Νικόλαος Βιλαπλάγκας
Ο Νικόλαος Βιλαπλάγκας του Παναγιώτη και της Θεοδοσίας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1945. Εργάστηκε αρχικά ως εργάτης επιφανείας στο Πλυντήριο και στον Λούλο και αργότερα ηλεκτροσυγκολλητής.
Εγώ έπιασα δουλειά το ’69 τον Αύγουστο. Όταν με προσλάβανε ήμουνα ένας εργάτης που πήγαινε παντού. Υπόγραψα κιόλας πως θα πήγαινα και στο Λούλο, στη Φόρτωση. Ειδεμή δε’ σε παίρνανε. «Πήγαινε εδώ! Πήγαινε εκεί! Πήγαινε στη Σκάφη να βαρέσεις τις πέτρες να πάνε κάτω!». Πότε ήμουνα στα jigs, πότε φτυάριζα, δηλαδή δεν είχα σταθερό πόστο. Αλλά ήτανε κακιά διαβίωση του κάθε εργάτη. Ή μες στη λάσπη ή μες στη σκόνη. Δεν μου άφησε κουσούρι στους πνεύμονες, μου άφησε κουσούρι στα πόδια. Όταν είχαμε υπερωρίες, να φοράς 16 ώρες τις λαστιχένιες γαλότσες… Μπαίνανε και νερά μέσα, άσ’ τα! Μετά που πέρασαν τα χρόνια είχα ειδικευτεί, είχα βγάλει δίπλωμα ηλεκτροσυγκολλητή, και κολλάγαμε συνέχεια. Πηγαίναμε το απόγευμα που δε’ δούλευε το έργο, δυο άτομα μαζί, και κάναμε διάφορες επισκευές, αυτές που μας είχανε γραμμένες απ’ το πρωί. Κόβαμε λαμαρίνες. Κολλάγαμε λαμαρίνες. Φτιάχναμε οτιδήποτε. Και πέρναγε ο καιρός. Όσο για το Πλυντήριο, κι εκεί ήτανε όλο κακιά διαβίωση. Δηλαδή, επήγαινες για ν’ αρπάξεις το μεροκάματό σου για να μπορέσεις να ζήσεις. Αφού ήταν όλο γύρω γύρω λαμαρίνες, κρυώναμε το χειμώνα. Ανάβαμε μια σόμπα, αλλά μπορείς να κάθεσαι στη σόμπα αφού όλη την ώρα έτρεχες αποδώ κι αποκεί; Δουλεύαμε παλιά και τρεις βάρδιες συνεχόμενες. Βάλε τώρα νύχτα… Αλλά, άμα έχεις ανάγκη, τα κάνεις όλα. Κάθε μέρα ήθελες καθαρά ρούχα, απαραιτήτως. Φόρμα, μπλούζα, σακάκι. Γινόσουνα σε αθλία κατάσταση, γιατί είχε το νερό. Εκεί ήτανε και το Μιχαλάκι της Βούλας, ήταν ο Ντίνος της Μαρούσας, ήταν ο Ζαχαριάς… Τον είχαμε κι εμάζευε τον βαρύτη που έπεφτε από κάτω, τον έβαζε απάνω στην ταινία πάλι. Το Μιχαλάκι της Βούλας εγρασάριζε κι ελάδωνε τα μηχανήματα. Είχαμε τον Δημήτρη τον Καγκιά, έναν Τηνιακό, που τον έβαζα απάνω στο Σπαστήρα. Πάρα πολλοί ήτανε. Άλλοι φεύγαν, άλλοι ερχόντουσαν. Αν δεν τους άρεσε…, ειδικά η νεολαία. Επιστάτες μου ήταν ο Αντώνης ο Παπαδόπουλος, ο σ’χωρεμένος ο Στέλιος ο Νάττινγκ. Αυτοί ήτανε υπάλληλοι. Κι έβαζε η Εταιρεία έναν υπάλληλο με έναν εργάτη και πολεμάγαμε. Με όλους είχα καλή συνεργασία. Ε, κάποιες φορές μαλώναμε με τον εργοδηγό Νίκο Μουζούρη. Μια με έστελνε να πάω στο Συνεργείο, μια στο Λούλο. Τελευταίους μήνες, που έκλεισε η Εταιρεία, ήμουνα με το Σταμάτη τον Αγγελετάκη στο Λούλο. Κάθε μέρα ήμουνα απογευματινός, αλλά δεν είχα καμιά επαφή με το Τριβείο. Με είχανε βάλει να κοιτάζω τις γεννήτριες. Εκεί ήτανε πιο καλά. Δεν κουραζόσουνα. Ειδεμή, το πρωί, που σακιάζανε οι άλλοι… Ήτανε εκεί ο Γιάννης ο Κοντιζάς («Σάλτας»), ο Νικόλας ο «Λάτος», ο Μιχάλης ο Κοντιζάς (του «Χοντρουδακιού»). Όλοι αυτοί έχουν πάει από χαλίκωση. Τώρα λένε να φτιάξουνε την πλάκα να γράψουνε και τους υπόλοιπους. Δεν φτάνει το μάρμαρο όμως. Πρέπει να γίνει πιο μεγάλο.
