![](https://www.mykonos-mines.metal.ntua.gr/wp-content/uploads/2020/06/Polykandrioti_Roula.jpg)
Ρούλα Πολυκανδριώτη-Ζουγανέλη
Η Μαρουλιώ (Ρούλα) Πολυκανδριώτη του Αλέξανδρου και της Ευαγγελίας, σύζυγος Τάσου Ζουγανέλη, γεννήθηκε το 1960 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Είναι κόρη θύματος θανατηφόρου ατυχήματος.
Ήρθε πολύς κόσμος για το Μεταλλείο από Λήμνο, από Εύβοια και από διάφορα μέρη, οι οποίοι δούλεψαν εδώ και έβγαλαν το ψωμί τους. Σκοτώθηκαν βέβαια και πολλοί άνθρωποι. Και εμάς συγκεκριμένα σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Το 1961, τον Απρίλιο, ενώ ήτανε μέσα στη γαλαρία και δούλευε. Εγώ ήμουνα πολύ μικρή, ήμουνα 8 μηνών. Μου λένε διάφοροι άνθρωποι εδώ του χωριού, ότι μέσα στη γαλαρία ο πατέρας μου την συγκεκριμένη μέρα που έγινε αυτό τον ζούληξε το βαγόνι, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν ο πατέρας μου χτύπησε, δεν το πήγαν εγκαίρως στο γιατρό. Η μητέρα μου έλεγε τρεις μέρες τον κράτησαν. Δεν ξέρω συγκεκριμένα πόσες μέρες. Ο κύριος Βλασσόπουλος Ματθαίος μου είπε ότι ήταν όλη νύχτα κοντά του και τους έλεγε: «Γιατί δεν τον πάτε τον άνθρωπο στο γιατρό, θα πεθάνει!». Αυτοί δεν έδωσαν σημασία, δεν φώναξαν τον γιατρό, για να επισκευάσουνε τις μηχανές και όλα αυτά τα λάθη που δεν έπρεπε να υπήρχαν.
Κάποια στιγμή η μητέρα μου περίμενε να γυρίσει ο πατέρας μου –είχε και τέσσερα παιδιά– και έφυγε με τα πόδια από την Άνω Μερά να πάει στο Μεταλλείο να δει τι γίνεται. Ε, έβαλε τις φωνές και φώναζε: «Γιατί δεν σχόλασε ο άντρας μου;». Και τους λέει: «Θέλω να δω που είναι, τι έχει, πού τον έχετε πάει;». Ε, ανοίξαν κάποιο δωμάτιο και είδε τον πατέρα μου χτυπημένο. Δύσκολα ανέπνεε, γιατί μάλλον…, ίσως είχε και εσωτερική αιμορραγία και αυτό δεν τον βοήθαγε ώστε να μπορεί να μιλήσει και να μπορεί ν’ αναπνεύσει σωστά. Ε, ειδοποίησε και η μητέρα μου τη μητέρα του πατέρα μου, την Μαρία Λοΐζου-Πολυκανδριώτη, η οποία ήρθε και βάλαν τις φωνές και μετά από μεγάλες προσπάθειες τον πήγαν στο Λούλο και τον πήρανε με το καΐκι να τον πάνε Σύρο. Ε, ειδοποίησαν με τηλεγράφημα στη Σύρο που υπηρετούσανε κάτι Μυκονιάτες εκεί, και τους είπανε: «Να κατέβετε στο λιμάνι να πάρετε τον Αλέξανδρο –τον Αλέκο, Αλέκο τον ξέραν όλοι– να τον πάτε στο νοσοκομείο γιατί έχει χτυπήσει».
