Πάμελα Μάρτιν-Σιώτας
Η Πάμελα Σιώτας (Pamela Siotas), κόρη του πρώτου Αμερικανού γενικού διευθυντή Daniel Martin και της Sirley, γεννήθηκε το 1956 στην Αμερική.
Το όνομα μου είναι Πάμελα Σιώτας και είμαι κόρη του Dan Martin. Ολόκληρη η οικογένεια μου έχει τις καλύτερες αναμνήσεις από τη Μύκονο και τους ανθρώπους της Μυκόνου. Πιστεύω πως για τον πατέρα μου που είχε μεγαλώσει σε μια μικρή πόλη της Αμερικής, το να έρθει εδώ σε νεαρή ηλικία και να έχει αυτή την εμπειρία, ήταν ένα όνειρο ζωής. Ήταν τόσο ευτυχισμένος εδώ, αγαπούσε τη δουλειά του, μιλούσε πάντα για την δουλειά του και για το πόσο καλοί, φιλικοί, εύχαροι και εργατικοί ήταν οι άνθρωποι του νησιού. Ολόκληρη η οικογένεια, είχαμε πάντα να θυμόμαστε τα καλύτερα για τη Μύκονο. Αγαπάμε το νησί και το μόνο που μας στεναχωρεί είναι που ο πατέρας μας δεν αγόρασε κάποιο σπίτι εδώ για να μπορούμε να ερχόμαστε κάθε καλοκαίρι. Δεν θα τον συγχωρήσουμε ποτέ γι’ αυτό… [γέλια]. Η πιο έντονή μου ανάμνηση είναι το πόσο επιθυμούσα να έρχομαι στην Άνω Μερά. Ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο που ερχόμουν, η περιοχή ήταν λιγότερο τουριστική. Περπατούσαμε τα βράδια κι ακούγαμε τους γεροντότερους να παίζουν μουσική με τα ντουμπάκια και τις ’σαμπούνες τους. Πώς λέγαμε αυτή τη μουσική; Δεν θυμάμαι, αλλά κάπως την ονομάζαμε, και πάντα όταν την ακούγαμε, πηγαίναμε να τους δούμε να παίζουν. Κάτι άλλο που θυμάμαι είναι που πηγαίναμε για μπάνιο στο Καλό Λιβάδι καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι. Είναι τόσες πολλές όμορφες αναμνήσεις.
Έχω πολύ έντονη την ανάμνηση να περπατάω με καμάρι για τον πατέρα μου, γιατί όλοι στο νησί τον γνώριζαν. Το γεγονός πως άνθρωποι τον θυμόταν ακόμη και μετά από χρόνια και πάντοτε μιλούσαν τόσο όμορφα γι’ αυτόν, με έκανε πολύ περήφανη. Κάθε φορά που ερχόμουν, ανυπομονούσα να βλέπω αυτούς τους ίδιους ανθρώπους, όπως τη Βγενούλα Κουσαθανά («Μπέμπαινα»), και φυσικά τη Φρασκούλα Σκουλαξίνου. Έχω ευχάριστες αναμνήσεις από αυτές και τις οικογένειες τους. Χαιρόμουν πραγματικά να έρχομαι… Ένιωθα πάντα σαν να ερχόμουν στο σπίτι μου, όταν βρισκόμουν ανάμεσά τους και έβλεπα τον καθένα.
