να μας χαιρετούν, και όπως σας είπα να μας σέβονται. Δεν ένιωσα ότι δούλευα σε ένα σκληρό ανδροκρατούμενο περιβάλλον – ενώ ήμουνα 18-19 χρονών. Έκανε εντύπωση στις αδερφές μου τις μικρότερες πώς εγώ πήγα και δούλεψα. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που βγήκε μία από τις τέσσερείς μας για δουλειά έξω απ’ το σπίτι. Αλλά το ξεκίνησα έτσι που έφευγα μαζί με τον πατέρα μου, σαν να ’τανε οικείο κι αυτό, σαν να ήτανε μέσα στο περιβάλλον μας. Ήτανε πολλοί οι γνωστοί και πολύ αγαπημένοι. Δούλευα και έπαιρνα το μεροκάματό μου· σαν κορίτσι είχα κι εγώ την οικονομική μου άνεση. Στην αρχή θυμάμαι ήμουνα ημερομίσθια, και είχα και αριθμό. Και ύστερα με έκαναν υπάλληλο, αφού δούλευα στα Γραφεία – 1067 νομίζω. Κι ο μπαμπάς μας, σαν υπάλληλος δεν είχε αριθμό. Στους μόνο εργάτες είχαν. Μες στο μυαλό μου έχει μείνει αυτό που λένε «χαρά και εργασία». Δουλεύαμε με φιλότιμο και πολύ ενδιαφέρον για τη δουλειά μας, αλλά ήτανε και χαρά. Ό,τι έκανα μου φαινότανε ότι ήτανε όλα χαρούμενα.
Θυμάμαι στις 4 Δεκεμβρίου το πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας, που έφτιαχναν φαγητά, γλυκά για όλον τον κόσμο. Ερχόταν όλο το νησί. Μαζευόμαστε, γινόταν η λειτουργία, η λιτανεία… Άφθονα τα φαγητά και τα κεράσματα. Μια φορά, ο πατέρας μου εκείνη τη μέρα δούλευε στον Λούλο, είχε Φόρτωση. Εμείς μικρά παιδιά ήμασταν, και πήγε η μητέρα μου αντ’ αυτού στην απονομή του pin της Δεκαετίας Καλής Θέσεως. Αυτό ήταν πιο παλιά, μάλλον το ’67.
Όπως ξέρετε, είχαμε κι άσχημες στιγμές. Κατεβήκαμε μια μέρα απ’ το λεωφορείο κι ήτανε έτσι μουντά τα πράγματα, σιωπηλά… Περάσαμε απ’ το Ιατρείο κι ήτανε ένα παιδί που είχε χάσει τη ζωή του, ο Καψάλης. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Γιώργος, νομίζω… Κι ήτανε στο Ιατρείο πολύ άσχημη η ατμόσφαιρα, έτσι, βαριά. Ετυχαίνανε κι αυτά, βέβαια.
Θυμάμαι τον κύριο Βιδάλη, τον κύριο Ντρουφάκο, τον Βανέζη – όλοι αείμνηστοι πια… Θυμάμαι και τ’ αφεντικά, όπως λέγαμε τους Αμερικάνους, τον κύριο Παπαδόπουλο. Πάντα με αγάπη και με σεβασμό – κι εμείς κι εκείνοι. Πήρα πολλά αποκεί μέσα, απ’ το Γραφείο. Θυμάμαι πράγματα που μου ’λεγε, ειδικά ο κύριος Βιδάλης, που έχουνε μείνει στο μυαλό μου και τα κρατάω ακόμα μέσα στην καρδιά μου. Πάντα τον έχω στο μυαλό μου, όπως τον είχα απέναντί μου, με τ’ αστεία του και με τις συμβουλές του. Πολλές φορές, επειδή ήξερα και ράψιμο, έφευγα στο διάλειμμα να πάω σε κάποια πρόβα εκεί στις γυναίκες του οικισμού ή του ’λεγα ότι «εχτές έραβα μέχρι αργά το βράδυ», και μες στο μυαλό μου είναι ακόμα η φωνούλα του, εκείνη, η στριγγλιστή, που μου ’λεγε: «Μαράκι, όταν θα παντρευτείς, να τη σπάσεις