Στον Λούλο είχαμε δυο ειδών φορτώσεις: Η μια ήτανε που φορτώναμε τον βαρύτη μέσα στο καράβι χύμα. Ήτανε πολύ βαρύ υλικό. Μόλις έβαζες μέσα στο καράβι μια ώρα βαρύτη –γιατί έβαζε 500 τόνους την ώρα– το καράβι καθότανε. Ερχόταν όμως κι άλλα καράβια μικρότερα που φόρτωναν σακιά. Ή μπεντονίτη ή βαρύτη. Ο μπεντονίτης ερχόταν ακατέργαστος απ’ τη Μήλο και τον κατεργάζονταν εδώ και τον σακιάζανε όπως είναι τα σακιά του τσιμέντου. Ενώ τον βαρύτη σε 25λιτρα γιατί ήτανε πιο βαρύς. Μπαίναμε καμιά δεκαριά άτομα στο αμπάρι, κατεβάζανε με το γερανό την παλέτα και τα ντανιάζαμε δεξιά και αριστερά στο καράβι τα σακιά. Τράβαγαν την παλέτα απάνω, κι έφερναν άλλη παλέτα. Όλοι οι εργάτες είχαμε υπογράψει πως θα πηγαίνουμε στο Λούλο στις φορτώσεις. Μας ειδοποιούσανε από την πρωινή βάρδια πως θα πάμε το απόγευμα στο Λούλο. Άμα δεν πήγαινες, σε σχολάγανε. Γιατί άμα δεν πήγαινες, ποιος θα φόρτωνε; Πιο παλιά γινότανε αυτό με τους Πλατυγιαλιώτες. Στη δική μου εποχή, όσοι δουλεύαμε στο Μεταλλείο πηγαίναμε στη φόρτωση. Κι από τις γαλαρίες έπαιρναν και απ’ το Πλυντήριο και από το Λούλο. Όσοι είχαν ανάγκη πηγαίνανε, γιατί ήτανε πιο καλό το μεροκάματο. Εγώ δε’ σταμάτησα ποτέ να πηγαίνω. Εκεί τραβάγαμε το “μανίκι”. Γιατί ήτανε στενό το καράβι, δε’ μπορούσαμε να πάρομε αέρα και εισπνέαμε σκόνη. Αν έσπαγε και κανένα τσουβαλάκι…, ωχ, αμάν! Εγώ με το που έβγαινα απάνω, έδινα απ’ το καράβι βουτιά κι έπεφτα στη θάλασσα. Μετά πήγαινα και πλενόμουνα κι έφευγα. Στο καράβι που φόρτωνε το χύμα ήταν πολύ πιο καλά. Βάζανε μπρος την ταινία και ζύγιζε μόνη της, κάθε 500 τόνους κατέγραφε.
Είχανε κάνει ένα μόλο και στην Τρα’όμαντρα κι άδειαζε εκεί το καΐκι του «Μαδούπα». Έφερνε τους δυναμίτες, αλλά χωρίς καψούλια. Τα καψούλια τα φέρνανε χώρια. Απαγορευότανε. Την πρώτη μέρα που μου είπανε να πάω, βέβαια πήγα, δεν είχα καμία αντίρρηση. Αλλά μ’ έπιασε ζαλάδα από τη μυρωδιά του δυναμίτη. Σε ζάλιζε και σ’ έριχνε κάτω. Λέω: «Παιδιά, δε’ μπορώ άλλο!». Έπεσα κάτω, εκεί στην Αποθήκη απάνω, που ξεφορτώναμε με το EUCLID.
