Νικόλαος Κουρούνας

Ο Νικόλαος Κουρούνας του Αναστασίου και της Σωτηρίας γεννήθηκε στην Αρχάγγελο της Ρόδου το 1932. Εργάστηκε αρχικά ως νυχτοφύλακας. Αργότερα, στο Ζυγιστήριο, στο Χημείο, στη συνέχεια επιστάτης στο Πλυντήριο και στον Λούλο (1958-1973).

Λοιπόν εγώ είμαι ο Νίκος ο Κουρούνας, γέννημα-θρέμμα στη Ρόδο. Ήρθα εδώ το ’54, ως χωροφύλακας. Το ’56 απολύθηκα και το ’57 παντρεύτηκα τη Στέλλα τη Σαμιωτάκη, τη Μυκονιάτισσα. Τον καιρό που είχα υπηρετήσει ως χωροφύλακας εδώ, είχα γνωρίσει τους διευθυντάδες της Εταιρείας του Μεταλλείου, πηγαίναμε στο ίδιο καφενείο και πίναμε καφέ και είχα πιάσει φιλία μαζί τους. Κάποια στιγμή τους λέω: «Έχω έναν αδερφό στη Ρόδο, να τον φέρω για δουλειά;». Λέει: «Κι αρωτάς;». Τον έφερα λοιπόν τον αδερφό μου τον Αντώνη, και πήγε κι έπιασε δουλειά στο Μεταλλείο. Τότε ακόμα δεν υπήρχε δρόμος για το Τηγάνι, να πηγαινοέρχονται οι εργάτες. Ήταν ένα τζιπ το οποίο συνήθως το δούλευε ο Παναγιώτης ο «Λωλάδας». Και τους έπαιρνε από τη Χώρα μέχρι την Άνω Μερά. Απ’ την Άνω Μερά μέχρι “μέσα”  το Μεταλλείο πηγαίνανε με τα πόδια. Κτήρια δεν υπήρχανε. Ήτανε μόλις που είχε ανοίξει το Μεταλλείο, και είχανε σκηνές και μένανε. Και μαγειρεύανε κιόλας και τρώγανε εκεί μεταξύ τους οι εργάτες, κι ερχότανε στη Χώρα μια φορά την εβδομάδα. Όλη την εβδομάδα ήτανε εκεί. Μια φορά την εβδομάδα τους κατεβάζανε από το Μεταλλείο στη Χώρα, Σαββατοκύριακο. Εκεί δούλευε κι ο Νικόλας ο Νάζος, ο «Κρομμύδας», δε’ θυμάμαι αν ήταν ο «Μάγκας» ο Νικολός. Μετά πια που κάνανε δρόμο, τότε πηγαινορχόντουσαν καθημερινά. Είχε βάλει η Εταιρεία ένα λεωφορείο –το μοναδικό λεωφορείο που υπήρχε τότε, του Βασίλη του Μπουγιούρη του «Χάρτιν», απ’ την Άνω Μερά. Ένα μικρό λεωφορείο που είχενε απ’ τη μια μεριά δυο θέσεις κι απ’ την άλλη μία θέση. Ήταν δηλαδή ένα περίεργο λεωφορειάκι, κι ανεβοκατέβαζε τον κόσμο καθημερινά από Χώρα Μεταλλείο κι από Μεταλλείο Χώρα.
Εγώ μόλις απολύθηκα, πήγα στη Ρόδο, έμεινα δυο χρόνια, δε’ μου ταίριαξε, και ξαναγύρισα πίσω στη Μύκονο. Μόλις τους είπα ότι θέλω δουλειά, με πήρανε αμέσως στο Μεταλλείο οι διευθυντάδες που τους γνώριζα από πριν. Με βάλανε ως ζυγιστή. Δεν ήξερα τίποτα, ήμουνα ατζαμής. Ζύγιζα το μετάλλευμα, πλυμένο και άπλυτο. Πήγαινα περισσότερες φορές 3η βάρδια για να παίρνω το 25% το παραπάνω, και με θεωρούσαν και σαν νυχτοφύλακα.
