Παναγιώτης Νικολακάκος

Ο Παναγιώτης Νικολακάκος του Ηρακλή και της Πιπίτσας γεννήθηκε στη Λιαντίνα Λακωνίας το 1947 [πρώτος εξάδελφος και έμπιστος του Δημήτρη Λιαντίνη]. Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός ΕΜΠ, εργάστηκε αρχικά ως μηχανικός μεταλλείου και το 1975 έγινε διευθυντής της ΜΥΚΟΜΠΑΡ Μυκόνου (1973-1979).

Με τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ ξεκίνησα το 1968 το καλοκαίρι, σαν φοιτητής. Την επόμενη φορά που συνδέθηκα πια με τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, ήταν όταν είχα τελειώσει το Πολυτεχνείο το 1973, είχα τελειώσει και τον Στρατό, και ήρθα για δουλειά εδώ σαν μηχανικός. Σημαδιακά η σύνδεσή μου ήτανε, 16 ή 17 Νοέμβρη υπέγραψα σύμβαση, ημέρα του Πολυτεχνείου του ’73, και έφυγα στο χωριό για να πάρω τα πράγματά μου να γυρίσω, και 25 Νοεμβρίου το Κίνημα του Ιωαννίδη. Δεν έφυγε το πλοίο από τον Πειραιά, γιατί εκείνη τη μέρα έγινε το Κίνημα που ρίξανε τον Παπαδόπουλο.
Να σου πω κατ’ αρχάς το πνεύμα της Εταιρείας, πώς ήταν εδώ. Είναι γνωστό ότι ήταν αμερικανικών συμφερόντων. Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν θυγάτηρ της MAGCOBAR με έδρα το Λονδίνο, κι αυτή ήταν θυγάτηρ της DRESSER με έδρα την Αμερική. Εδώ που ήρθα, για μένα ήτανε σχολείο – όπως και για όσους περάσανε αποδώ! Με ποια έννοια σχολείο: ξεκίναγες σ’ ένα ορυχείο πάρα πολύ δύσκολο. Δύσκολο, με την έννοια βασικά της ασφάλειας. Η μέθοδος αυτή εκμετάλλευσης που τη λέγαμε Συμπτυσσόμενο Μέτωπο τότε, είναι μία μέθοδος η οποία είναι απλή στο να υλοποιηθεί, αλλά είναι επικίνδυνη. Γι’ αυτό και είχε πολλά ατυχήματα. Επί των ημερών μου εγώ –από το’73 τον Νοέμβριο μέχρι 31-12-’78, που σημαίνει 5 χρόνια– είχαμε, αν θυμάμαι καλά, 4 ή 5 θανατηφόρα. Και καταλαβαίνεις τώρα, ότι η προσωπική μας ελευθερία ήτανε θέμα εισαγγελέα. Δεν είναι απλά θέματα αυτά. Βέβαια το πνεύμα της Εταιρείας ήτανε εμπιστοσύνη. Εγώ βρήκα εδώ πέρα προϊσταμένους, τον Τάσο τον Παπαδόπουλο και έναν Αμερικάνο, τον Brad. Οι οποίοι και οι δύο ήταν υπέροχοι. Ήτανε συνεργάσιμοι και υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Τώρα, εγώ απέναντι στην Εταιρεία ήμουνα συνεπής με την έννοια του αποτελέσματος. Δηλαδή, ο σκοπός μου ήτανε να φέρω καλό αποτέλεσμα. Οι Αμερικάνοι, πρωτοπόροι στο πνεύμα της διοίκησης των επιχειρήσεων, σου δίνανε μεγάλο περιθώριο ελευθερίας, και αποκεί εξαρτιόταν το αποτέλεσμα και η δική σου εξέλιξη, ή τύχη, ας πούμε. Βέβαια ποτέ δεν ήμουνα σκληρός με τους εργαζόμενους. Αν ήταν να επιλέξω κάποια στιγμή να πάρω το μέρος της Εταιρείας ή των εργαζομένων, θα έπαιρνα το μέρος των εργαζομένων. Δεν έτυχε όμως να αντιμετωπίσω αυτό το πρόβλημα γιατί όλα ήταν ομαλά. Θέλω να πω πως εδώ έμπαινες στο πνεύμα της δουλειάς, της επιχείρησης. Αυτό ήτανε καλό. Και γενικά η Εταιρεία τον πρόσεχε τον εργαζόμενο. Βέβαια με το αμερικάνικο πνεύμα, ότι «σε στέλνω στη δουλειά, έχε και λίγο τον νου σου!».