Πράγματι, από ό,τι μου λέει ο Δημήτρης ο Αργουδέλης, κατέβηκαν στο λιμάνι με το φορείο, τον παρέλαβαν, τον πήγανε, από ό,τι μου λέει, σε κάποια κλινική που ήταν κοντύτερα, και ένας γιατρός ο οποίος λεγόταν Καμπανέλης, πολύ καλός γιατρός, μου είπε, πανύψηλος και πολύ καλός άνθρωπος, αυτός προσπάθησε να τον βοηθήσει αλλά όταν μπήκε στο χειρουργείο και τον ανοίξανε, είδανε ότι η εσωτερική αιμορραγία και όλα αυτά που είχε πάθει κι από τα δηλητήρια και όλες αυτές τις ουσίες τις οποίες ανέπνεε, είχε φλογώσει, είχε ανάψει τα ζωτικά όργανα του οργανισμού, τα πνευμόνια του, τα συκώτια του, όλα ήτανε μέσα στο αίμα. Γυρνάει και τους λέει: «Βρε παιδιά, τώρα μου τον φέρατε; Δεν έχει ζωή αυτός ο άνθρωπος!». Και πράγματι ,εκείνη την στιγμή ξεψύχησε.
Ε, η γιαγιά μου που του είχε και πολλή αδυναμία του πατέρα μου, γιατί όλα της τα παιδιά είχαν φύγει στην Αθήνα για δουλειές, για διάφορα, και μόνο ο πατέρας μου είχε μείνει και την βοηθούσε κιόλας γιατί ήταν χήρα –είχε πεθάνει ο παππούς μου πολύ νέος– η γιαγιά δεν μπόρεσε να το αντέξει αυτό. Απ’ ό,τι μου λέει ο Δημήτρης Αργουδέλης, η γιαγιά είχε μακριά μαλλιά και εκείνη την εποχή οι χήρες και όλες οι κυρίες συνήθιζαν να έχουν μακριά τα μαλλιά δεμένα πίσω σε μικρό κοτσάκι, έλυσε τα μαλλιά της, άρχισε να φωνάζει, να ουρλιάζει, να ξεριζώνει τα μαλλιά της και να χτυπιέται. Ε, δεν γινόταν κάτι άλλο. Αφού πέθανε ο πατέρας μου τον έβαλαν πάλι στο καΐκι και τον έφεραν πίσω. Αυτό που ξέρω είναι ότι είχαν ειδοποιηθεί όλοι ότι ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή και όλοι περίμεναν στο Λούλο που θα ερχόταν το καΐκι.
Ε, εκεί έγινε ένας χαμός, η γιαγιά πάλι άρχισε να φωνάζει και να χτυπιέται στην πρύμνη του πλοίου και γινόταν ένας χαμός. Η μητέρα μου δεν είχε πάει γιατί είχε τέσσερα παιδιά κι εμένα πολύ μωρό. Ε, αποκεί και στο εξής τον πήγαν σπίτι, μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Είχανε τον μπαμπά μου μέσα στην κάσα και δίπλα εμένα μέσα στην κούνια. Ε, εγώ ήμουνα τόσο μικρό που δεν μπορούσα βέβαια να καταλάβω τι συμβαίνει, έκλαιγαν, φώναζαν, αλλά κάποια στιγμή, μου είπανε ότι γέλαγα πάρα πολύ και εκεί που έκλαιγαν όλοι και φώναζαν, βλέπανε εμένα που γέλαγα, και πού και πού έσκαγαν κι αυτοί ένα χαμόγελο μες στην πίκρα τους.
