Νικόλαος Πλουμιστός
Ο Νικόλαος Πλουμιστός («Κριός») του Ιωάννου και της Αννουσώς γεννήθηκε στη Μαού, της Άνω Μεράς Μυκόνου το 1932. Εργάτης επιφανείας.
Ο Παναγιώτης ο Λοΐζος εξεκίνησενε με το τζίπι κι εκουβάλαγενε “μέσα” τον Μάρτη [Martin], και τον Τόμπλερη [Tobler] – ήτανε μηχανικοί Αμερικάνοι. Και τις κουβάλαγενε από τη Μαού, που δεν ύπαρχενε δρόμος. Εμείς επερνούσαμε με τα γαϊδούρια κι επα’αίναμε “μέσα”. Κι επέρνανε (= περνούσε) με το τζίπι εκείνος. Φοβερός! Ο Παναγιώτης είχενε αναλάβει το τζίπι και τις πά’αινενε και τις ήφερνενε. Ήτανε πολύστροφος στο μυαλό! Κι αποκεί τονε βάνουνε στο γκρέιντερι (grader). Του λένε: «Θα βολεύεις τις δρόμοι, εδώ, να μην τρω’όνται τα λάστιχα…». Κι ήτανε μέσα στις δρόμοι με το γκρέιντερι κι ήτανε ασυνόριστος απάνω στις ώρες. Εδούλευε και τη νύχτα! Εβόλευε τις δρόμοι, και του ρίχτανε μπάζι όπου χρειαζότανε, και το ’στρωνε. Ήτανε φοβερός γι’ αυτή τη δουλειά! Κι ο Παναγιώτης εσυνέχισενε όλα του τα χρόνια κι εδούλεψενε στη Μυκομπάρη [ΜΥΚΟΜΠΑΡ] τη μπολντόζα, το γκρέντερι, τίμια κι ωραία. Εδουλέψαμε πολύ τίμια και μας αγαπούσανε οι μηχανικοί γιατ’ είμαστε καλοί α’θρώποι και ντόμπροι. Αυτός εδούλευενε και το βράδυ, δεν τον ένοιαζενε για ώρες! Μα καθόλου! Μες στις δρόμοι ήτανε με το γκρέντερι κι ήστρωνε τις δρόμοι συνέχεια, από τα Πλυντήρια έστρωνενε κι επά’αινε στο Λούλο που πήγαινε το μετάλλευμα.
Για ν’ ανοίξουνε το δρόμο από το Μοναστήρι πέρασε πάνω από ένας χρόνος για να περάσουνε αποδώ, να κόψουνε τα χτήματα στου Μαντηλαρά και να πάει “μέσα”. Εκόψανε χτήματα μες στη μέση – τα πληρώσανε! Και μετά είχανε εργάτες να χτίσουνε τα ντουβάρια. Ο κόσμος όμως δεν ήθελενε λεφτά. Κάτι λίγα επληρώσανε που κόψανε τα χτήματα μες στη μέση! Για ανοίγματα του δρόμου του παλιού δεν επήρανε λεφτά, δεν εθέλανε! Σου λέει: «Εδώ μασε κάνει η Εταιρεία –που θα βαστήξει και χρόνια οπωσδήποτε– ένα φοβερό έργο!». Πρώτα επηγαίναμε –με συγχωρείς– με τα γαϊδούρια, κι εκάναμε τρεις ώρες για να πάμε “μέσα” ν’ αρμέξομε τα πρόβατα… Είχαμε χτήματα. Μη συζητάς! Δράμα! Κι ήρθενε η Εταιρεία μπρος από 60 χρόνια… Εν πάση περιπτώσει, ανοίξανε τους δρόμους, κι ελέγαμε κι εμείς, κι ο πατέρας μου, που είχαμε πολλά χτήματα αποκεί: «Ανοίξετε και πάρτε όσο θέλετε, να περνούν δυο αμάξια άνετα, να γίνουνε οι δρόμοι, γιατί οι δρόμοι θα μείνουνε εδώ. Εμείς, μπορεί να έχομε πεθάνει», ήλενε ο πατέρας μου, «αλλά θα μείνουνε για τους νέους!». Ο Γιάννης ο Πλουμιστός, ο «Κριός» τα έλεγενε ετότες… Γιατί τον είχενε βάλει η Εταιρεία να βρει τους ιδιοκτήτες των εκτάσεων που ύπαρχενε το μετάλλευμα, ο βαρύτης. Ο πατέρας μου τις ήξερενε όλοι. Κι έναν έναν τους ειδοποίανε κι ερχότανε στα Γραφεία ευτού κι εσυνεννογιότανε μαζί τωνε… «Τι θέλετε για το χτήμα, θα μπούμε μέσα, θα πάρομε το μετάλλευμα –το μετάλλευμα να το ξέρετε ότι είναι του Κράτους, αλλά θα πληρωθείτε!». Ετότες επαίρνανε φράγκα από μεσ’ αυτού κανένας ; Κανένας! Από πού να τα πάρουνε; Και τις πλήρωσ’ η Εταιρεία! Όλοι! Μπήκαν κι εκάμανε γαλαρίες, μπήκαν μπολντόζες, μηχανήματα! Και τις πλήρωσε. Πήρανε λεφτά γερά! Τα χωράφια οι α’θρώποι τα δώσανε με μεγάλη ευχαρίστηση! Και έκαμε η Εταιρεία και το δρόμο, αποδώ, απ’ τον Άγιο Πέτρο, κι εγύρισε στο Τηγάνι. Κι απ’ το Τηγάνι εγύρισε απ’ το βόρειο μέρος που ήτανε και οι εγκαταστάσεις και εξυπηρετιότανε. Εμείς κάτω εδώ, χαμηλά, στα Λιβάδια που λέμε, είχενε η μάνα μου ένα χτηματάκι και είχαμε κάνει δυο πηγάδια μέσα και το φ’τεύαμε το χωράφι πράματα. Θες μποστάνια, θες πατάτες; Ό,τι θες! Είχαμε και το νερό. Όταν ήρθε η Εταιρεία, δεν είχενε νερό! Κι εχρειαζότανε νερό για να γεμίσει τις δεξαμενές, γιατί όπου ήτανε έργο [εξόρυξη], εκάνανε και δεξαμενή κι εγεμίζανε με νερό για να ’χουνε τα μπιστόλια να δουλεύουνε μες στις γαλαρίες. Κι επήρανε το νερό το δικό μας. Κι ερχότανε κι εφορτώνανε. Είχανε νερουλού δικιά τωνε. Των το ’χενε νοικιάσει το νερό ο πατέρας μου. Χρόνια! Πολλά χρόνια!