Τώρα, γιατί έφυγα 31-12-’78; Προφανώς γιατί έβλεπα ότι τελειώνει. Αλλά λύθηκε τόσο γρήγορα η σύμβαση μετά το διπλό θανατηφόρο που έγινε – αν θυμάμαι καλά 27 Δεκεμβρίου του ’78. Τότε σκοτώθηκε ο Βαγγέλης ο Γεωργίου με τον Γιάννη τον Καβαλέρο. Θα μου πεις: «Γιατί σε πείραξε τόσο πολύ;». Άκου, γιατί: 27 Δεκεμβρίου, όπως καταλαβαίνεις, είναι η μεθεπόμενη των Χριστουγέννων. Μια μέρα, δύο, δεν δουλέψαμε λόγω της αργίας – πιοτό, ιστορία. Aνεβαίνοντας επάνω το πρωί 27 Δεκέμβρη, πηγαίνω σε μια αίθουσα που εκεί ξεκίναγε η δουλειά και εκεί έδινε ο εργοδηγός τις οδηγίες για το τι θα κάνουμε σήμερα για να πω στους εργαζόμενους: «Προσέχτε, μετά από αργία, το μυαλό μας είναι αλλού!», και τούτα και τ’ άλλα, τους έκανα μια ομιλία για την ασφάλειά τους, και στο τέλος τους λέω: «Τώρα φύγετε όλοι!». Και κρατάω τον Καβαλέρο με τον Γεωργίου, άλλο ένα ζευγάρι, και τον επιστάτη που θα δουλέψει σ’ αυτό το μέτωπο – ο οποίος είχε κι αυτός ατύχημα πριν, και σοβαρό μάλιστα, ο Νίκος ο Γανωτής («Μπαλάφας»). Κι αυτουνού το ατύχημα είχε περιπέτεια, θα σ’ το πω παρακάτω.
Επειδή, δουλεύανε στο μέτωπο, κι αυτό το μέτωπο τέλειωνε, κάθε δουλειά στο ορυχείο, όταν φτάνει στα όρια από κάθε άποψη, και το όριο είναι και το χρονικό, είναι και το τοπικό, είναι με οποιαδήποτε έννοια. Αυξάνεται ο κίνδυνος. Αυτό βέβαια οι εργαζόμενοι δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Τους λέω, λοιπόν: «Θα πάτε εκεί! Αν δείτε οτιδήποτε επικίνδυνο, θα με πάρετε τηλέφωνο να ’ρθω!» και πήγα στο γραφείο μου. 11 η ώρα με ειδοποιούνε: «Τρέχα, γιατί κάτι έγινε!». Πήγα εκεί και βρήκα δυο σκοτωμένους. Οπότε, λέω: «Δεν έχει νόημα πια! Εσύ τους ειδοποιείς μια ώρα πριν και δεν προλαβαίνεις το κακό… Σήκω, φύγε!». Κι έτσι έφυγα. Ο Καβαλέρος ήτανε αυτό που λέμε «το παλληκάρι». Δεν είναι έτσι όμως. Εδώ θέλει μυαλό.