Ξέρω πως η μητέρα μου πέρασε δύσκολα μέχρι να προσαρμοστεί, είναι αναμενόμενο όταν βρίσκεσαι σε άλλο μέρος και έχεις ένα παιδί, αλλά το έκανε εύκολο ότι έβλεπε τον πατέρα μου τόσο ευτυχισμένο. Θυμάμαι πάντα τον πατέρα μου χαρούμενο, και κάθε φορά που κοιτάζω φωτογραφίες του, είναι χαμογελαστός. Ακόμη και όταν φορούσε τη στολή κατάδυσης και έπρεπε να κατέβει κάτω, δεν έχανε το χαμόγελό του, γιατί πραγματικά λάτρευε τη δουλειά του εδώ. Ένιωθε πως όχι μόνο δούλευε, αλλά και πως βοηθούσε κόσμο, δίνοντάς τους ευκαιρίες. Ακόμα και αργότερα με το εγκεφαλικό, ενώ μπορούσε να πει μόνο δυο λέξεις παρέμεινε ένας χαρούμενος, τρυφερός άντρας. Δεν παραπονέθηκε ποτέ του. Και ήταν απίστευτο πώς έζησε 10 χρόνια λέγοντας μόνο δυο λέξεις και ενώ δεν μπορούσε να περπατήσει, δεν έβγαζε τον παραμικρό εκνευρισμό και ήταν ευτυχισμένος ακόμη και τότε. Ο πατέρας μου ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστος! Όλοι οι άνθρωποι που δούλεψαν μαζί του σε διάφορες δουλειές, από πολλούς τόπους, έχουν να λένε το πόσο τους πρόσεχε. Ακόμα και κάποια περίοδο που ο πατέρας μου μετακόμισε στο Ιράν και ξεκίνησε ένα ορυχείο εκεί, όταν άρχισαν οι αναταραχές, προσπάθησε να βοηθήσει πολύ κόσμο να φύγει και να σωθεί. Δεν ήταν καθόλου εγωιστής. Ήταν μοναδικός χαρακτήρας, πραγματικά!
Φτιάξαμε ένα βιβλίο με φωτογραφίες απ’ όλη την οικογένεια και το εξώφυλλό του είναι μια φωτογραφία της Μυκόνου, γιατί ήταν τόσο σημαντική για μας. Μέσα εκεί γράψαμε την ιστορία της οικογένειας μας και έχει όλες τις φωτογραφίες από την περίοδο που μέναμε στο νησί. Το να έρχομαι στο νησί και να μπορώ να βλέπω τους ίδιους αγαπημένους ανθρώπους, να κάνουμε τις ίδιες δραστηριότητες, το να βλέπουμε τη Φρασκούλα και τους ανθρώπους γύρω, να επισκεπτόμαστε τη μητέρα της, για μένα ήταν ένα είδος παράδοσης. Τα πράγματα συνήθως παρέμεναν ίδια και αυτό με έκανε να νιώθω πως γυρίζω στο σπίτι μου, στον τόπο μου. Η καλοσύνη και η φιλοξενία του κόσμου. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια ήρθα στο νησί και μόνο δύο πράγματα είναι πλέον τα ίδια: Το μοναστήρι της Άνω Μεράς και αυτό εδώ το σπίτι. Όλα τα υπόλοιπα έχουν αλλάξει τόσο πολύ όλα αυτά τα χρόνια.
Πάντα χαιρόμουν να βλέπω τους ανθρώπους, ν’ αναγνωρίζω τα πρόσωπα, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις να παραμένουν σταθερές αξίες. Όπως για παράδειγμα ο πελεκάνος, ήταν ένα σύμβολο. Θυμάμαι τον πατέρα μου να έχει φωτογραφίες –μάλιστα είχε φέρει ένα ζευγάρι για τον πελεκάνο– και γυρίζοντας μετά από χρόνια ήταν ακόμη εκεί. Επίσης, οι παραλίες του νησιού είναι μοναδικές. Η κόρη μου επισκέφθηκε το νησί πριν από 5 χρόνια και πήγε στην αγαπημένη μου παραλία τον Καλαφάτη, και γυρίζοντας στην Αμερική μου έφερε λίγη άμμο, την οποία έχω κρατήσει στο σπίτι μου. Μου άρεσε να πηγαίνουμε στη μητέρα της Φρασκούλας, να βλέπουμε τον παραδοσιακό τρόπο που ζούσαν, με τον κήπο τους, τα ολόφρεσκα φρούτα και λαχανικά τους, και όταν γυρίζαμε στην Αμερική τα βρίσκαμε όλα τόσο άγευστα, αφού ποτέ δεν ήταν τόσο νόστιμα όσο εδώ. Στο φούρνο παίρναμε το ζεστό ψωμί και προσπαθούσα να μην το φάω όλο, πριν φτάσω εδώ. Η τελετουργία ήταν να ετοιμάσουμε το φαγητό εδώ, και μετά να το πάμε στο φούρνο για να μας το ψήσουν. Μετά πηγαίναμε στην παραλία μέχρι να ετοιμαστεί. Και γυρίζοντας ήμουν υπεύθυνη για να περάσω να το παραλάβω και να το φέρω μαζί με το ψωμί. Αυτά τα μικρά, καθημερινά πράγματα ήταν τόσο σημαντικά για μένα. Αυτό το μέρος είναι το σπίτι μου! Και έχω πει στα παιδιά μου πως όταν πεθάνω, να φέρουν εδώ κάποιες από τις στάχτες μου για να μπορώ να είμαι για πάντα εδώ.