“Αραπίνα” ήτανε εδώ που ήτανε το Sauerman. Είχαμε την Πομόνα που ’δινε νερό στο Πλυντήριο. Είχαμε κατεβάσει μέσα σε μια σπηλιά σωλήνες μεγάλες, με άξονα στη μέση και φτερωτές, και τράβαγε μια γεννήτρια το νερό της θάλασσας απάνω. Αυτή εχάλαγε πολλές φορές. Με τα χρόνια το κατεργήσανε αυτό κι είχανε βάλει μικρές αντλίες, οι οποίες τραβάγανε πιο λίγο νερό στο Πλυντήριο. Το τραβάγανε, το ρίχνανε μέσα σ’ ένα λάκκο μεγάλο, κι αποκεί είχανε άλλη αντλία και το μεταφέρανε απάνω. Δυο αντλίες. Και γέμισε άγονο όλη αυτή η Αραπίνα. Πολύ πράμα! Κόντευε να πάει μέχρι τη θάλασσα το άγονο. Και φέρανε το Sauerman εκεί για να βγάλουνε τον υπόλοιπο βαρύτη που είδαν ότι είχε πέσει στη θάλασσα μαζί με το άγονο, μετά τη διαλογή. Το δουλεύαμε εγώ κι ο Μασάκης ο Γιάννης. Στην αρχή ήταν καλά, αλλά μετά που το πήραμε όλο το πράμα, άρχισαν να φαίνονται τα βράχια του βυθού και χάλαγε όλη την ώρα· κοβόντουσαν τα συρματόσχοινα, τα πλέκαμε, και ξανά πάλι, ωσότου το πήραμε όλο και τελείωσε η δουλειά. Περίπου το ’79.
Πολύ δύσκολη ζωή, πολύ δύσκολη. Εφεύγαμε απ’ τα σπίτια μας και δεν ξέραμε αν θα γυρίσουμε ζωντανοί ή τραυματισμένοι. Δεν υπήρχε και ασφάλεια. Ειδικά αυτοί που δουλεύανε μες στις γαλαρίες, δεν ξέρανε αν θα γυρίσουνε. Κάνανε τον σταυρό τους κι εμπαίνανε μέσα. Στα ατυχήματα μες στις γαλαρίες, συνήθως έπεφτε η οροφή. Άμα άκουγαν να τρίζει σαν το καρπούζι, ήταν έτοιμο να πέσει, εβγαίνανε έξω. Πηγαίνανε άκρη άκρη με προσοχή και σκαλίζαν με λοστούς και το ρίχνανε κάτω για να μπορέσουν να ξαναμπούνε μέσα, αφού τραβάγανε αυτό το λίγο που έπεφτε με τους φορτωταί. Παλιά είχανε βαγονάκια. Ήταν ωραία. Μετά φέρανε τους φορτωταί από τη Γερμανία. Ήτανε μεταχειρισμένοι, χαλασμένοι, και σκοτώναν τον κόσμο. Ατυχήματα μπορεί να ’τανε από βλάβες των μηχανημάτων, μπορεί να ’τανε κι από απροσεξίες. Γιατί ήτανε και ορισμένοι που κοιτάζανε να βγάλουν πολύ πράμα αφού ήτανε με αποκοπή αυτό, σαν εργολαβία. Και κοιτάζανε όλοι να βγάλουνε πιο πολύ πράμα, δεν προσέχανε τον εαυτό τους, και πολλές φορές…
Τα Euclids κουβαλάγανε από τις γαλαρίες το μετάλλευμα μικτό, τον βαρύτη μαζί με άγονο. Το ρίχνανε στη Σκάφη, κι από πάνω ερχόντουσαν α’θρώποι, δυο-τρεις, ανάλογα, και βαράγανε με τις βαριές. Καμιά φορά, χτύπαγε και κανένας. Αυτοί που ’τανε απάνω στη Σκάφη ήτανε πολύ επικίνδυνα, γιατί πατάγανε απάνω σε ράγες για να βαρέσουνε τη βαριά. Τελευταία βαράγανε αραιούς δυναμίτες, και βγάζανε μεγάλες πέτρες, οι οποίες δεν ήτανε εύκολες, γιατί ήτανε γρανίτες, οι πιο πολλοί, και βάραγες τη βαριά κι έκανε γκελ. Και φωνάζαμε τον φορτωτή και τις έβγαζε έξω. Το κάνανε αυτό για πιο ευκολία να μπούνε μες στις γαλαρίες να μπορέσουνε να βρίσκουνε το βαρύτη.