Κι εξεκίνησε η Εταιρεία και το έργο το ξεκίνησε ο Tobler και ο Μάρτης· Μάρτης μ’ αγάπαγε πολύ. Μη συζητάς!. Αυτοί ήτανε κι οι δυο Αμερικάνοι. Έπειτα λοιπόν εκάμανε τα Πλυντήρια “μέσα”. Πρώτα πρώτα, για να το πλένουνε το μετάλλευμα. Μετά λέει: «Θα συνεχίσομε εδώ, να κόψομε κι άλλα χτήματα, να πάμε στο Λούλο». Εβρήκανε το Λούλο – ήρθανε μηχανικοί, πολλοί μηχανικοί, εδώ, από διάφορα κράτη, για να δούνε τα νερά, αν είναι βαθιά τα νερά για τα μεγάλα καράβια που ’ρχότανε, τα Liberty, για να φορτώνουνε το μετάλλευμα. Το μετάλλευμα ετότες το παίρνανε αποδώ χύμα και το πηγαίνανε στη Νέα Ορλεάνη της Αμερικής. Εκεί ήτανε τα εργοστάσια της Εταιρείας ετουνής. Και το πηγαίνανε εκεί χύμα και το κόβανε εκεί στα μηχανήματα. Πολύ πράμα έφυγε αποδώ για να πάει στη Νέα Ορλεάνη.
Πρώτα εκάμανε τη Σκάλα. Η Σκάλα που φόρτωνε τα καράβια έγινε στον αέρα. Επήγανε οι μηχανικοί κι εμετρήσανε το βάθος της θάλασσας. Και είπανε ότι στο Λούλο –Κακός Λούλος λέγεται– μόνι εκεί είναι τα νερά βαθιά και μόνι εκεί θα μπορέσομε να κάνομε τη Σκάλα και το Εργοστάσιο-Τριβείο, για να παίρνουνε και αλεσμένο, ’σουβαλάδο. Ερχόνται λοιπόν οι μηχανικοί, εμετρήσανε τα νερά, κι ύστερα εφτιάξανε καλούπια απέξω, μπετένια καλούπια, μεγάλα καλούπια. Τα σ’κώνανε δυο μηχανήματα, βαριά μηχανήματα τα σ’κώνανε. Και μέσα, το καλούπι αυτόνο, ήτανε καλουπωμένο απέξω και το ’χανε ρίξει μπετό με σίδερα απέξω και μέσα αυτό ήτανε άδειο, δηλαδή άδειο, να χωρέσει δεν ξέρω πόσα κυβικά μέσα, για βάρος, εκεί που ’θελε να το βάλουνε. Κι ήρθανε γερανιοί απ’ τον Πειραιά. Η Σκάλα ήκαμενε δυο ποδάρια μες στη θάλασσα. Πότε να βγούνε από τόσο βάθος τα ποδάρια αυτάνα απάνω; Το καλούπι, αφού ήτανε έτοιμο για να πέσει στη θάλασσα –ήτανε τραβηγμένο, στεγνό, είχε σφίξει το μπετό απέξω με σίδερα– το ’πιανε ο γερανιός, ένας γερανιός θερίο, κι αφού το ’πιανε, το σήκωνενε και το πήγαινε σιγά σιγά εκεί που θέλανε να το φουντάρουνε. Και το φουντάριζενε να μην πα’ και φύγει χιλιοστό ούτε αποδώ ούτε αποκεί και του ντουμπάρει… Και το βάσταγενε ο γερανιός εκεί! Εγέμιζενε θάλασσα κι επήγαινενε εκεί που ήθελεν’ αυτός. Αλλά είχανε βγει τσιμέντα “ταχέας σφίξεως”. Εβάνανε μέσα σε μεγάλα τσουβάλια τα υλικά: το χαλίκι, την άμμο κι εβάνανε και τσιμέντο, όχι ένα σακί, δεν ξέρω πόσα σακιά στο κάθε χαρμάνι, και αφού ήτανε “ταχέας σφίξεως” με το που το ακούμπανες στο νερό, άααπ!, έσφιγγεν’ αμέσως! Αυτά τα ρίχνανε μέσα στο κενό, μέσα στο καλούπι κι εγέμιζενε το καλούπι μέχρι απάνω. Μονήμερα ήπρεπε να το γεμίσουνε! Για να μην πάρει θάλασσα και το ντουμπάρει το μπλόκι. Αποπίσω άλλο! Τα καλούπια ήταν έτοιμα όλα απέξω! Άλλο καλούπι! Άλλο καλούπι! Κι εβγήκανε απάνω στην επιφάνεια τα καλούπια! Αλλά, το τελευταίο καλούπι είχανε βάλει μέσα μπο’λόνια, πολύ μεγάλα, κι εκεί απάνω, ήθε’ να κατεβάσουνε τα σίδερα της Σκάλας, τα ποδάρια που λένε, κι απάνω εκεί ήθε’ να σφίξουνε να συνδεθεί η Σκάλα. Σε δυο ποδάρια! Η Σκάλα ήταν πολύ μεγάλη. Το άκρο της, η μπούμα που λέγανε, μέσα από το χειριστήριο την οδηγούσαν στ’ αμπάρι του καραβιού. Την ώρα που δούλευενε το λουρί και ήφευ’ενε το πράμα απ’ τη γαλαρία, ήπεφτενε μέσα στο αμπάρι – γιατί είχε γαλαρία κι ήπεφτενε μέσα το πράμα κι ο πατέρας σου εδούλευενε τη μπολντόζα εκεί φουλ κι έριχνενε το μετάλλευμα. Η μισή Σκάλα ήτανε σπαστή. Επιστήμονας Γερμανός ήρθενε και τη σύνδεσενε!
Μετά, αφού φόρτωνε το καράβι, τη μπούμα την εσ’κώνανε απάνω. Την εσ’κώνανε απάνω για να φύ’ει το καράβι. Και το πώς το σφίγγανε μέσα το μετάλλευμα για να μην πάει και ντουμπάρει στις θάλασσες τις μεγάλες. Άμα ντουμπάριζε το χύμα θα βούλιαζε το καράβι… Είχανε μέσα μπλουμέδες , φοβερά ξύλα και τα μπουντελιάρανε γερά. Κι έρχεται μια φορά ένα καράβι –μα ήτανε θερία τα καράβια αυτάνα αφού πα’αίνανε στην Αμερική!– και βρίσκει το άλμπουρο απάνω στη μπούμα και πάει η Σκάλα η μισή κάτω. Εστράβωσενε! Και φέρνουνε το Γερμανό οπίσω κι ήκανενε δεν ξέρω πόσο καιρό να ξηλώσει το μπροστινό κομμάτι, τη μπούμα. Και ήπιασενε απ’ την αρχή και πάλι ήτανε οι “γύφτοι” έξω κι εφτιάχνανε τέτοια πράγματα, να κάτι μπο’λόνες, χοντρά! Και του τα ετοιμάζανε και του τα τρέχανε μέσα, εκείνη την ώρα, ζεστά να ’ναι! Ζεστά, κόκκινα! Και του τα πα’αίνανε μέσα κι ήταν κι επερίμενε και τα ’βανενε εκεί που ήτανε οι τρύπες. Κι αφού τα ’βανενε ήπρεπε να καίνε, κι είχενε σφυριά αυτός και α’θρώποι, πολλοί, και τα κοπάνιζενε κι έκανε κεφάλι το κάθε καρφί, να! Αλλά τι καρφιά, να, τόσα χοντρά! Και την εξανάκαμε, δεν ξέρω σε πόσοι μήνες, την εξανάδεσε τη Σκάλα! Κι εφόρτωνενε αποκεί. Και έπειτα εδούλεψε το Τριβείο κι ήβγανε ’σουβαλάδο και το ’στελνε αποδώ τριμμένο.
