Νικόλαος Μουζούρης
Ο Νικόλαος Μουζούρης του Μιχαήλ και της Γεωργίας γεννήθηκε το 1941 στον Πειραιά, Eργάστηκε ως εργάτης, βοηθός στο Χημείο, επιστάτης, και τέλος εργοδηγός στα Πλυντήρια (1959-1983).
Στο Μεταλλείο βρέθηκα από 18 χρονών, το 1959, και εργάστηκα στο Πλυντήριο μεταλλεύματος ως βοηθός Χημείου. Μετά, το ’62 έφυγα για στρατιώτης και επέστρεψα το ’65. Από το ’65 μέχρι το ’83 που έκλεισε το Μεταλλείο, είχα διάφορες θέσεις. Εργάστηκα ως εργάτης, αποκεί έγινα επιστάτης, και τελικά κατέληξα ως εργοδηγός.
Είμαστε πέντε αδέλφια. Πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Όλα τα αγόρια εργάστηκαν στο Μεταλλείο και από τα κορίτσια μας εργάστηκε η μία μόνο, η Λουκία, στο Χημείο. Ο πατέρας μου εργάστηκε κι εκείνος ως μαραγκός στο Μεταλλείο. Με λίγα λόγια όλη η οικογένεια εργάστηκε στο Μεταλλείο της Μυκόνου. Ο αδελφός μου ο Αντώνης ήτανε εργοδηγός στον ίδιο τομέα που ήμουνα εγώ. Βέβαια, αφού έφυγε εκείνος ανέλαβα εγώ. Ο Πέτρος εργάστηκε βοηθός ηλεκτρολόγου. Ο αδελφός μου ο Θοδωρής εργάστηκε ως μηχανικός. Και ο αδελφός μου ο Μάρκος εργάστηκε ως συγκολλητής.
Σχετικά με το πλύσιμο του μετάλλου στο χώρο του Πλυντηρίου, είναι ο χώρος εμπλουτισμού του μετάλλου και μιλάμε για το βαρύτη. Το μετάλλευμα, είτε από τα Υπόγεια είτε από επιφανειακή μεταφορά, φτάνει στο Πλυντήριο σε μία σκάφη. Τον Μανόλη τον Κοντιζά είχα εκεί στη σκάφη κι έσπαγε τους ογκόλιθους. Ήτανε πάρα πολύ καλός στη δουλειά του, εξυπηρετικός και εργαζότανε χωρίς άγχος. Αποκεί και πέρα, με μία ερπύστρια πέφτει μέσα σ’ ένα σπαστήρα. Μετά από το σπαστήρα υπάρχει ένα κόσκινο, το οποίο είναι σε δύο στάδια, το πιο χοντρό και το πιο ψιλό. Αποκεί, το χοντρό πάει σε δεύτερο σπαστήρα, και το υπόλοιπο πέφτει μέσα σε δύο μηχανήματα που λέγονται jigs. Το μέταλλο πλένεται με θάλασσα. Με αντλίες οι οποίες έρχονται απ’ τη θάλασσα και πλένουν το μέταλλο. Από τα δύο μηχανήματα των jigs, με διάφορα κόσκινα, με κυψέλες και κόσκινα, πηγαίνουν σε μία αντλία, η οποία δίνει σε κάτι μεγάλες τράπεζες για να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε και το παραμικρό είδος που υπάρχει. Από το σπαστήρα το δεύτερο, πάει μέσα σε ένα αναβατόριο –να πούμε όπως ήτανε ο μάγγανος που έβγαζε το νερό με κουβάδες–, και επιστρέφει πάλι στο κόσκινο το πρώτο, για να πάει στα υπόλοιπα σημεία. Αφού μαζέψουμε όλο το καθαρό μέταλλο, πέφτει σ’ ένα κοχλία, ο οποίος το μεταφέρει στο σιλό. Το υπόλοιπο που δεν είναι καθαρό, φεύγει με πολύ νερό και πάει στον κόλπο της Αραπίνας.
