Μαρουσούλα Ελευθερίου

Η Μαρουσούλα Κουκά του Δημητρίου και της Ευγενίας, σύζυγος Ελευθερίου Ελευθερίου, γεννήθηκε στη Μαού της Άνω Μεράς Μυκόνου το 1944. Εργάστηκε στη Χειροδιαλογή και στο Χημείο (1957-1962).

Ήμουνα παιδί του Δημοτικού σχολείου το ’51-’52 και τα θυμάμαι αυτά σαν να ήταν τώρα. Ο πατέρας μας είχε δύο μουλάρια και πήγαινε στη Χώρα και έκανε αγώγια. Ο δρόμος Χώρας-Άνω Μεράς ήταν τόσο δύσκολος, που μόνο ένα φορτηγό υπήρχε, και μόνο με ζώα, μουλάρια και γαϊδούρια, μεταφερόταν ό,τι χρειαζόταν ο κόσμος της Άνω Μεράς. Ερχότανε λοιπόν το καράβι από Πειραιά, κι αν ήταν άνθρωποι για την Άνω Μερά, τους έπαιρνε ο πατέρας μου με τα μουλάρια, τους φόρτωνε τα πράγματα τους και τους πήγαινε όπου θέλανε. Μ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, βρήκε και τον πρώτο μηχανικό των Μεταλλείων που ήρθε στη Μύκονο και τον έφερε στην Άνω Μερά, του βρήκε σπίτι να μείνει, κι αυτός του είπε τι θέλει και γιατί ήρθε.
Έτσι λοιπόν, τον έπαιρνε στο μουλάρι καβάλα, κάθε μέρα, καβαλούσε και ο πατέρας μου ένα γάιδαρο, και γυρίζανε, ψάχνανε τα βουνά, παντού, όλες τις περιοχές της Άνω Μεράς, από Τηγάνι, από Βαθιά Λαγκάδα, Φασουλά, Αϊ-Λιά, και μέχρι τον Πάναρμο τον πήγαινε. Βρήκε ο κύριος Κωστής Γράβος –έτσι τον λέγανε– το πέτρωμα που ζητούσε, το λεγόμενο βαρύτη, και έπαιρνε δείγματα, τα στέλνανε στο Χημείο, για να τα εξετάσουν, και έτσι έγινε το ξεκίνημα για το μεταλλείο στη Μύκονο.
Τα πρώτα μηχανήματα, κομπρεσέρια, φορτηγά, αυτοκίνητα, μπολντόζες και όλ’ αυτά τα χοντρά που χρειαζότανε τα έφερε καράβι και βγήκανε στου Τηγανιού την άμμο. Αρχίσανε δουλειά, μαζεύτηκε κόσμος σιγά σιγά από όλα τα μέρη της Ελλάδας, για το μεροκάματο. Ξεκινήσανε ν’ ανοίγουν δρόμους, μονοπάτια, για να μπορούν να μεταφερόνται από το ένα μέρος στο άλλο. Ανοίγανε υπόγειες γαλαρίες με τα μηχανήματα, πολλά μέτρα, βάθος και μήκος, και βγάζανε το βαρύτη με τα βαγόνια έξω. Το υλικό συγκεντρωνότανε και θα φόρτωνε καράβι για τη Νέα Ορλεάνη.
Χρόνο με το χρόνο οι δουλειές μεγαλώνανε, ερχότανε συνέχεια και περισσότερος κόσμος για δουλειά, και έτσι είδε η Μύκονο’ οικονομική άνεση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ασφαλιστήκανε στο ΙΚΑ όσοι δουλεύανε – πράγμα που εδώ δεν υπήρχε.