Ειλικρινά, τα λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν πόση αγάπη έχει η οικογένειά μου γι’ αυτό το μέρος. Πολλές φορές χάνομαι στις όμορφες αναμνήσεις και δακρύζω από χαρά. Οι γονείς μου ήταν γενναίοι και λόγω αυτής της εμπειρίας τους από τη Μύκονο, όλα τους τα παιδιά αγαπούν να ταξιδεύουν και να ζουν σε πολλά μέρη του κόσμου, αλλά όπου και να έχουμε ζήσει, κανένα μέρος δεν έχει κερδίσει την καρδιά μας όπως η Μύκονος και έχουμε πραγματικά ζήσει σε πολλά μέρη του κόσμου. Ακόμα και στο σπίτι μου έχω πίνακες και φωτογραφίες με όλα τα χρώματα της Μυκόνου: το λευκό και όλα τα χρωματιστά παράθυρα των σπιτιών. Προσπάθησα να φέρω τη Μύκονο μαζί μου.
Νιώθω άσχημα που δεν μπορώ να εκφραστώ, μακάρι να μπορούσα, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο θα τιμούσα την μνήμη τους, αλλά σίγουρα αυτό που νιώθω είναι πως η οικογένειά μου δε’ θα ήταν ίδια, αν δεν υπήρχε το κεφάλαιο Μύκονος στη ζωή μας. Παρότι είμαστε Αμερικάνοι, έχουμε μεταφέρει πολλές από τις παραδόσεις της Μυκόνου, και ιδιαίτερα το φαγητό, στην πατρίδα μας. Φροντίζαμε να ερχόμαστε όσο πιο συχνά μπορούσαμε και πάντα σχεδιάζαμε να κάνουμε μια μεγάλη οικογενειακή συγκέντρωση εδώ στο νησί. Η μητέρα μου είναι πλέον πολύ μεγάλη σε ηλικία για να ταξιδέψει, αλλά πάντα το σχεδιάζουμε, μιας και είναι κάτι που όλοι μας θέλουμε. Έχω φέρει τα παιδιά μου εδώ, για να δουν πόσο διαφορετικό και όμορφο είναι αυτό το μέρος. Έχω επισκεφθεί πολλά άλλα νησιά, όμως κανένα δεν έχει την ζεστή αύρα των κατοίκων εδώ. Χαίρομαι πολύ που η κόρη μου πλέον είναι εδώ και μιλάει Ελληνικά, καλύτερα από μένα. Ήθελα τα παιδιά μου να έχουν την ίδια εμπειρία, και τώρα που την βλέπω εδώ με τη Φρασκούλα χαίρομαι.
Παρότι παντρεύτηκα Έλληνα, δεν είναι το ίδιο με τους ανθρώπους εδώ, μιας και είναι από άλλο μέρος. Όταν γνώρισα τον άντρα μου, μου είπε: «Δε’ μιλάς σωστά Ελληνικά», και όταν τελικά ήρθε στη Μύκονο συνειδητοποίησε πως μιλάω Μυκονιάτικα… Δεν μιλούσα τα Ελληνικά της Αθήνας, γιατί εγώ έμαθα εδώ τα Ελληνικά. Φώναζα τους παππούδες μου «γιαγιά» και «παππού», κάτι που δεν γνώριζαν στην Αμερική, και αυτό ήταν κάτι που συνεχίστηκε, και η οικογένειά μας κράτησε αυτό που ήταν παράδοση πλέον για μας.