Το Πλυντήριο έγινε πρώτα κι απέ η Σκάλα. Εκουβαλούσανε τ’ αμάξια απ’ το νταμάρι κι απ’ τις γαλαρίες πέτρες. Απάνω στο σελό είχενε σκάρες, μεγάλες σκάρες, κι όσες μεγάλες πέτρες δεν επερνούσανε, είχενε α’θρώποι με βαριές και τις εσπούσανε, για να περάσουνε κάτω. Αυτό ήπεφτενε απάνω στο Λουρί. Αποκάτω όμως ήτανε μηχανήματα κι εκόβανε το βαρύτη. Τον αλέθανε ψιλό. Κι απ’ τη μια μεριά του Λουριού κι απ’ την άλλη είχενε κοπέλες, Ανωμερίτισσες. Κι εδουλεύανε οι κοπέλες κι εβγάνανε το άγονο, τις πέτρες μέσα απ’ το βαρύτη, αλεσμένο, ψιλό. Και είχε δυο σελά, κι επά’αινε το πράμα κι ήπεφτε μες στα σελά. Αφού ήτανε πλυμένο όμως. Πολλή δουλειά γενότανε. Πολλές κοπέλες εδουλέψανε κι επήρανε καλά λεφτά. Είχενε ανάγκη η Εταιρεία από κοπέλες. Και πολλοί πάλι, εδώ απ’ την Άνω Μερά, κι από όλη τη Μύκονο, εδουλέψανε και τις ήπιασε η τελευταία πενταετία κι επήρανε σύνταξη όλοι! Κι εμένα ο πατέρας μου, με την τελευταία πενταετία επήρενε σύνταξη! Πολλοί που ήταν ηλικιωμένοι επήρανε σύνταξη, που δεν θα επαίρνανε ποτέ! Από το Μεταλλείο!
Το Μεταλλείο ήτανε πολύ καλό για την Άνω Μερά και για όλη τη Μύκονο. Ήκαμε πολλά καλά. Εδουλέψανε οι α’θρώποι, κι οι μικροί και οι γέροι… Βέβαια, εσκοτωθήκανε και καμιά δεκαριά. Τα ονόματα τωνε δεν τα θυμούμαι, αλλά είναι γραμμένοι απάνω στην πλάκα, θα τις βρεις! Ο Γιάννης ο Κολτσάκης ετάραξε τα πράματα και έκανε την πλάκα εκεί και τις ήβαλενε. Ε, μα ήπρεπε να τις βάλει! Εχαθήκανε το πιο πολύ από το δηλητήριο. Δεν εξαεριζότανε αμέσως η μπαταριά που έπεφτε, τα φουρνέλα. Εκεί και’ότανε υλικά! Πολλά υλικά! Δυναμίτες!
Πολύς κόσμος εδούλεψε στα Πλυντήρια. Και τεχνίτες εδουλέψανε πολλοί! Και στο Λούλο στα μηχανήματα! Και οδηγοί είχενε πάρει πολλοί! Και ξένοι είχαν έρθει κι εδουλέψανε στις γαλαρίες, στα Υπόγεια έργα! Πάθανε και ζημιές οι α’θρώποι, άλλος τα ποδάρια, άλλος… Πάντως το Μεταλλείο έκαμε καλό απάνω στο χωριό. Το δρόμο τώρα, που μας τον εκάμαν και μας τον αφήσανε, αυτόν εδώ που πάει η Αεροπορία, τον εκάμαν αυτοίνοι πάλι, κι ήρθανε βόλτα στο Τηγάνι. Κι απ’ το Τηγάνι ήρθανε βόλτα κι ήρθανε απ’ το βόρειο μέρος. Φοβερός δρόμος! Κι ήρθανε τώρα οι Χωραΐτες, χρόνια τώρα, κι ερίξανε τα μπάζια όλα της Χώρας – που δεν είναι μπάζια καθαρά αυτά που ρίχτουνε μέσα στις δρόμοι, που απαγορεύεται μέσα στο δρόμο. Και ρίχτουνε όλες τις καταδαφίσεις που γενότανε σε παλιά σπίτια, με όλα τα ντουλάπια, κουζίνες, ψυγεία…Είναι γεμάτος ο δρόμος. Δεν μπορείς να περάσεις… Και το πιο χειρότερο είναι που φράξανε τα γιοφύρια απ’ την απάνω μεριά. Ερίξανε μπάζια απ’ την απάνω μεριά. Κι είχανε κάνει γιοφύρια οι α’θρώποι για τα νερά, συστηματικές δουλειές… Ο Παπαδόπουλος είπενε για τις ’ξοφλήσες που ’χανε κάνει να πάνε να ρίξουνε μπάζια για να μη φαίνουνται οι ’ξοφλήσες στην Κακόπατη και στου Ράκα το ναμμουδάκι, αλλά όχι να φράξουνε το δρόμο…
Ο Πρεζάνης κι ο Γκαράνης εσπουδάσανε στην Αμερική μεταλλειολόγοι. Κι όσοι εσπουδούσανε στην Αμερική τις πήρανε οι Αμερικάνοι μαζί τωνε, τις πληρώνανε γερά και τις είχανε αυτοί, γιατί ήτανε καλοί. Ο Πρεζάνης ήταν από τη Σίφνο. Ήτανε κι ένας μηχανικός, ο Φασουλάκης, που ήταν μόνο για τα Υπόγεια. Στην αρχή που δεν υπάρχανε οι δρόμοι τον επά’αινε με το γάιδαρο μέχρι τον Πάναρμο. Επά’αινε κι έλεγχε τα πετρώματα. Φοβερός!
