Παναγιώτης Λοΐζος

Ο Παναγιώτης Λοΐζος του Ιωάννη και της Μαρίας, γεννήθηκε το 1921 στον Πειραιά. Απεβίωσε το 2003 στην Άνω Μερά Μυκόνου. Εργάστηκε ως οδηγός αρχικά, και στη συνέχεια ως χειριστής βαρέων οχημάτων – μηχανημάτων οδοποιίας (1955-1982).

Το ’55 ήρθα στη Μύκονο, αφού πολέμαγα  τσαγκαριό στον Πειραιά. Το ’55 ήρθα εδώ, που άνοιξε το Μεταλλείο, και λέω να πάω για οδηγός. «Αφού πάμε, λέω, κάθε καλοκαίρι. Γιατί να μη πάμε;». Τέλος πάντων, η γυναίκα, όλο την τράβαγα, δεν έλεγε ποτέ όχι, όπου πηγαίναμε. Ε, έρχομαι, Στην αρχή ήτανε δοκιμή η δουλειά. Άνοιξη, τέτοια εποχή είχα έρθει, το ’55. Μετά έκλεισε για να κάνουνε δοκιμές, έρευνες. Τέλος πάντων, Σεπτέμβρη-Οκτώβρη ξανάνοιξε η δουλειά του Μεταλλείου. Με πήρανε, λοιπόν, ως οδηγός. Επειδή ήμουνα άξιος και μέσα σε όλα, μετά με βάλανε στη μπολντόζα, με βάλανε στο γκρέιντερ (grader), κ.ο.κ.
Και να σκεφτείτε, μετά θάνατον θα γραφτώ στα βιβλία… Οι πιο πολλοί δρόμοι που έχουν ανοίξει στο νησί, από τότε μέχρι το ’83 που έκλεισε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, έγιναν από μένα, με τα μηχανήματα της Εταιρείας, βέβαια. Το ’48 που γνώρισα τη Μύκονο δεν υπήρχε ούτε ποδήλατο. Το ’50 ήρθε το πρώτο αυτοκίνητο, κι από κει και πέρα, μέχρι σήμερα, το τι γίνεται…
Λοιπόν, εγώ, από το ’55 που έπιασα δουλειά, μέρα-νύχτα δουλειά, μέρα-νύχτα δουλειά, εβαρέθηκα… Η Ιωάννα εγεννήθηκε στην Κουκουλού  16 Αυγούστου το ’55. Ναι, τότε γεννήθηκε. Αλλά δεν είχα ακόμα πιάσει τη μόνιμη δουλειά. Τα δυο [πρώτα] παιδιά [Λίζα και Μαρία] υπήρχανε, ’51 και ’52, το ’55 η Ιωάννα στην Κουκουλού με την κυρα-μαμή, την «Καλλιβρούσαινα». Ωραία… Και προχωράμε. Παραμονές του ’60 έφυγα. Η γυναίκα έγκυος στη Δημητρούλα. Πάμε στον Πειραιά, δεν ήθελα πια να μείνω στη Μύκονο. Είχα κουραστεί μέρα-νύχτα δουλειά. Ε, πάμε, έπιασα εγώ δουλειά κάπου σε αυτοκίνητα, αλλά λέω: «Σαν τον παράδεισο και σαν την ανεξαρτησία της Μυκόνου…». Τα μαζεύω, με το τέταρτο παιδί που γεννήθηκε στον Πειραιά, τη Δημητρούλα, κι ερχόμαστε, και πάμε στην Κουκουλού, με τέσσερα παιδιά! Μετά κατεβαίνομε στο Μοναστήρι. Τέσσερα παιδιά σ’ ένα καμαράκι. Να τα κάνομε  –ό,τι κάναμε– στο κελί, και να τα ρίχνομε στο χωράφι του Μοναστηριού. Τσουλάνε γύρω γύρω, γύρω γύρω, τέσσερα παιδιά.
Μετά κατεβήκαμε στη Χώρα. Το ’64 ξαναφεύγω. Έφτιαξα, βέβαια, το σπίτι στην Πετρούπολη, που είχα πάρει το οικόπεδο το ’60 – ε, με γραμμάτια, με το ’να, με τ’ άλλο. Το ’65 πια, τελεσίδικα εφτιάχτηκε. Και μαγαζάκι, πως θα κάνω ψιλικατζίδικο και τσαγκαριό. Να πηγαίνει η Ιωάννα στο σχολείο –η Δημητρούλα ήτανε μικρή ακόμα– στην Πετρούπολη, και οι άλλες δυο να πηγαίνουν Γυμνάσιο στα Λιόσια. Ταλαιπωρία, αγώνας, εξορία… Και ξαναμπίρντα  στη Μύκονο με τα τέσσερα παιδιά. Στην Άνω Μερά πια, κι εφτιάξαμε το σπίτι στον Μπάσουλα. Το ’72 φεύγω ξανά, με σκοπό να ξαναγυρίσω. Φτιάχνω, λοιπόν, το σπίτι στον Πειραιά, άλλον αγώνα…

Ηχητικό απόσπασμα από την προφορική μαρτυρία του Π. Λοΐζου

[ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, Απρίλιος 2001]