Πέτρος Μουζούρης
Ο Πέτρος Μουζούρης του Μιχαήλ και της Γεωργίας, γεννήθηκε το 1941 στον Πειραιά. Απεβίωσε το 2018. Εργάστηκε στο Συνεργείο, στα Πλυντήρια, στο Χημείο, στον Λούλο.
Λέγομαι Πέτρος Μουζούρης. Θα μιλήσω για το Μεταλλείο της Μυκόνου. Αυτό πριν από πάρα πολλά χρόνια, στην αρχή του 20ού αι. ήταν γαλλικών συμφερόντων, και μετά το ανέλαβαν να το λειτουργήσουν και να το επεκτείνουν οι Αμερικάνοι με την εταιρεία MAGCOBAR, που είχε γύρω στα 36 μεταλλεία ανά τον κόσμο.
Όταν ξεκίνησε η κατασκευή του, ο αδερφός μου ο Αντώνης ήταν ο τεχνικός που μαζί με 2 Γερμανούς, με τον Κολτάκη και τον Αναστασίου –και με πολλούς εργάτες φυσικά– μοντάρανε την Γέφυρα που ήταν στο Λούλο, για να έρχονται τα πλοία των 10.000 περίπου τόνων να φορτώνουν το βαρύτη. Στη συνέχεια πήγε μέσα στο Εργοστάσιο Επεξεργασίας και Παραγωγής, που το λέγαμε κοινώς Πλυντήριο. Το νερό το παίρναμε από την θάλασσα μέσω μιας πομόνας, με μια diesel μηχανή CATERPILLAR, 6κύλινδρη, δίχρονη, 220 hp. Ο αδερφός μου μοντάρισε και αυτό το Εργοστάσιο μαζί με άλλους τεχνικούς και ανέλαβε ως εργοδηγός στην Παραγωγή.
Στον Λούλο υπήρχε άλλο ένα εργοστάσιο που όταν φέρνανε μπεντονίτη χύμα από τα ορυχεία της Μήλου, έκανε επεξεργασία στον μπεντονίτη, τον σάκιαζε σε 50κιλα ή 25κιλα μάλλον σακιά και μετά τον φορτώνανε σε μικρά motorship κάτω από τη Σκάλα σε έναν μικρό προβλήτα, όπου αποκεί δεν ξέρω σε ποιο σημείο τον πηγαίνανε.
Στο Μεταλλείο μέσα υπήρχανε γαλαρίες από τις οποίες έβγαινε ο βαρύτης σε όγκους και πήγαινε στα Πλυντήρια, σε μία σκάφη μεγάλη και εκεί μεγάλες πέτρες τις έσπαγε ο εργάτης, έπεφταν μέσα από την σχάρα σε έναν παλινδρομικό σπαστήρα, και αποκεί πήγαινε σε κάποιο περιστροφικό κόσκινο για να πέσει μέσα στον περιστροφικό σπαστήρα, να μικρύνουν πολύ τα μεγέθη των κομματιών αυτών, και κάποια σημεία πηγαίνανε, κάποια υλικά δηλαδή, στα jigs, είχε δύο jigs που ήταν παλινδρομικά και δούλευαν και αυτά με νερό, και στην έξοδό τους, από ό,τι θυμάμαι, πήγαινε σε κάτι τράπεζες που εκεί γινόταν μια καλύτερη διαλογή, και αποκεί τα έπαιρνε μεταφορική ταινία και τα πήγαινε στα σιλό.
Τα φόρτωναν φορτηγά, τα πήγαιναν στο Λούλο, και από το Λούλο υπήρχαν μπουλντόζες που τα έσπρωχναν να πέφτουν μέσα σε ειδική χοάνη και τα έπαιρνε μία μεγάλη μεταφορική ταινία, η οποία στη Γέφυρα που είχαμε πει πριν, που κατασκεύασαν με πυλώνες που είχε έδρα την θάλασσα, τα έριχναν σε πλοία περίπου 10.000 τόνων, και αποκεί δεν ξέρω πού ακριβώς πήγαιναν, στην Αμερική ή σε άλλα μέρη.