Αυτά έχω να σας πω, μετά έγινε η κηδεία, έγινε τι έγινε, αλλά είχα έναν θείο, τον Τάσο τον Πολυκανδριώτη, ο οποίος ήταν πολύ δραστήριος και ήθελε να μας βοηθήσει – ήταν αδερφός του μπαμπά μου, μεγαλύτερος. Αυτός έκανε όλες τις προσπάθειες και έβαλε δικηγόρο, πήγε στη Σύρο, και κάποια στιγμή βγήκε το δικαστήριο και είχανε πάει στη Σύρο και η μητέρα μου, ο θείος μου και μάρτυρες κι αυτά, και πραγματικά αν δεν ήταν αυτός ο θείος εμείς δεν ξέρω αν θα ζούσαμε σήμερα. Μας βοήθησε πάρα πολύ και πήρε η μαμά μου μια μικρή αποζημίωση και πήρε και τη σύνταξη. Ε, μ’ αυτή τη σύνταξη αρχίσαμε να ζούμε, να δουλεύουμε στα χωράφια, να βοηθάμε τη μητέρα μου – είχαμε ζώα, άφησε ο μπαμπάς αγελάδες, άφησε ένα σωρό νοικοκυριά. Τις αγελάδες η μαμά δεν μπορούσε να τις έχει και τις πούλησε. Και κράτησε τα αιγοπρόβατα. Σιγά σιγά μ’ αυτά αρχίσαμε να ζούμε…
Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγα να φέρω το γάλα από τα ζώα ήμουνα ή πεντέμισι ή έξι χρονών. Έφυγα με το γαϊδουράκι, πήγα να αρμέξω τα κατσικάκια, και πιο βαρύ ήταν το γάλα από εμένα. Εγώ ήμουνα πάρα πολύ αδύνατη. Και όπως θυμάμαι, έγερνε το καφάσι στο γαϊδουράκι. Στον δρόμο μου έλεγαν: «Πού πας, παιδάκι μου;». «Πήγα ν’ αρμέξω!», τους έλεγα. «Άντε, μας κοροϊδεύεις! Εσύ είσαι τόσο μικρή που δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα». Και θυμάμαι που στενοχωριόμουνα πάρα πολύ γιατί δεν με πιστεύανε, κι έλεγα: «Μα γιατί δεν με πιστεύουνε, αφού εγώ πήγα και πήρα το γάλα και θα πάω σπίτι!». Ε, ήτανε πολύ δύσκολη η ζωή μας αποκεί και πέρα. Η μητέρα μου δούλευε πάρα πολύ στα χωράφια. Έσπερνε τα χτήματα, μόνη της θέριζε. Ε, μερικές φορές τη βοηθάγανε και μερικοί συγχωριανοί γιατί έτσι κάνουνε στο χωριό εδώ, ο ένας βοηθάει τον άλλον. Αλλά μερικές φορές θέριζε από το πρωί ως το βράδυ μόνη της.
Όπως σας είπα, ήμασταν τέσσερα αδέρφια. Ο Σταύρος ήτανε 7 χρονών, όταν πέθανε ο πατέρας μου. Ο Μιχάλης ήταν 6 – τα οποία αυτά τα αδέρφια μου δεν είναι στη ζωή τώρα. Γιατί… πιστεύω ότι με όλες αυτές τις ταλαιπωρίες που περάσανε, δεν άντεξαν άλλο. Ε, η Μαρία ήτανε 3 χρονών κι εγώ ήμουνα 8 μηνών. Και η μητέρα μου όλη τη μέρα στο χωράφι, κουραζότανε πάρα πολύ, οπότε κάποια στιγμή αρρώστησε. Ήτανε όλη μέρα μες στο κρύο και μες στις κακουχίες. Με ένα γαϊδουράκι να πηγαίνει στην Ελιά, να έρχεται… Εμένα δεν είχε πού να με αφήσει, ήμουνα μικρό· τα άλλα πηγαίνανε και σχολείο… Μια μας φύλαγε η γιαγιά μου, μια δεν μπορούσε κι εκείνη γιατί είχε πολλές υποχρεώσεις… Και αυτό που θυμάμαι είναι ότι τότε μ’ έπαιρνε μαζί της η μάνα μου, και στο δρόμο καθώς πήγαινε, για να μη φάω όλη τη βροχή που ήμουνα πολύ μικρό, με άφηνε σε κάποιο σπίτι εκεί, γειτονικό, μέχρι να πάει, να κάνει όλες αυτές τις δουλειές στην Ελιά που πηγαίναμε, και γυρνώντας πάλι με έφερνε σπίτι.
Κουραζόταν τόσο πολύ που κάποια στιγμή έπαθε ανεπάρκεια της καρδιάς. Της είπε ο γιατρός ότι «αν δεν κουράζεσαι θα ζήσεις ένα χρόνο, αν όμως κουράζεσαι σε λίγο καιρό θα πεθάνεις». Πράγματι, δεν πέρασε πολύς καιρός και μέσα σε ένα ή δύο μήνες έφυγε απ’ τη ζωή, και πάλι δεν ήμασταν εμείς μεγάλα παιδιά. Ο Σταύρος όταν έφτασε 12 χρονών έφυγε στην Αθήνα και πήγε εσώκλειστος στη Σιβιτανίδειο Σχολή, για να μάθει ηλεκτρολόγος. Μετά από ένα χρόνο έφυγε κι ο Μιχάλης και τον βοήθησαν οι θείοι μου και πήγε κι αυτός να μάθει υδραυλικός. Κι όταν έφτασε ο Σταύρος 18 χρονών πεθαίνει κι η μητέρα μου. Τι να κάναμε τότε, οι θείοι μου μας πήραν όλους μαζί και πήγαμε στην Αθήνα και νοικιάσαμε ένα σπίτι και δουλεύαμε για να ζήσουμε.
