Μαρία Μπουγιούρη
Η Μαρία Κουκά του Ιωάννη και της Καλλιόπης, σύζυγος Κωνσταντίνου Μπουγιούρη, γεννήθηκε το 1932 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Εργάστηκε στη Χειροδιαλογή (1957-1960).
Πώς πήγαμε να δουλέψομε; Ετοιμάσανε τα Πλυντήρια . Εκάναν το Συνεργείο. Και εφ’ όσον τα ετοιμάσανε, αρχίσανε να καλουπώνουνε, να κάνουν το σελό. Να φτιάξουν το Λουρί, να φέρουνε τα μηχανήματα, το Σπαστήρα που έπεφτε μέσα το πράμα κι επλενότανε για να πάει στο Λούλο, – δεν πήγαινε έτσι όπως ήτανε χώμα. Και το χώμα έπεφτε κι επήγαινε κάτω στη θάλασσα, στην Αραπίνα . Και τα οργανώσανε πρώτα αυτά τα πράγματα, πρώτα βέβαια το Συνεργείο – ήτανε θηρίο ολόκληρο, κι εδουλεύανε μέσα κόσμος, κι ο μπαμπάς σου ήτανε μέσα· ήτανε στα φορτηγά, αλλά ήτανε και μέσα στο Συνεργείο, σε όλα μέσα, σε όλα! Κι ετότες, αφού τα τελειώσανε όλα κι εθέλανε να κάνουνε αυτή τη δουλειά, λέει: «Θέλουμε να βρούμε μερικά κορίτσια να σταθούνε στο Λουρί, να διαλέ’ουν την πέτρα απ’ το βαρύτη», – γιατί δοκιμάσανε με τις άντρες, μάλλον, αλλά δεν πρέπει να τα καταφέρνανε, γιατί για ορισμένες δουλειές δεν είναι οι άντρες επιτήδειοι· για άλλες είναι και παραπάνω. Κι ετότες ζητήσαν τα κορίτσια. Λέει: «Θέμε, ας πούμε, τόσα κορίτσια».
Το ’57 επήγαμε. Είμαστε είκοσι κορίτσια, δυο βάρδιες. Μία το πρωί και μία το βράδυ, απογευματινές. Είχαμε πάει στο Λουρί, που λέγαμε, κι εξεχωρίζαμε την πέτρα απ’ το βαρύτη. Κι εκεί λοιπόν έπεφτε το χοντρό πράμα μέσα απ’ τ’ αυτοκίνητα, μεταφερότανε στο jig που λέγανε, το ’πλενε η θάλασσα, το ’σπανε ο σπαστήρας, το ’κανε ψιλό, και κάτω απ’ το Λουρί ήταν τα φορτηγά αυτοκίνητα, φορτώνανε κι επήγαιναν στο Λούλο.
Δεν πήγαμε πολλές στην αρχή. Πήγαμε ίσαμ’ έξι-εφτά. Μας βάνανε λίγες πέτρες στο Λουρί να γυρίζει. Ύστερα, μια μια έλεγε: «αφού πήγανε οι τάδε…», γιατί φοβόντανε οι γονείς να στείλουνε τα παιδιά ετότες–, και «εφόσον επήγανε οι τάδε, οι τάδε, θα πάω κι εγώ, εφόσον ζητήσανε!», κι εφτάσαμε είκοσι. Για τα λεφτά! Πού να τα βγάλεις, ρε Μίκα; Εμείς πηγαίναμε σε θερίσματα, εθερίζαμε… Εγώ έραβα ορισμένες γυναίκες –γιατί ήξερα το ράψιμο– να κάνω ζακέτες, φορέματα, ό,τι μπορούσα να κάνω, και τι να πάρεις; Τίποτα. Εκεί ήτανε άλλα τα λεφτά. Κι η κάθε μια ξεκίνησε κι εγίναμε είκοσι, εφόσον μεγάλωνε η δουλειά.