Έπειτα λοιπόν ο Παρασκευαΐδης λέει του πατέρα μου, γιατί τον είχανε συνέχεια ανάγκη, τους είχε δείξει πολλά σημεία με μετάλλευμα και τον είχανε αρχιεργάτη: «Ρε Μπαρμπα-Γιάννη, δεν πάτε να βγάλετε ένα κομπρεσέρ να φέρετε εδώ; Εγώ θα σας υποστηρίξω! Θα σασε δίνω δουλειές να δουλέψετε επιφάνεια». Αποδώ-αποκεί, πώς τα συζητούνε με τον πατέρα σου. «Να βγάλομε, λέει, ρε μπαρμπα-Γιάννη, να φέρομε ένα κομπρεσέρ. Και ποιος θα το δουλεύει, μπαρμπα-Γιάννη; Εγώ αφού δουλεύω στη μπολντόζα, δε μπορώ», λέει ο Παναγιώτης. Εγώ τότες εδούλευα “μέσα”. «Τα φουρνέλα, λέω, θα τα βάνω εγώ, Παναγιώτη, ο μπαρμπα-Γιάννης θα ’ναι δίπλα θα καψουλώνει δυναμίτες, και λοιπά…». Λέει: «Να πάμε!». Φεύγομε με τον Παναγιώτη και πάμε στον Πειραιά. Λέει: «Θα πάμε στο εργοστάσιο του Μαλκότση να βρούμε ένα τρακτέρ-κομπρεσέρι. Το κομπρεσέρι θα ’ναι Atlas αποπίσω, με υδραυλικό σύστημα να ανεβοκατεβαίνει. Θ’ ανεβαίνει απάνω με το σύστημα, θα παίρνομε το τρακτέρ και θα φεύγομε!». Κατάλαβες; Το ’χενε μελετήσει κι είχενε αρωτήσει. «Γιατί, λέει, το κομπρεσέρ θα πρέπει να το παίρνομε με φορτηγό, θα πρέπει να το μετακομούμε (= μετακομίζουμε) αποκεί όταν θα πέφτουν τα φουρνέλα… Με το τρακτέρ αμέσως θα μπορούμε να το πάρομε παραπέρα! Είναι το σύστημα καλό!». Ε, λέω: «Ρε, πάμε!». Κι επή’αμε στου Μαλκότση μαζί. Στον Πειραιά. Αυτός ήβγαζε μηχανήματα ετότες, ο Μαλκότσης. Αρωτήσαμε και θαρρώ πως είπανε 100.000 δραχμές ετότες. Κι ήβαλε καθένας από 30 τόσες χιλιάδες δραχμές και το πήραμε! Το πήραμε και το βάλαμε στου «Μαδούπα» το καΐκι μέσα, το φέραμε και πώς να το βγάλομε στη Χώρα… Τότες ήτανε μη συζητάς… Δράμα. Το βγάλαμε, το φέραμε απάνω, κάναμε αγιασμό και πήγαμε μετά στο νταμάρι του Φασουλά και το δουλέψαμε εκεί. Και, η μεγάλη αβάντα ήτανε με τον Παναγιώτη, που πολλές φορές –πολλές φορές!– ερχούντανε στο νταμάρι εκείνος με τη μπολντόζα, κι αφού ρίχταμε τα φουρνέλα εμείς, ήβγαζε το πράμα εκείνος με τη μπολντόζα έξω. Μα στοίβες εγενότανε το πράμα! Φοβερός στο να καθαρίζει το νταμάρι! Οι άλλοι χειριστές δεν κάνανε τέτοια δουλειά, ούτε το ζορίζανε το μηχάνημα μη τους πάθει ζημιά και βρουν τον μπελά τωνε. Ο Παναγιώτης δεν ξάνοι’ενε τέτοια! Φουλ! Και φουλ! Ο πατέρας σου είχενε ένα μηχανάκι! Μοτοσακό! Και το ’παιρνε κι επά’αινε εκεί, στη δουλειά. Κι άμα ’θε’ να μετακομίσει το κομπρεσέρι εκείνος –μ’ έμαθενε και το μετακόμαγα εγώ ύστερα– για να πάμε αλλού, το ’βανενε το μοτοσακό από πίσω, ήσ’κωνενε το κομπρεσέρ με το ’δραυλικό σύστημα, και το φόρτωνενε απάνω στο κομπρεσέρι, το ’δενενε μόνι μόνι και χανόμαστε… Κι ύστερα λοιπόν όπου πα’αίναμε, τ’ άραζενε, το λυνενε, ανέβαινε απάνω κι ήφευ’ενε. Εβγάναμε το πράμα έξω και την άλλη μέρα ερχότανε τα φορτηγά και το παίρνανε, και ήτανε το νταμάρι καθαρό και ήβανα φουρνέλα, γραμμή! Αυτή τη δουλειά την εκάναμε κάπου 2-3 χρόνια. Ύστερα ο Παρασκευαΐδης μασε πιάνει –δε θυμάμαι, 30 δραχμές είχαμε τον τόνο; 50 δραχμές ήτανε το μεροκάματο– και μασε λέει: «Βγάνετε πολύ!». Βγάναμε και πολύ πράμα εμείς ετότες κι εφάνηνε. Γιατί το ζυγίζανε. Πέρναγε απ’ την πλάστιγγα, το ζυγίζανε! Τον πρώτο μήνα, δεν ξέρω πόσα λεφτά επήραμε οι τρεις μας! Εκάμαμε μερίδιο… Πολλά λεφτά! Τον πρώτο μήνα! Μας ειδοποιάει ο Παρασκευαΐδης και πάμε στο Γραφείο, λέει: «Μπαρμπα-Γιάννη, έχετε βγάλει πολύ πράμα, μη βρω κι εγώ το μπελά μου, θα κόψομε την τιμή!». Λέει: «Μα, είναι λίγα!». «Δεν είναι λίγα, μπαρμπα-Γιάννη! Τα νταμάρια είναι πολλά στην επιφάνεια, θα τα δουλέψετε εσείς! Κι έχουν πολύ πράμα τα νταμάρια, μη βρούμε και το μπελά μας που θα φαίνονται τόσα πολλά κάθε μήνα!». Μας ήκοψενε ετότες. Κι εβγάλαμε τότες αρκετά. Έπειτα λοιπόν σιγά σιγά τα δουλέψαμε τα νταμάρια εμείς. Είχενε πολλά νταμάρια ετότες μεσ’ αυτού στου Φασουλά, επιφανειακά. Ύστερα ήρθε το «Βωλάκι» με τον «Αποστόλακα», αλλά είχαμε προλάβει εμείς και, όπως ήβανα εγώ φουρνέλα κι ερχούτανε κι ο Παναγιώτης κι εκαργάριζε, κι εκαργάραμε κι εμείς, δεν καργάρανε αυτοίνοι! Και ποιος επά’αινε στα νταμάρια τα δικά του; Επά’αιναν μόνι οι ξένοι οδηγοί. Ο Αντωνάκος, κάτι άλλοι… Εν πάση περιπτώσει, αφού ήρθε-ήρθενε το πράμα και δεν ήβγαινε, τα “φάγαμε” τα νταμάρια και μείνανε άγονα πολύ, πέτρες, τα παρατήσανε τα νταμάρια. Κι ετότες αφού τα παρατήσανε, τα παρατήσαμε κι εμείς. Και το πουλήσαμε το κομπρεσέρ. Το πήρενε ο Αντώνης ο Μονογυιός ο «Ντουμπάκας» κι εκάνανε πηγάδια και πουλούσανε πέτρα. Αλλά θυμάμαι τον Παναγιώτη, σε όλα μέσα, ρε, ήτανε! Δεν εκώλωνε… Σκληρός ά’θρωπος! Αλλά ήτανε νέος ετότες! Δεν εφοβούντανε τίποτα! Μηχανήματα! Μηχανήματα! Τα ’μαθενε όλα! Λέω, είδες άμα δουλεύει το μυαλό! Και τη μπολντόζα! Οι μπολντόζες, με τις ερπύστριες ήτανε δύσκολες, πολύ δύσκολες! Κι άμα τις μετακομούσανε τις εβάνανε απάνω σε μια πλατιφόρμα και τις ετράβανε το γκρέιντερ κι επα’αίνανε στη δουλειά τωνε κι ύστερα τις σκα’ζέρνανε τις μπολντόζες.
