Μοσχόπουλος Κουμαντσιώτης
Ο Μοσχόπουλος Κουμαντσιώτης, του Γεράκη και της Μαρίας γεννήθηκε το 1932 στο Παλαιοχώρι της Χαλκιδικής. Εργάστηκε ως μιναδόρος και διετέλεσε πρόεδρος του Σωματείου εργαζομένων για πολλά χρόνια, έως το κλείσιμο της Εταιρείας (1958-1983).
Δούλευα στο Μαντέμ Λάκκο, στα μεταλλεία Κασσάνδρας, στη Χαλκιδική. Σταματήσαμε το τύρφη και βγάζαμε γκλέντα και γαλένα. Τότε άρχισε ο κόσμος, εκεί που ήταν καλά, να κόβεται η αναπνοή του και να πέφτει σαν κοτόπουλο κάτω. Ανακάλυψαν ότι έφταιγε η σκόνη αυτή. Τότε ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Εγώ πήγα 7-8 μήνες στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ. Θα πήγαινα σαν ξυλουργός στη Βραζιλία μετά – 39 μέρες ταξίδι.
Μέσα στο διάστημα αυτό, ο μηχανικός απού ’ταν εκεί στη Χαλκιδική, ανέλαβε διευθυντής εδώ στη Μύκονο. Ήταν ο Πρεζάνης. Λοιπόν, ήρθε και με βρήκε και μου λέει: «Να βρούμε εργάτες ειδικευμένους, να ’ρθούν, για να χτυπήσουμε τις γαλαρίες εδώ». Αυτό ήταν το ’58 που ήρθα εγώ εδώ. Ήρθα εδώ, ξεκινήσαμε δουλεύαμε μέσα στα Υπόγεια – στις γαλαρίες. Εδώ έβλεπα εγώ ανθρώπους απού δουλεύανε μέσα στ’ αυτά τα επικίνδυνα, και λέω: «Βρε, παιδιά αυτό θέλει πρώτα να το ξεσκαρώσετε ή εκείνο θέλει φουρνέλο να το βάλετε να πέσει κάτω, μην πάτε κάτω και σκοτωθείτε. Προσοχή!». Δεν ξέρανε εδώ οι ανθρώποι από μεταλλεία. Τέλος πάντων, φέρναμε εργάτες αποδώ, άλλος από Χαλκιδική, άλλος από άλλα μεταλλεία…, δουλεύαμε.
Εγώ έτυχα σε μια περίπτωση το 1961 απού είχε πάθει ένας, Ξυδάκης Λευτέρης μου φαίνεται λεγόταν. Αυτός είχε πάθει από κάπνα. Τον πιάσανε τα φουρνέλα, και… Είχαμε εκεί στα Μεταλλεία έναν σαν νοσοκόμο, ο οποίος δούλευε και στα Γραφεία. Λοιπόν, λέω εγώ: «Ρε παιδιά, ο άνθρωπος θέλει οξυγόνο, θέλει αυτά…». «Τι ξέρεις εσύ, δεν ξέρεις τίποτα, λέει, εσύ!». Εγώ τότε έμενα απάνω εκεί, στα Μεταλλεία, “μέσα” . Λοιπόν, εγώ ήμουν δίπλα του, είχε ένα δωματιάκι, με ένα κρεβάτι εκεί και τον είχαν ξαπλωμένο. Πήγαινα εκεί, ξαναπήγαινα, λέω: «Ο άνθρωπος δεν είναι καλά!». «Φύγε αποδώ!». Ξέρεις, δεν μπορούσες να πεις και πολλά. Τέλος πάντων, εγώ δεν έπαιρνα χαμπάρι, φώναζα. Ο άνθρωπος ξεψύχησε στα χέρια μου. Για μια στιγμή έκανε αιμόπτυση, και λέει: «Αχ, μάνα μου!». Και τέρμα!