Αλλά κάτι φορτωταί που είχανε φέρει τελευταία από τη Γερμανία, μπαίνανε μέσα στις γαλαρίες για να βγάλουνε έξω το μετάλλευμα, ήτανε θανατηφόροι. Εγώ σε 10-12 χρόνια που ’μουνα εκεί, είχανε πεθάνει καμιά δεκαριά. Είχανε σκοτωθεί. Αυτοί οι φορτωταί εχαλάγανε τα φρένα τους κι έπαιρνε φόρα-κατηφόρα να πάει μες στη γαλαρία, δεν ήξερε από πού να φύγει ο οδηγός και πήδαγε και τον έπιανε στο ντουβάρι. Ήτανε στενές οι γαλαρίες. Δεν τα θυμάμαι τα παιδιά. Το πρώτο ήτανε εκεί κάτω στο Φυρέ. Άλλος ένας είχε σκοτωθεί, εδώ στην 100. Εβγήκε στο ξέφωτο, αυτός ήτανε απάνω στον φορτωτή, κι έπεσε ένα κομμάτι πέτρα μεγάλη, τον βρήκε στο κεφάλι, και του πέρασε ο λεβιές από το μάτι και του βγήκε από πάνω. Οι τελευταίοι τελευταίοι που ’χανε σκοτωθεί ήτανε ο Γεωργίου ο Βαγγέλης με τον Καβαλέρο. Ήτανε ανάμεσα Χριστούγενα με Άγιο Βασίλη.
Η 100 είναι εδώ που πάμε για τη Μερχιά, που έχει ένα σπιτάκι η Αντριανή. Η αποπάνω είναι η 130. Αυτοί μετράγανε από τη θάλασσα. Η Σ1 είναι ένα μέτρο από τη θάλασσα, είναι μετά την Αγία Βαρβάρα, αριστερά από κάτω. Άμα τελείωνε το μετάλλευμα και δεν είχε άλλο την κλείνανε. Αλλά είχανε βρει εκεί πολύ πράμα, αλλά πολύ επικίνδυνο, είχε κατέβει κάτω από τη θάλασσα η γαλαρία, κι έτρεχε πάρα πολύ νερό και δεν μπορούσαν να το βγάλουνε, τελευταία.
Υπήρχαν Μυκονιάτες οι οποίοι είχανε δικά τους εργαλεία και σπάγανε το βαρύτη και τον έπαιρνε η Εταιρεία. Ήτανε ο Ξυδάκης ο «Αποστόλακας», ο Καλορίτης… Ο Καλορίτης είχε πάρει δικά του μηχανήματα κι έβγαζε. Αλλά τελευταία, που αγόρασε πολύ μεγάλα εργαλεία για να δουλέψει παραπάνω, ήρθε η διαταγή να κλείσει το έργο, και ο φουκαράς μπήκε μέσα, έπαθε ζημιά – εκεί κάτω στου Φασουλά.
Το ’83, μας ήρθε η πανταχούσα πως το έργο θα κλείσει, διότι είχε πάρα πολλά έξοδα και ήταν δύσκολο να βγει το μετάλλευμα. Εκάναμε φασαρίες, αλλά δεν έγινε τίποτα. Μας αποζημιώνανε, υπογράφαμε και φεύγαμε. Ό,τι δικαιούταν ο καθένας. Άμα ήσουνα υπάλληλος κάτι έπαιρνες. Τα τελευταία χρόνια είχα γίνει κι εγώ υπάλληλος.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 27-08-2017]