τη βελόνα!». Και μου έδειχνε με τα χέρια του. Όμως δεν την έσπασα… Τη χρειάστηκα. Πήγα σε ξενοδοχείο και δούλευα –μέχρι τώρα δουλεύω– μοδίστρα… Ήτανε κι ο Γιάγκος ο Πασαλιάδης. Τον έζησα για λίγο, έφυγε εκείνος και πήγα εγώ στο γραφείο του – στην καρέκλα του, όχι στη θέση του. Αλλά είχε μείνει για λίγο και τον θυμάμαι που ήταν ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος με χιούμορ και καλή διάθεση. Θυμάμαι επίσης τον Παπαγιάκουμο τον Αντώνη. Μπαινόβγαινε στα Γραφεία για όλες τις δουλειές και μας βοηθούσε, συζητούσαμε… Είχε κι αυτός τη δική του προσωπικότητα, το δικό του στυλ. Θυμάμαι ακόμη τον καλοσυνάτο τον κυρ-Βασίλη τον Ζουγανέλη στην Αποθήκη. Περνούσαμε, είτε για να δώσει κάτι για τα Γραφεία ή για να του μιλήσουμε, και μας καλοχαιρετούσε με αγάπη. Κι η κυρία Σοφία Χατζηγιάννη η νοσοκόμα ήτανε κι εκείνη χαρούμενος άνθρωπος – θυμάμαι που πηγαίναμε στο σπίτι της στο διάλειμμα.
Και στο Γραφείο μέσα τι θαλπωρή, τι ζεστασιά, το χειμώνα! Σε αντίθεση με τα σπίτια του χωριού που ανάβαμε τότε σόμπες πετρελαίου… με το σταγονόμετρο όμως. Έζησα ωραίες στιγμές, σε ωραίο περιβάλλον – για το μυαλό μου… Μου έχουν μείνει πολύ καλές αναμνήσεις. Είχαμε ένα ντουλάπι με ό,τι θέλαμε. Καφέδες, νερά, αναψυκτικά… Είχαμε ό,τι θέλαμε. Πλούσια και απλόχερα όλα τα είχανε μέσα στο Γραφείο.
Η περιοχή των Μεταλλείων, αυτή όλη η διαδρομή και όλα όσα έζησα εκεί μου ’χουν μείνει μέσα στο μυαλό μου σαν μια καλή ανάμνηση και εμπειρία. Κι όταν πήγα μετά από χρόνια και είδα… –νεκροταφείο να το πω;– αυτούς τους σκελετούς, δεν θέλω να ξαναπάω. Άργησα πολύ βέβαια, μετά από χρόνια πήγα που ’χε κλείσει, γιατί έλειπα –μένω στη Ρόδο– και θέλω να ’χω μέσα στο μυαλό μου αυτό το καλό κλίμα, τους καλούς ανθρώπους. Εργαζότανε, τρέχανε, φωνάζανε… Τον πατέρα μου θυμάμαι, στο Ζυγιστήριο, που πείραζε τον κύριο Ντρουφάκο. Τα παιδιά που τρέχανε… Το μεσημέρι είχαμε κάποιες ώρες ξεκούρασης και ανεβαίναμε με την Αρτεμούλα, περνούσαμε απ’ την κυρία Σοφία και πηγαίναμε λίγο στο σπίτι της ή στην Καντίνα να πιούμε ένα νερό, έναν καφέ, κάτι. Είχαμε αυτό το διάλειμμα κι ήταν κι αυτό ένα πανηγύρι, τελοσπάντων, ήτανε μία χαρά!
Συνοπτικά, μια πολύ καλή εμπειρία, ένα πολύ καλό σχολείο, από το οποίο έχω πάρει πολλά πράγματα. Και μακάρι να τα θυμούνται όλοι έτσι, με πολλή καλοσύνη και με πολλή αγάπη. Γιατί μας δώσανε και αγάπη. Και όλους όσους βλέπω τώρα που έχουν μεγαλώσει, και μου μιλάνε, τους θυμάμαι… και τους αγαπώ! Είμαι συγκινημένη τώρα από αυτά όλα που ήρθανε στο μυαλό μου. Θα κλείσω με τις καλύτερες αναμνήσεις. Ευχαριστώ!

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 10-11-2015]