Αμ’ ετότες, αυτόνο είναι το σπουδαίο που θα σου πω! Ήτανε της Αγια-Βαρβάρας, και στο “Παρών” το πρωί, όλοι οι Ανωμερίτες –ήμαστε πολλοί– λέμε: «Βρε παιδιά, εμείς δεν τηνε δουλεύομε την ημέρα αυτή! Την έχομε για “βαριά” σκόλη και δεν τήνε δουλεύομε!». Στο “Παρών” λένε: «Μα, το Μεταλλείο έχει ανάγκη! Πρέπει να δουλέψει το έργο! Ετότες ακόμα δεν επα’αίνανε τα λε’φορεία, ούτε και φορτηγά να πάνε να κάνουνε τη διανομή τους εργάτες μέσα στα Τηγάνια, και μέσα στου Ράκα, και μέσα στη Βαθιά Λαγκάδα, και μες στην Κακόπατη. Και μας βάνει ο Παναγιώτης απάνω στην πλατιφόρμα που φορτώνανε τις μπολντόζες. Κι αφού ανεβαίνομε τον πρώτο ανήφορο με το που θα φύ’εις απ’ την εκκλησία, το πρώτο ανήφορο, το πιο μεγάλο ανήφορο που είναι αμέσως εκειδά, κοντά! Αλλά το γκρέντερι! Αφού λοιπόν χαλά το γκρέντερι, τα ’χασενε ο Παναγιώτης. Λέει: «Τι κάνω τώρα;». Δεν είχενε φρένα καθόλου! Και βάρος οπίσω. Καλά, πες ότι εμείς πεταχτήκαμε, φύ’αμε. Αυτό που τράβα’νε αποπίσω; Τόνοι! Και να ’ρχεται το γκρέντερι φουλ πίσω, στο ανήφορο [κατήφορο], απάνω ’κεί! Και να φωνάζουν οι α’θρώποι! Επολέμα’νε να πιάσει φρένα, δεν επιάνανε! Τίποτας! Μηδέν! Και κάνει μια εσεδάς ο Παναγιώτης… Όπως είχενε γίνει ο δρόμος, είχανε ρίξει από την κάτω μεριά πέτρες μεγάλες από φουρνέλα. Και πάει η ρόδα του γκρέντερι και βρίσκει απάνω σε μια μεγάλη πέτρα, μα πολύ μεγάλη πέτρα, και σταματάει το γκρέντερι. Και κατεβαίνομε όλοι κάτω –πού ’τανε πολλοί εργάτες–και πάμε στα Γραφεία και τα βάνομε με τα Γραφεία: «Βρε κερατάδες, εμείς είπαμε να μη δουλέψομε! Γιατί αυτά κι αυτά επάθαμε! Είναι της Αγια-Βαρβάρας σήμερα!». Και σ’κώνεται ο Διευθυντής ο Μάρτης [Martin] –μου κολλά ανετριχίλα, ε! – και λέει: «Μπαρμπα-Γιάννη, κι άλλοι πόσοι χρειαζόστε, ετούτη την ώρα θα μπει η εκκλησία ομπρός!». Ορκίζομαι! Στα παιδιά μου!
Και πού να τηνε κάμομε; Κανονικά να τηνε κάμομε αποπάνω. Του Σταυράκη του «Κα’σαρού» ήτανε ’κείνα τα χωράφια. Και τα παρατούμε όλα κι εβάλαμε την εκκλησία ομπρός! Μηχανικοί εφτάσανε, μαραγκοί, ξύλα, μπετατζήδες, δαιμόνοι… Μονήμερα, της Αγια-Βαρβάρας την εβάλανε ομπρός την εκκλησία! Μα σε κάτι λίγο η εκκλησιά είχε τελειώσει. Και έχουνε κάνει ’κονίσματα: ο πατέρας μου έχει κάνει τον Αϊ-Γιάννη, ο «Κινέζος» έχει κάνει, ο Μαντηλαράς έχει κάνει. Μα πα’ να ’χει κάνει κι ο πατέρας σου; Στην εκκλησιά άμα πας και διαβάσεις στις εικόνες είναι γραμμένα τα ονόματα των δωρητών. Κι ύστερα, κάθε χρόνο, εγενότανε της μουρλής. Κουβαλούσανε τ’ αυτοκίνητα μέχρι τη Βαγγελίστρα φαγιά και μπίρες κι εμαζευότανε όλη η Χώρα, και όλο το προσωπικό, και όλα τα συνεργεία εκεί, όλο-όλο το Μεταλλείο, κι εγέμιζε εκεί η πλατέα και γινόντανε τύφλα! Αποβραδίς εξεκίνα’νε μέχρι την άλλη μέρα, όλη την ημέρα! Κι έγινε η εκκλησία με αφορμή που χάλασε το φρένο του γκρέντερι. Και το πιάσανε ύστερα βαθιά αυτοίνοι. Λέει: «Αφού μας αναφέρανε ότι δεν τηνε δουλεύουνε αυτή την ημέρα, κι επάθανε κι αυτή τη ζημιά, δεν ξέρω, μπορεί να ’ναι αλήθεια!».