Εγώ ήμουνα σαν αρχιεργάτης, γενικά. Με τ’ αφεντικά, με τις μηχανικοί μαζί να κρατάω το κοντάρι να μετράμε μέσα στις παραγκαιριές για να δούμε τις αποστάσεις, ό,τι θέλανε αυτοί. Δεν τα γνώριζα. Εγώ ήμουνα η πιο δυνατή για να μπορέσω να κρατήσω το κοντάρι. Εμένα οι μηχανικοί με είχανε το δεξί τους χέρι. Μ’ επαίρνανε παντού. Όπου ήτανε βαριά δουλειά, έπρεπε να πάω εγώ. Πηγαίναμε μέσα στον Αγριορνό, μέσα αποκεί στη Φραγκιά, να μαζεύομε το βαρύτη που ήτανε μέσα στις παραγκαιριές, πρώτα. Να μαζεύομε το βαρύτη από τις παραγκαιριές –όσος ήταν απάνω στην επιφάνεια–, τα φορτηγά να ξεφορτώνουν απάνω στο σπαστήρα. Ήταν εκεί πάνω, με χιόνια, με κρύα, με βροχές, κι εσπάγανε τις μεγάλες πέτρες, για να ’ρχονται μέσα στο Λουρί, για να μαζεύομε ’μείς την πέτρα απ’ το βαρύτη, που ’μεστα στη σειρά όλες οι κοπέλες και πηγαίναν τα χέρια κι ερχότανε λες κι ήτανε τι… Μάτια και χέρια, για να προλάβομε την πέτρα, να μη φεύγει η πέτρα. Εγώ πάντως ήμουνα μπροστά, στις πιο μεγάλες πέτρες. Ακολουθούσανε μετά οι άλλες. Η αδερφή μου η Ελένη ήτανε τελευταία τελευταία, γιατί είχε τόσο καλό μάτι που δεν της έφευγε κι η παραμικρή πέτρα, και στη μέση οι πιο αδύναμες.
Εκεί πήγαινα και στο Συνεργείο. Μου λέγανε τα αφεντικά: «Θα πας και στο Συνεργείο, να βοηθήσεις στην ηλεκτροκόλληση, να βοηθήσεις στα σίδερα», που κάνανε. Οι άλλες όλες ήτανε κάτω. Η εξαίρεση ήμουνα εγώ, γιατί ήμουνα η πιο δυνατή, και ποτέ δεν είπα: «Όχι, δεν πάω!». Μα, μου άρεσε-μα δε μου άρεσε, πήγαινα. Ήμουνα ένας τέτοιος άνθρωπος, που ποτές δεν είπα «όχι». Ούτε τότες ούτε και τώρα. Μόνο σε γαλαρία δεν είχα δουλέψει! Έπαιρνα τον πιο καλό μισθό, γιατί έκανα υπερωρίες και πάντα, πάντοτε ήθε’ να είναι η πιο βαριά δουλειά, γιατί ξέρανε πως θα πάω να την κάνω, και μου βάναν και τον καλύτερο μισθό. Παράπονα από τις άλλες, φυσικά: «Γιατί να παίρνει η Μαρία τόσο μισθό;». Των έλεγε ο Πρεζάνης και ο Παρασκευαΐδης, που ήταν μηχανικοί, ήταν κι άλλος ένας που δεν τον θυμάμαι, Αμερικάνος [ο Dan Martin]: «Τι φωνάζετε; Μπορείτε να κάνετ’ εσείς αυτές τις δουλειές που κάνει αυτή; Αφού δε μπορείτε, μη μιλάτε!».
Ε, πήγαινα και στο Λούλο, που είχαν κι εκεί μια παράγκα κι εθέλανε να μαγειρέψομε σε ορισμένους που ήταν εκεί, όταν φόρτωνε το καράβι κι ερχότανε τα φορτηγά κι εξεφορτώνανε το βαρύτη και οι μπολντόζες φορτώνανε το καράβι. Και στα μηχανήματα είχα δουλέψει εγώ. Σε όλες τις δουλειές, σε όλες! Αντρικές και γυναικείες, όλες τις πέρναγα! Καμμιά δεν ήτανε που να μην είχα πάει. Μόνο σε γαλαρία δεν είχα δουλέψει. Και στα Γραφεία, άμα ήτανε οι μηχανικοί να βγούνε όξω να πάνε στις δουλειές, στο Γραφείο αφήνανε εμένα. Δεν ήξερα τίποτα. Εγώ είμαι της Α΄ Δημοτικού. Αλλά είχανε τόσο εμπιστοσύνη. Λέγανε: «Ό,τι χρειαστεί, θα κάτσεις εδώ».