Ύστερα από κάμποσο καιρό, ένα βράδυ, σταματάει το λεωφορείο ο Παρασκευαΐδης έξω από το σπίτι του εδώ κάτω στη Χώρα, πίσω απ’ το Λητώ, και λέει: «Ο Κουρούνας απόψε δε’ θα πάει στο Ζυγιστήριο, θα πάει στο Χημείο!». Και πήγα στο Χημείο μαζί με το Βασίλη το Ζουγανέλη («Άγγελο») και μου ’δειξε τι κάνανε στο Χημείο. Έμεινα αρκετό καιρό στο Χημείο του Πλυντηρίου. Εκάναμε ανάλυση του μεταλλεύματος, αν είναι καλό, αν είναι κακό, και σύμφωνα μ’ αυτά που τους έλεγα εγώ, οι επιστάται μέσα διορθώνανε τα μηχανήματα και φτιάχνανε το μετάλλευμα.
Μετά από κάμποσο καιρό, το 1963, ο Θανάσης ο Αναστασίου, μηχανικός και αυτός της Εταιρείας όπως ο Παρασκευαΐδης, με πιάνει μου λέει: «Θα πας επιστάτης στο Πλυντήριο». «Βρε, δεν ξέρω τίποτα! Τι επιστάτης να πάω να κάνω;». Μου λέει: «Θα μάθεις!». Και όντως, πήγα επιστάτης Πλυντηρίου, έμαθα το οξυγόνο, έμαθα την ηλεκτροκόλληση, έμαθα να λύνω-να δένω μοτέρ. Γενικά τα ’μαθα όλα, ήμουνα άριστος, και συνέχισα να δουλεύω ως επιστάτης στο Πλυντήριο. Είχα παρέα μαζί μου το Γιάννη το Γιαβρούτα, το Γιάννη τον Παπαδόπουλο και τον Αντώνη τον Παπαδόπουλο από τη Φολέγανδρο, είχα το Μαθιό τον Αντωνίνη στη βάρδια μου, είχα το Δημήτρη τον Καγκιά, είχα δηλαδή άριστους ανθρώπους, που δουλεύανε πολύ τίμια και πολύ σκληρά. Είχα κι έναν καταφερτζή, τον…, δε’ θυμάμαι, τέλος πάντων, που μας έκανε λαδιές δηλαδή, ήτανε λίγο πονηρός. Μ’ αυτούς τους εργάτες που είχα, ήμουνα πάντα πρώτος στην απόδοση του Πλυντηρίου. Κάθε πρωί στην Καντίνα γινότανε κουτσομπολιό: «Ο Κουρούνας έσκισε απόψε!». Και πάλι τα ίδια.
Μετά από δεν ξέρω πόσο καιρό, κάποιος απ’ τους διευθυντάδες πάλι μου λέει: «Θα πας στο Λούλο!». «Βρε, τι θα πάω να κάνω στο Λούλο;». Πήγα στο Χημείο πάλι στο Λούλο. Πήγα στο Χημείο κι έκανα αναλύσεις των δειγμάτων. Κάποια στιγμή με στείλανε και στη Μήλο να εκπαιδεύσω δύο κοπέλες που ήταν εκεί και δεν ήξεραν, οπότε τα δείγματα της Μήλου μας τα στέλνανε στη Μύκονο και τα αναλύαμε – το μπεντονίτη, όχι το βαρύτη. Ο βαρύτης ήταν στη Μύκονο, ο μπεντονίτης ήταν στη Μήλο. Κι ερχόντουσαν τα δείγματα αποκεί και για να σταματήσει αυτή η φασαρία με στείλανε ως δάσκαλο δηλαδή, κι επήγα κι έμαθα δυο κορίτσια που ήταν εκεί, στο Γραφείο της Μήλου και τις έμαθα να κάνουν αναλύσεις στο μετάλλευμα του μπεντονίτη απ’ τη Μήλο.
Και όταν γύρισα, ο Θανάσης ο Αναστασίου μου λέει: «Θα είσαι επιστάτης στο Λούλο! Ό,τι έμαθες στο Πλυντήριο, θα μάθεις και στο Λούλο!». Και γίνομαι κι εκεί επιστάτης, στο Λούλο. Είχα μαζί μου το Νικόλα το «Λάτο», δε’ θυμάμαι το επίθετό του, είχα του Ζαννή του Σκουλάξινου τον αδερφό, ο οποίος και πέθανε – νομίζω Γιάννη; Είχα τα δυο αδέρφια, τους Κοντιζάδες, το Γιάννη και το Μανόλη, από την Άνω Μερά. Είχα το Χειμωνά το Μπάμπη, κι άλλους που δε’ θυμάμαι. Ο Πολυχρόνης ήτανε συντηρητής της Σκάλας κι ο μπαρμπα-Νικόλας. Μηλιός; Όχι. Είχαμε και το μπάρμπα, του Σκεπαθιανού τον παππού, το Νικόλα, και το μπαρπα-’Λιά τον Ταμπουλχανά. Ο μπαρμπα-’Λιάς ήτανε αποδώ κάτω Μυκονιάτης, ήτανε απ’ τους παλιούς τους Μικρασιάτες. Αϊβαλιώτες ήτανε αυτοί όλοι. Και τον πήρε ο Πολυχρόνης γιατί ήτανε αδερφός του πατέρα του ο μπαρμπα-’Λιάς. Τον πήρε στη δουλειά και δουλεύανε μαζί. Αυτοί οι τρεις ήτανε.
