Νικόλαος Νάζος
Ο Νικόλαος Νάζος («Κρεμμύδας»), του Αρτεμίου και της Σοφίας, γεννήθηκε το 1934 και πέθανε το 2016 στη Μύκονο. Εργάτης επιφανείας αρχικά, μετά οδηγός και επιστάτης στο Ζυγιστήριο.
Εγεννήθηκα στη Μύκονο το 1934. Πήγαινα σχολείο, μεγάλωσα, και μετά πήγα στο Μεταλλείο, το 1955. Έφυγα στρατιώτης, ξαναγύρισα, ξαναπήγα στο Μεταλλείο, κι όσες φορές είχα φύγει, που κάθε καλοκαίρι έφευγα εγώ… Αλλά ποτέ δε’ γύρισα και να μου πούνε «δεν έχει δουλειά». Ε, αυτά είναι.
Το Μεταλλείο ξεκίνησε από του Τηγανακιού τη νάμμο, που βγήκανε η μια μπολντόζα κι ένα φορτηγό – τα πρώτα που πατήσανε στη Μύκονο. Αποκεί λοιπόν ξεκίνησε κι ο δρόμος. Έγινε και Καντίνα εκεί, και μέναμε σε σκηνές. Ε, μετά, κουβαλάγαμε με τις χαμαλίκες τις πέτρες για ν’ ανοίξει ο δρόμος και μετά έξυσε η μπολντόζα σιγά σιγά, μέχρι που ήρθανε στο Αλωνάκι, την περιοχή που στήθηκαν μετά τα Πλυντήρια και ο οικισμός.
Και κάνανε λοιπόν το Συνεργείο, κάνανε δωμάτια για τις εργάτες, και αποκεί ξαναξεκίνησε ο δρόμος σιγά σιγά κι ήρθε μέχρι του Μαντηλαρά. Στάση Μαντηλαρά, λέγανε τότες. Αποκεί, έφυγε και ήρθε μέχρι της «Μπάραινας», το σημερινό γήπεδο της Άνω Μεράς, και λέγανε Στάση της Μπάραινας. Κι αποκεί ήρθε στο Μοναστήρι, στην πλατεία της Άνω Μεράς. Πέρασαν καναδυό χρόνια για να μετακομίσουν τις τοίχοι, να τις χτίσουνε. Σιγά σιγά πήγαινε. Ε. εγίνανε όλ’ αυτά κι εγώ συνέχιζα το βιολί μου ευτό.
Πριν πιάσω δουλειά στα Μεταλλεία είχαμε τα χωριανά . Ο πατέρας μου ήτανε μπαξεβάνης και φ’τεύαμε φασουλάκια, τα σκάβαμε, μαζεύαμε τα λουβιά και τα πουλούσαμε… Αλλά και παράλληλα με τη δουλειά, τα ’χαμε τα χωράφια. Απ’ το χωριό , αποδώ κάτω, το Σκαλάδο, εγώ ανέβαινα στο Μεταλλείο, και πα’αίναμε απ’ τον Αϊ-Πέτρο, έτσι, με τα πόδια και μέναμε τώρα στις σκηνές. Και το Σάββατο, την καλάθα άδεια, να την ξαναγεμίσομε, ν’ ανεβούμε την Κυριακή το βράδυ. Και πολλές φορές, τότε που ’ταν τα καζίνα – ο «Οβίδας» είχε ανοίξει καζίνο στο φούρνο του «Κριού», ήταν μια μεγάλη χωριούλα – εσταματάγαμε κι εκεί, και μετά του δίναμε με τα πόδια. Ε, νιάτα! Μετά έγινα οδηγός με τη νερουλού, μετά πήγα στο φορτηγό που κουβαλούσε το πράμα– το Γιούγκλις (EUCLID). Μετά με βάλανε στο Ζυγιστήριο σαν εργοδηγό εκεί, ε, και μετά τελείωσα. Δεν ξαναπήγα εγώ πια εκεί, γιατί πήρα λεωφορείο – είχα ταξί τα πρώτα εξήμισι χρόνια και εντεκάμισι χρόνια λεωφορείο.
