Παναγιώτης Γρυπάρης

Ο Παναγιώτης Γρυπάρης («Κλάδιος») του Μιχάλη και της Μαρίας γεννήθηκε το 1931 στη Μύκονο. Απεβίωσε το 2016. Εργάστηκε ως οδηγός (1956-1966).

Λέγομαι Γρυπάρης Παναγιώτης του Μιχαήλ και της Μαρίας. Στο Μεταλλείο πήγα μετά που απολύθηκα από στρατιώτης, περίπου το 1956. Εκεί βρήκα πολλούς φίλους. Θυμάμαι το Σταύρο το Μπουγιούρη («Κοντάνι»), το Θοδωρόγιαννο το Δημήτρη, τον «Καμπούρη» το Θοδωρή, ήμαστε μαζί. Πολλοί ήμαστε. Ήμαστε τρεις βάρδιες. Σκληρή δουλειά. Υποφέραμε… Αλλά, οι μπολντοζιέρηδες υποφέρανε όσο τι…, αφού ήτανε ξεσκέπαστα τα μηχανήματα και δούλευαν και βράδυ στη φόρτωση των πλοίων.
Όταν πήγα εγώ εκεί είχανε τα Τζέιμς (GMC), τα οποία ήτανε φθαρμένα πολύ. Δεν είχανε ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα, και τα καθίσματα δεν είχανε μαξιλάρι. Βάζαμε από τους δυναμίτες τα κουτιά και καθόμαστε απάνω. Και τραβιόμαστε όλη νύχτα-όλη μέρα μ’ αυτά. Καμμιά δεκαριά μήνες τους υπόφερα. Μετά φέρανε τα Γιούγκλις (Euclid) και ήτανε πιο αλαφριά η δουλειά. Βαριά αμάξια βέβαια, αλλά δεν κουραζόμαστε τόσο, ήτανε πολύ καλά. Τότες εβρήκα μια ευκαιρία, ένα μηχανάκι, κι επήρα, για να φεύγω πιο γρήγορα. Γιατί ώσπου να κάμουνε αποδώ-αποκεί, αργούσαμε μισή ώρα. Εγώ έφευγα με το μηχανάκι, αλλά έκανε κρύα πολλά, κι ο φίλος μου ο Παναγιώτης με φώτισε κι έβαλα εφημερίδα στο στήθος μου κι έκοψε το κρύο κι επέρασα καλά, δεν κρύωνα το πολύ πολύ. Ο Παναγιώτης, ο λεγόμενος «Λωλάδας» –να τoνε πω έτσι, δεν πειράζει, έ;– ήτανε ο καλύτερος ά’θρωπος του Μεταλλείου. Δεν χάλασε η καρδιά του ποτές, έφτιαξε όλους τους δρόμους –όλη μέρα στο δρόμο ήτανε ο ά’θρωπος–, όλη μέρα. Όταν με έβλεπε, έλεγε: «Παναγιώτου του Ιερομονάχου».
Κουβαλούσα με τα φορτηγά το μετάλλευμα στο Λούλο είτε απ’ τις γαλαρίες είτε απ’ τα φελόνια. Ένα διάστημα που δουλεύανε πέντε άτομα στον Πάναρμο κι εκόβανε ένα φελόνι, έπαιρνα το αυτοκίνητο το μεσημέρι εγώ από την Εταιρεία, το κατέβαζα κάτω στη Χώρα, και το πρωί που ανέβαινα επά’αινα πρώτα από τον Πάναρμο κι εφόρτωνα βαρύτη και το πήγαινα στο Λούλο, έτοιμο, καθαρό! Ένα καλό φελόνι ήτανε, και το πήρανε. Όχι γαλαρία, φελόνι. Άμα λέμε φελόνι, επιφάνεια.