Με τη Χειροδιαλογή το σύστημα ήταν διαφορετικό. Έφευγε το μέταλλο, χοντρό όπως ήτανε, και πήγαινε στα σιλό, και αποκεί έφευγε μεταφορά προς το Λούλο. Υπήρχανε κοπέλες επάνω, εργαζόμενες, οι οποίες πέταγαν σε διαφορετικό σιλό το μέταλλο το σκάρτο –τα απορρίμματα μπορούμε να τα πούμε– και σε άλλο σιλό, με την ταινία, έπεφτε το μέταλλο για να πάει για το Λούλο. Οι κοπέλες που εργαζόντουσαν κάνανε αυτή τη δουλειά.
Η ζωή μας στο Μεταλλείο ήτανε πάρα πολύ καλή, γιατί υπήρχε συνεργασία, υπήρχε αγάπη μεταξύ των εργαζομένων, και μπορώ να πω ότι περάσαμε χρόνια πάρα πολύ καλά. Με όλο τον κόσμο, ήμαστε πολύ αγαπημένοι, ο ένας σεβότανε τον άλλο και όλα πήγαν πάρα πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια που εργαστήκαμε.
Την εποχή που ξεκίνησε η Εταιρεία στη Μύκονο, έδωσε ζωή στον κόσμο. Πριν από την Εταιρεία όλοι ασχολούντο μόνο με τα χωράφια τους, δεν υπήρχε εκείνη την εποχή Τουρισμός, και έδωσε πολλή ζωή στον τόπο. Εργάστηκε πάρα πολύς κόσμος και οι οικογένειες περνάγανε πολύ καλύτερα από παλαιότερα.
Ο Αμερικανός Martin ήτανε όχι απλός διευθυντής, ήτανε σαν επιθεωρητής της Εταιρείας. Ήτανε εξαιρετικός. Προσπαθούσε με το προσωπικό να είναι όσο το δυνατόν κοντύτερα. Να μιλάει μαζί μας. Δεν ήταν ένας άνθρωπος που πέρναγε και δεν έδινε σημασία. Ένα περιστατικό με τον κύριο Martin τον Αμερικάνο: Κάθε χρόνο τον Οκτώβριο γινόντουσαν οι αυξήσεις των εργαζομένων. Βρεθήκαμε στην είσοδο του Γραφείου και λέει: «Όλοι ζητάνε αυξήσεις, οι μόνοι που δεν ζητάνε είναι οι αδελφοί Μουζούρη. Αλλά αυτοί δεν έχουνε ανάγκη, έχουνε ολόκληρο το Μιζούρι στην Αμερική…».
Θυμάμαι τον Αμερικάνο διευθυντή Dick Schmittel. Είχε επισκεφτεί το Πλυντήριο, καλοκαίρι, με το πουκαμισάκι του το άσπρο, και οι εργάτες εκείνη την ώρα παίζανε μεταξύ τους… Πετάξανε μία φασίνα και του ’ρθε πάνω στο πουκάμισο, στον ώμο. Όταν συναντήθηκα μαζί του, μου λέει: «Νίκο, σε παρακαλώ, να προσέχουνε, μην πάει στο μάτι τους κάτι, να ’ναι καθαρά αυτά που πετάνε». Αυτό ήτανε και μόνο, χωρίς άλλη παρατήρηση.
Μία μετατροπή που έγινε στο χώρο του Πλυντηρίου, βάλαμε έναν μεγάλο σπαστήρα για να καλύψουμε τις ανάγκες της λειτουργείας, και είχαμε ανακοινώσει μεταξύ μας οι εργαζόμενοι [για πλάκα], ότι σ’ αυτό τον σπαστήρα πρέπει να αναλάβει κάποιος που να έχει δίπλωμα. Και προτείναμε σε κάποιον να το αναλάβει αυτό, και του είπαμε να ετοιμάσει τα χαρτιά του, να τα φέρει στο γραφείο, για να τα δείξουμε στην Εταιρεία για να μπορέσει να αναλάβει τον σπαστήρα. Του λέω: «Επιτέλους, θα φέρεις τα χαρτιά που χρειάζονται;». Λέει: «Ξέρεις, τα έστειλα με ένα μπουκάλι και πιστεύω να έρθει. Τά ’ριξα στη θάλασσα και θα ’ρθούνε». Αλλά το ’χε πιστέψει ότι θα χρειαστεί δίπλωμα για ν’ αναλάβει αυτή τη δουλειά.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 24-01-2016]