Ε, μετά απ’ αυτά πήγανε στρατιώτες, έπρεπε να τα βοηθάμε… Η αδερφή μου η Μαρία ήταν μεγαλύτερη, είχε μάθει περισσότερα από μένα, να μαγειρεύει και να κάνει όλο το νοικοκυριό του σπιτιού… Βέβαια σιγά σιγά έμαθα κι εγώ… Και προσπαθούσαμε να ζήσουμε, γιατί και η σύνταξη… Μετά, οι θείοι μου, για να έχουμε κάτι όταν παντρευτούμε, σαν προίκα, δεν μας έδιναν για να ζήσουμε κι έπρεπε μόνοι μας να τα βγάλουμε πέρα. Οπόταν παλέψαμε πάρα πολύ. Δουλεύαμε, μάθαμε και ράψιμο, πηγαίναμε και στα εργοστάσια, πηγαίναμε σε βιοτεχνίες, πηγαίναμε σε διάφορες δουλειές. Όμως ήταν πάρα πολύ δύσκολα όλα αυτά που περνάγαμε. Για να φανταστείτε, έπρεπε εξήμισι η ώρα το πρωί, που ήταν νύχτα, να είμαστε στις Τρεις Γέφυρες, να περάσει το πούλμαν, να μας πάρει, να πάμε στο εργοστάσιο για να δουλέψουμε. Ε, έκανε πολύ κρύο, έπρεπε να μαγειρέψουμε πρώτα για τ’ αδέρφια μου, να πλένουμε, να σιδερώνουμε, να κάνουμε όλο το νοικοκυριό, και να πηγαίνουμε και στη δουλειά. Όμως, αν μία μέρα χάναμε το πούλμαν, χάναμε και το μεροκάματο. Κι αν δεν κάναμε απουσία όλη τη βδομάδα, παίρναμε κι εκατό δραχμές πριμ. Κι αν εμείς το χάναμε, στεναχωριόμαστε πάρα πολύ. Ε, με λίγα λόγια –σας έχω κουράσει– περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα.
Ε, μετά παντρεύτηκε η αδερφή μου, και μετά δεν είχα κι εγώ τι άλλο να κάνω και λέω, προκειμένου να είναι δύσκολη έτσι η ζωή, προτίμησα να παντρευτώ. Δεκαέξι χρονών θυμάμαι αρραβωνιάστηκα και σ’ ένα χρόνο παντρεύτηκα. Ήμουνα δεν ήμουνα δεκαοχτώ χρονών και γέννησα τον πρώτο μου γιο. Δεκαεννέα χρονών γέννησα και τον Αλέξανδρο, έβγαλα τον μπαμπά μου… Και εικοστρίω’ χρονών γέννησα και τον Βαγγέλη, και έβγαλα και τη μαμά μου…
Ε, δόξα Σοι ο Θεός, τώρα έκανα την οικογένειά μου, είναι όλα καλά, αλλά δεν θα το ξεχάσω ότι περάσαμε πολύ δύσκολα. Στο σχολείο μας πείραζαν βέβαια κι εμείς στεναχωριόμασταν. Κι αυτό που σκεπτόμασταν μέσα μας ήτανε ότι αν είχαμε τον πατέρα μας δεν θα περνάγαμε όλα αυτά που περάσαμε, δεν θα μας πείραζε κανείς, και ότι όλα θα ήταν καλύτερα. Αλλά τι να κάνουμε, ίσως ήτανε τυχερό να γίνουνε έτσι τα πράγματα. Ευχαριστώ πάρα πολύ που σας είπα την ιστορία μου, δεν έχω κάτι άλλο να σας πω, ευχαριστώ!
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 16-11-2014]