Πάω κάτω, τους πλάκωσα στα βρισίδια. Λέω στους εργάτες: «Παιδιά, εδώ πρέπει να κάνουμε Σωματείο!». Είχε Σωματείο εδώ, αλλά τυπικά. Ήταν πρόεδρος ο Πολυκανδριώτης, ο «Μινέρβας», αλλά δεν ήξερε ο άνθρωπος. Μπορεί να ήθελε να κάνει, αλλά δεν ήξερε. Εγώ ήμουν και στη Χαλκιδική συνδικαλιστής, τα ήξερα. Τέλος πάντων, αφού βλέπω εγώ έτσι, μαζεύω υπογραφές. Αφού μάζεψα υπογραφές από τους εργάτες –βέβαια μυστικά αυτά όλα–, φτιάχνω το καταστατικό και κατεβαίνουμε σε εκλογές. Αφού κατεβαίνουμε σε εκλογές, πράγματι εμένα οι εργάτες με αγαπούσαν και ήξερα και όλα αυτά τα πράματα, τους μίλησα όλους, τους είχα εξηγήσει, με ψηφίζουν εμένα. Το παλληκάρι το ψήφισαν μόνο της Εταιρείας άτομα, που ήταν αυτοί, επιστάτες, εργοδηγοί, αυτόν τον ψήφισαν, και βγήκα παμψηφεί, τότε, λοιπόν, και κάνω το Σωματείο.
Και άρχισα εγώ την Εταιρεία να την παίζω, ότι πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι να ξέρουν να ξεσκαρώνουν πρώτα και μετά να μπαίνουν μέσα, να δουλεύουνε. Λοιπόν, έκανα καταγγελίες, ξαναέκανα καταγγελίες, έκανα στο Υπουργείο Βιομηχανίας, ερχόταν μηχανικός, έκανε έλεγχο, όλα καλά είναι, όλα όμορφα είναι, έφευγαν αυτοί. Απεργία εμείς. Για την ασφάλεια, και μαζί με την ασφάλεια ζητούσαμε και 2 δρχ., 5 δρχ., ανάλογα, να πούμε, να μην βάλουμε μόνο για την ασφάλεια. Συνέχισα εγώ, έφτασε φορά απού κάναμε και 18 μέρες απεργία, τότε. Τι ζητούσα εγώ τώρα; Ζητούσα μπότες και φόρμες και γάλα. Όλα αυτά τα δικαιούνταν. Εμείς εκεί στην Χαλκιδική τα παίρναμε. Εδώ δεν μας τα δίναν, και κάναμε 18 μέρες. Τότε, σ’ αυτό το διάστημα, ήταν ο Παρασκευαΐδης διευθυντής. Λοιπόν, έτυχε, έρχονται από τα Γραφεία από την Αθήνα –ο Αποστολίδης ήταν στα Γραφεία μέσα στην Αθήνα και έρχονται με Αμερικάνους και όλα αυτά–, και με πιάνουν αποκεί: «Ποια είναι τα αιτήματα σας;». «Τα αιτήματα μας είναι αυτά: θέλουμε μπότες, θέλουμε φόρμες, θέλουμε να μας χορηγήσετε γάλα, το πρωί να πίνουν οι εργαζόμενοι γάλα, λοιπόν, και θέλουμε και 5 δρχ. αύξηση». Εγώ τώρα έβαζα και 5 δρχ., ό,τι πάρω, και 3 να έπαιρνα αρκεί να κερδίσομε δηλαδή. Όταν ήρθαν τότε αυτοί οι Αμερικάνοι και τους τα εξηγούσε ο Αποστολίδης αυτά, για μια στιγμή λέει ο Αποστολίδης στον Παρασκευαΐδη: «Και κάνετε 18 μέρες απεργία; Αυτά, λέει, είναι νόμιμα. Έπρεπε να τους τα δώσεις από την αρχή να μην κάνουν απεργία!», κατάλαβες; Μας δίνουν αμέσως. Είπανε: «Δικαιούστε και φόρμες. Δικαιούστε και μπότες. Δικαιούστε και το γάλα». Πολλοί προτίμησαν, άλλοι να πίνουν γάλα, άλλοι να παίρνουν λεφτά. Κερδίσαμε αυτό.
Συνέχισα εγώ με όλους μέχρι που μπήκε η δικτατορία το ’67. Πήγαιναν καλά τα πράματα. Βάλαμε και ανθρώπους να ξεσκαρώνουν, γιατί εγώ έκανα διαμαρτυρίες και όλα αυτά, και μέχρι που με πήγαν στην Τήνο, έγινε και δικαστήριο και μου ’βαλαν και 3 χρόνια με αναστολή, γιατί, λέει, είπα ότι δεν είχαν ασφάλεια και ξέρω ’γώ. Τότε όμως το δικαστήριο εκινήθηκε ότι πρέπει να βρούμε ανθρώπους να ξεσκαρώνουν. Κι άρχισαν βάλανε ειδικούς ανθρώπους να ξεσκαρώνουν.