Έκανα πολύ καιρό ως επιστάτης. Πότε ήμουνα στο Λούλο, πότε, άμα έφευγε κανένας με άδεια από το Πλυντήριο, αντικαθιστούσα τον αδειούχο του Πλυντηρίου. Άμα έφευγε κανένας απ’ το Τριβείο, πήγαινα στο Λούλο. Με λίγα λόγια δηλαδή, έγινα ατσίδα στη δουλειά μου και με ζηλεύανε πάρα πολλοί. Δε’ λέω ονόματα ποιοι με ζηλεύανε. Μέχρι που μου κάνανε καταγγελία στο διευθυντή ότι αφήνω και σχολάνε τα δυο αδέρφια, οι Κοντιζάδες, που θέλανε να πάνε να ποτίσουνε, να πάνε να δουν τα ζώα τους στην Άνω Μερά. Και τους άφηνα και φεύγανε σχεδόν 2-3 ώρες νωρίτερα, απ’ ό,τι έπρεπε να σχολάσουνε. Γιατί τους άφηνα όμως; Γιατί είχαν αποδώσει ήδη, το μεροκάματο το είχανε βγάλει. Γεμίζαμε σακιά με βαρύτη ή μπεντονίτη και τους έδινα εργολαβία στην ενσάκιση, κι όταν βγάζανε 500-1.000 σακιά, σχολούσανε και καθόντουσαν εκεί χάμω. Ε, λοιπόν για να μη τους κρατάω τους Ανωμερίτες τους άφηνα και φεύγανε. Κάποιος λοιπόν πήγε στο διευθυντή και λέει: «Ο Κουρούνας δίνει πράγματα του Μεταλλείου στους εργάτες». Κάτι σακιά από σόδα, κάτι παλιόξυλα, τα οποία δεν τα χρησιμοποιούσαμε σε τίποτα, τα ’δινα εγώ στους εργάτες. Και ήρθε ο διευθυντής, ο Αμερικάνος ο Kieth, και μου λέει: «Κουρούνας!». Λέω: «Ορίστε, κύριε διευθυντά!». Μου λέει: «Εδώ μεταλλείο, δικό σου;». Λέω: «Οχτώ ώρες που είμαι επιστάτης είναι δικό μου!». «Α, έτσι; Γιατί έμαθα δίνεις πράγματα. Έμαθα αφήνεις εργάτες και φεύγουνε». Του λέω: «Εσύ τι θα ’κανες άμα ήσουν επιστάτης εδώ και τους έδινες μια εργολαβία και τη βγάζανε την εργολαβία, τι να τους κάνω να κάθονται; Δεν τους διώχνω όλους, γιατί άμα μου τύχει καμιά ζημιά θέλω βοηθούς, αλλά αυτούς τους δυο που είναι απ’ την Άνω Μερά τους αφήνω και φεύγουνε και τους δίνω και κάτι σακιά απ’ τη σόδα που αδειάζουμε και σαπίζουνε. Έλα να δεις, να σε πάρω στις αποθήκες να τα δεις που είναι μαζεμένα σάπια». «Καλά καλά, μου λέει, εντάξει! Εσύ αφεντικό! Γεια σου, γεια σου, αφεντικό!». Κατάλαβε δηλαδή τη ρουφιανιά που του βάλανε ότι ήτανε άτιμη, και μου λέει: «Κάνε ό,τι θέλεις. Εσύ αφεντικό!», μου λέει ο Kieth. Καλά να ’ναι ο άνθρωπος.