Οι Αμερικάνοι άμα σε πάρουνε από καλό μάτι, σε πήρανε, ε; Οι Αμερικάνοι ήτανε σταθεροί. Εγώ τις δούλεψα και είπα σαν τις Αμερικάνοι, όχι! Ήταν α’θρώποι καλοί αυτοί που επεράσανε αποδώ. Ξέρεις τι είπανε στην αρχή; «Εμείς εδώ που ήρθαμε, στα Υπόγεια έργα, θέμε να τις πληρώνομε τις α’θρώποι 3 δολάρια!». Τα 3 δολάρια με το 30 ήτανε 90 δραχμές. Αλλά είπανε αποδώ οι μηχανικοί ότι θα χαλάσει το ’μερομίσθιο της Ελλάδος. Και είπανε οι Αμερικάνοι: «Θα δίνομε το ’μερομίσθιο που δίνει η Ελλάδα εδώ 50 δραχμές, αλλά εμείς θα τωνε δίνομε πρίμο των α’θρώπω’ που δουλεύουνε στα Υπόγεια». Το λέγανε αμερικάνικα πρίμο. Κι επαίρνανε πολλά λεφτά οι α’θρώποι εκεί στα Υπόγεια. Εθέλανε οι Αμερικάνοι. Σου λέει: «Δε’ μπορούμε εμείς να πληρώνομε τον τεχνίτη, τον μπιστολαδόρο, μ’ ένα πενηντάρι! Δεν πληρώνεται!». Μες στα Υπόγεια οι συνθήκες δύσκολες. Υγρασία! Στάζαν οι γαλαρίες!
Και στο τέλος του μήνα σου δίνανε μια ταινία με τα μεροκάματά σου όλα γραμμένα και πόσα λεπτά παίρνεις με το πενηντάρι. Και των εδίνανε πολλά λεπτά των α’θρώπω’ με το πρίμο. Και δίναν και σ’ εμάς πρίμο απάνω στην ταινία. Κι επά’αινες στην Τράπεζα και την εξαργύρωνες ή και στις μπακάληδες. ’Ξαργυρώναν οι μπακάληδες που ψώνιζες κι επα’αίναν στην Τράπεζα αυτοί.
Ονείρατα! Ονείρατα! Αλλά εγώ τα θυμάμαι τα παλιά όλα! Οι Αμερικάνοι ήτανε φοβεροί α’θρώποι απάνω στη δουλειά τωνε! Πολλές φορές ερχότανε ο Μάρτης [Martin] στο συνεργείο μας. Κι άμα ’τανε κι άλλοι ξένοι εκεί, και αμέσως να σ’κωθούνε επειδής ερχούτανε, αυτός των έλεγε: «Μη σ’κωθείτε! Τρώμε τώρα!». Σιγά σιγά ήμαθε τσάτρα-πάτρα κι εμίλαγενε τα ελληνικά. Ο νόμος ήτανε αυτός· ή στα Υπόγεια ήσουνα ή στην Επιφάνεια ήσουνα, στις 11 η ώρα έπρεπε να κάτσεις να φας κολατσιό. Ήταν το σύστημά τους αυτό. Εμείς πάντα είχαμε μαζί απ’ το σπίτι όλο και κάτι. Ο πατέρας μου ήπαιρνε μαζί κρασί μαύρο. Καλό κρασί! Στις 11 η ώρα, να το πιστέψεις αυτό που θα σου πω, ερχότανε ο Μάρτης στο νταμάρι το δικό μας στις 11 η ώρα για να του βάλει ο πατέρας μου ένα καθαρό κρασί, μαύρο, κι ήπιανενε μοναχός από κείνα που είχαμε μαζί, και τα ’βανενε χάμω, κι ήτρω’ενε! Κι ερχούντανε κάθε μέρα στις 11. Και τονε περιμέναμε. Τέτοιος ά’θρεπος ήτανε. Καλός ά’θρεπος! Καλός Αμερικάνος! Τον Tobler δεν τονε προφτάσαμε πολύ. Εφτιάξανε το Λούλο, εφτιάξανε τα μηχανήματα, κι ήφυ’ενε ο Tobler. Επή’αινε στο Τέξας. Ο Μάρτης έμεινενε εδώ. Και ο Γανωτής ο Νικόλας, του ’καμε το σπίτι εκεί κι έμενενε και τον ήκαμε και κουμπάρο. Του βάφτισενε κι ένα παιδί ο Μάρτης του Νικόλα. Είχενε 5 κόρες, τη μια την είχενε βαφτίσει ο Μάρτης.
Στου Φασουλά τη λάκκα που λέγεται –εκεί που πνί’ηνε ο Γιώρης ο «Καλώστος»– αποπάνω είναι ένα νταμάρι κι εδούλευε ο Αντώνης ο «Ψύλλος» κι ο «Κινέζος», οι δυο τωνε. Είχανε ένα κομπρεσέρ εκεί, το λέγανε ρολόι το κομπρεσέρ αυτόνο, κι εθέλανε να βάλουνε φωτιά στα φουρνέλα. Το κομπρεσέρ όμως ήτανε πολύ κοντά. Δεν ήτανε όπως το τρακτέρ το δικό μας να το πάρεις και να φύ’εις. Ήπρεπε να βάλουνε τα φουρνέλα, να γεμίσουνε, να τα ’χουν έτοιμα, να ’δοποιήσουνε όμως να ’ρθεί ένα φορτηγό να μεταφέρει το κομπρεσέρ πιο πέρα. Λέει ο «Κινέζος»: «Και ποιος θα πάει στα Πλυντήρια; Θέμε απ’ του Φασουλά τη λάκκα μισή ώρα να πορπατούμε! Θα το μεταφέρουμε εμείς!». Πιάνει το τιμόνι ο Γιάννης, το ’κανενε αποδώ, το ’κανενε αποκεί – είχενε ένα τιμόνι μακρύ που το βάνανε στα φορτηγά και το τραβούσανε. Ο «Ψύλλος» αποπίσω ήσπρωχνε. Τι ήσπρωχνε; Ήτανε δυο τόνοι βάρος. Πού να το μετακομίσουνε! Εγυρεύανε αποδώ, εγυρεύανε αποκεί, τωνε φεύ’ει και κάνει τον κατήφορο και πάει και πέφτει μες στη θάλασσα. Θα ’δωκενε εκείνο καμπόσες τούμπες κι επή’ε κι έπεσε μες στη θάλασσα. Και λέει ο Κινέζος: «Τώρα Ψύλλε, νέτα! Αντωνάκη, μας εσκολάσανε και τις δυο! Γιατί τούτο ’δώ δε’ μας το ’χανε πει να μετακομίσομ’ εμείς το κομπρεσέρ! Τώρα που μπήκε μες στη θάλασσα, νέτα, Αντώνη!». Ε, ήρθαν όξω κι εκλαί’ανε, τις εσκολάσανε. Για μάθημα και εδικό τωνε και των άλλων. Σε καναδυό-τρεις μέρες επή’αινε γερανιός αποπάνω μες στη θάλασσα και το ’σκωσε και το ’βγαλε. Είχανε μηχανήματα! Ό,τι ήθελες είχανε! Και το βγάλανε. Κι επή’αινε ο «Ψύλλος» ο Αντώνης κι ήπιασενε το ’γούμενο. Τότες ήτανε ’γούμενος ο Δεσπότης ο Στέκας, ευτός τα ’χενε καλά μ’ αυτοίνοι, ήξερε και γλώσσα κι εμίλαγενε λιγάκι με τις Αμερικάνοι. «Βρε παιδιά, λέει, επή’ανε κι αυτοί να κάμουνε καλό, δεν επή’ανε για κακό! Αν εξέρανε πως θα πέσει στη θάλασσα δεν θα το κάνανε!». Λέει: «Αύριο να ’ρθουνε στη δουλειά και οι δυο!». Κι επή’ανε και οι δυο στη δουλειά την άλλη μέρα!