Βγαίνοντας η δικτατορία, μπαπ!, κατέργησε τα πρώτα σωματεία, τις ομοσπονδίες, και μ’ έρχεται κι εμένα κατευθείαν μέσα σε μια βδομάδα ένα χαρτί απ’ τον Στρατιωτικό Διοικητή της Σύρου και λέει: «Παύεις από πρόεδρος του Σωματείου, και τα χαρτιά και όλα τα καταστατικά θα τα παραδώσεις τότε στο «Στόλα» και στο Δημήτρη τον Πατεράκη». Ε, ανθρώποι που δεν ξέρανε από συνδικαλισμό. Τους κάλεσα εγώ, τον «Στόλα» τότε και τον Πατεράκη, και λέω: «Αυτά τα χαρτιά και όλα», –και μια μηχανή που είχαμε που γράφαμε–, και λέμε: «Αυτά τώρα τα αναλαμβάνετε εσείς. Εσείς το αναλαβαίνετε το Σωματείο». Όπως τους τα ’δωσα έτσι τα παρατήσανε. Εμ, τι να κάνουνε! Και επί δικτατορίας δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα.
Τελειώνοντας η δικτατορία, το ξαναφτιάχνουμε πάλι το Σωματείο. Ξεκινάμε πάλι. Δουλεύουμε, δουλεύουμε, εκεί, το ’81 -’82, άρχισαν να μειώνουν προσωπικό. Πήγαινα στο Νομάρχη –ήταν η Παπαζώη τότε νομάρχης, καλή, μέχρι εδώ ήρθε, μας βοήθησε πολύ, πάρα πολύ– έφτασα, πήγα στον Κουλουμπή, που ήταν υπουργός Βιομηχανίας τότε. Η Εταιρεία δεν σταματούσε να μειώνει προσωπικό. Και έφτασε η υπόθεση, να πούμε, και συννενοούμαστε όλοι οι εργάτες να φύγουμε αποδώ να πάμε στη Μήλο –ήταν ή ίδια Εταιρεία στη Μήλο–, γιατί το Μεταλλείο έκλεισε εδώ, το ’83 τελείωσε, έκλεισε. Και η Εταιρεία έδινε αποζημιώσεις. Σε λέει: «Έλα εδώ, τι δικαιούσαι, πόσα χρόνια είσαι, τόσα λεφτά», έδινε και παραπάνω, να πούμε, προκειμένου να φύγει ο κόσμος. Και αποζημίωνε τον κόσμο, και πολλοί προτιμούσαν τα λεφτά και έφυγαν. Έφτασε υπόθεση για να πάμε στη Μήλο, και έκανα μια συνέλευση εγώ, για να μην φύγομε, κανένας, ή αν φύγομε, να πάμε όλοι μαζί στη Μήλο, οπότε πού θε’ να μας κρατήσουν εκεί, δεν μπορούσαν.
Λοιπόν, η Εταιρεία τους κατάφερε, να πούμε, εμένα και τον καθένα, και τους έβγαζε, τους έδινε τις αποσκευές τους και φεύγανε. Και κατέληξε να πάμε 4 άτομα στη Μήλο. Εγώ, σαν Πρόεδρος, έναν που είχαν πάρει σαν Γραμματέα Μαστακούρης λεγόταν, ο Τσιριγώτης ο Παναγιώτης θα πήγαινε κι αυτός στη Μήλο, και ένας άλλος, τέλος πάντων… Αυτοί όμως σιγά σιγά, και αποκεί, τους αποζημιώνανε, και φύγανε μόλις πέρναγε 1 μήνας, 2 μήνες, φύγανε. Και έμεινα μόνος μου εγώ εκεί. Εγώ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα, δούλευα, πέσαν οι αποδοχές γιατί δεν είχε υπόγεια, ήταν επιφάνεια. Και στο σημείο αυτό εγώ, τότε είχα τις προϋποθέσεις όλες, αλλά δεν είχα τα χρόνια για να βγω στη σύνταξη. Πήγαινα για τα 55 χρόνια, και ψηφίζεται τότε ένας νόμος, και λεν «όσοι έχουν 5.000 μεροκάματα μέσα σε υπόγειες στοές και είναι 50 χρονών, δικαιούνται σύνταξη», και τότε κατέθεσα τα χαρτιά και ήρθα εδώ και βγήκα συνταξιούχος τότε. Αλλά επειδή είχαν πέσει τότε οι αποδοχές στη Μήλο, επειδή δεν είχε υπόγεια και είχε επιφάνεια, πήρα μικρή σύνταξη, αλλά δεν με ένοιαξε αυτό καθόλου, εγώ ήθελα να γλιτώσω. Αφού εδώ είχε κλείσει το Μεταλλείο. Πού να πάω να τρέχω τώρα για δουλειά, και βγήκα από τότε συνταξιούχος.