Με λίγα λόγια, πέρασα πάρα πολύ καλά στο Μεταλλείο, ώσπου κάποια χρονιά έφυγα γιατί άνοιξα κάτω στη Χώρα ένα σουβλάδικο. Ήτανε τότε διευθυντής ο Πρεζάνης, Έλληνας. Και ερχόντουσαν. Ο Μικράκης, ο οποίος ήτανε στο Λούλο υπεύθυνος, ο Πρεζάνης, ο Παρασκευαΐδης, όλοι αυτοί οι διευθυντάδες ερχόντουσαν και τρώγανε σουβλάκια. Κάποια στιγμή όμως χάλασε η δουλειά και ξαναγύρισα στο Μεταλλείο, χωρίς να συμβαίνει τίποτα, σαν να ήμουν στο σπίτι μου. Μ’ αγαπούσανε τόσο πολύ οι διευθυντάδες που δε’ μου χαλάσανε χατίρι. Και ακολούθησα λοιπόν ξανά τη δουλειά μέχρι το ’73, όπου άνοιξα μαγαζί με ψιλικά στη Χώρα μέσα, και επειδή είχε αρχίσει να αποδίδει η δουλειά του μαγαζιού στη Χώρα έφυγα οριστικά από το Μεταλλείο. Αλλά πάλι δε’ με ξεχάσανε. Κάθε λίγο και λιγάκι που έφευγε κάποιος με άδεια: «Κουρούνα, έλα να αντικαταστήσεις τον Άλφα, το Βήτα!». Και συνέχισα και απολυμένος που ήμουνα, άφηνα το μαγαζί, και πήγαινα δυο-τρεις μέρες, πέντε, δέκα, ν’ αντικαταστήσω κάποιον αδειούχο, κι έτσι είχα επαφές συνέχεια, μέχρι που έκλεισε το Μεταλλείο το ’83, δέκα χρόνια μετά που έφυγα εγώ.
Το Μεταλλείο βοήθησε πάρα πολύ τη Μύκονο, διότι τότε, το ’56 μέχρι και το ’60 και παραπάνω, η Μύκονος δεν είχε Τουρισμό τόσο, που να μπορούν οι Μυκονιάτες να ζήσουνε από τον Τουρισμό. Περιμένανε την επιταγή του Μεταλλείου. Κάθε μήνα μας δίνανε μια επιταγή, και μόλις την παίρναμε, τρέχαμε στα μπακάλικα, που ψωνίζαμε με το τεφτεράκι, βερεσέ. Και γινότανε χαμός, όταν έδινε το Μεταλλείο τις επιταγές, γινότανε χαμός. Πού να την πρωτοαλλάξουμε την επιταγή, να πληρώσουμε τα χρέη μας. Ζούσε η Μύκονος τότε από το Μεταλλείο. Είχε δηλαδή άνοδο της ζωής. Περνάγαμε πάρα πολύ καλά, γιατί παίρναμε χρήματα. Και πολλοί ξένοι παντρευτήκανε Μυκονιάτισσες, πολλές.
Στο Μεταλλείο είχαμε λίγα ατυχήματα. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, αλλά εκείνο που θυμάμαι καλά γιατί το ’ζησα, ήμουνα στο τηλέφωνο κι έδινα παραγγελίες στην Αθήνα, όταν έπεσε μία στοά κι έκλεισε μέσα το μηχανικό το Μιχελή, του «Μπέμπη» το γαμπρό, και τον Κοντιζά το Σπύρο, της «Μακριάς». Και τρέχαμε όλοι να βοηθήσουμε. Εγώ στο τηλέφωνο να δίνω οδηγίες. Ήρθε ελικόπτερο κι έφερε κάτι σωλήνες, κάτι μηχανήματα για να μπορέσουν να βοηθήσουνε τα παιδιά που ήτανε κλεισμένα μέσα στη στοά, κι εκείνο που ξέρω ότι δουλέψανε πολύ σκληρά απέξω για να βγάλουνε τα χώματα, ο αδερφός του Σπύρου ο Ντεμένεος της «Μακριάς» και τα δυο αδέρφια, του «Λαγού» τα παιδιά, ο Αντώνης και ο Κώστας. Αυτά τα δυο παιδιά ήτανε “θηρία”! Δουλέψανε τόσο σκληρά με το Ντεμένεο τα δυο παιδιά, που βγάλανε όσο μπορούσανε γρηγορότερα τα χώματα και τους ανοίξανε και βγήκανε. Και να πούμε και κάτι που το ’λεγε ο Σπύρος: στο Μιχελή το μηχανικό: «Αφεντικό, αν αργήσουνε να μας βγάλουνε και πέσει πείνα, έχω ένα μαχαιράκι, θ’ αρχίσω να σε κόβω να σε τρώω!».