Στη Βαθιά Λαγκάδα μέσα έγινε ένα πηγάδι 80 μέτρα βάθος! Άγονο το πηγάδι! Το ’χενε αργολαβία ο πατέρας μου, ο Μαντηλαράς, ο Κωσταντής ο «Αντωναράς» κι ο «Ντελής», κι επή’α κι εγώ για λίγο. Και το κάμανε το πηγάδι 80 μ. βάθος! Κι είχανε γεννήτρια απάνω για να ’χουνε φώτα κάτω. Η γεννήτρια των ήδινε και αέρα κάτω. Κι άμά ’ταν να πέσουνε τα φουρνέλα, γιατί τα βάνανε κάτω τα φουρνέλα, κι έπειτα τα συνδέανε με ηλεχτρικά καψούλια, κι εβγαίνανε απάνω, κι είχαν το καλώδιο που ’ταν συνδεμένο απ’ το πηγάδι – 50 μ. καλώδιο από κάτω, απάνω. Και πιο πέρα ήταν το αυτοκίνητο με μπαταρία. Εσυνδέανε το καλώδιο απάνω στη μπαταρία. Παίρναν τα φουρνέλα φωτιά με μπαταρία. Ηλεχτρικά καψούλια. Δεν ήτανε τα πρόχωρα αυτάνα, αλλιώς θα ’χανε πεθάνει όλοι! Και αφού πέφτανε τα φουρνέλα, η μπαταριά αυτή –μα πολλά φουρνέλα– ήπρεπενε να ρίξεις ένα δέμα –μας είχανε φέρει εκεί δέματα πολλά, ’σουβάλια από τσιμέντα, άδεια– να βάλεις φωτιά σ’ ένα δέμα και να πάει η φωτιά κάτω. Την ώρα που καί’εται η φωτιά και πάει κάτω, όλο το δηλητήριο το καίει. Κι αφού ανελαμπίζει η φωτιά, βγαίνει το δηλητήριο απάνω “κανόνι” Η κάπνα! Γιατί είναι τόσο βαθιά που δε βγαίνει με αέρα απάνω, όχι! Και όποτε καούνε τα ’σουβάλια αυτάνα όλα –ξέρουνε αποπάνω πως έχουνε καεί–, έχουνε νερό και ρίχτουνε μέσα. Και σ’κωνόνται, φεύ’ουνε, πάνε. Και την άλλη μέρα, αφού θα πάνε οι α’θρώποι πάλι εκεί, θα κατέβει ένας! Δεμένος! Να ελέγξει κάτω αν είναι εντάξει κάτω να κατέβουνε και οι άλλοι να δουλέψουνε. Με κουντούνια ειδοποιούσανε. Αν τις ’φήνει το δηλητήριο. Κι άμα δεν τις ’φήνει, ύστερα χτυπά το κουντούνι και τον βγάνουν απάνω. Με το βίντσι, σε δυο λεπτά είναι απάνω. Λέει: «Δεν είναι εντάξει, να ρίξομε κι άλλη φωτιά και να ξανάρθομε αύριο». Τώρα το πηγάδι αυτόνο, ξέρεις γιατί το κάνανε; Δεν ήτανε βαρύτης, ήταν σε άγονο. Όμως ήτανε δυο γαλαρίες πιο πέρα, μια αποπάνω στο Τηγάνι και μία βορνά, στου Φασουλά τη λάκκα, οπού ’τανε 5 μέτρα ο βαρύτης φαρδύς. Πολύ φαρδύ και πλούσιο φαιλόνι. Θα δούλευαν λοιπόν με γαλαρίες σε μεγαλύτερο βάθος και το πηγάδι θα χρησίμευε ώστε να βγάζουν στην επιφάνεια με ασανσέρ το μετάλλευμα από εκείνο το βάθος. Άκου τώρα μελέτη! Δεν μπορούσαν να το βγάλουν αλλιώς! Το παρακολούθανε λοιπόν ένας μηχανικός ο Φασουλάκης, Έλληνας, που είχε σπουδάσει στην Αμερική. Έρχεται μια μέρα πρωί, πιο πρωί αυτός, και λέει: «Παιδιά, ήκαμα μια μελέτη όλη νύχτα. Το πηγάδι θα το παρατήσομε. Θα το βαρέσετε και σήμερα και θα το παρατήσομε. Γιατί φεύγει ένα ρεύμα νερού απ’ το Λαύριο και περνά αποδώ!». Εμείναμε. Εμείναμε τελείως αποσβηστοί. «Βγάλετε πάνω τα πράματά σας και τέρμα! Δε θα το ξαναβαρέσομε! Γιατί, αν είμαστε τυχεροί και πέσομε πάνω στη φλέβα, πάνε τα 80 μέτρα, άχρηστα!». Και κατεβαίνουνε κάτω, βάνουνε την τελευταία μπαταριά, κι εφωνάζαν αποκάτω: «Βίρα, πάνω! Βίρα, πάνω!». Γέμισε το πηγάδι μέχρι απάνω νερό! Όπως σου τα λέω! Να! Μα τον Τίμιο Σταυρό! Γέμισε το πηγάδι νερό κι εβγήκενε άχρηστο, 80 μέτρα! Ύστερα οι μηχανικοί αποφασίσανε να πάνε μέσα στου Ράκα το ναμμουδάκι, να κάνουνε μια γαλαρία αποκεί, να πέσουνε μέσα στο πηγάδι. Κι εκάμαν τη γαλαρία από τη στάθμη της θάλασσας. Αλλά αποκεί κι απάνω ήταν μόνι 30 μέτρα. Αποκεί και κάτω ήτανε 50. Κι αφού το νερό ερχούτανε απάνω, ήβρισκε την τρύπα στα 30 μέτρα κι ήπεφτε κι επά’αινε στη θάλασσα το νερό, να έτσι… Και να πέρναγες αποκεί, να βλέπεις να γουργουρίζει το νερό και να κατεβαίνει μες στη θάλασσα. Το καλουπώσανε αποπάνω με μπετά φοβερά κι ερχότανε το νερό κι ήβρισκε την τρύπα κι ήφευ’ενε κι επά’αινε στη θάλασσα. Κι εδουλέψανε μόνι 30 μέτρα, αποκεί και κάτω δεν μπορούσανε. Τα 50 βγήκαν άχρηστα. Είχε διάμετρο 2-2,5 μέτρα. Το θέλανε να είναι φαρδύ, για να βάλουνε μέσα το μηχάνημα, πολύ μεγάλο μηχάνημα, να το φορτώνουνε βαρύτη να βγαίνει απάνω. Και θα φέρνανε μηχάνημα απ’ την Αμερική για να τραβάει το βάρος απάνω.