Όταν πρωτοπήγαμε απάνω στον Προφήτη Ηλία, μας φόρτωνε ο πατέρας σου . Είχε πολύ πράμα! Σουροί έτοιμο βγαλμένο! Γιατί εκείνη την εποχή, αρχές του 20ού αι., επαίρνανε το μολύβι κι αφήνανε το βαρύτη. Κι είχε χιλιάδες τόνοι απάνω. Το λοιπόν, επή’αμε με το σ’χωρεμένο τον Παναγιώτη, έβαλε τη μπολντόζα, κι όσο έσκαβε, εβγαίνανε φίδια… Κι εφόρτωνε μαζί με το βαρύτη και φίδια, και τα πα’αίναμε στο Σπαστήρα και τα κάνανε… “κιμά”. Ήτανε παλαιά. Πολύ πράμα!
Μετά ξεκινήσαμε κι επήγαμε στο Τηγάνι, κι εκάμανε ένα πηγάδι βαθύ για να πάνε στο Τρα’ονήσι, να πάρουν το πράμα υπό της θαλάσσης. Αλλά, λόγω που δεν προλαβαίνανε να πιάσουν τα νερά της θάλασσας, το παρατήσανε. Είχαν προχωρήσει αρκετά. Πή’α κι εγώ κάτω μια φορά, ναι! Ήτανε μεγάλο φελόνι. “Αφρός”! Το Φυρέ θα ’χε καμμιά εκατοστή μέτρα πολύ καλό πράμα, αλλά δεν μπορούσαν να το πάρουνε, να πιάσουν τα νερά. Αν εξεκίναγε αυτό, θα ’ταν ακόμα εδώ η ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Εκατομμύρια τόνοι. Αλλά, πολύ βαθιά, και η θάλασσα μπουκάριζε συνέχεια. Όσο σκάβανε, κολυμπούσανε οι α’θρώποι μέσα, και δεν έβγαινε. Εγώ πά’αινα εκεί, τους πά’αινα νερά και πετρέλαια.
Κλέβανε κιόλας… Εκεί που καθόμουνα μες στ’ αυτοκίνητο για ν’ αδειάσει το πετρέλαιο, βλέπω ένα λάστιχο αποπάνω κι έτρεχε –απ’ τα μεγάλα των Γιούγκλις– κι επή’ε στη θάλασσα. Το ’χανε κλέψει αποπάνω… Άσε τις δυναμίτες! Στον Αϊ-Πέτρο είχε φελόνια, επιφάνειες, και μόλις σχολνούσαμε πα’αίναμε το υλικό, για αύριο να ’χουνε. Και πα’αίνανε οι μάγκες και το κάνανε, να! Το κλέβανε, δεν αφήνανε τίποτας. Όλ’ αυτά, πετρέλαια και δυναμίτες, τα κουβάλαγε ο «Μαδούπας» με το καΐκι στο Λούλο, κι εμείς τα μεταφέραμε στις Αποθήκες.
Ύστερα ήταν ο μπεντονίτης, που ερχότανε απ’ τη Μήλο με το μότορσιπ του Καμπανάρου στο Λούλο. Κι όλοι οι εργάτες, όλοι αυτοί απ’ τον Πιάτυ Γιαλό ( = Πλατύ Γιαλό), εδουλεύανε εκεί μέσα μερόνυχτα. Όλοι, «Γιαννούληδες», «Πετεινοί», όλοι αυτοί, δουλεύανε από κάτω, ξεφορτώνανε. Αυτό το φορτίο το παίρναμε εμείς και το πηγαίναμε απάνω. Αλλά αυτοί μπορεί να κάνανε και τρεις μέρες κάτω, μερόνυχτα. Πού να ξεκολλήσουνε! Τα παίρνανε αργολαβία. Η Εταιρεία επλέρωνε! Επλέρωνε πολλά λεφτά!