Να συμπληρώσω ότι στο Λούλο ήμαστε επιστάτες εγώ, ο Βασίλης ο Ζουγανέλης – «Άγγελος» το παρατσούκλι του–, και εργοδηγό είχαμε τον Δημητράκη τον Αναστασίου. Πότε πότε τρωγόμασταν βέβαια, αλλά… Ένα περιστατικό που μου έτυχε με τον Αναστασίου στο Λούλο –πιθανόν από ζήλια, δεν ξέρω από τι, γιατί τα πήγαινα πάρα πολύ καλά–, μου ’πε ότι κάποια ζημιά κάνω στο εργοστάσιο, ότι οι εργάτες μου δεν είναι ικανοποιημένοι μαζί μου και λοιπά, και του ’βαλα ένα στοίχημα. Παίρνω την τσάντα μου, την κρεμάω στην πλάτη και του λέω: «Δημητράκη, φώναξέ μου τους εργάτες, να τους στείλω να πέσουνε απ’ τη μπούμα ψηλά, στη θάλασσα. Κι αν κάποιος δεν το κάνει, το τσαντάκι μου το ’χω στην πλάτη και θα σηκωθώ να φύγω!». Δεν τόλμησε να το κάνει, γιατί ήξερε πως οι εργάτες όλοι μ’ αγαπούσανε κι ήτανε μαζί μου φίλοι. Και γι’ αυτό τους έδινα και προνόμια των εργατώ’ – ό,τι μπορούσα να κάνω να τους βοηθήσω, τους βοηθούσα σαν επιστάτης στο Λούλο.
Στο Πλυντήριο εργοδηγός ήτανε ο Αντώνης ο Μουζούρης, επιστάτης ο αδερφός του ο Νίκος, ο Στέλιος ο Natting, και εγώ. Τρεις επιστάτες, οι οποίοι κάναμε βάρδιες, ενώ ο εργοδηγός ήτανε πάντα πρωινός. Με τον Αντώνη το Μουζούρη ως εργοδηγό, τα πηγαίναμε καλά. Ε, πότε πότε λίγη γρίνα, αλλά κατά βάθος καλά τα περάσαμε. Και με τον Αναστασίου, εκτός από την περίπτωση αυτή που του ’βαλα το δίλημμα. Του λέω: «Φώναξέ τους, και πες του να πάνε να πέσουνε στη θάλασσα για τον Κουρούνα, κι αν κάποιος αρνηθεί, θα σηκωθώ να φύγω!», το τσαντάκι μου το ’χα κρεμασμένο στην πλάτη. Τελικά δεν το ’πραξε, φοβότανε. Γιατί όλοι θα πηγαίνανε στη θάλασσα!
Με τον Παναγιώτη το Λοΐζο ήμαστε φίλοι. Ήταν πολύ εργατικός, ήταν λίγο νευρικός, σήκωνε τα χέρια του και τα έκανε πέρα-δώθε, έτσι [σαν κουπιά], αλλά ήτανε άνθρωπος ειλικρινής, σωστός στη δουλειά του και γι’ αυτό αγαπητός από όλους. Μάλιστα είχε ένα παρατσούκλι και τον λέγαμε ο «Λωλάδας» επειδή ήταν φωνακλάς. Αλλά κατά βάθος ήτανε άνθρωπος καλός και ειλικρινής. Έφτιαχνε τους δρόμους προς τα Μεταλλεία, και από τα Μεταλλεία, από το Πλυντήριο δηλαδή μέχρι το Τριβείο στο Λούλο, που είναι το ένα βόρεια και το άλλο νότια, τα εργοστάσια. Έφτιαχνε τους δρόμους για να κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα της Εταιρείας άνετα. Είχανε τον Παναγιώτη ο οποίος τους έκανε τους δρόμους σαν να είναι άσφαλτοι, γιατί ήτανε πολύ καλός στο γκρέιντερ (grader) που δούλευε. Και με τους ανθρώπους, γενικά με όλο τον κόσμο, ήτανε πολύ καλός ο Παναγιώτης. Δεν αδίκησε ποτέ κανέναν, δε’ ρουφιάνεψε κανέναν. Ήτανε καλός, ειλικρινής και τίμιος.

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 09-02-2016]