Στα σπίτια ήτανε και ο Νίκος ο Γανωτής με την οικογένειά του. Εκεί γεννηθήκανε και τα παιδιά του. Πέντε παιδιά. Μπορεί να είχε κανένα όταν ήρθε… Θυμάμαι που είχενε ένα μαγαζάκι με διάφορα, γιατί μένανε οικογένειες “μέσα” ” και το ’χε σαν μπακάλικο. Κι ό,τι θέλαμε κι εμείς – που ποτές δεν πηγαίναμε ν’ αγοράσομε, δεν προλαβαίναμε και να πάμε μέχρι εκεί απάνω… Επαίρναμε το φαΐ μας από το σπίτι, ετρώγαμε, και, καμμιά φορά να τύχει καμμιά να πάει απάνω, γιατί είμαστε μακριά από το Λουρί κάτω. Όπως είναι τα Γραφεία, αμέσως ανεβαίναμε κι επηγαίναμε. Ακόμα υπάρχουν αυτά, δεν έχουν πέσει; Γιατί δεν έχω πάει κι εγώ. Λοιπόν, για να πάμε εμείς απάνω, στου Γανωτή, ήτανε μακριά. Ποια θα καθότανε στη θέση της αλλονής;
Θυμάμαι σχεδόν όλες: Γαρυφαλλιά, Αρετή, Ελένη, Ειρήνη «του Μινέρβα», Καλλιόπη «της μαμής», Μαρία Χανιώτη, Μαρσούλα «του Στεφανή», «Μπάραινα» –η γριά–, «Καπόναινα» Ειρήνη, μια από τη Χώρα – το λέγαμε το «Χωραΐτικο». Πέρναγε το φορτηγό από τη Χώρα που έφερνε τους εργάτες, ερχότανε στου Ζουγάνε, στην κάτω πλατεία· κι είμαστε εμείς οι δυο αδερφές οι Παλιοκαστριανές , η «Μινέρβαινα» –τώρα δε θυμάμαι αν ήταν και η Δήμητρα η αδερφή μου. Στο μυαλό μου μού ’ρχουνταν πως πηγαίναμε κι οι τρεις. Αποκεί, παίρναμε τις υπόλοιπες με τη σειρά – όπου μπορούσε η κάθε μια– κι επηγαίναμε στο φορτηγό απάνω, στον αέρα, στην καρότσα, βέβαια. Εκεί γινότανε γέλιο και κακό ώσπου να πάμε “μέσα”. Από τη Χώρα που ερχότανε οι εργάτες, οι Ανωμερίτες ήτανε: ο πατέρας σου, της Γαρυφαλλιάς ο άντρας ο Γιάννης ο Σιώκος, η Γαρυφαλλιά ήτανε, ο Γιάννης «του Μυλωναδακιού», ο Μιχάλης ο «Σκορδοκόπανος», ήτανε πάρα πολλοί Ανωμερίτες, βέβαια.
Κι εκεί λοιπόν ήτανε και ο μπαμπάς σου. Πώς να τον πούμε; Ο «Λωλάδας» ο Παναγιώτης. Ερχότανε, έφερνε τα αυτοκίνητα, άδειαζε απάνω στο σελό, και με τ’ αστεία του, μας εφώναζε από πάνω: «Άντε, ρε κορίτσια, κουράγιο!». Να ’ρθει κάτω, να ρωτά: «Άντε, τώρα, τι θα φάτε, να φάμε;» στο κολατσιό. Ήτανε ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος ο κυρ Παναγιώτης ο Λοΐζος. Τέλος πάντων, τον θυμάμαι πολλές φορές και συγκινούμαι. Τόσο καλός οικογενειάρχης ήτανε, και στα παιδιά του και σε όλους, αγαπητός στον κόσμο. Να κάνει ένα σουρό δουλειές, να βοηθάει με τη μπολντόζα της Εταιρείας, να φτιάχνει τους δρόμους, να κάνει ένα σουρό καλές πράξεις. Αλλά τέτοιοι α’θρώποι φεύγουνε από τη ζωή.