Με το που είχα έρθει, –δε’ θα ’χε περάσει εξάμηνο ή το πολύ ένας χρόνος–, υποστυλώναμε μια γαλαρία στο ξεκίνημά της, η οποία έβρεχε πέτρες, για να καταλάβεις. Πάω μια μέρα να δω τι κάνουνε, και βλέπω το συνεργείο, 4-5 άτομα, μ’ έναν, αυτός που έκανε το κουμάντο, που θα υποστήριζε τη γαλαρία, ο ξυλοδέτης που λέγαμε εμείς, ήταν ένας, ο μπαρμπα-Νίκος ο Κατσιρμάς από τη Χαλκιδική. Είδα λοιπόν, ότι εκεί που δουλεύανε, αποπάνω κρεμότανε ένας όγκος, ας πούμε 3 μέτρα μήκος, πλάτος ενάμισι μέτρο, και βάθος δεν ξέρω πόσο άμα ξεκόλλαγε… Ένας τρόπος για να καταλάβεις εάν υπάρχει κίνδυνος αποπάνω είναι να το χτυπήσεις με το λοστάρι και ανάλογα με τον ήχο που θα κάνει. Κάνω ένα ντουκ-ντουκ λοιπόν, λέω: «Μπαρμπα-Νίκο, εδώ που δουλεύετε 4-5 άτομα εδωπέρα, αυτό είναι έτοιμο να πέσει!». Και μου λέει λοιπόν: «Παναγιωτάκη, απ’ το πρωί, 2-3 ώρες προσπαθούσα να το ρίξω, δεν πέφτει!». «Κι αφού, λέω, δεν πέφτει, εσύ αποφάσισες να πας αποκάτω!». Επιστάτης σ’ εκείνη τη γαλαρία ήτανε ο Φώτης ο Κωνσταντάρας. Ήτανε εν τω μεταξύ η ώρα λίγο πριν απ’ το κολατσιό που κάνανε, κάπου στη μέση της βάρδιας. Του λέω: «Φώτη, διώξ’ τους να πάνε έξω να φάνε, να κάτσουμε εδώ να δούμε τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πράγμα!». Πραγματικά λοιπόν τους βγάζει έξω και μένω εγώ με τον Κωνσταντάρα. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, είμαι κάτω απ’ τον όγκο εγώ, τον ψηλαφίζω με τα χέρια έτσι [τεντωμένα ψηλά], να δω αν βρω καμιά ρωγμή, να βάλουμε το λοστάρι μήπως πέσει, να το ρίξουμε – ούτε ξέρω γιατί το ’κανα. Εκείνη τη στιγμή που ήμουνα έτσι, νιώθω κρακ! Αμάν! Αλλά ήμουνα νέος, άμα ήμουνα τώρα, θα μ’ έκανε πίτα… Το ότι είχα τα χέρια ψηλά, αυτό με βόηθησε. Γιατί; Γιατί αυτό για μένα ήτανε σαν ν’ ακουμπάω τοίχο. Το βάρος αυτό, 5-10 τόνοι, μπορούσα να το κρατήσω; Καταλαβαίνεις. Με βόηθησε λοιπόν για να δώσω μπλουζόν ανάποδα και να φύγω. Μάλιστα, αυτό το θυμάμαι σαν τώρα, έτσι; Γιατί αυτές οι στιγμές στη ζωή του ανθρώπου δεν ξεχνιούνται ποτέ! Λοιπόν εκείνη την ώρα σκέφτηκα: «Το κεφάλι θα το γλιτώσω. Τα πόδια, τι γίνεται;». Φεύγοντας λοιπόν σαν αίλουρος προς τα πίσω, μαζεύω τα πόδια κουβάρι. Και βρέθηκα στο έδαφος, αυτό έχει πέσει και απέχει απ’ τα πόδια μου τόσο [2 εκατοστά]. Εν τω μεταξύ, ο Κωνσταντάρας, την ώρα που έγινε όλο αυτό, ήτανε στην άκρη, όπως ήτανε αυτό επίμηκες, του ’ξυσε τη φόρμα. Τον ακούμπησε, δηλαδή, για να καταλάβεις. Οπότε, σηκώνομαι απάνω, βέβαια εκείνη την ώρα ήμουνα και λίγο εξαγριωμένος γιατί υπήρχε μια ευθύνη της Εταιρείας γι’ αυτό, και σκέφτηκα τη μάνα μου, όταν θα με πηγαίνανε… Δε’ σκέφτηκα τον εαυτό μου. Κατάλαβες; Τη μάνα μου σκέφτηκα . Τώρα, πώς ήμουνα εγώ κι ο Κωνσταντάρας, θα το καταλάβεις με το τι έγινε όταν βγήκαμε έξω, να βρούμε τους άλλους, αφού πια είχε πέσει ο όγκος. Δηλαδή, εγώ κινδύνεψα να σκοτωθώ, γιατί θα σκοτωνότανε άλλοι. Ίσως όχι ένας, αλλά πέντε. Με το που βγήκαμε έξω, πριν τους πούμε τι έχει γίνει, μόνο που μας είδανε, λένε: «Τι πάθατε, ρε;». Φαντάσου! Αυτό ήτανε ένα χοντρό περιστατικό.