Η δουλειά είχε και τα καλά της, είχε και τα άσχημα. Όταν παίρναμε αυξήσεις βέβαια ήταν ωραία. Βγάζαμε την παραγωγή, και η Εταιρεία ευχαριστημένη ήταν, κι εμείς ευχαριστημένοι ήμασταν. Γιατί η Εταιρεία πλέρωνε, άμα έβγαζες παραγωγή… Με την παραγωγή, πλέρωνε καλά λεφτά! Ήταν και ο λόγος απού δουλεύαμε στα βαπόρια, δουλεύαμε εκεί που ερχόταν και φορτώναμε. Εγώ πήγαινα πιο πολύ στα βίντσι και δούλευα τα βίντσι. Εγώ είχα βγάλει και άδεια που μπορούσα και φορτωτή να οδηγήσω και μπολντόζα να οδηγήσω και στα βίντσι επάνω. Και πιο πολύ έβγαλα το δίπλωμα για να πηγαίνω στα βίντσια. Δούλευα στα Υπόγεια και πήγαινα για δεύτερη βάρδια ή και πολλές φορές και τρεις βάρδιες έκανα. Έκανα δυο βάρδιες μέσα στα Υπόγεια και πήγαινα και μια βάρδια στο Λούλο, όταν έπεφτε πολλή δουλειά. Δουλεύαμε τότε… Όσο πιο πολύ δουλεύαμε… Στην αρχή βέβαια δουλεύαμε 8 ώρες. Μετά, ξεκίνησε το 6ωρο για να δουλεύουμε. Το διάστημα όμως αυτό, εμείς αντί να δουλεύουμε 8 ώρες τότε, πηγαίναμε 10. Δηλαδή να φύγουμε από δω, να πάμε, και μετά να δώσουμε το “παρών”… Αυτά όλα δεν πιανόταν. Κάναμε ένα δικαστήριο και ζητούσαμε 2 ώρες επιπλέον, κερδίσαμε 1 ώρα στο δικαστήριο. Τότε ένας δικηγόρος μου λέει: «Δεν είναι τίποτα, λέει, αυτό θα…». Γιατί θυμάμαι στο δικαστήριο που είπε ο διευθυντής ο Πρεζάνης, τους λέει ο δικαστής: «Γιατί τότε τους μειώσατε τις ώρες μετά, και τους πληρώνετε παραπάνω;». Γιατί λέει: «Ήταν δίκαιο αίτημα των εργατών», είπε ο διευθυντής. Δηλαδή, μόνος του ο διευθυντής παραδέχτηκε ότι εμείς δουλεύαμε παραπάνω. Τελικά δεν πήραμε τίποτα. Με λέει ο δικηγόρος να κάνουμε αίτηση να πάρουμε παραπάνω. «Ρε, να μην τα χάσουμε;». «Δεν τα χάνετε, λέει, αυτά!». Δεν πήραμε ξανά τίποτα, τα χάσαμε κι αυτά τότε.
Ήταν οι δουλειές έτσι τότε, δεν ξέρεις από πού θα την βρεις, από αμέλειες ήταν, και από το γρήγορα ήταν, και ότι έπρεπε, να πούμε, να βγάλεις παραγωγή για να πληρωθείς, και ξέρεις όταν θες να βγάλεις πιο πολλά βαγόνια για να πληρωθείς, τυχαίνουν αυτά.
Φέραμε τη Νομάρχη εδώ, γι’ αυτή τη δουλειά, για να μην κλείσουν τα μεταλλεία, γιατί μεταλλεία [μετάλλευμα] υπήρχαν. Και αυτοί δεν είπαν ότι εμείς έχουμε φτωχύνει, ούτε ότι δε υπάρχει μεταλλείο [μετάλλευμα], αυτοί απλώς είπαν αναστέλλουμε τις εργασίες. Δηλαδή μπορεί μετά από πολλά χρόνια να ’ρθούν πάλι να ξαναδουλέψουν, αν το χρειαστούν. Πήραν τα εύκολα πρώτα, και είχαν κατεβεί κάτω από τη θάλασσα, 40 μέτρα κάτω από την θάλασσα. Βέβαια, έβγαιναν δύσκολα…
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 15-02-2014]