Γίνανε και εγκαταστάσεις Πλυντηρίων που πλενόταν το υλικό και καθαριζόταν από άλλες πέτρες για να βγαίνει καθαρό στο Χημείο. Αυτή τη δουλειά την κάναμε και γυναίκες, δουλεύαμε αρκετές, δύο βάρδιες, από καμμιά δεκαριά άτομα η βάρδια, 7-3 και 3-11 το βράδυ. Μέσα στον αριθμό των γυναικών ήμουνα κι εγώ, 14 χρονών τότες, η πιο μικρή. Η δουλειά δεν ήταν τόσο εύκολη, αλλά είχαμε όρεξη και θέληση και το ευχαριστιόμαστε, γιατί πιάναμε λεφτά. Στην αρχή που ξεκίνησε η δουλειά η δική μας, μας μεταφέρανε με φορτηγά, αφού βέβαια είχαν γίνει δρόμοι παντού και είχε δει τέτοια μεγαλεία το νησί μας.
Να σας πω και τα ονόματα που δουλεύαμε εκεί μέσα. Τις έχω εδώ, μες στο μυαλό μου. Ήταν και μία απ’ τη Χώρα, δεν μπορώ να τη θυμηθώ, Μαρία τη λέγανε, αλλά δεν θυμάμαι επίθετο, ήτανε «Χαρανού», τη λέγανε του «Χαρανά». Λοιπόν εγώ τις έχω γράψει εδώ. Οι τρεις αδερφές: Μαρία, Ελένη και Δήμητρα Κουκά· μετά είναι η Σταυρούλα Ταγιάδου· είναι η Φωτεινή Πλουμιστού του «Σταρένιου» που λέγαμε· η Ειρήνη Καθρέφτη, αυτή είναι του «Κόκκινου»· η Ευγενία Μονογυιού του «Χοντρού», του Θανάση του «Χοντρού», που είχε τα πολλά παιδιά εκεί προς το Κάκαρι· η Καλλιόπη Μονογυιού, της μαμής· η Κατίνα Μπουγιούρη, αυτή ήτανε μια γεροντοκόρη, έμενε στον Αμπελόκηπο, «Συρκάνα» τη λέγανε αυτή· η Μπουγιούρη Νικολέτα απ’ τη Μαού, του «Ζαχαρούλη» που λέγαμε· η Μπουγιούρη Αρετή που πήρε το Μάρκο τον Ασημομύτη· η Πολυκανδριώτη Μαρία, ξέρεις απ’ τον Πύργο· η Άννα Πολυκανδριώτη, η «Μπάραινα»· η Γαρυφαλλιά η Μονογυιού, εγώ, και αυτή που λέω, το «Χωραΐτικο». Αυτές θυμάμαι, δεν πρέπει να ’ταν άλλες. Δεκάξι. Ήτανε κι άλλες, δηλαδή, αλλά έχουνε φύγει απ’ το μυαλό μου, δεν μπορώ να τις θυμηθώ.
Σιγά σιγά μας βάλανε και λεωφορείο. Έγινε και στο Λούλο η κατασκευή της Σκάλας, που ερχόταν τα καράβια και φορτώνανε το βαρύτη. Αφού δρόμοι ανοιχτήκανε παντού, κι ο πατέρας μου βέβαια δε’ χρειαζότανε πια με τα ζώα, τον βάλανε νυχτοφύλακα στις Αποθήκες των υλικών (δυναμίτες, καψούλια, κ.λπ.). Βοήθησε πολύ η Εταιρεία ΜΥΚΟΜΠΑΡ τη Μύκονο, και γενικά πολύ κόσμο που έπιασε λεφτά στα χέρια του, γιατί πριν ήταν φτώχεια. Αλλά το μεροκάματο έβγαινε με πόνο και με αίμα, για κείνους τουλάχιστο που δούλευαν στα Υπόγεια.
Θέλω να συμπληρώσω ότι από μια κακοκαιρία, που έπεσε το καράβι πάνω στη Σκάλα και την έριξε, σκόλασε πολύς κόσμος. Κι από πολύ μεγάλο διάστημα, αποκαταστάθηκε η όλη ζημιά, και φέρανε και μπεντονίτη από τη Μήλο, και δούλεψα κι εκεί. Ήταν μύλος που τον άλεθε και φούρνος που τον έψηνε –τον στέγνωνε μάλλον– για να γίνει σκόνη και να σακιαστεί. Εγώ έπαιρνα δείγματα για το Χημείο. Έφυγα περίπου στα 17.

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 26-12-2014]