Τ’ άλλα τα περιστατικά που μου ’χουνε μείνει στη μνήμη, είναι αυτά που αλλάζεις διάθεση, και μια σχέση μπορεί να ξεκινήσει έτσι και να καταλήξει ανάποδα, και τα λοιπά. Είχα πάει μια μέρα λοιπόν, τον πρώτο μήνα που δούλευα, εκεί στην αίθουσα που σου ’πα που δίνονταν οι οδηγίες, τότε ήτανε εργοδηγός ο Νίκος ο Γανωτής ο «Μπαλάφας», στη θέση αυτουνού μετά έγινε ο Ντεμένεος ο Κοντιζάς. Εκεί στο “Παρών” λοιπόν, όπως στο Στρατό, παίρνουμε παρουσίες όταν μπούνε στη γαλαρία, και ξανά όταν βγούνε. Να δούμε βγήκαν όλοι; Είναι σαν αυτό που λέμε στο Στρατό ‘Προσκλητήριο’. Ο Μάρκος ο Βούλγαρης, ήταν προϊστάμενος του Συνεργείου των Υπογείων, που φτιάχνανε τις αερόσφυρες, κι αυτά όλα, τα υδραυλικά δίκτυα, κ.λπ., και ήταν απέξω απ’ το «Παρών”. Δεν άκουγε τι έλεγε μέσα ο εργοδηγός. Λέει λοιπόν ο Γανωτής: «Μάρκος Βούλγαρης!». Ο κόσμος που ’ναι μέσα λένε: «Απόξω είναι!». «Γράψε “απών”!», λέω εγώ – πιτσιρικάς τότε, ε; του το σφυρίζουνε του Μάρκου, μπαίνει μέσα: «Γιά δε’ ένας ά’θρωπος, λέει, που θα με πει “απών”!». «Γιατί, του λέω, Μάρκο; “παρών” είναι όταν είσαι μέσα! Όταν είσαι έξω, είσαι “απών”!». Αφού τελείωσε η διαδικασία αυτή με το “παρών”, και φύγανε, του λέω: «Μάρκο, μείνε!». Έρχεται. «Άκου, του λέω, μπορεί να είμαι εδώ ένα μήνα, αλλά να ξέρεις ένα πράγμα! Το γεγονός ότι δε’ σε στέλνω στο Ταμείο για απόλυση, δεν είναι από αδυναμία! Από δύναμη το κάνω! Αυτό να το θυμάσαι!». Σαν να του ’πα: «Μη την ξανακάνεις την κουταμάρα!». Γίναμε οι καλύτεροι φίλοι μετά!
Έχει σημασία ν’ αναφέρω ότι ο κόσμος που δούλευε στο ορυχείο την αγαπούσε τη δουλειά του, και αυτοί που ήτανε στο Λούλο, ο Δημήτρης ο Αναστασίου ήτανε προϊστάμενος, και ο Μουζούρης, που ήτανε στο Πλυντήριο –αυτά ήτανε τα βασικά τα μεγάλα συνεργεία απέξω– και ο Νίκος ο Βανέζης, που ήτανε προϊστάμενος στο Συνεργείο για τα μηχανήματα κ.λπ. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι οι άνθρωποι των Υπογείων δεν θέλανε ούτε για μια μέρα να βγουν να δουλέψουν έξω. Ήθελαν δουλειά μέσα στη γαλαρία! Για σκέψου το λίγο!