Σ’ αυτό το Μεταλλείο ήταν τότε γενικός διευθυντής ο κύριος Martin, Αμερικάνος, ο οποίος ήτανε φανταστικός άνθρωπος. Και εν συνεχεία ήρθε ο κύριος Πρεζάνης, αυτός ήταν μηχανολόγος και πολύ έξυπνος άνθρωπος, λίγο σκληρός για τους εργαζόμενους, αλλά αποδοτικός για τα συμφέροντα της επιχείρησης. Μετά, από ό,τι θυμάμαι, είχε έρθει ο κύριος Παρασκευαΐδης, ένας φανταστικός άνθρωπος, ένας μεταλλειολόγος, πολύ γνώστης και έμπειρος, αλλά προπαντός φιλάνθρωπος, και χαρακτήρας υπερβολικά ευγενικός.
Υπήρξε και κάποιος Ποταμιάνος, ο οποίος ήταν χημικός μηχανικός. Και αυτός πολύ δυνατός στην δουλειά του και καλός άνθρωπος, ήσυχος. Και θυμάμαι πολύ καλά και κάποιον άλλο μεταλλειολόγο, ο οποίος λεγόταν Παναγόπουλος Κώστας, ο οποίος τελικά έφτασε να είναι και καθηγητής του Πολυτεχνείου. Ήταν ένα φανταστικό παιδί, πάρα πολύ καλός –και σαν άνθρωπος και σαν μεταλλειολόγος– κι έφτασε πολύ ψηλά.
Το Μεταλλείο τότε έσωσε πάρα πολύ κόσμο και από τη Μύκονο, που δεν είχε αναπτυχθεί τότε ο Τουρισμός στο βαθμό που είναι σήμερα, αλλά και πολλά άτομα που είχαν έρθει από την Εύβοια, από τη Λήμνο, και από άλλα μέρη της Ελλάδος. Σ’ αυτό το Μεταλλείο είχε δουλέψει ο πατέρας μου ως ξυλουργός, ο αδερφός μου ο Νίκος ως επιστάτης, και μετά την αποχώρηση του αδερφού μου του Αντώνη ανέλαβε εργοδηγός στα Πλυντήρια, δηλαδή στο Εργοστάσιο Παραγωγής.
Να πάμε λιγάκι στο Συνεργείο αυτοκινήτων. Θυμάμαι κάποιον Πέτρο –ξεχνάω το επώνυμό του–, ο οποίος ήταν φοβερός τορναδόρος. Εκεί ήτανε εργοδηγός ο Θόδωρος ο Βαγενάς, ήτανε ο Γιάννης ο Ασημομύτης, Μυκονιάτης ήτανε, που τον λέγαμε σαν παρατσούκλι «ο Γύφτος» –ο ίδιος είχε βγάλει αυτό το όνομα– οποίος ήτανε και είναι φοβερός άνθρωπος, ακμαίος πάρα πολύ, είναι 87 ετών σήμερα, και το χιούμορ του δεν τον έχει εγκαταλείψει, με αυτό ζούσε και μας έδινε κι εμάς πάρα πολύ ζωή. Γιατί συνεχώς μας πείραζε και ήταν άνθρωπος φιλικότατος και πολύ καλός στην καρδιά. Θυμάμαι τον μαστρο-Τάσο, ένα μηχανικό πολύ καλό σε diesel μηχανές, ο οποίος ασχολείτο συνεχώς να μας λέει θέματα περί του Ναστραδίν Χότζα. Του άρεσε πολύ το κρασάκι, η παρέα στην Καντίνα, όταν τρώγαμε το μεσημέρι. Μπορώ να θυμηθώ τον κύριο Ηλία τον Ντρουφάκο. Ήταν ένας φανταστικός άνθρωπος, προϊστάμενος στο Ζυγιστήριο, δηλαδή στο Γραφείο Κίνησης. Ποιους άλλους μπορώ να θυμηθώ; Α! Το Γανωτή το Νίκο, ο οποίος ήτανε εργοδηγός στις γαλαρίες. Ένας πάρα πολύ έμπειρος, έξυπνος και αποδοτικός στη δουλειά του.