Στα παλαιότερα μεταλλεία ήτανε δύο μηχανικοί. Ο ένας ήτανε Ιταλός κι ο άλλος ήτανε Γάλλος. Ο ένας ήτανε ο Ντεπόζιτος [Δεσπόζιτος] κι ο άλλος ήτανε ο Ντεπιάνος [Δεπιάν]. Η εκκλησία ο Αϊ-Λιάς, ο Προφήτης Ηλίας τον εκάμανε αυτοίνοι οι μηχανικοί, εκεί απάνω στο ραντάρ της Αεροπορίας. Τον εκάμανε επειδής εβρήκανε το πλούσιο μεταλλείο. Αυτοίνοι εθέλανε ετότες τη γαλένα να πάρουνε, όχι το βαρύτη. Ήτανε ακριβή η γαλένα. Ετότες δεν είχανε μηχανήματα, με τα χεράκια τωνε δουλεύανε . Όταν θέλανε να γκρεμίσουνε την εκκλησία η Αεροπορία, τον καλέσανε τον πατέρα μου. Λέει: «Βρε, γιατί θέτε να γκρεμίσετε την εκκλησία; Αφήτε τηνε! Το πολύ πολύ, αφού θα ’ναι τα σύνορα δικά σας, ας μην έρχεται το χωριό να λειτουργήσει ή να γλεντήσει –που γλεντούσανε– και μη τη χαλάσετε!». Λέει: «Όχι! Πρέπει να χαλαστεί και να γίνει το ραντάρ απάνω ’κεί». Απάνω στο βουνό! Κι ετότες είπανε του πατέρα μου να φέρει α’θρώποι να γκρεμίσουνε την εκκλησία. Λέει: «Όχι, η εκκλησία δε’ χαλιέται! Κι αν πάθουν οι α’θρώποι τίποτας;». Τελικά τη γκρέμισε ο Στρατός κι εσκοτωθήκανε εκεί δυο φαντάροι που αναλάβανε να γκρεμίσουνε. Κι επή’ενε ο πατέρας μου κι επήρενε όλα τα πράγματα, τα ’κονίσματα και όλα, και τα πή’ενε αποκάτω που είναι οι ελιές εκεί, τ’ αγρέλια, που ’ναι ο Άγιος Πέτρος και τα ’βαλενε μέσα. Τα χτήματα αυτάνα ήτανε του πάππου μου κι ήκανε κουμάντο ο πατέρας μου. Ένα χτήμα 6 στρέμματα των εκόλλαγε αυτουνώνε απάνω στις στρατώνες, και το ’κανε δωρεά στο Κράτος. Κι αποδώ που ’ν’ η εκκλησία είναι δικό μας το χτήμα. Ο πατέρας μου την εκκλησία την έκαμε μέσα στο δικό μας για να μην έχουνε το δικαίωμα να τηνε χαλάσουνε. Και αφού ετέλειωσενε η εκκλησία, το μάρμαρο που ήταν στην παλιά εκκλησία απάνω κι έγραφε ποιος την επισκεύασε, το κολλήσανε στην καινούργια και φαίνεται πως είναι παλιό το μάρμαρο:
«Εν έτει 1902 ανεκαινίσθη δι’ εισφορών των εν τω μεταλλείω
‘‘Δεσποζίτου & Δεπιάν’’ εργαζομένων και διαφόρων Μυκονίων».
Κι ετότες που γλεντούσανε στο πανηγύρι, στην απάνω εκκλησία, το πρώτο ποτήρι που πίνανε, ελέ’ανε: «Εβίβα του μηχανικού και του Προφήτ’ Ηλία, που έφερε το θησαυρό και έχουμε ευτυχία!». Τα πολύ παλιά χρόνια, την εκκλησία την ανάλαβε ο Γιακουμής, ο πάππους του Νικόλα του Θοδωρή, και αφού εγέρασενε αυτός, την ανάλαβε ο πατέρας του ο Θοδωρής. Κι αφού ο γέρος εγέρασε την ανάλαβε ο Νικόλας, χρόνια και χρόνια. Αφού πέθανε, πριν να πεθάνει, την ανάλαβε ο γιος του ο Θοδωρής με τη Μαρία. Αφού ήρθανε ετούτοι εδώ και τη γκρεμίσανε, κι εφέραμε τα ’κονίσματα κάτω, κι ήκαμενε ο πατέρας μου την εκκλησιά την καινούργια μες στην περιουσία μας, μες στο χτήμα αυτόνο, ανάλαβα κι εγώ μαζί με το Θοδωρή και τη Μαρία. Μας εβοήθησε και ο Νικόλας ο «Καρκαβίλιας», μαζί κι ο Νικόλας. Και τη λειτουργούσαμε 40 χρόνια εμείς με το Θοδωρή και τη Μαρία. Πολλή δουλειά και η Μαρία. Ερχούντανε κι ο Νικόλας ο «Μπαρμπέρης» κι εσφάζαμε κρέατα , ίσαμε 20 κρέατα. Εμαγειρεύαμε αποβραδίς, εκερνούσαμε τον κόσμο. Ζουμιά, κρέατα! Και την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια, μετά τη λειτουργιά που κάναμε στη Χάρη Του. Και ερχούντανε και ο Δημήτρης ο «Μπαρμπέρης» ο αδερφός του Νικόλα. Μας εβοήθαγε, ήσφαζε… Ερχούντανε και ο «Γραίας» ο Κυριάκος, που ήτανε στην Αθήνα χασάπης. Είχε χασάπικο στην Αχαρνών, στον Άγιο Λευτέρη. Εσφάζαμε 20 κρέατα, πλύσιμο γερά σε δυο καζάνια μέσα, μη συζητάς, δουλειά πολλή. Κι επή’ενε κι εσκοτώθηνε το Νικολάκι του Ζαφείρη με τη μηχανή στο Βαθύ Λαγκάδι. Σε λίγο, σ’ ένα-δυο χρόνια, πάει κι ο πάππους του, ο Νικόλας ο «Καρκαβίλιας» από τροχαίο. Σε λίγο, πάει ο Δημήτρης ο «Μπαρμπέρης» να κουρευτεί στο Φιλιππή, τονε σκοτώνει ένας της Αεροπορίας που πά’αινε απάνω· του κοπάνισενε ένα κάστανο, πάει κι ο Δημήτρης. Πάει ο Κεριάκος στην Αθήνα, του τραβούνε μια, τονε σκοτώνουν και τον Κεριάκο! Σκοτωνόνται και οι πέντε! Και μένομε οι δυο μας με το Θοδωρή! Και λέμε: «Τώρα θα σταματήσομε και τα κρέατα και τα γλέντια και θα πα’αίνομε να λειτουργούμε μονάχα»…
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 20-05-2016]