Είχα πάντα καλή σχέση με τους εργαζόμενους. Με αγαπούσαν και τους αγαπούσα. Γι’ αυτό άμα γινότανε κάτι, μου στοίχιζε, με τραυμάτιζε, πώς να στο πω; Είχαμε καναδυό θανατηφόρα, αυτά ήτανε ατυχία της στιγμής, βλακεία… Στο Φυρέ ήτανε ένας πιτσιρικάς και είχε μπει μέσα με το βαν κι έπεσε ένας βράχος και τον πλάκωσε. Εντάξει, αυτό το ατύχημα ήταν ένα θανατηφόρο. Δεν έχει κάτι ντεσού, για να σε κάνει να το θυμάσαι. Τέτοιο ατύχημα ήτανε εκεινού του Γανωτή που σου ’πα προηγουμένως, που είχε σπάσει το πόδι του. Που μετά, σαν επιστάτης πια αυτός, είχε το θανατηφόρο του Καβαλέρου. Δηλαδή, ό,τι έπαθε ο Καβαλέρος, το ’παθε αυτός πριν, και ήτανε και επιστάτης του! Λες τώρα, έλεος! Άκου τώρα το περιστατικό του Γανωτή. Με ειδοποιούν, τρέχω, πάω εκεί, τι να ιδώ; Βλέπω τον Γανωτή, αυτόν τον «Μπαλάφα» που σου λέω, από τη μέση και κάτω πλακωμένος. Οπότε λέω: «Σίγουρα τον έχει λειώσει τώρα!». Γιατί ο βαρύτης ήτανε βαρύ μετάλλευμα. Να ’ναι τώρα αυτός ο κακομοίρης να φωνάζει: «Σώστε με!», αλλά το χειρότερο ποιο είναι; Άμα κοίταγες αποπάνω, αποκεί που έπεσε ο όγκος, αυτό που έμενε, που αν έπεφτε, θα τον έλειωνε όλο, και το κεφάλι και τα λοιπά, είχε ανοίξει περίπου 5 πόντους. Δηλαδή, ο Θεός το κράταγε; Τι το κράταγε; «Τώρα, λέω, πώς θα τον βγάλουμε;». Ήταν κι άλλοι δυο-τρεις. Εντωμεταξύ, οι πέτρες που τον είχαν σκεπάσει δεν σηκωνόντουσαν, λόγω βάρους. Έπρεπε να τις μικρύνουμε μ’ ένα μπρρρρ!, μ’ ένα μπιστόλι. Αυτό όμως κάνει δονήσεις. Πιθανόν να προκαλέσει να πέσει και το υπόλοιπο, οπότε θα τον χάναμε τον άνθρωπο. Αλλά, δεν είχαμε κι άλλη λύση. Τους λέω λοιπόν: «Προσπαθήστε να κάνετε αυτό, εγώ θα παρακολουθώ. Αν ακούσετε φωνή, εσύ θα φύγεις αποκεί, ο άλλος αποδώ!». Προλαβαίνεις, σ’ αυτό το χρόνο να φύγεις. Γιατί το ’χα κάνει εγώ, το ’χα ζήσει. Τέλος πάντων, όλα καλά, τονε βγάλαμε, και τελικά βρέθηκε μ’ ένα ποδάρι σπασμένο, μόνο! Όλο του το άλλο σώμα έπεσε σε κενό και δεν πιέστηκε. Γιατί, άμα του έσπαγε τη λεκάνη, θα ’μενε σακάτης. Τραβήχτηκε βέβαια κάνα εξάμηνο, κάνα χρόνο, αλλά μετά γύρισε, πήρε και την προαγωγή του, έγινε επιστάτης και τα λοιπά. Τότε, αυτό που κρεμότανε, έβαλα το λοστάρι, με το ένα μου δαχτυλάκι το ακούμπησα και έπεσε. Είχε χρόνια ο άνθρωπος! Ήτανε για όλους μας καλή τύχη. Γιατί κι εμείς θα το ’χαμε όλη μας τη ζωή βάρος.