Ποιους άλλους μπορώ να θυμηθώ; Τον ηλεκτρολόγο τον Παππά, ο οποίος ήτανε πανέξυπνος άνθρωπος, αλλά δεν είχε την καλοσύνη που είχαν κάποιοι άλλοι. Για μένα ήτανε, όχι καλός στην καρδιά, καθόλου, ατομιστής εντελώς! Είναι όμως συ’χωρεμένος πλέον, δεν υπάρχει καμία κακία.
Θα πω εν τω μεταξύ για τον Παναγιώτη το Λοΐζο, ότι ήταν ο καλύτερος γκρεϊντερίστας που υπήρχε. Η καρδιά του ήτανε μωρού παιδιού πάντα. Όλο με χιούμορ αντιμετώπιζε τα πάντα. Αγαπούσε όλο τον κόσμο. Εμένα μ’ έβαζε και οδηγούσα το γκρέιντερ (grader) όταν ήμουνα οχτώ, εννέα και δέκα ετών –στο τιμόνι φυσικά δίπλα του–, και στρώναμε και το γήπεδο που είχε γίνει στην Άνω Μερά μαζί. Με είχε όλο δίπλα του. Κι επειδή ήμουνα επιδέξιος στο τιμόνι, μου ’ριχνε καρπαζιές και μου ’λεγε: «Ρε κωλομπούρμπουρο, τ’ είν’ αυτά που καταφέρνεις σε τέτοια ηλικία;». Δε’ θα τον ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου! Ήταν απ’ τους καλύτερους ανθρώπους που συνάντησα ποτέ! Και βλέποντας τα παιδιά του μου δίνουν μεγάλη χαρά γιατί στο πρόσωπό τους νομίζω πως βλέπω τον πατέρα τους.
Δε’ μπορώ να ξεχάσω και το Γιάννη τον Κολτσάκη. Ένας φανταστικός άνθρωπος, πρώην μηχανικός των πλοίων, πάρα πολύ έμπειρος και επιδέξιος μηχανικός, ο οποίος είχε δουλέψει στο Λούλο μαζί με τον αδερφό μου τον Αντώνη, και μετά δούλεψε στο Συνεργείο αυτοκινήτων, επισκευάζοντας τα μπιστόλια που λέγαμε των κομπρεσέρ, και εκεί είχε συνεργαστεί πάρα πολύ καλά και με τον αδερφό μου τον Μάρκο. Όπου ο αδερφός μου ο Μάρκος τον αγαπάει πάρα πολύ και θα ήθελε να ξανασυναντηθεί μαζί του γιατί πέρασαν πάρα πολλές γλυκές στιγμές μαζί.
Δε’ θα ξεχάσω ποτέ κι άλλον έναν ο οποίος ήταν εργάτης στις γαλαρίες και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Τον Αλέκο τον Πολυκανδριώτη, τον Ανωμερίτη. Ήταν ένας φανταστικός άνθρωπος, ένας οικογενειάρχης που άφησε γυναίκα και μικρά παιδιά. Τέσσερα μάλλον παιδιά, απ’ ό,τι θυμάμαι.
Και τέλος πάντων, μπορώ να πω και κάτι άλλο, όχι γιατί ο Αντώνης ο Μουζούρης ήταν αδερφός μου –και ο Νίκος–, αλλά ο Αντώνης ειδικά, που είχε δημιουργήσει όλα αυτά τα θέματα στο μοντάρισμα στην κατασκευή ήτανε και ο άσος σε βλάβες, σε επισκευές και σε συντήρηση. Και μετά τον διαδέχτηκε ο Νίκος ο οποίος είχε μάθει απ’ τον Αντώνη όλη αυτή τη δουλειά και μπόρεσε το Μεταλλείο να σταθεί στα πόδια του, μέχρι το 1983, απ’ ό,τι μου είχανε πει όπου έκλεισε, γιατί έφυγα μικρό παιδί.