Στο Τηγάνι δούλευαν στην αρχή ο «Φοινάκης», ο «Ψύλλος», ο «Λαγός», ο «Χειμώνας», ε, διάφοροι. Πας τα θυμούμαι και τα ονόματά τωνε! Εκεί στον καταυλισμό με τ’ αντίσκηνα, εγώ ένα απόγευμα έβλεπα τον καιρό που ’τανε σοροκάδα γερή κι είχα πιάσει μακάπια σπασμένα και τα κοπανούσα εκεί, γιατί ήτανε διπλή η σκηνή, από πάνω είχενε άλλο πανί, και τα φερμάριζα εγώ γερά κι ερχόντανε αυτοί που σκολάγανε και με κοροϊδεύανε. Και την αυγή, παίρνει η σοροκάδα, και τα παίρνει όλα! Οι χειρισταί, που ήτανε δυο για τις μπολντόζες, είχανε μικρό αντίσκηνο, μόνο 2 ατόμων. Οι άλλες ήτανε μεγάλες. Παίρνανε 5 άτομα μέσα. Αυτή κράτησε μόνο που είχα στερεώσει εγώ, δεν τηνε πήρε. Ήτανε σε μια γωνιά. Οι άλλες…, κα’σαρόλες, λαρδιά, καλάθια…, πεταμένα! Ήτανε η Καντίνα, κι είχανε πάει όλοι μες στην Καντίνα, γιατί είχε και βροχή. Έφερνε σα’ χιονόνερο. Ε, την άλλη μέρα, τα βολεύανε σιγά σιγά. Σεισμόπληκτος τόπος ήτανε.
Μέχρι 300 άτομα είχε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ κόσμο ετότες. Κι είχε και κοπέλες που τις είχε στο Λουρί, που βγάνανε τις άχρηστες πέτρες, ξέρεις τις πετάγανε μέσα σε κάδους. Ήτανε απ’ τη μια κι απ’ την άλλη με τα γάντια κι όπως περνούσε το λουρί –δεν έτρεχε το λουρί– μπορούσανε και τις μαζεύανε. Εφαινότανε, ξεχώριζενε ο βαρύτης απ’ τις πέτρες.
Στην αρχή είχανε αντιδράσεις με τα χωράφια που δε’ θέλανε να περάσουνε… Αλλά ήτανε ένας Αμερικάνος, ο Martin, αυτός τα κατάφερνε. Εν τω μεταξύ τους πληρώνανε τους ανθρώπους, δεν τους αφήνανε απλήρωτους. Ε, και ο δρόμος έγινε, δεν εγίνανε μανούρες. Απλώς, γράφανε οι τοπικές εφημερίδες ότι παίρνουν τον χρυσό, ότι έχει πολλά πράγματα που δεν τα ξέρομε εμείς… Γράφανε, αλλά δεν ήτανε. Ήτανε βαρύτης το πράμα. Και δεν ήταν και α΄ ποιότητος. Στη Νέα Ζηλανδία βγαίνει η α΄ ποιότητα, Εμάς ήτανε mix.
Ε, κάναμε και παιδιακίστικα πράματα. Φασίνες πετούσαμε… Στον Ντίνο μια φορά, του λένε: «Άμε να δεις το πράμα στο σελό». Είχανε κανονίσει με άλλον να πάει τ’ αυτοκίνητο αποκάτω, και ανοί’ει την πόρτα και τράβηξε, και τον ήχωσε μέχρι τη μέση. Εφώναζε ο Ντίνος… Ε, τέτοια.
Το μεροκάματο καλό ήτανε. Τότε ήτανε, εγώ θυμούμαι, 49 δρχ. στην αρχή. Και τα Χριστούγεννα και Πάσχα, κότες, πετεινοί, δίνανε· κάτι δωράκια δίνανε. Αυτά μετά κοπήκανε, αλλά άμα δούλευες, σε πληρώνανε. Δε’ σου τρώγανε ένα ένσημο, τίποτα. Ήταν ο πρώτος Τουρισμός της Μυκόνου το Μεταλλείο. Και όλοι βγάλανε διπλώματα. Ξέρεις γίνανε χειριστές, και σήμερα που γέμισε ο κόσμος μηχανήματα, τα ’χανε τα διπλώματα, δεν αναγκαστήκανε να πάνε να βρούνε ώρες, που θένε ώρες πολλές, 5.000 ώρες προϋπηρεσία, να βγάλεις δίπλωμα μπολντόζας.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 24-06-2014]