Οι άνθρωποι των Υπογείων είχανε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τον κίνδυνο, που κάνανε και αστεία, πολύ επικίνδυνα. Υπήρχε ένα ζευγάρι –γιατί ο καθένας εκεί μέσα δουλεύει με το βοηθό του, μ’ αυτή την έννοια το λέω ζευγάρι– ο ένας που ήτανε ο τεχνίτης ήτανε ο Πηλίτσος, μεγάλο αστέρι εργαζόμενου. Όσο μπόι του ’λειπε τόσο ικανός ήτανε. Ήτανε σκληρό καρύδι και είχε πάντα σχεδόν τον Κωσταντή τον Κουκά. Τον Κωσταντή τον «Σβέρκο», που λέγανε, του οποίου η μυϊκή δύναμη ήτανε τεράστια. Δηλαδή, τι να σου πω τώρα, άμα έπεφτε ένα βαγόνι απ’ τις ράγες –δύο τόνοι το βαγόνι–, δεν έπαιρνε το γρύλο για να το ανεβάσει να το ξαναφέρει στη ράγα, πήγαινε και το σήκωνε με τα χέρια. Μιλάμε για τέτοια τέρας. Αλλά επειδή ήτανε βαρύς, ο Πηλίτσος του έκανε αστειάκια. Μία πολύ δύσκολη δουλειά μέσα στα Μεταλλεία ήτανε να έχουμε μια γαλαρία σε ένα υψόμετρο 0 και μια άλλη γαλαρία στα 40 μέτρα. Να συνδέσεις αυτές τις δύο γαλαρίες με μια τρύπα σχεδόν κατακόρυφη, που τη λέγαμε καμινέτο. Στο καμινέτο, γιατί το ξετρύπαγες αποκάτω, ξεκίναγες αποκάτω δηλαδή, έριχνες μπαταριά, τα μπάζα πέφτανε κάτω, τα ’παιρνες, προχώραγε αυτό ένα μέτρο, άλλο ένα μέτρο, άλλο ένα μέτρο, με 40 μπαταριές ξετρύπαγε. Εκεί λοιπόν τον είχε βοηθό τον Κωσταντή. Ο κάθε εργαζόμενος έχει το κράνος με τη λάμπα του. Του Κωσταντή η λάμπα είχε μείνει από μπαταρία και δεν είχε φως. Ο Πηλίτσος λοιπόν, άκου να δεις τι έκανε. Βάζει φωτιά στα φυτίλια και φεύγει πρώτος στον κατήφορο και του λέει του Κωσταντή: «Κωσταντή, άιντε, κατέβα γρήγορα, γιατί έχω κόψει και κοντά τα φυτίλια!». Σαν να του λέει: «Θα σκάσουν τα φουρνέλα γρήγορα!». Τον πιστεύει αυτός, κι αμολιέται απ’ το σκοινί, κι έφαγε τα χέρια του. Κι ήθελε να τον πιάσει να τον σκοτώσει. Μιλάμε για τέτοια αστεία! Χοντρά αστεία!
Άλλο περιστατικό που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, είχαμε ανοίξει ένα πηγάδι στο Τηγάνι, το οποίο το προορίζαμε για να βγάζουμε αποκεί το μετάλλευμα – το οποίο δεν έγινε τελικά. Αυτό θα πήγαινε 70 μέτρα, κατακόρυφο όμως. Και δεν έπρεπε να χαθεί η κατακόρυφος. Δύσκολη δουλειά. Κι αυτό όλο μες στο γρανίτη. Δεν σου ’πα κάτι, όταν υπήρχε πρόβλημα αέρα, άμα ήτανε τυφλή η γαλαρία και δεν αεριζότανε, δεν έκανε ρεύμα, οι συνθήκες μέσα στο γρανίτη ήταν πολύ χειρότερες από μέσα στο βαρύτη. σ’ έπιανε τέτοιος πονοκέφαλος! Φοβερό πράγμα! Αυτό λοιπόν, ποιος θ’ αναλάβει να το κάνει; Εκείνη την εποχή, –δεν ξέρω πού τον ανακάλυψε ο Παπαδόπουλος, τον ήξερε από παλιά–, ήτανε κάποιος τύπος του οποίου το ένα χέρι ήτανε έτσι [το χέρι το ένα είχε αγκύλωση], ήταν σχεδόν με ένα χέρι, και ήταν ο άνθρωπος που θα ’κανε αυτή την πιο δύσκολη δουλειά. Ώσπου να ξετρυπήσει αυτό από πάνω τα 70 μέτρα, μέσα εκεί έμπαιναν αυτός, ο Πηλίτσος για βοηθός του σ’ αυτή τη δουλειά, κι εγώ, που έμπαινα μέσα για να παρακολουθώ την κατακόρυφο. Δεν μπορούσε να μπει άλλος! Γιατί; Γιατί στα πρώτα 10-15 μέτρα μπορούσε να μπει, δεν μπορούσε να σταθεί απ’ τον πονοκέφαλο. Εμείς είχαμε εξοικειωθεί κάθε μέρα που ανεβαίναμε και το αντέχαμε. Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση. Άνθρωπος με ένα χέρι ουσιαστικά, πώς το χρησιμοποιούσε το ένα χέρι για να κατέβει γρήγορα, γιατί, για να κατέβεις αποκεί απάνω 70 μέτρα, δεν τα κατεβαίνεις σε μισό λεπτό. Μ’ ένα σκοινί κατεβαίνεις και κάθε ένα ενάμισι μέτρο ένα ξύλο να πατάς. Δύσκολη δουλειά! Ούτε λοκατζήδες! Αυτός λοιπόν κατέβαινε αστραπή! Αυτό είναι που μου έχει μείνει, από τα περίεργα της δουλειάς.