Έχω μόνο γλυκές αναμνήσεις, νιώθω θλίψη όταν έρχομαι και μαθαίνω πως κάποιοι από τους ανθρώπους που γνωρίζαμε δεν είναι πια στη ζωή. Όπως και αυτή την φορά. Όμως το νησί έχει ακόμα την ίδια αίσθηση, την ίδια καλή ενέργεια. Ποτέ δεν έχω αρκετά λόγια να περιγράψω την αγάπη μου για τη Μύκονο.
Για να περιγράψω το πόσο σημαντικό ήταν για μένα και την οικογένειά μου, όταν ο πατέρας μου απεβίωσε, είχε τόσα πολλά πράγματα από το μεταλλείο όπως π.χ. με το όνομα της ΜΥΚΟΜΠΑΡ, οπότε η μητέρα μου τα κληροδότησε στα εγγόνια τους, για να έχουν την ανάμνηση. Δεν υπάρχουν αρκετά λόγια, και αφού δεν μπορώ να το περιγράψω στα Αγγλικά που είναι η μητρική μου γλώσσα, πώς να το περιγράψω στα Ελληνικά;
Έμαθα πολλά πράγματα από τον αδελφό της Φρασκούλας, τον Δημήτρη Αργουδέλη. Μου είπε πως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε η έννοια της σύνταξης στη Μύκονο και μέσω των Μεταλλείων έγινε γνωστό πως όταν οι άνθρωποι αποσύρονταν, έπαιρναν χρήματα. Δεν το φανταζόμουν αυτό, ότι δηλαδή πριν τα Μεταλλεία οι άνθρωποι δεν είχαν χρήματα όταν σταματούσαν τη δουλειά τους, λόγω ηλικίας. Μακάρι να ήταν μαζί μας σήμερα. Και θα πάω οπωσδήποτε να κάνω και άλλες συζητήσεις μαζί του, γιατί μαθαίνω τόσες πληροφορίες για τον πατέρα μου. Αυτό είναι γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν ο τύπος που θα έλεγε «έκανα εκείνο και το άλλο», κι έτσι τώρα που μιλάω με τον κόσμο μαθαίνω το τι πραγματικά είχε προσφέρει, μιας κι εκείνος πάντα συζητούσε για το τι έκαναν όλοι οι άλλοι, και όχι για τον εαυτό του. Θα ήθελα να μπορούσα να έρχομαι μαζί σου, Δήμητρα, για να μάθω όσα περισσότερα μπορώ.
Θα μπορούσε ο πατέρας μου να είχε κάνει πολλά πράγματα και κανείς να μην το είχε εκτιμήσει, αλλά, ειλικρινά, αυτός ο κόσμος και η ευγνωμοσύνη του ήταν ο λόγος που όλο αυτό πέτυχε. Και πιστεύω πως αυτό λειτουργούσε αμφίδρομα, δηλαδή ο πατέρας μου φερόταν έτσι επειδή οι Μυκονιάτες σαν άνθρωποι είχαν αυτή την ποιότητα. Δεν ήταν μια μονόπλευρη σχέση. Ήταν και οι δυο πλευρές μαζί που συνέβαλαν στην επιτυχή αυτή σχέση και όχι μόνο ο πατέρας μου. Γιατί θα μπορούσε κάποιος να κάνει το ίδιο με άλλους ανθρώπους και να μη λειτουργούσε. Ήταν οι άνθρωποι της Μυκόνου που το κατάφεραν αυτό. Ξέρεις, Φρασκούλα, η μαμά και ο μπαμπάς σε αγαπούσαν γιατί ήσουνα εσύ, η Φρασκούλα!.
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 03-07-2014]