Κι εγώ, αν θέλετε να πούμε για μένα, είχα δουλέψει όταν έβγαλα το Δημοτικό, το καλοκαίρι στο Συνεργείο αυτοκινήτων, και όταν έβγαλα την Α΄ Γυμνασίου πήγα στα Πλυντήρια και είχα αναλάβει τη συντήρηση, όταν ήμουνα βάρδια πρωινή, και το Χημείο, ως υπεύθυνος να βγάζω το ειδικό βάρος του βαρύτη. Όταν είχα ελεύθερο χρόνο, μέχρι να γίνει η αποξήρανση του υλικού που ήταν βρεγμένο μέσα στα τηγάνια, για να μπορώ να το περάσω στο τριβείο και αποκεί να μπορέσω να βγάλω το ειδικό βάρος βάζοντάς το σε κάτι ειδικά φιαλίδια, ωστόσο όταν είχα χρόνο πήγαινα και γέμιζα τα καπελάκια και τα σφυριά του σπαστήρα με ειδικά ηλεκτρόδια κρούσης, και ωστόσο έπαιρνα και τα δείγματα για να μπορώ να βγάλω το ειδικό βάρος. Κάποια στιγμή δούλεψα, στα 14 μου χρόνια που έβγαλα τη Β΄ Γυμνασίου, πάντα απογευματινή βάρδια 3 με 11 το βράδυ, και μετά, για να βγάλω περισσότερα χρήματα, πήγαινα στο Λούλο, κι εδούλευα ως εργάτης κι εκουβάλαγα σακιά των 25 κιλών, όπως και οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι κι εφορτώναμε αυτά τα motorship, όλο το καλοκαίρι μέχρι το τέλος του Αυγούστου. Έκανα μετά 5-10 μέρες κι εγώ διακοπές και μπάνια και μετά έφυγα πια για την Αθήνα, γιατί θα πήγαινα στην Γ΄ Γυμνασίου, νυχτερινό, όπου την ημέρα εργαζόμουν και το βράδυ τέλειωσα το Γυμνάσιο μ’ αυτόν τον τρόπο και μετά σπούδασα Ηλεκτρομηχανολογικά, κι έγινα και καθηγητής, έξι χρόνια με 8 διαφορετικά μαθήματα.
Θυμάμαι λοιπόν αυτό το Μεταλλείο, με αυτούς τους καλούς ανθρώπους, και ακόμη τη δύναμη που έδωσε και τη βοήθεια σ’ ολόκληρο το νησί, όταν έπαιρναν στο τέλος του μήνα πάντα το τσεκ, δηλαδή τις ελληνικές επιταγές που λέμε σήμερα, κι επήγαιναν να τις εξαργυρώσουν στην Εθνική Τράπεζα και γέμιζε ζωή όλο το νησί, γιατί αυτοί κατανάλωναν τα χρήματά τους εδώ. Τα περισσότερα στο να πληρώσουνε ενοίκια, να ζήσουν με την καθημερινή τους διατροφή, την ένδυση και όλα τ’ άλλα που μπορούσαν να κάνουν, ακόμη και τη διασκέδασή τους.
Το Μεταλλείο για μένα ήταν η μεγαλύτερη ζωή στο νησί, που τελικά το διαδέχτηκε ο Τουρισμός, όπου αυτή τη στιγμή σφύζει από τουρίστες η Μύκονος και ήταν, είναι και θα είναι για πάντα το νησί με τη μεγάλη αίγλη και το νησί που διαθέτει τις πιο καθαρές θάλασσες και τις καλύτερες αμμουδιές.
[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 06-10-2014]