Και το τελευταίο είναι που είχα πάει μια φορά στο Λούλο. Εκεί ήτανε ένας ψηλός, 2 μέτρα οπωσδήποτε, ο Νικόλας ο «Λάτος», αυτός το μάτι του ήτανε τηλεσκόπιο! Ήμαστε απάνω, στο επίπεδο του εργοστασίου στο Λούλο. Η θάλασσα αποκεί απέχει 30 μέτρα, κάτω. Μου λέει: «Το βλέπεις το χταπόδι;». Μες στη θάλασσα! 30 μέτρα έξω! Λέω: «Άσε, ρε Νίκο! Με δουλεύεις;». «Κάτσε!», μου λέει. Και πήγε και το ’φερε. Τέτοιο μούτρο! Σου λέω 2-3 περιστατικά για να καταλάβεις για τι ανθρώπους μιλάμε, έτσι; Κι αυτός μ’ αγαπούσε πάρα πολύ.
Το άλλο χαρακτηριστικό που έχει αυτό το ορυχείο, που έγινε επί ημερών μου και αποφασίσθηκε ότι το ορυχείο αυτό πια δεν έχει μέλλον, –γιατί το ορυχείο αυτό σταμάτησε από έλλειψη κοιτάσματος–, ξεκινήσαμε μία γαλαρία να πάμε στο -40, 40 μέτρα κάτω από τη θάλασσα. Κάναμε το κεκλιμένο, φτάσαμε στο -40, κι αρχίσαμε γαλαρία. Μέσα στο βαρύτη. αλλά, απ’ ό,τι θυμάμαι, είχε τόσα πολλά νερά, που καταλάβαμε ότι δε’ γίνεται. Και αποφασίστηκε να το κλείσουμε. Δεν υπάρχει άλλο ορυχείο στην Ελλάδα να κάνει στο μείον. Και να κάνει στο μείον στον Ταΰγετο αποκάτω το καταλαβαίνω. Να κάνει στο μείον όταν η θάλασσα είναι στα 50 μέτρα δίπλα, καταλαβαίνεις ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μπήκε η θάλασσα μέσα, δηλαδή.
Εμείς οι μηχανικοί, τα στελέχη ας πούμε, είχαμε ένα μισθό, και στο τέλος του χρόνου, ανάλογα πώς θα πήγαινε η δουλειά, αν πετυχαίναμε τους στόχους μας μας δίνανε ένα μπόνους. Το λογιστικό όμως έτος της Εταιρείας δεν ήτανε 1/1ου-31/12ου. Ήτανε, ας πούμε, από Μάρτη σε Μάρτη. Εγώ λοιπόν, 1η Γενάρη του ’79 έφυγα. Κλείνοντας όμως το οικονομικό έτος της Εταιρείας –έχω φύγει εγώ πια, δεν είμαι δικός της υπάλληλος– προέκυψε ότι έπρεπε να μου δώσουνε κάποιο μπόνους. Ελληνική εταιρεία θα το ’δινε; Ποτέ! Μετά από 6 μήνες μου το δώσανε. Και δεν ήτανε λίγα λεφτά! Πρόσεξε! Ήτανε 150.000 δραχμές. Με άλλα τόσα, πήρα το αυτοκίνητο. Αυτό το λέω για την Εταιρεία, για να κλείσουμε το θέμα ότι η Εταιρεία αυτή τον πρόσεχε τον εργαζόμενο. Γιατί ήθελε το πνεύμα το σωστό. Ενώ εδώ στην Ελλάδα, όπως ξέρεις, γι’ αυτό καταντήσαμε εδώ που καταντήσαμε, είναι ένα μπάχαλο όλη η χώρα δυστυχώς και ο Θεός να βάλει το χέρι του δηλαδή. Και πού θα καταλήξουμε ακόμα, γιατί στον πάτο δεν έχουμε φτάσει…

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 02-07-2016]