Αποκεί και πέρα, συνέχισε η ζωή μας, τρία χρόνια. Πηγαίναμε, μια πρωινές, μια βραδινές. και κάποια στιγμή εθελήσανε τ’ αφεντικά να φύγομε. Όχι ότι εκουραστήκαμε, ήτανε η εποχή που είχε φτιαχτεί πια το Πλυντήριο και η διαλογή γινότανε με τα μηχανήματα. Δεν χρειαζόμασταν πια κι εθέλανε να μασε διώξουνε. Εν τω μεταξύ εμείς εθέλαμε να φύ’ομε να πάμε στην Αθήνα –η οικογένεια όλη–, κι εφύγαμε. Αλλά είχα περάσει πολύ καλά. Κούραση, αλλά πολύ καλά. Με εκτιμούσανε, τους εκτιμούσα – τους μηχανικούς.
Πάρα πολλά έδωσ’ η Εταιρεία ετότες. Δεν υπήρχε τίποτες άλλο από τα χωριανά , κι όταν ήρθε και άνοιξε η Εταιρεία εδώ, επιάσανε οι α’θρώποι δυο λεφτά στα χέρια τωνε. Γιατί από τη χωριανοσύνη τι να πιάσουνε; Εκεί, ήξερε πως θα πάει, κουραζόντανε, ήτανε σ’ επικίνδυνα πράματα οι α’θρώποι, αλλ’ αφού ’θελε το λεφτό ο καθένας, έπρεπε να πάει! Κι όπως σ’ όλες τις δουλειές, κι αυτή. Αμειβόσουνα ανάλογα που έκανες. Εμάς τουλάχιστον τις κοπέλες, για τους άντρες δεν ξέρω. Εμάς λεφτά δεν μας είχανε καθυστερήσει. Ήτανε ακριβώς το μηνιάτικο στην ώρα του. Σ’ τα ’διναν κι ετελείωνες. Ήξερες ότι στις τάδε του μηνός θα πάρεις αυτά τα λεφτά. Παρά να κάνεις το ζευγάρι, παρά να κάνεις…
Α, τώρα τα θυμάμαι, εθέλανε να πάνε η Ελένη και η Δήμητρα, κι εγώ να μείνω στα χωριανά. «Α, λέω, δε σασε κάνω τη χάρη αυτή. Γιατί, δηλαδή, να πάτε εσείς, να φέρνετε λεφτά, κι εγώ θα είμαι στα χωριανά χωρίς τίποτα; Α, θα διαλύσουνε τα χωριανά και θα πάω κι εγώ μαζί!». Κι έτσι πήγαμε κι οι τρεις κι επήγανε τα χωριανά στη μπάντα. Δεν είχαμε ευκαιρία ύστερα, ούτε για να κάνομε το ζευγάρι ούτε να θερίζομε ούτε να… Ε, ελάχιστα πράματα, ίσα ίσα για το σπίτι. Και ήμουνα και η πρώτη μέσα στην Εταιρεία από όλες! Ο πατέρας μου έλειπε όλο το χρόνο, εδούλευε στον Πειραιά, μέσα στο λιμάνι, στον ΟΛΠ, κι ερχότανε μόνο τα Χριστούγεννα εδώ κι ήκανε (sic) τη γιορτή του. Δεν επίβαλε καμμιά [να δουλέψει], αλλά ο βλάκας που ήμουνε εγώ, είπα ετότες: «Εγώ είμαι δυνατή. Και ζευγάρι θα κάνω, και βόδια θα κάνομε και θ’ αναλάβω την υποχρέωση του σπιτιού». Και μαζί μ’ εμένα υποχρεωνότανε και τ’ άλλα παιδιά. Αλλά δε μ’ ένοιαζε. Έπρεπε κι αυτές να ’ναι κοντά. Η μάνα στο σπίτι, να μαγειρέψει, να πλύνει, να μασε (sic) συντηρεί. Αλλά, κατά τ’ άλλα, στις αντρικές δουλειές δεν έμενε καμμιά πίσω.
Αγωνιστήκαμε πολύ, αλλά, δόξα σοι ο Θεός, τα καταφέραμε μια χαρά κι εφτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Αποδώ και πέρα, ό,τι θέλει ο Θεός.
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 17-11-2013]