Θανατηφόρα, όσο ήμουνε εγώ, γίνανε στη 40 και στην 130, εκεί απέναντι απ’ το Φυρέ που ’ναι μια γαλαρία, που έγινε το πηγάδι απάνω – αλλά χαμηλά. Τον θυμάμαι. Με φωνάξανε κι επήγα και τον πήραμε απ’ την 130, τον σαβανώσανε εκεί, τον πήγαμε στο βαπόρι, τον πήρανε με το βίντσι απάνω, τότες δεν είχανε…
Να σου πω για το Πλυντήριο. Ήτανε εκεί ο Ντίνος o Ζουγανέλης («της Μαρούσας»). Αλλά είχε γεμίσει απάνω πια το Πλυντήριο, οι σκάφες. Εμείς αποκάτω τραβούσαμε. Πάω εγώ και τραβώ, και χώνεται ο Ντίνος μέχρι το λαιμό. Χάσαμε το Ντίνο… Ξεφορτώναμε, ανοί’αμε τη μπούμα και παίρναμε το πράμα. Αυτός ήταν απάνω και τον τράβηξε κάτω. Ήτανε βαρύ το πράμα και τον πήρε μαζί. Παραλίγο να τονε πάρω στο αυτοκίνητο μέσα. Μετά από καμιά ώρα βγήκε όξω, και με περίμενε σ’ άλλο δρομολόγιο, και με παίρνει κυνήγι μ’ ένα μαχαίρι – μ’ εκυνήγαγε να με πιάσει ο Ντίνος.
Για την Αγία Βαρβάρα, τη χτίσαμε εμείς. Εβάλαμε τον οβολό μας, το μεροκάματό μας και τη χτίσαμε εμείς την Αγία Βαρβάρα τότες, δεν ξέρω αν τα ξέρεις.
Το ’62 έδωσε η Εταιρεία «Πενταετία Καλής Θέσεως». Δεν τα πήραμε όλοι. Πεντέξι τα πήραμε, εγώ, ο πατέρας σου…, λόγω της απόδοσης. Το ξανακάνανε άλλη μια φορά, στη δεκαετία. Στου Φιορεντίνου το ξενοδοχείο ΔΗΛΟΣ έγινε ο χορός. Μεγάλος χορός. Θυμάμαι χόρεψε κι ο πατέρας σου τότες. Ναι! Κι όσο χόρευε φώναζε: «Κλάδιεεε!» – για να τονε δω. Του ’λεγα εγώ: «Ίσια το κορμί σου, ίσια!». Ταγκό χορεύανε, ευρωπαϊκά.
Αλλαγή! Όλοι δουλεύανε, όλος ο κόσμος δούλευε. Τα μπακάλικα, όλα-όλα-όλα δουλεύανε. Βέβαια παίρναμε επιταγή, δεν επαίρναμε χρήμα. Πα’αίναμε στην Τράπεζα, επαίρναμε τα λεφτά και μετά πλερώναμε τις υποχρεώσεις, ο κόσμος. Είχε πολύ κόσμο ξένο. Είχε απ’ τη Λήμνο, είχε απ’ τη Χαλκίδα, τη Χαλκιδική. Είχε πάρα πολύ κόσμο. Τρεις βάρδιες. Απ’ την Εταιρεία ετότες ζούσε η Μύκονος. Εγώ έπαιρνα εκείνη την εποχή 3.500 δρχ. μηνιάτικο κι εζούσαμε πάρα πολύ καλά. Δε’ μας εφάγανε ποτέ φράγκο, οι υπερωρίες εγραφότανε, τα πάντα.
8-9 χρόνια, έμεινα εκεί. Μετά πήρα προέγκριση του λε’φορείου κι επήγα στα λε’φορεία. Όλα τα δρομολόγια κάναμε: Άνω Μερά, Άγιο Στέφανο, Ορνό, Πλατύ Γιαλό, είχαμε πάρει και τα Μεταλλεία, τα σχολεία… Αυτά ήτανε! Σου ’πα πολλά, ε;

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 09-02-2016]